Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός» (με σχόλια απ’ το βιβλίο του καθηγητή) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός» (με σχόλια απ’ το βιβλίο του καθηγητή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jaroslaw Grudzinski

Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός» (με σχόλια απ’ το βιβλίο του καθηγητή)

1 [18]
Eκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι·

Οι δεκαέξι γραμματικές συλλαβές περιέχουν οκτώ άλφα. Το άλφα είναι το μακρύτερο σε διάρκεια φωνήεν της ελληνικής λαλιάς. Ο ποιητής αυστηρώς υποταγμένος στους νόμους της στιχουργίας σαφώς συνιζάνει σε μία μετρική συλλαβή τα δύο άλφα του εκοίταα. Αφήνει όμως να λειτουργήσει η χασμωδία στη συνάντηση δύο, πάλι άλφα: μακριά ακόμη. (Κ. Γεωργουσόπουλος)

«αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!».

Κιόλας στους πρώτους στίχους του Κρητικού το επίθετο <καλός> κάνει την παρουσία του: το αστροπελέκι, ένα φυσικό φαινόμενο που φέρνει καταστροφή [...] από τη φύση του δεν μπορεί να είναι «καλό». Αλλά ο ναυαγισμένος Κρητικός κάνει μια επίκληση, μια ευχή προς το αστροπελέκι να «ξαναφέξει πάλι», να τον βοηθήσει και πάλι κάτι να διακρίνει με τη λάμψη του μέσα στη βαθιά σκοτεινιά που τον κυκλώνει. Το αστροπελέκι τού φάνηκε καλό, ευνοϊκό· μια σχέση φιλική δημιουργήθηκε ανάμεσα στο ουράνιο φαινόμενο και το αδύναμο ανθρώπινο πλάσμα που παλεύει με τα κύματα. (Λ. Πολίτης)

Η πρακτική του πλησίαζε πιο πολύ αυτήν του Κιτς και του Σέλεϊ, που ξαναυιοθέτησαν την τεχνική της προσωποποίησης ιδεών και φυσικών φαινομένων και τη χρήση της επίκλησης. ...
Στο δεύτερο στίχο του Κρητικού ο αφηγητής μιλάει στο αστροπελέκι [...]. Αφού περιμένει το αστροπελέκι να τον ακούσει και να τον υπακούσει, ο Κρητικός (αν όχι ο ποιητής) υποθέτει ότι αυτό έχει ανθρώπινες ή θεϊκές ιδιότητες.
(Π. Μάκριτζ)

Tρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο,
πολύ κοντά στην κορασιά, με βρόντημα μεγάλο·
τα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχαν,
οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.

Τα τέσσερα αστροπελέκια, που πέσανε [4 μαζί με ένα που εξυπακούεται από τον στ. 2 ότι προηγήθηκε], μοιάζουν να ήταν το τέλος της τρικυμίας. (Γ. Μ. Αποστολάκης)

Ας θυμηθούμε εδώ πως στην «Τρελή Μάνα» (ένα από τα άσματα που η Μαρία τραγουδάει στον Λάμπρο) τα δυο παιδιά τα σκοτώνει το αστροπελέκι. [...] το πρώτο μέρος <γενικά> δημιουργεί αίσθηση υψηλού δέους, όπου τα στοιχεία της φύσης αποδεικνύονται άπειρες φορές πιο ισχυρά κι ανώτερα κι από το πιο δυνατό ανθρώπινο σώμα. Παρατηρούμε τους πληθυντικούς (πέλαγα, ακρογιαλιές, βουνά) που υπογραμμίζουν την απεραντοσύνη της πλάσης. Στην ομοιοκαταληξία αντήχαν και αν είχαν [σττ. 5-6] η πλήρης σχεδόν φωνητική ταυτότητα των λέξεων μιμείται την ηχώ που περιγράφει ο Κρητικός.
(Π. Μάκριτζ)

Η εμβρόντητη αυτή φύση προοιμιάζει, θα έλεγα, τη γέννηση και τη συντέλεια του κόσμου - σε δεύτερο επίπεδο τη γέννηση και το τέλος του ποιήματος. Οπωσδήποτε ρίχνει τη γέφυρα για το μεταφυσικό τοπίο της επόμενης παρένθετης ενότητας 19.[2].
(Δ.Ν. Μαρωνίτης)

2 [19]
Πιστέψετε π’ ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια,
μά τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθια,
μά τους συντρόφους πόπεσαν στην Kρήτη πολεμώντας,
μά την ψυχή που μ’ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας.

