Διονύσιος Α. Κόκκινος, Η εκστρατεία του Μπεϋράν | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Διονύσιος Α. Κόκκινος, Η εκστρατεία του Μπεϋράν

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ιερά Μονή Οσίου Λουκά, Ν. Βοιωτίας 

Διονύσιος Α. Κόκκινος, Η εκστρατεία του Μπεϋράν

Από το 2ο τόμο του εξάτομου έργου «Η ελληνική επανάστασις» του Διονύσιου Α. Κόκκινου, του εκδοτικού οίκου ΜΕΛΙΣΣΑ.  

Σοβαρός κίνδυνος ηπείλησε κατά τον Αύγουστον [του 1821] την επανάστασιν. Εις την Κωνσταντινούπολιν απεφασίσθη κατόπιν των ακάρπων πρώτων τουρκικών εκστρατειών εις την Ανατολικήν Ελλάδα και εις την Πελοπόννησον ο συντονισμός νέας σοβαρωτέρας εκστρατείας από ξηράς και από θαλάσσης. Ισχυρά δύναμις στρατού υπό τον Μπεϋράν πασσάν θα κατήρχετο από της Μακεδονίας εις την Στερεάν και δια κεραυνοβόλου προελάσεως εις της Πελοπόννησον θα έφθανεν εις το απειλούμενον κέντρον και θα διέλυε την πολιορκίαν της Τριπολιτσάς. Ταυτοχρόνως θα εξήρχετο εκ των Στενών ο τουρκικός στόλος, θα παρηκολούθει την κίνησιν του στρατού του Μπεϋράν, θα διέλυε τας πολιορκίας των παραθαλασσίων φρουρίων, θα ενίσχυε τον τουρκικόν στρατόν εις την ανακατάληψιν των μερών εκ των οποίων είχαν αποδιωχθή οι Τούρκοι και θα εισήρχετο εις τον Κορινθιακόν δια ν’ αποκόψη τας δια τούτου επικοινωνίας των επαναστατών της Στερεάς και της Πελοποννήσου.
Η Ανατολική Ελλάς ήτο υποχρεωμένη και αυτήν την φοράν να παίξη τον δραματικόν ρόλον προμαχώνος της Πελοποννήσου, και οι Ρουμελιώται αρχηγοί ώφειλαν ν’ αναχαιτίσουν τον ισχυρόν στρατόν, που αν διέβαινε τον Ισθμόν θα καρώρθωνεν, αν όχι τίποτε άλλο σοβαρώτερον, να διαλύση την εγγίζουσαν προς το τέρμα της πολιορκίαν της Τριπολιτσάς. Και τούτο ενώ ηγωνίζοντο ακόμη κατά των στρατευμάτων του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσσέ Μεχμέτ.
Είπομεν ότι κατά τον Ιούνιον, μετά την κατάληψιν της Λειβαδιάς από τους Τούρκους και τον κατόπιν αιφνιδιασμού διασκορπισμόν των ελληνικών σωμάτων των κατεχόντων της Σούρπην, ο Γκούρας με τους Σαλωνίτας απεσύρθη προς τον Πανουργιάν και ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος, αφού εφρόντισε να εξασφαλίση την επιστροφήν του Ηλία Μαυρομιχάλη, του Νικηταρά και των άλλων εκ της μονής του Οσίου Λουκά εις το Κριεκούκι, κατέλαβε το υπό την Αράχωβαν στενόν του Ζεμενού, εις απόστασιν πέντε ωρών από την Λειβαδιάν. Εκεί κατώρθωσε να ανασυγκροτήση το μικρόν του στράτευμα και κατεσκεύασε και οχύρωμα. Ήλθαν και ο Γκούρας και ο Κοντοσόπουλος από τα Σάλωνα και ο Μίλιος Κατσικογιάννης από την Δυτικήν Ελλάδα και η δύναμις όλου του στρατού ανήλθεν εις χιλίους άνδρας. Με το σώμα αυτό ηθέλησεν ο Ανδρούτσος ν’ ανακαταλάβη την Λειβαδιάν.
Ήδη οι δυο πασσάδες, αφού άφησαν εις την Λειβαδιάν φρουράν από χιλίους πεντακοσίους άνδρας με τον Τουρκοκρήτα Χατζή – Μαχμούτ αγάν ως βοεβόδαν, είχαν μεταβή εις τας Θήβας δια να φροντίσουν δια την κάθοδόν των εις την Πελοπόννησον, που απετέλει τον κύριον σκοπόν της εκστρατείας των. Ήλπιζαν ότι είχαν διασκορπίσει πλέον τους επαναστάτας της Ανατολικής Ελλάδος και ότι οι πληθυσμοί θα έσπευδαν να δηλώσουν υποταγήν εις τον σουλτάνον χάρις εις την τακτικήν της ηπίας συμπεριφοράς των απέναντι του ελληνικού στοιχείου, που είχεν επιδειχθή κυρίως κατά την ανάκτησιν της Λειβαδιάς. Ο Χατζή – Μαχμούτ είχεν εντολήν να σκορπίση αμνηστίας εις όλην την μεγάλην επαρχίαν της Λειβαδιάς, που αποτελούσε το σπουδαιότερον έρεισμα της επαναστάσεως της Ανατολικής Ελλάδος και λόγω του πληθυσμού της και της θέσεως της Λειβαδιάς και λόγω της συγκεντρώσεως περί αυτήν των περισσοτέρων και ικανωτέρων Ελλήνων αρχηγών.
Οι πασσάδες είχαν απατηθή. Εν πρώτοις, η «ειρηνευτική» προσπάθεια του βοεβόδα Μαχμούτ αγά δια της αποστολής εγγράφων αμνηστίας προς όλα τα χωριά και τους σημαίνοντας κατά τόπους απέτυχεν. Οι ίδιοι οι πρόκριτοι Νάκος και Λογοθέτης, οι ευρισκόμενοι ήδη εις την Λειβαδιάν, εξηναγκάσθησαν να συνοδεύσουν τα έγγραφα των αμνηστιών και με ιδικάς των εγγράφους προτροπάς προς υποταγήν, αλλά ταυτοχρόνως έδωσαν αντιθέτους μυστικάς προφορικάς εντολάς προς τους φέροντας τα έγγραφα δια τους κατοίκους. Οι απεσταλμένοι αυτοί με τα διατάγματα των αμνηστιών ήσαν Έλληνες δεχθέντες να εκτελέσουν τας διαταγάς του βοεβόδα εξ ανάγκης. Αλλ’ ο Ανδρούτσος, φοβούμενος δια την επίδρασιν επί του πληθυσμού των ενεργειών αυτών, έλαβε κεραυνοβόλα μέτρα. Έστειλεν ανθρώπους του προς παρακολούθησιν των κομιστών των διαταγμάτων αμνηστίας και αντίδρασιν κατά της εναντίον της επαναστάσεως στρεφομένης προπαγάνδας δηλώσεων υποταγής εις το τουρκικόν καθεστώς. Οι απεσταλμένοι είχαν εντολήν να συλλάβουν τους κομιστάς των εγγράφων αμνηστίας, αλλ’ εκείνοι κατώρθωσαν τότε να διαφύγουν.