Ο Κρητικός, πριν καλά-καλά αρχίσει τη διήγησή του, διακόπτει το λόγο του, για να μας βεβαιώσει ότι αυτά που πρόκειται να πει είναι απόλυτα αληθινά. Φοβάται μήπως δεν πιστέψουμε ότι δοκίμασε πραγματικά όλες αυτές τις μεταφυσικές εμπειρίες.
(Π. Μάκριτζ)

Ο όρκος γίνεται όχι στα συνηθισμένα κι από την παράδοση ιερά, παρά στα πραγματικά περιστατικά της ζωής του...
(Γ. Μ. Αποστολάκης)

(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι εγώ το σάβανο τινάζω,
και σχίζω δρόμο και τσ’ αχνούς αναστημένους κράζω:

Μόλις τη θυμήθηκε <την κόρη> πεθαμένη [συνειρμικά από τον στ. 4], ταράζεται αλάκερος <ο Κρητικός>· η παλιά αγάπη ξυπνά μέσα του και ξεσπάζει μ’ όλη την ορμή· η ιστορία σταματά. Φωνάζει ο Κρητικός να χτυπήσει η σάλπιγγα της Δεύτερης Παρουσίας [...] κι ο ταραγμένος νους του τη βλέπει <την ευχή του> στη στιγμή να πιάνει.
(Γ. Μ. Αποστολάκης)

Προκαλεί εντύπωση η πυκνή αναφορά του Σολωμού [σε όλο του το έργο] στην πράξη του σαβανώματος, που ως σήμερα δεν έπαψε να τελείται στη Ζάκυνθο.
Το σάβανο σκίζουν από την κορυφή ως τη μέση, για να μπορεί ο πεθαμένος να βγει, όπως πιστεύεται, εύκολα απ’ αυτό κατά τη Δευτέρα Παρουσία.
(Σ. Α. Καββαδίας)

Όπως στο 18.[1] έτσι κι εδώ ο χώρος ανοίγει ύστερα από πρόκληση του αφηγητή: Αστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι - Λάλησε, Σάλπιγγα. Το μοτίβο της φωτιάς κυριαρχεί κι εκεί κι εδώ, καταστροφικό μαζί και καθαρτήριο.
(Δ. Ν. Μαρωνίτης)

«Mην είδετε την ομορφιά που την Kοιλάδα αγιάζει;
Πέστε, να ιδείτε το καλό εσείς κι ό,τι σας μοιάζει.
Kαπνός δε μένει από τη γη· νιος ουρανός εγίνη.
Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη».
«Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια,
στη θύρα τής Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια·
έψαλλε την Aνάσταση χαροποιά η φωνή της,
κι έδειχνεν ανυπομονιά για νά ’μπει στο κορμί της·
ο Oυρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,
το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος·
και τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει·
όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).

Ο ήρωας, ο «Κρητικός» οπτασιάζεται τη Δεύτερη Παρουσία. Ως εκεί φτάνει ο βαθύς έρωτάς του για την αγαπημένη του. Δρασκελάει μεμιάς την αιωνιότητα και ζει ως άμεσο παρόν την ανάσταση των νεκρών [...].
Θαρρείς και η «θύρα της Παράδεισος» [...] παίρνει ρεαλιστική, πλαστική υφή, και η αναστημένη «Κορασιά» αναζητεί ανυπόμονα το «κορμί» της «για να ‘μπει» σε μια νέα ενσάρκωση «ψάλλοντας την Ανάσταση».
Εκείνο μάλιστα το «της τρέμαν τα λουλούδια» και το «εβγήκε με τραγούδια» δίνουν έξαφνα μια έκτακτη σωματική και ασώματη μαζί παρουσία.
(Γ. Θέμελης)