Αλλά και οι δύο πασσάδες δεν αφέθησαν ήσυχοι εις τας Θήβας. Ο Ανδρούτσος, με τον Γκούραν, τον Κοντοσόπουλον και τον Κατσικογιάννην με διακοσίους πενήντα άνδρας, ετοποθετήθη εις την Πέτραν δια να διακόψη την μεταξύ Θηβών και Λειβαδιάς συγκοινωνίαν των Τούρκων, με τον σκοπόν να καταλάβη έπειτα την Λειβαδιάν, και άφησε εις τον Ζεμενόν τον Μπούσγον, τον Τράκαν, τον Ιωάννην Κομποδαδίτην και τον Γεώργιον Μωραΐτην. Μετ’ ολίγον ένα τουρκικόν σώμα από χιλίους άνδρας, προερχόμενον από τας Θήβας, επεχείρησε να περάση εις την Λειβαδιάν, αλλ’ ανεκόπη η πορεία του εις την Πέτραν υπό του Ανδρούτσου και ηναγκάσθη έπειτα από αρκετήν φθοράν να επιστρέψη εις τας Θήβας.
Οι πασσάδες επληροφορήθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπον ότι η επανάστασις όχι μόνον δεν είχε καταπνιγή, αλλ’ ότι ήτο ικανή να τους απειλή εις κάθε στιγμήν και ν’ αναγκάζη τα τουρκικά στρατεύματα να υποχωρούν. Απεφασίσθη τότε ν’ αποσταλή εναντίον των ελληνικών αυτών σωμάτων των δυτικών τμημάτων της Ανατολικής Ελλάδος ο Δεμίρ πασσάς επί κεφαλής στρατού από δυόμιση χιλιάδας άνδρας δια να κατορθώσουν οι άλλοι να συνεχίσουν ανενόχλητοι τον δρόμον των προς την Πελοπόννησον δια της Αττικής.
Ο Ανδρούτσος επληροφορήθη την κάθοδον της νέας αυτής δυνάμεως μόλις κατά την τελευταίαν στιγμήν. Διέταξε τότε τους ευρισκομένους εις τον Ζεμενόν Μπούσγον και Τράκαν να καταλάβουν την Φοντάναν. Αλλ’ οι Τούρκοι επρόφθασαν και επέρασαν το οχυρόν εκείνο σημείον και οι δύο υπαρχηγοί ηναγκάσθησαν να καταλάβουν το εις την πεδιάδα ευρισκόμενον χωριό Μάνεσι. Ο Τράκας με εκατόν άνδρας ετοποθετήθη εμπρός και ο Μπούσγος με τετρακοσίους ωχυρώθη εις τον περίβολον της εκκλησίας του χωριού. Το μέρος ήτο ακατάλληλον δι’ άμυναν και δια την υπό τόσον ολίγων παρεμπόδισιν της διαβάσεως ισχυρού στρατού, έχοντος και ιππικόν και συνοδευομένου και από δύο κανόνια. Ο Τράκας ήρχισε το πυρ μόλις εφάνησαν οι Τούρκοι, αλλ’ αμέσως έκαμεν έφοδον το τουρκικόν ιππικόν και οι υπό τον Μπούσγον διεσκορπίσθησαν. Μόνον ο γενναίος Τράκας έμεινεν εις το οχύρωμά του και εμάχετο επί πολλάς ώρας, αλλ’ η θέσις δεν ήτο τοιαύτη ώστε ν’ αποκοπή η προέλασις του εχθρού και ο Δεμίρ πασσάς έφθασεν εις την Λειβαδιάν.


Αι κατά του Ανδρούτσου ραδιουργίαι και το δράμα της Λειβαδιάς
[Ο Δεμίρ πασσάς φθάνει εις Λειβαδιάν. – Σχέδια του Ανδρούτσου δια την ανακατάληψιν της Λειβαδιάς. – Εχθροί του Ανδρούτσου καταγγέλλουν αυτόν ως «τουρκολάτρην και ανάξιον της αρχηγίας». – Επίθεσις των Ελλήνων κατά της Ώρας. – Είσοδος του Ανδρούτσου εις Λειβαδιάν. – Άγρια τιμωρία των συκοφαντών του.]

Παρά την κάθοδον του Δεμίρ ο Ανδρούτσος δεν εγκατέλειψε τα σχέδιά του δια την ανακατάληψιν της Λειβαδιάς. Τούτο δεν το έκρινε μόνο ως πολεμικήν ανάγκην, αλλ’ ως υποχρέωσιν προσωπικής τιμής. Εις την Λειβαδιάν ευρίσκοντο θανάσιμοι εχθροί του. Προ ολίγου καιρού εξ αντιζηλιών και διότι δεν ηνείχοντο τον αυταρχικόν του χαρακτήρα τον είχαν συκοφαντήσει κατά τον χειρότερον τρόπον. Ο Ανδρούτσος ήτο δια την Ανατολικήν Ελλάδα ό,τι ο Κολοκοτρώνης δια την Πελοπόννησον και ο Βαρνακιώτης δια την Δυτικήν Ελλάδα. Είχεν αποβή η κυριαρχούσα μορφή μεταξύ του πολεμικού κόσμου της Ανατολικής Ελλάδος και εκ της παλαιάς επιβολής του και εκ των επιτυχιών του κατά τους πρώτους μήνας της επαναστάσεως και εκ του χαρακτήρος του. Όλα ερρυθμίζοντο από αυτόν. Αλλά η επαναστατική δράσις είχεν αναπτύξει φιλοδοξίας και υπήρχαν άνθρωποι που έφεραν βαρέως την αυταρχικήν εξουσίαν του. Εξεμεταλλεύθησαν λοιπόν την μετά την κάθοδον εις την Λειβαδιάν των πασσάδων αναγκαστικήν ακινησίαν του και τας ατυχίας του στρατού του, που είχεν υποστή όλην την πίεσιν των προοριζομένων δια την κατάπνιξιν ολοκλήρου της επαναστάσεως και αυτής της Πελοποννήσου τουρκικών δυνάμεων, και τον κατηγόρησαν προς τον Δημήτριον Υψηλάντην δι’ εγγράφου φέροντος ημερομηνίαν 30 Ιουνίου ως «ανάξιον της αρχηγίας, τουρκολάτρην, δωροδοκημένον από τον Ομέρ πασσάν και αίτιον των δυστυχιών της Λειβαδιάς και των συνομόρων επαρχιών». Το έγγραφον εκείνο το υπέγραψαν σαρανταδύο Λειβαδιώται και Θηβαίοι και το έφεραν εις τα Τρίκορφα ολίγοι αντιπρόσωποί των κατηγορήσαντες και προφορικώς τον Ανδρούτσον ως αδρανούντα υπό σκοπού εις τον Όσιον Λουκάν και ως υπεύθυνον των επιτυχιών των Τούρκων. Της εναντίον του Ανδρούτσου αυτής κινήσεως προΐσταντο οι εκ της Λειβαδιάς Μήτρος Τριανταφυλλίνας και Εμμανουήλ Σπυρίδωνος. Οι περισσότεροι από τους υπογράψαντας την κατηγορίαν ασφαλώς είχαν παραπεισθή. Εις τας εκ του εξωτερικού εχθρού ατυχίας αναζητείται πάντοτε, και όταν δεν υπάρχη πράγματι, εις το εσωτερικόν ο υπεύθυνος, και η κατηγορία βαρύνει συνήθως εκείνον που έχει εχθρούς ικανούς να τον κτυπήσουν.
Ο Υψηλάντης, αγνοών τα πράγματα της Ανατολικής Ελλάδος και πριν ακούση και τον καταγγελλόμενον, έγραψεν εις τον Ανδρούτσον επιστολήν, από την οποία εφαίνετο ότι επίστευε τας κατηγορίας, μολονότι εξέφραζεν αμφιβολίας και τον εξώρκιζε να ενθυμηθή το καθήκον του και να κινηθή κατά του εχθρού. Ο Ανδρούτσος απελογήθη την 15ην Ιουλίου και εζήτησεν ως μόνην ικανοποίησιν δια τας κατ’ αυτού συκοφαντίας να του γίνουν γνωστοί οι κατήγοροί του «δια να κριθή με αυτούς μιαν ημέραν». Ο Υψηλάντης τότε του έγραψεν επανορθωτικήν και ικανοποιητικήν επιστολήν και ταυτοχρόνως απηύθυνεν έγγραφον προς τους στρατηγούς, καπετάνιους και προκρίτους της Λειβαδιάς και των γύρω τόπων να ομονοήσουν και συνενωθούν κατά του εχθρού προς το συμφέρον της πατρίδος. Αυτή λοιπόν η κατηγορία έκανε τον Ανδρούτσον να βιάζεται να εισέλθη εις την Λειβαδιάν. Έπρεπε ν’ απαντήση εις τους συκοφάντας του με μίαν νίκην και να κανονίση την προσωπικήν του υπόθεσιν αναζητών τους εχθρούς του.
Έστειλε τότε προς τον Παλάσκαν εις την Λειβαδιάν τον τσοπάνην Καφρίτσαν δια να του αναγγείλη την εις τας Καλαρρύτας αιχμαλωσίαν της οικογενείας του κατά την εκεί εισβολήν του Ισμαήλ πασσά Πλιάσσα, με τον σκοπόν να τον εξερεθίση δια τούτου κατά των Τούρκων και να του ζητήση κατόπιν μυστικής συνεννοήσεως με τους προκρίτους να υποβοηθήσουν εις την ανακατάληψιν της Λειβαδιάς υπό των Ελλήνων. Ο Καφρίτσας είχε και την εντολήν να κατοπτεύση το φρούριον, πράγμα που είχε κάμει και προ ολίγων ημερών σταλείς υπό του Ανδρούτσου από την Σούρπην. Η κατόπιν διαταγών των πασσάδων διαλλακτική στάσις του βοεβόδα Μαχμούτ αγά επέτρεπε την ανενόχλητον είσοδον Ελλήνων χωρικών εις την πόλιν. Ο Καφρίτσας επέστρεψεν εις το ελληνικόν στρατόπεδον και ανήγγειλεν εις τον Ανδρούτσον ότι ο Παλάσκας και οι πρόκριτοι της Λειβαδιάς ήσαν σύμφωνοι και ότι αποστέλλεται από τον Παλάσκαν ο συγγενής του Λιούσας δια να συνεννοηθή με τον αρχηγόν δια το σχέδιον της εφόδου κατά της πόλεως. Και ταυτοχρόνως τον επληροφόρησεν ότι εις το φρούριον δεν υπήρχε παρά μόνον μικρά δύναμις από εκατόν άνδρας.
Η τελευταία αυτή πληροφορία ήτο αρκετή δια τον Ανδρούτσον δια να ενεργήση χωρίς άλλην συνεννόησιν με τους προκρίτους την έφοδον. Ο Δεμίρ πασσάς δεν είχε φθάσει ακόμη εις την Λειβαδιάν όταν επήγε εκεί ο Καφρίτσας. Εκίνησε λοιπόν αμέσως ο Ανδρούτσος, αλλά μόλις έφθασεν εις την συνοικίαν της πόλεως Λευκοχώρι, ευρέθη απέναντι του μόλις καταφθάσαντος σώματος του Δεμίρ και μετά την ανταλλαγήν πυροβολισμών ηναγκάσθη πάλιν ν’ αποσυρθή εις τον Όσιον Λουκάν.
Εκεί έφθασε μετ’ ολίγας ημέρας ο Λιούσας εκ μέρους του Παλάσκα και του ανήγγειλεν ότι ο Δεμίρ πασσάς, αφού ενίσχυσε την φρουράν της Λειβαδιάς, επέστρεψεν εις τας Θήβας και έδωσεν εις τον Ανδρούτσον πληροφορίας περί των θέσεων και του αριθμού των Τούρκων. Συνεννοήθησαν περί του χρόνου της εισβολής, την οποίαν θα διηυκόλυνε προσωπικώς ο Παλάσκας και αμέσως ο Ανδρούτσος συγκεντρώσας οπίσω από την Σούρπην σώμα από δύο χιλιάδας άνδρας εκίνησε και έφθασε προ της πόλεως δια του Αγίου Ιωάννου προς τα Επάνω Αμπέλια. Ήτο η τρίτη ώρα περίπου του όρθρου. Ο Παλάσκας, σύμφωνα προς την συνεννόησιν, επερίμενεν εκεί και ωδήγησε τον στρατόν εις την πόλιν. Την εμπροσθοφυλακήν την είχεν ο μόλις θεραπευθείς, κατόπιν του τραυματισμού του εις το Πατρατσίκι, Ρούκης. Ένα μέρος του σώματος αυτού εισήλθεν από την συνοικίαν του Ζαγαρά και άλλο από την Δαμπάχναν. Ο Χατζή – Μαχμούτ αγάς καταληφθείς εξ απροόπτου έξω του φρουρίου, μόλις επρόφθασε, πυροβολούμενος από τους Έλληνας στρατιώτας, να ανέλθη εις αυτό φέρων μαζί του και τους προκρίτους Νάκον και Λογοθέτην. Αλλά προ της πύλης του φρουρίου ο Λογοθέτης κατώρθωσε να διαφύγη και μετά ταλαιπωρίαν τριών ωρών έφθασε πλησίον του Ανδρούτσου. Τριακόσιοι Τούρκοι τότε υπό τον Βελή αγάν Γρεβενλήν ωχυρώθησαν εις την Ώραν και κατεπυροβόλουν εκείθεν τους επερχόμενους Έλληνας.
Η μάχη ήρχισεν. Οι Έλληνες στρατιώται ωχυρωμένοι εις τα γύρω σπίτια έβαλλαν κατά της Ώρας. Τότε όσοι από τους κατοίκους είχαν αναγκασθή να δηλώσουν υποταγήν και οι από της αλώσεως της πόλεως κρατούμενοι αιχμάλωτοι κατώρθωσαν να ξεφύγουν και έσπευσαν προς τον ελληνικόν στρατόν.