Από αφηγηματολογική άποψη, το «επεισόδιο» αυτό, καθώς παραπέμπει στη Έσχατη Κρίση, αντιστοιχεί εξ ορισμού σε μια δοκιμασία και μάλιστα την τελική δοκιμασία, όπου -σύμφωνα με τον συναρτημένο θρησκευτικό κώδικα- θα κριθούν όλοι οριστικά και τελειωτικά, για να δικαιωθούν ή να καταδικαστούν στην αιωνιότητα, πρόκειται λοιπόν για μια τυπική Δοκιμασία δικαίωσης, από την οποία αναμένεται να αναδειχτούν οι άχρονες απέναντι στις ενδοχρονικές αξίες.
Παρατηρούμε πρώτα ότι στον οραματισμό του ήρωα δεν περιλαμβάνεται η κρίση καθαυτή, αλλά η προσδοκία της, που θα πει ότι δεν ολοκληρώνεται ένα πλήρες σχήμα δοκιμασίας. Τίθενται ωστόσο όλοι οι όροι που προοιωνίζονται τη θετική έκβαση. [...] η κόρη εμφανίζεται δικαιωμένη, γεγονός που αποτελεί «πρόκριμα» για το αποτέλεσμα της αναμενόμενης Κρίσης.
Ένα δεύτερο στοιχείο, με σημασιοδοτική αξία, είναι η έμφαση που δίνεται στην προσδοκία της συνάντησης με τη νεκρή αγαπημένη, της κοινής αντιμετώπισης της Έσχατης Κρίσης και της παντοτινής ένωσης μαζί της μέσα στη μακαριότητα μιας αιώνιας δικαίωσης.
(Ε. Καψωμένος)

Η φιλοσοφία του Σολωμού έχει διπλή μορφή, σύμφωνα με τις δυο διαφορετικές όψεις, που παρουσιάζεται στο πνεύμα η φύση. Άλλοτε προέχει στο πνεύμα του ο βαθύς διχασμός κι ο αγώνας που υπάρχει ανάμεσα στο φυσικό και τον ηθικό κόσμο. [...]
Άλλοτε, όμως, ο σπιριτουαλισμός του Σολωμού αγκαλιάζει ολόκληρη τη φύση και τη βλέπει στην ενότητά της να ταυτίζεται με τις πνευματικές ουσίες. Η φιλοσοφία του τότε γίνεται πανθεϊστική, η φύση παρουσιάζεται στην πιο πνευματική της παράσταση, όλη παρθενιά κι έκσταση, από μυστικές πηγές αναβρύζει αρμονία, πνεύμα απαντά στο πνεύμα κι οι φυσικές μορφές μεταμορφώνονται θαυμαστά, μυστικός έρωτας διαπνέει τα πάντα. ...
Αυτές οι παραδεισιακές εικόνες δείχνουν και τον τρόπο που αφομοιώνει την επίδραση από την ποίηση του Ντάντε.
(Μ. Αυγέρης)

Η ωραία γυναίκα που αναζητείται κατά την Ανάσταση Νεκρών μπορεί να είναι είτε η αγαπημένη του Κρητικού είτε η γυναίκα της οπτασίας. Θα πρέπει να είναι στην πραγματικότητα και οι δυο, κι έτσι αυτός ο Πρόλογος μας προετοιμάζει ανεπαίσθητα για το θάνατο της Κόρης στο τέλος του ποιήματος.
[...] ο Σολωμός νοιάζεται να δείξει πόσο δεν είναι ο πνευματικός ή ιδεατός κόσμος ανεξάρτητος από τον φυσικό.
(Roderick Beaton)

3 [20]
Aκόμη εβάστουνε η βροντή . . . . . .
Kι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,

Διασκελισμός· σημασιοδοτείται η διάρκεια που απαιτείται για τη μεταστροφή της ταραχής σε άκρα ησυχία...
(Ν. Μηλιώτης)

ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ’ άστρα·

Στις δύο παρομοιώσεις <των στίχων αυτών> [...] βρίσκουμε τουλάχιστον δύο μεταφορές [...]. Αυτές οι μεταφορές [...] υποβάλλουν την αγριάδα της θάλασσας και μετά την απέραντή της γαλήνη [...]. Και στις δύο περιπτώσεις η θάλασσα παρομοιάζεται με κάτι [...], ενώ στη μεταφορά συγκρίνεται με δύο πράγματα. Το παιχνίδι εδώ ανάμεσα στην παρομοίωση και τη μεταφορά πετυχαίνει μια πιο πολύπλοκη δομή απ’ ό,τι καταφέρνουν οι μάλλον χαλαρές και κοινότοπες παρομοιώσεις του Ύμνου.
(Π. Μάκριτζ)

Η επανάληψη της έννοιας της «ησυχίας» δηλώνει την έγνοια του ποιητή για την αλλαγή των συνθηκών· δε σηματοδοτεί, όμως, μόνο την επικράτηση της ησυχίας στον εξωτερικό κόσμο, αλλά και στον εσωτερικό, την ψυχή του αφηγητή...
(Ν. Μηλιώτης)
Θεωρώ [...] πολύ πιθανό [...] ότι, στην ενότητα του Κρητικού που μας απασχολεί, ο Σολωμός αναπτύσσει το αρχαίο και γνωστό σε αυτόν μοτίβο της σιγής του κόσμου πριν από τη θεία επιφάνεια, που στη συνέχεια βέβαια [...] επιδρά με τρόπο θαυματουργικό σε ολόκληρη τη φύση μεταμορφώνοντας και αγιάζοντας τα πάντα.
(Η. Ε. Καλλέργης)