Κατά την επομένην, κατόπιν συνεννοήσεων του Παλάσκα με τον Βελή αγάν, φίλον του από τότε που ευρίσκοντο και οι δύο εις την αυλήν των Ιωαννίνων, παρεδόθησαν οι ευρισκόμενοι εις την Ώραν, που δεν ημπορούσαν να συνεχίσουν την άμυναν διότι εστερούντο τροφών, υπό τον όρον να μεταβούν όλοι εις την Λαμίαν και πενήντα από αυτούς να κρατήσουν τα όπλα των. Η διαρκέσασα ένα ημερονύκτιον μάχη της Ώρας εστοίχισεν εις τους Τούρκους εκατόν νεκρούς και εις τους Έλληνας επτά, μεταξύ των οποίων ήτο και ο γενναίος Τσεκούρας.
Εις το φρούριον ημύνοντο ακόμη οι κλεισθέντες εκεί υπό τον Μαχμούτ αγάν. Είχαν και τροφάς και πολεμοφόδια. Τότε ο Ανδρούτσος, κύριος της πόλεως, πλην του φρουρίου, του οποίου ήλπιζε την άλωσιν δι’ εξαντλητικής πολιορκίας, προέβη εις την τιμωρίαν των κατοίκων που εδήλωσαν υποταγήν. Λειβαδιώται δεν τον είχαν συκοφαντήσει ως τουρκίζοντα; Έπρεπε λοιπόν να τιμωρηθούν οι πράγματι τουρκίζοντες. Τον πρόκριτον Λογοθέτην, του οποίου τα φρονήματα ήσαν αναμφισβήτητα, περιεποιήθη και τον απέστειλεν εις το Γαλαξείδι, όπου ευρίσκετο η οικογένειά του. Αλλ’ ανεζήτησεν εκείνους που έκρινε πράγματι ως υπόπτους δια την επαφήν των με τους Τούρκους και εκεί τότε, κατά τον Σουρμελήν και τον Κάρπον Παπαδόπουλον, συνέλαβε και εθανάτωσε τους αναλαβόντας να μεταφέρουν τα διατάγματα της αμνηστίας και να προπαγανδίσουν εις τα χωριά την υποταγήν εις το τουρκικόν καθεστώς Δημήτριον Μπεγιάζην, Παπαναστάσην, αρχιμανδρίτην από το Κακόσι, και Ηλίαν Πασπάλην. Η πράξις αυτή εξετελέσθη κατά άγριον τρόπον. Τον Παπαναστάσην τον εθανάτωσε με γροθιές κατά της κεφαλής, τον Μπεγιάζην διέταξε και τουν ετουφέκισαν και εις τον Πασπάλην επέβαλεν οδυνηρόν και εξευτελιστικόν τέλος. Ανερριχήθη αυτός ο ίδιος επί των νώτων του, ως επί υποζυγίου, και τον ηνάγκασε να βαδίση κατ’ αυτόν τον τρόπον εις διάστημα δύο ωρών προς τα δύσβατα υψώματα της Λειβαδιάς. Την απάνθρωπον και μανιώδη αυτή πράξιν του Ανδρούτσου δεν αρνείται ούτε ο φίλος και απολογητής του Κάρπος Παπαδόπουλος. Κατά την φοβεράν εκείνην πορείαν στρατιώται του Ανδρούτσου ερράβδιζαν τον δυστυχή Πασπάλην, όταν κατάκοπος εκ του δρόμου και του βάρους του ανδρός που έφερεν επί των ώμων του ηναγκάζετο να σταματά. Και όταν επί τέλους μετά δύο ώρας ο Πασπάλης έπεσεν αποκαμωμένος, διέταξεν ο Ανδρούτσος να τον δέσουν από ευπαθή μέρη του σώματός του και να τον κρεμάσουν από ένα δένδρον. Πρέπει να ασχοληθώμεν εκτενέστερον με το δραματικόν αυτό επεισόδιον, που ηύξησε περισσότερον την κατά του Ανδρούτσου αντίδρασιν και εδημιούργησεν ευνοϊκώτερον έδαφος δια την οργανωθείσαν αργότερα εναντίον του κίνησιν. Και οι τρεις εκείνοι ήσαν από τους επιφανέστερους εις την Λειβαδιάν και ήτο φυσικό ο Μαχμούτ αγάς ν’ αναθέση την μεταφοράν των διαταγμάτων της αμνηστίας και των προκηρύξεων προς υποταγήν εις ανθρώπους με επιρροήν επί του λαού. Εκείνοι υπάκουσαν, είτε διότι δεν είχαν τον ηρωισμόν ν’ αντισταθούν, είτε διότι εφαντάσθησαν εκ της μέχρι της πόλεώς των καθόδου του Ομέρ Βρυώνη ότι η επανάστασις κατεβλήθη και ότι επομένως συμφέρον των ήτο να υποταχθούν, είτε διότι εθεώρησαν τούτο ως μίαν τακτικήν απέναντι των Τούρκων προς εξαπάτησίν των μέχρις ημερών καλυτέρων. Είναι οπωσδήποτε γεγονός ότι ο Μπεγιατζής και ο Παπαναστάσης είχαν συλληφθή από τον Ομέρ Βρυώνην όταν εισήλθε εις την Λειβαδιάν, θεωρηθέντες εκ των υποκινητών της επαναστάσεως, και απηλευθερώθησαν κατόπιν επεμβάσεως του Παλάσκα.
Αλλ’ ο Ανδρούτσος εισήλθεν τις την Λειβαδιάν μαινόμενος εναντίον εκείνων που τον είχαν συκοφαντήσει και που είχαν εξ άλλου παρωθήσει τον πληθυσμόν «να προσκυνήση». Τίποτε δεν ήτο δυνατόν να συγκρατήση την οργήν του απέναντι των τριών εκείνων ανθρώπων, τους οποίους έκρινεν υπεύθυνους των κρουσμάτων υποταγής και πιθανώτατα συνεργάτας εις την εναντίον του συκοφαντίαν.
Αλλ’ η θανάτωσίς των, κατά τον τρόπον μάλιστα που έγινεν, έχει την μορφήν αγρίων προμελετημένων φόνων με βασανιστήρια εξ εκδικήσεως.
Δια να εννοήσωμεν την σκληράν αυτήν πράξιν του μαινόμενου αρχηγού, θα έπρεπε να μεταφερθώμεν εις την εποχήν εκείνην, να ενθυμηθώμεν εις ποίον περιβάλλον και εν μέσω ποίων αγριοτήτων και ωμοτήτων εις την αυλήν του Αλή πασσά έζησε και διέφυγε προσωπικούς κινδύνους ο Ανδρούτσος και άλλοι καθώς αυτός, να λάβωμεν υπόψη τους πυρετούς της ιδιοσυγκρασίας του. Μεγάλη και σκληρή εποχή, μεγάλαι πράξεις, μεγάλα και ακράτητα πάθη και φοβεραί αι συγκρούσεις των.