Το χιαστικό σχήμα των φωνηέντων στη δεύτερη και τρίτη λέξη είναι ε-ι-ό-ι-ε-ό-ι-ε, όπου κι από τις δυο μεριές του «ε» τα φωνήεντα είναι τοποθετημένα αντικριστά, όπως σε καθρέφτη, με το «ο» τονισμένο και τις δύο φορές. Έτσι, έχουμε μια μίμηση της αντανάκλασης των άστρων που καθρεφτίζονται στη θάλασσα.
(Π. Μάκριτζ)

κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν’ αφήσει.

Αφετηρία φάσεων μυστικής εμβίωσης του κόσμου∙ οι φάσεις:
...αίσθηση εισόδου και διάχυσης του μυστηρίου· κάλλους προσέγγιση και επικάθηση· μυστική αγωνία επερχόμενης αλλαγής· κατάληψη του χώρου και της ψυχής του ανθρώπου· αποκάλυψη της νέας μορφής πάνω στα όντα· γαλήνη, κύρια φάση της μυστικής ένωσης [...]∙ απώλεια του αισθητού κόσμου, εσωτερίκευση της όρασης· «θεωρία», επιστροφή του ανθρώπου πάλι στον εαυτό του...
(Γ. Ι. Αντωνόπουλος)

Και μέσα στο μυστήριο αυτό δυο είναι πάντα οι δρόμοι που βγάζουν έξω από το πανέρμο δάσος της σολωμικής επίκλησης, ο λογισμός και το όνειρο [Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδ. Γ'], που τα ξαναβρίσκουμε ζευγαρωμένα εκεί όπου ο Κρητικός αναπολεί τη φεγγαροντυμένη κόρη, μη ξέροντας να πει αν την είχε «ποιήσει» ο λογισμός του ή το όνειρο τον καιρό που βύζαινε το γάλα της μάνας του. Με λογισμό και με όνειρο, με τα δυο αυτά εφόδια, πορεύεται πάντα -ώσπου να λυτρωθεί- μέσα στο κρυφό μυστήριο της ζωής, ο θνητός.
(Ζ. Λορεντζάτος)

Η απότομη εξωτερική αλλαγή από την άκρα ταραχή της βροντής και της θάλασσας [...] σε βαθύτατη γαλήνη προετοιμάζει και την εσωτερική μεταβολή
(Γ. Μ. Αποστολάκης)

Αν η ομορφιά παραπέμπει στην αισθητική, τουλάχιστον, τελειότητα, η απουσία θυμού αφορά το συναισθηματικό κόσμο· αν θέλετε, είναι, με άλλα λόγια, το όραμα του κάλλους και του αγαθού∙ [...] το «καλός καγαθός» των αρχαίων Ελλήνων. Ο Γκέτε υποστηρίζει ότι «το όμορφο είναι πιο πάνω από το αγαθό, γιατί το όμορφο, έχει μέσα του την αγαθότητα».
Ας θυμηθούμε κάποιους στίχους του Σολωμού: Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος, «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ»· Όμορφη πλούσια κι άπαρτη και δυνατή κι αγία [...] Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
(Ν. Μηλιώτης)

Δεν είν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
όμως κοντά στην κορασιά, που μ’ έσφιξε κι εχάρη,
εσειόνταν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι·
και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.

Η πιο καθαρή περιγραφή [...] ανάδυσης του κρυφού <στη σολωμική ποίηση> είναι η περιγραφή της εμφάνισης της «φεγγαροντυμένης» [...]. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι το ξετυλίξει- το φεγγάρι «ξετυλίζει (...) κάτι που εκείθε βγαίνει». [...] ο Κρητικός έχει την εντύπωση ότι πρόκειται για κάτι κρυμμένο που ξαφνικά βγαίνει μέσ’ απ’ το φεγγάρι.
(Π. Μάκριτζ)

Το απρόσμενο της φράσης «βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη», που μοιάζει να προϋποθέτει ότι ήδη ξέρουμε πως υπάρχουν τέτοια θηλυκά όντα, θα ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό, αν το μέρος τελείωνε σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, όπως συμβαίνει με μια ανάλογη οπτασία στους Ελεύθερους Πολιορκημένους: «Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι, / Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του».
(Π. Μάκριτζ)