Τρεις ημέρας μετά την είσοδον του Ανδρούτσου εις την Λειβαδιάν κατήλθεν ο Κιοσσέ Μεχμέτ πασσάς με τας ισχυράς δυνάμεις του από τας Θήβας δια να βοηθήση τους αποκλεισθένατας εις το φρούριον. Ο Ανδρούτσος ηναγκάσθη ν’ αποσυρθή με το σώμα του εις τον Προφήτην Ηλίαν και ο Κιοσσέ Μεχμέτ παρέλαβεν όλους όσοι ευρίσκοντο εις το φρούριον και επέστρεψεν εις τας Θήβας. Έκρινεν επισφαλή πλέον την παραμονήν τουρκικού στρατού εις την πόλιν εκείνην, όπου μόνον ισχυρότατη δύναμις θα ημπορούσε ν’ ανθίσταται κατά των επιθέσεων των ελληνικών σωμάτων. Τούτο βεβαίως ήτο ελληνική επιτυχία, αφού η επανάστασις εκρίνετο τόσον ισχυρά, ώστε να εγκαταλείπωνται από τους Τούρκους και αι ανακαταλαμβανόμεναι πόλεις.
Ο Ανδρούτσος επανήλθε μετά την αναχώρησιν των Τούρκων εις την Λειβαδιάν και δια να μη την ανακαταλάβουν αργότερα οι Τούρκοι και την χρησιμοποιήσουν ως έρεισμα των εκστρατειών των, αφού παρέδωσε τας αποθήκας της πόλεως που ήσαν πλήρεις από σιτηρά και άλλα προϊόντα εις την διαρπαγήν των χωρικών επί πέντε ημέρας, έκαυσε τα σπίτια που είχαν διασωθή έως τότε. Μετά τούτο, και αφού έστειλε τον Γκούραν και άλλους να κάμουν νέαν στρατολογίαν και να ετοιμασθούν δια την συνέχισιν του αγώνος, και άφησε τον Μπούσγον και τον Λάππαν εις την επαρχίαν της Λειβαδιάς δια την άμυναν της χώρας, επήγε με εκατόν άνδρας εις την Μεγαρίδα δια να συναντήση τον ευρισκόμενον εκεί Παπαφλέσσαν και να συσκεφθούν δια την απόκρουσιν του ευρισκομένου τότε εις την Αττικήν Ομέρ Βρυώνη, αν απεπείρατο να προχωρήση προς την Πελοπόννησον.



Η κάθοδος του Μπεϋράν και η αντιμετώπισίς του
[Οκτώ χιλιάδες άνδρες υπό τον Μπεϋράν βαδίζουν προς την Στερεάν. – Φθάνουν εις Λαμίαν. – Σύντονοι ενέργειαι των Ελλήνων οπλαρχηγών προς αναχαίτισίν του. – Κατά το σχέδιον του Δυοβουνιώτη αποφασίζεται να καταληφθούν τα Βασιλικά.]

Ο Ομέρ Βρυώνης, καθώς γνωρίζομεν ήδη, αφού διέλυσε την πολιορκίαν των Αθηνών και επροσπάθησε να επαναφέρη εις υποταγήν τον πληθυσμόν δι’ ηπίας συμπεριφοράς και υποσχέσεως αμνηστιών, προήλασε προς την Μεγαρίδα δια να περάση εις τον Ισθμόν, αλλά απεκρούσθη και επέστρεψεν πάλιν εις Αττικήν.
Εκεί επερίμενε την κάθοδον νέων τουρκικών δυνάμεων. Τόσον αυτός όσον και ο Κιοσσέ Μεχμέτ δεν έκριναν πλέον δυνατήν την προσχώρησιν προς την Πελοπόννησον. Η παρά τας εισβολάς των εις τας πόλεις και τας επιδρομάς εις τας πεδιάδας διατήρησις των επαναστατικών δυνάμεων, που τας επανεύρισκαν απειλητικάς εις κάθε νέον των βήμα, τους έκανε να πιστεύουν ότι αν δεν συνετρίβοντο τα σώματα των οπλαρχηγών της Ανατολικής Ελλάδος ήτο αδύνατον να περάσουν προς τον Ισθμόν, χωρίς ν’ απειλούνται σοβαρώς τα νώτα των εις κάθε στιγμήν. Εχρειάζοντο ενισχύσεις δια να αφήσουν ισχυράς φρουράς εις τα καταλαμβανόμενα μέρη και να δυνηθούν να προχωρήσουν.  Αλλ’ αντί να τους σταλούν απλαί ενισχύσεις, τους ανηγγέλθη η κάθοδος ολόκληρου τουρκικού στρατεύματος από την Μακεδονίαν, με το οποίον θα συνέπρατταν.
Ο στρατός αυτός απετελείτο από οκτώ χιλιάδας άνδρας, όλους σχεδόν εφίππους, με αρχιστράγηνον τον Μπεϋράν πασσάν και τρεις ακόμη στρατηγούς υπ’ αυτόν, τον Χατζή Μπεκήρ πασσάν, τον Μεμίς πασσάν και τον Σαχίν Αλή πασσάν. Άλλη δύναμις εκ τεσσάρων χιλιάδων ανδρών υπό τον Μαχμούτ πασσάν θα ανέμενεν εις την Ναυπακτίαν δια να δράση ταυτοχρόνως. Το σχέδιον της επιχειρήσεως αυτής ήτο πράγματι σοβαρόν. Ο Μπεϋράν πασσάς, ενούμενος με τον Κιοσσέ Μεχμέτ πασσάν εις την Βοιωτίαν, θα επροχώρει δια της Μεγαρίδος προς τον Ισθμόν, ενώ ο Μαχμούτ πασσάς θα επερνούσε με την βοήθειαν του τουρκικού στόλου εις την Αχαΐαν. Δύο τουρκικοί στρατοί θα προήλαυναν τότε από διαφόρων σημείων προς το κέντρον της Πελοποννήσου. Ο Μεχμέτ πασσάς δια της Αργολίδος και ο Μαχμούτ πασσάς δια των Καλαβρύτων. Ο Μπεϋράν πασσάς θα έμενεν εις την Κορινθίαν δια την εξασφάλισιν του επισιτισμού και των νώτων των προελαυνόντων σωμάτων, όπως θα είχεν αφεθή εις την Αττικήν και την Βοιωτίαν ο Ομέρ Βρυώνης δια να εξασφαλίση τας συγκοινωνίας και ν’ απασχολή τα επαναστατικά σώματα της Ανατολικής Ελλάδος.
Ο Μπεϋράν, αφού εκτύπησεν εις την Μακεδονίαν τα μεταξύ Σερρών, Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης δρώντα τότε κατά πρώτον μακεδονικά επαναστατικά σώματα και ηνάγκασε τους Έλληνας οπλαρχηγούς να περιορισθούν εις την Χαλκιδικήν, κατήλθε κατά τα μέσα του Αυγούστου δια της Λαρίσης εις την Λαμίαν. Την νέαν αυτήν τουρκικήν εκστρατείαν, πολύ σοβαρωτέρα της προηγηθείσης και δια τον αριθμόν του στρατού, δια το πυροβολικόν και το ιππικόν του, αλλά και διότι υπήρχαν ήδη εις την Βοιωτίαν και την Αττικήν οι στρατοί του Κιοσσέ Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη, επληροφορήθη πρώτος από τους Έλληνας αρχηγούς ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης κατά την 15ην Αυγούστου. Ο Δυοβουνιώτης έγραψεν αμέσως εις τον Πανουργιάν εις τα Σάλωνα και εις τον Γκούραν εις την Λειβαδιάν και τους εζήτησε να ετοιμασθούν τάχιστα και να σπεύσουν να συνενωθούν. Ο Ανδρούτσος δεν ευρίσκετο τότε εκεί. Εξακολουθούσε να μένη εις την Μεγαρίδα με τους εκατόν άνδρας του, με τους οποίους είχε μεταβή από το Κακόσι μετά την ερήμωσιν της Λειβαδιάς δια την μετά των πελοποννησιακών σωμάτων άμυναν των στενών. Επληροφορήθη εξ επιστολών την κάθοδον του νέου τουρκικού στρατού και αφού έγραψε προς τον Γκούραν και τον Μπούσγον να κινηθούν ταχύτατα και να καταλάβουν τας θέσεις δια των οποίων θα διέβαινε ο τουρκικός στρατός, παρέλαβε τους άνδρας του και επεβιβάσθη επί πλοιαρίων δια να μεταβή εις το Κακόσι και εκείθεν κατευθυνθή προς συνάντησιν των άλλων σωμάτων. Αλλά τα πλοία μόλις εξεκίνησαν κατέλήφθησαν από νηνεμίαν και ο Ανδρούτσος, αντί να κερδίση καιρόν δια της μεταβάσεως δια της θαλάσσης, τουναντίον καθυστέρησεν.
Οι άλλοι εκινήθησαν ταχύτατα. Ο Πανουργιάς έστειλε τον υιόν του Νάκον και τον εις τας Καταβόθρας ευρισκόμενον Παπανδρέαν, και ο Γκούρας, γοργός εις τας κινήσεις του, έφθασεν εις το πλησίον της Φοντάνας χωριό Μόδι, όπου συνεννοήθη με τον Δυοβουνιώτην και έγραψεν εις την Δωρίδα προς τον Σκαλτσοδήμον, ο οποίος απέστειλεν αμέσως τους υπαρχηγούς του Κωνσταντίνον Μπίτην και Κωνσταντίνον Καλύβαν με ένα σώμα. Έγραψεν ακόμη προς τον Μπούσγον, εις την Λειβαδιάν, όπου ευρίσκοντο και ο Λάππας και ο Τριανταφυλλίνας, και εις την Αταλάντην προς τον Κοντοσόπουλον.
Όλοι έφθασαν ταχύτατα με τα σώματά των. Οι αρχηγοί συνήλθαν τότε εις σύσκεψιν εις το χωριό Εργίνι της Μπουδουνίτσας δια ν’ αποφασίσουν δια την θέσιν που έπρεπε να καταλάβουν δια ν’ αναχαιτίσουν την προέλασιν του Μπεϋράν πασσά. Ο Γκούρας, ο Νάκος Πανουργιάς και ο Παπανδρέας επρότειναν να καταλάβουν την οδόν της Φοντάνας, που την εθεώρησαν ως την πιθανωτέραν που θα εξέλεγεν ο Μπεϋράν δια την διάβασιν του στρατού του. Ο δρόμος εκείνος, στενός και ανώμαλος εις έκτασιν μιας ώρας, εκρίνετο ότι θα προετιμάτο από τον Μπεϋράν, ακριβώς διότι ήτο ο ακαταλληλότερος και διότι εκείνος, κατά την κρίσιν των Ελλήνων αρχηγών, θα εφαντάζετο ότι τα ελληνικά σώματα θα τον επερίμεναν εις τον δρόμον των Βασιλικών. Εις το στενόν εκείνο θα ήτο ευκολώτερον να κτυπηθή ο τουρκικός στρατός από τους επαναστάτας, που θα κατελάμβαναν υψηλάς θέσεις.
Αλλ’ εις αυτήν την γνώμην αντέτεινεν ο εμπειροπόλεμος Δυοβουνιώτης. Υπεστήριξεν ότι οι πασσάδες θα επροτιμούσαν να περάσουν από τα Βασιλικά, και δια λόγους υπερηφανείας, διότι δεν θα ήθελαν να δείξουν ότι φοβούνται να προχωρήσουν από μέρος φανερόν, αλλά και εξ ανάγκης, διότι και ο στρατός των θα εδυσκολεύετο να κινηθη εις την κλειστήν και τραχείαν Φοντάναν και δεν θα ήτο εύκολον να περάση από εκεί το πυροβολικόν των και αι πολλαί βοϊδάμαξαι που ακολουθούσαν και που ήσαν φορτωμέναι με σιτηρά, με ιπποφορβήν και με πολεμοφόδια.
Η γνώμη του γηραιού Δυοβουνιώτη, τον οποίον εσέβοντο όλοι οι άλλοι, υπερίσχυσε και απεφασίσθη να καταλάβουν τα Βασιλικά. Ο Δυοβουνιώτης ετοποθετήθη προς τον δημόσιον δρόμον, προς τα ενδότερα και δεξιά ο Κοντοσόπουλος με το σώμα του και προς τα αριστερά ο Τράκας, ο Καλύβας και ο Μπίτης, με τους άνδρας των. Προς την έξοδον της κοιλάδος ετοποθετήθησαν ο Γκούρας, ο Νάκος, ο Πανουργιάς και ο προ ολίγου τότε απελευθερωθείς από τον Χουρσίτ, από τον οποίον εκρατείτο ως όμηρος, Γεώργιος Ιωάννου Δυοβουνιώτης, δι’ ανταλλαγής με τον αιχμαλωτισθέντα από τους Έλληνας Σουμάν μπέην. Ο Παπανδρέας επήγε με διακοσίους άνδρας εις το στενόν της Φοντάνας, δια κάθε ενδεχόμενον.
Η διοίκησις της ελληνικής παρατάξεως ανετέθη εκ σεβασμού εις τον Ιωάννην Δυοβουνιώτην.



Η μάχη των Βασιλικών
[Ο Μπεϋράν διέρχεται τας Θερμοπύλας και σταθμεύει εις Πλατανιάν. – Απόκρουσις των ανιχνευτών του Μπεϋράν προ της Φοντάνας και των Βασιλικών. – Επίθεσις των Τούρκων εις Βασιλικά. – Δεινή ήττα των Τούρκων, χάρις εις επιδέξιον ελιγμόν του Γκούρα.]

Ο Μπεϋράν πασσάς εκίνησε την 22αν Αυγούστου από την Λαμίαν έπειτα από ένα γεγονός που το εξήγησεν ως κακόν οιωνόν. Ένας από τους στρατηγούς του, ο Χατζή – Μπεκήρ πασσάς, απέθανεν εκεί. Ο τουρκικός στρατός επέρασε δια των Θερμοπυλών και μετά πορείαν εξ ωρών εστάθμευσεν εις την Πλατανιάν, πεδιάδα με λοφώδεις πτυχώσεις και δασώδη, και όπου επομένως αι κινήσεις ήτο δυνατόν να καλύπτωνται. Η Πλατανιά ευρίσκεται πλησίον του Καινούργιου, χωριού εις απόστασιν μιας ώρας από τα Βασιλικά. Κατεφάνη λοιπόν αμέσως ότι ο Τούρκος στρατηγός είχε λάβει την διεύθυνσιν που προέβλεψεν ο Δυοβουνιώτης.
Κατά την επομένην ο Μπεϋράν απέστειλε τριακόσιους πεζούς εις την Φοντάναν και διακοσίους εις τα Βασιλικά προς ανίχνευσιν. Οι Τούρκοι ιππείς δεν διέκριναν εξ αποστάσεως τους κρυπτόμενους πίσω από τας πυκνάς παραφυάδας των δένδρων του δάσους στρατιώτας του Δυοβουνιώτη και επροχώρησαν. Ευρέθησαν μετ’ ολίγον προ των σωμάτων του Κοντοσόπουλου και του Καλύβα. Εκτυπήθησαν. Το δασύ έδαφος δεν ηυνόει τας κινήσεις του ιππικού και οι Έλληνες εκράτησαν τας θέσεις των. Οι ριπτόμενοι εκεί πυροβολισμοί εφανέρωσαν και εις τους άλλους Έλληνας την ανιχνευτικήν εκείνην επίθεσιν και αμέσως έτρεξαν προς βοήθειαν του Κοντοσοπούλου και του Καλύβα ο Γκούρας, ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς και εκτύπησαν τους Τούρκους, ο πρώτος από τα αριστερά και οι άλλοι από τα δεξιά. Οι Τούρκοι ιππείς ηναγκάσθησαν τότε να υποχωρήσουν βαλλόμενοι εκ των νώτων από τον Ιωάννην Δυοβουνιώτην και αφού άφησαν εις το πεδίον της μάχης σαράντα νεκρούς. Ταυτοχρόνως ο Παπανδρέας εκτύπησε τους βαδίσαντας προς την Φοντάναν. Και υπεχώρησαν έπειτα από ζωηράν συμπλοκήν και αυτοί, αφού άφησαν εικοσιπέντε νεκρούς.
Τότε κατέφτασε, κατόπιν πορείας καθ’ όλην την νύκτα, με το σώμα του, ειδοποιηθείς από τον Γκούραν, και ο Ρούκης, εκ των υπαρχηγών του Ανδρούτσου, από τον οποίον είχε τοποθετηθή εις την Αγίαν Μαρίναν παρά τους πρόποδας του Παρνασσού. Ο Ρούκης κατέλαβε την επάνω από τα Βασιλικά ευρισκομένην θέσιν Ανίβιτσαν και την μεταξύ δύο λόφων διερχομένην προς το Ζέλι οδόν.
Η απόκρουσις των δύο εκείνων ισχυρών ανιχνευτικών αποσπασμάτων έκαμε τον Μπεϋράν να σκεφθή ότι δια να ανοιχθή η διάβασις δια των Βασιλικών με όσον το δυνατόν ολιγωτέρας ζημίας και να μη κινδυνεύση το επί πλήθους ζώων φερόμενον υλικόν δι’ ολόκληρον την εκστρατείαν, έπρεπε ν’ απωθήση τα ευρισκόμενα εκεί ελληνικά σώματα δι’ όλου του όγκου του στρατού του και να τα διασκορπίση, και την επομένην, 25ην Αυγούστου, αφού άφησεν εις την Πλατανιάν όλα τα μεταγωγικά του εκινήθη προς τα εμπρός. Προ της εισόδου του στενού, του αποτελούντος μικράν κοιλάδα, εψάλησαν αι συνήθεις τότε εις τον τουρκικόν στρατόν προ της μάχης ευχαί και ερρίφθησαν ομοβροντίαι και κανονιοβολισμοί προς εκφόβισιν των Ελλήνων. Ο τουρκικός στρατός εβάδισε προς το στενόν. Προηγείτο το πυροβολικόν και ακολουθούσαν το πεζικόν και το ιππικόν. Ισχυρά δύναμις εφώρμησε κατά πρώτον κατά των ανιχνευθεισών προ διημέρου θέσεων του Κοντοσοπούλου και του Καλύβα. Ο Μπεϋράν πασσάς αντιληφθείς το ισχυρόν της θέσεως διηύθυνε κατά του δεξιού των Ελλήνων στρατόν εκ τεσσάρων χιλιάδων. Ήρχισε τότε εκεί σφοδράν μάχη, προς την οποίαν έσπευσε και ο ευρισκόμενος προς την έξοδον της κοιλάδος Γκούρας. Αλλ’ η ορμή του πολλού εκείνου τουρκικού στρατού ήτο τόση, ώστε οι εξ αρχής τοποθετημένοι εκεί Έλληνες οπλαρχηγοί υπεχώρησαν προς τα υψηλότερα του λόφου και ο Γκούρας ανήλθε προς την ράχιν των Βασιλικών. Ο Κοντοσόπουλος είχεν ήδη τραυματισθή προς τον γοφόν και μετεφέρετο από τους άνδρας του. Δι’ ολίγην ώραν οι Τούρκοι ανεθάρρησαν, φαντασθέντες ότι διεσκόρπισαν οριστικώς τους ευρεθέντας προ αυτών Έλληνας. Αλλ’ ο γοργότατος και στρατηγικός Γκούρας έσπευσε με τους άλλους οπλαρχηγούς εκ των πλαγίων προς τα εμπρός και κατέλαβε μίαν παλαιάν εκκλησίαν. Εκείθεν ήνοιξε πυρ εναντίον των προχωρούντων Τούρκων κατά μέτωπον.
Η μάχη ήρχισεν εκ νέου σφοδρά και πεισματώδης και από τα δύο μέρη. Αλλ’ ο αγών ήτο άνισος και λόγω του όγκου του τουρκικού στρατού και λόγω του πυροβολικού που εχρησιμοποιούσε, και μόνον η αποφασιστικότης των Ελλήνων αρχηγών, η αδάμαστος θέλησις και επιμονή του Γκούρα και η παλληκαριά των ανδρών εκράτησαν την αντίστασιν κατά του ισχυρού εχθρού. Μετά μίαν ώραν κατέφθασεν ο Μπούσγος με τον Μήτρον Τριανταφυλλίναν και τον Λάππαν από την Λειβαδιάν, με πυροβολισμούς εξ αποστάσεως, που ενεθάρρυναν τους αμυνόμενους. Ο Γκούρας, που είχε αναλάβει πλέον δια των πρωτοβουλιών και της δραστηριότητός του την διεύθυνσιν της μάχης, εκράτησε τον Μπούσγον και έστειλε τον Τριανταφυλλίναν και τον Λάππαν να ενωθούν με τον Ρούκην και τους άνδρας του Κοντοσοπούλου. Κατέφθασε μετ’ ολίγον από την Φοντάναν και ο Παπανδρέας και εκτύπησε την οπισθοφυλακήν του εχθρού, που είχε μαζί της αρκετά κανόνια.
Ο Μπεϋράν πασσάς τότε, βλέπω ενισχυομένους τους Έλληνας, επέπεσε με ορμήν κατά του Γκούρα, ρίπτων κατά του σώματος του Έλληνος αρχηγού το κύριον σώμα του, μολονότι η στενή, δασώδης και τραχεία εκείνη δίοδος δεν επέτρεπε την ανάπτυξιν του τουρκικού στρατού. Τότε ηκούσθη μια κραυγή:
- Έρχεται ο Δυσσέας!
Ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος δεν ευρίσκετο εκεί, αλλ’ η κραυγή εκείνη ήτο σκόπιμος. Το όνομά του επροκαλούσεν εις την Ρούμελην τον φόβον που ενέπνεεν εις τους Τούρκους της Πελοποννήσου το όνομα του Κολοκοτρώνη. Επεκράτησε μετά τούτο εις τας τάξεις των Τούρκων στρατιωτών μικρά σύγχυσις εκ του φόβου του αγγελθέντος αθεάτου νέου εχθρού. Κατά την ψυχολογικήν αυτήν στιγμήν ο Γκούρας ενήργησεν επιδεξιώτατα στρατηγικήν κίνησιν. Άφησε τους άλλους να συνεχίσουν την άμυναν απέναντι του κατά μέτωπον επιτιθεμένου στρατού και παραλαβών τον Ρούκην έκαμε γοργόν ελιγμόν προς τα οπίσω και αφού διέταξε γενικήν επίθεσιν προσέβαλε τον εχθρόν από τα νώτα. Ήδη ο στρατός του Μπεϋράν εβάλλετο εξ όλων των σημείων. Ο Γκούρας είχε κατορθώσει ν’ αναπτύξη την όλην ελληνικήν δύναμιν, της οποίας οι άνδρες δεν υπερέβαιναν τας δύο χιλιάδας, δια τόσον γοργών κινήσεων προς τα εμπρός, τα πλευρά και τα νώτα του εχθρού, ώστε να τον κυκλώση αιφνιδιαστικώς. Η ελληνική άμυνα μετεβλήθη εις επίθεσιν και το πυρ ήναψεν από παντού. Τα ελληνικά σώματα, με το φρόνημα αναπτερωμένον πλέον, ωρμούσαν από όλα τα σημεία. Τριάντα Σουβαλιώται και Αγοργιανίται εκυρίευσαν ένα κανόνι. Άλλοι εισέδυαν εις τας τάξεις των Τούρκων και εμάχοντο με τα σπαθιά σώμα προς σώμα.
Τότε ο Μπεϋράν, προ του καταφανούς κινδύνου του αφανισμού του στρατού του εν μέσω του ελληνικού πυρός, διέταξεν υποχώρησιν. Αλλά το έκαμε πολύ αργά. Ο τουρκικός στρατός έφευγε πλέον πανικόβλητος και αποσυντεθειμένος. Ο καθένας εκύτταζε πώς να σωθή φεύγων προς την Πλατανιάν, όπου μόλις πρόφθασε να διαφύγη ο ίδιος ο Μπεϋράν. Οι σημαιοφόροι έρριπταν τας σημαίας των και οι ιππείς, δια να μη γίνωνται στόχος των επιτιθεμένων, άφηναν τα άλογά των δια να φύγουν αφανείς και έρποντες δια μέσου των πυκνών θάμνων. Αλλ’ οι νικηταί ευρίσκοντο πλέον ανά μέσον του διασκορπισμένου και φεύγοντος στρατού. Έγινεν εκεί πραγματική σφαγή. Παντού ηκούοντο αι κραυγαί των εντρόμων Τούρκων στρατιωτών που έπεφταν εις τα γόνατα προ των διωκτών των.
- Αλλάχ! Αλλάχ! Ράι καπετάν!
Οι αρχηγοί ωρμούσαν εμπρός επί κεφαλής των ανδρών των μαχόμενοι ως στρατιώται. Ο Γκούρας που διηύθηνεν εκείνην την μάχην, υπήρξε και ο ορμητικώτερος πολεμιστής της. Αυτός ο ίδιος εσκότωσε τον Μεμίς πασσάν. Το δεξί χέρι του είχε πρησθή από τον διαρκή και δυνατόν χειρισμόν του σπαθιού του.
Η σφαγή των φευγόντων και εμπλεκομένων εις τα αδιέξοδα της δασώδους εκείνης περιοχής εξηκολούθησε μέχρι της δύσεως του ηλίου και οι Έλληνες πολεμισταί ημπορούσαν να ισχυρισθούν ότι έκαμαν το τουρκικόν αίμα να τρέξη ποτάμι. Όταν ο Γκούρας εζήτησε νερό, επήγεν ο ψυχογυιός του Μπαλαούρας να του φέρη από τον παρακείμενον μικρόν ρεύμα και εγύρισε με το τάσι αδειανό. Το νερό που έτρεχεν εκεί είχε κοκκινίσει από το αίμα των σκοτωμένων που είχαν πέσει προς την όχθην του.
Επτακόσιοι Τούρκοι έπεσαν νεκροί κατά την μάχην εκείνην και μεταξύ τούτων πολλοί αξιωματικοί. Πλην του φονευθέντος υπό του Γκούρα Μεμίς πασσά, εφονεύθησαν και ο υιός του Μπεϋράν πασσά, ο Μουχουρδάρ αγάς, ο Σιλιχτάρ αγάς, πολλοί μπέηδες και άλλοι κατώτεροι βαθμοφόροι. Ο Σαχίν πασσάς ετραυματίσθη. Υπέρ τους διακοσίους ηχμαλωτίσθησαν και μεταξύ τούτων και ο Τουρκαλβανός Φράσσαρης. Ο Φράσσαρης, αιχμάλωτος εκ παλαιοτέρας μάχης, είχεν απολυθή προ ολίγου χρόνου μαζί με τον Σουμάν μπέην αντί του κρατουμένου έως τότε από τον Χουρσίτ πασσάν Γεωργίου Δυοβουνιώτου. Και οι Αγοργιανίται που τον συνέλαβαν τον έγδαραν ζωντανόν. Η αγριότης αυτή εξηγείτο ίσως εκ του ότι ο Φράσσαρης, καθώς συνήθως εζητείτο από τους απελευθερωμένους αιχμαλώτους, είχε δώσει τον λόγον του ότι δε θα ελάμβανε πλέον μέρος εις την εκστρατείαν εναντίον των Ελλήνων, και ευρέθη πολεμών εκ νέου.

Τα λάφυρα ήσαν άπειρα. Οκτακόσια άλογα του πολεμικού ιππικού έπεσαν εις τα χέρια των νικητών, πλήθος όπλα και δεκαοκτώ σημαίαι, μεταξύ των οποίων ήτο και εκείνη που μετεχειρίζοντο κατά τας εφόδους, το γιουρούς μπαϊράκ, και δύο κανόνια. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...