Το πρώτο μισό του πρώτου στίχου περιλαμβάνει τρεις συχνές στον Σολωμό «εικόνες»: φως, δροσιά και τρέμει. Αυτά τα τρία στοιχεία σχηματίζουν το κατάλληλο κλίμα για τη θεϊκιά θωριά της γυναίκας, που τα μαύρα της μάτια έρχονται σε αντίθεση με τα χρυσά μαλλιά της. Ο Σολωμός συνηθίζει να αντιπαραθέτει αυτά τα δύο αντίθετα χρώματα, για να δημιουργήσει την εντύπωση του θαυμαστού.
(Π. Μάκριτζ)

4 [21]
Eκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν,
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·
κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει,
κι ανεί τσ’ αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Tότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.

Συχνά στο σολωμικό ποιητικό τοπίο, ενώ η διάταξη των στοιχείων του οδηγεί προς τη σύνθεση κάποιου τοπίου φυσικού, ξαφνικά παρεμβαίνει το φως και αναιρεί το αποτέλεσμα-αίσθημα της φυσικής αρμολόγησης των στοιχείων. [...] το φως «λύνει» το τοπίο και, ουσιαστικά, το ανασυνθέτει σ’ ένα τοπίο μη φυσικό [...].
Αυτό συμβαίνει λόγω της φύσης του: το φως στο ποιητικό τοπίο του Σολωμού είναι το θείο φως. [...] φως που ταυτίζεται με το Θεό, τον Χριστό, την αλήθεια, τη σωτηρία.
[...] το τοπίο όπου συναντιέται το φως με το σκοτάδι συνιστά ένα χώρο τραγικό, ένα χώρο όπου η φυσική παρόρμηση αναμετριέται με το ηθικό χρέος [...].
(Β. Αθανασόπουλος)

Tέλος σ’ εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,
καταπώς στέκει στο Bοριά η πετροκαλαμήθρα,
όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει·
την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ’ εκοίταζε κι εκείνη.

Τη «φεγγαροντυμένη» φαίνεται να την ελκύει ο Κρητικός μαγνητικά και είναι η μαγνητική της ματιά που τον βάζει σε μια κατάσταση ύπνωσης, όπου δεν μπορεί ούτε να μιλήσει ούτε να κουνηθεί.
(Π. Μάκριτζ)

Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·
ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά κι αστοχισμένη,
που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει.

Παρατηρούμε πώς τα βιώματα που συνδέουν τον ήρωα με τη Φεγγαροντυμένη παραπέμπουν στην κατηγορία της «παιδικότητας» κι επομένως είναι βιώματα κατεξοχήν διονυσιακά, με την έννοια ότι εκφράζουν μια σχέση εξάρτησης του Εγώ από κάποιο ευρύτερο πόλο έλξης. [...] και το θρησκευτικό βίωμα είναι βίωμα διονυσιακό...
(Ε. Καψωμένος)

Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζει
ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.
Bρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,
κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώρα,
γιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου·
έτρεμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου.

Ένα εξαιρετικό παράδειγμα της πολυπλοκότητας των μεταφορών του Σολωμού [...]. Ας δούμε πρώτα την εσωτερική και την εξωτερική εικόνα. Η γυναίκα της οπτασίας ήταν μια παλιά ανάμνηση που πρόβαλε από μέσα του και τώρα στέκεται μπροστά του σαν το νερό που το μάτι βλέπει να ξεπηδάει ξαφνικά από βαθιά μέσα στο βράχο έξω στο φως του ήλιου. Τότε ο Κρητικός - μαζί κι ο ποιητής-πηδούν από το μεταφορικό μέσο της παρομοίωσης (που μ’ αυτή συγκρίνεται η ανάμνηση της οπτασίας) στην κυριολεκτική δράση, αφού η μεταφορική αναφορά στο μάτι και στο νερό που ξεπηδάει, στον τρίτο στίχο, κάνει να τρέχουν δάκρυα αληθινά από τα μάτια του Κρητικού. Δεν ξέρουμε στ’ αλήθεια αν η παρομοίωση του νερού που αναβλύζει αναφέρεται στην ανάμνηση που ξεπηδάει από μέσα του ή στα δάκρυα που τρέχουν απ' τα μάτια του, αφού βέβαια αφορά και τα δύο συγχρόνως. [...] Φαίνεται ότι, ακριβώς επειδή <ο Κρητικός> μπορεί να «ακούσει» τα μάτια της μέσα του, δεν μπορεί να προφέρει λόγια. Αυτός ο παράδοξος και πολύπλοκος μεταφορικός λόγος, που συνδέει το μέσα με το έξω και συγχέει το ορατό με το λόγο, μεταδίδει αυτή την εκτός του κόσμου τούτου κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Κρητικός.
(Π. Μάκριτζ)

Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου
βλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τ’ ανθρώπου,
κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:
«Κοίτα με μές στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Όμως εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου∙
T’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Tούρκοι μού τ’ αδράξαν,
την αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν,
το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ
και την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Kρήτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Mακριά ’πό κείθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα.
Bόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ’χω·
σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο».

5 [22]
Eχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,
κι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μου.
Eχάθη, αλιά μου, αλλ’ άκουσα του δάκρυου της ραντίδα
στο χέρι, που ’χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.―
Eγώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,
π’ αγνάντευεν Aγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι·
χαρά δεν του ’ναι ο πόλεμος· τ’ απλώνω του διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι·

Ο αφηγητής προχωρεί από την άρση στη θέση, ορίζοντας πιο συγκεκριμένα τη νέα στάση και το νέο του ήθος, ωσάν να μην ήταν αποτέλεσμα ανάγκης αλλά συνειδητής επιλογής. Η εικόνα του ψωμοζήτη-ζητιάνου, που εναποθέτει την επιβίωση του στην αγάπη των συνανθρώπων του, προβάλλεται εδώ όχι μόνον ως ατομική εμπειρία, αλλά ως το ευθέως αντίθετο ήθος και στάση ζωής. [...] Κάτω απ’ αυτό το φως, η αρνητική εξέλιξη στη ζωή του ήρωα σηματοδοτείται ως μεταβολή ήθους και επανιεράρχηση αξιών, δηλαδή ως ριζική ψυχική μεταμόρφωση του ήρωα, που βρίσκει τώρα την πλήρωση μέσα στην αγάπη του άλλου κι όχι, όπως πριν, στον εξοντωτικό ανταγωνισμό, που κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (αγώνας ελευθερίας) υπήρξε το αξιοκρατικό μοντέλο που καθόριζε το ήθος και τη στάση του.
(Ε. Καψωμένος)

Οι δυο ιδιότητες <ζητιάνος-ποιητής> ταιριάζουν καλά στο πρόσωπο ενός κυνηγημένου Κρητικού πρόσφυγα [...]. Και δεν είναι αθέμιτο να φαντασθούμε ότι ίσως ο Σολωμός συνάντησε τέτοιους πρόσφυγες-ζητιάνους να τραγουδούν στα δίστρατα ρίμες για το Σηκωμό του '21 στην πατρίδα τους, εμπειρία που θα μπορούσε να αποτελέσει κάλλιστα το κέντρισμα για τη σύνθεση του Κρητικού.
(Ε. Καψωμένος)

κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν,
αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,
και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ’ αστροπελέκι σκάει,
κι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάει,
ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,
και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει.―
Kαι τα νερά ’σχιζα μ’ αυτό, τα μυριομυρωδάτα,
με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάτα,
μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,
μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,
μήτε όταν τον μπομπο-Iσούφ και τσ’ άλλους δύο βαρούσα
σύρριζα στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα.

Ένας παλιός Κρητικός αγωνιστής περιγράφει μάχη με τους Τούρκους (Κ. Κριτοβουλίδης, Απομνημονεύματα, Αθ. 1859) [υπόδειξη L. Coutelle]
...μαχόμενοι πολλοί εναντίον ολίγων...
...εφορμώντες οι ολίγοι αντέκρουον παραδόξως τους πολλούς...

Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου
(κι αυτό μου τ’ αύξαιν’) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Aλλά το πλέξιμ’ άργουνε, και μου τ’ αποκοιμούσε,
ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
και τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάει,
του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει.

Η λαϊκή αυτή έκφραση [όταν τα νερά θολώνουν], ιδιαίτερα προσφιλής, όπως φαίνεται, στο Σολωμό (ίσως λόγω της υποβλητικότητας που έχει), τεκμηριώνεται ως λαϊκή από άφθονες μαρτυρίες. Τη συναντάμε π.χ. στο Γουζέλη [Ο Χάσης]: «ότι θολώνουν τα νερά, κείνη είναι καλή ώρα», αλλά και στο ζακυνθινό ιδίωμα. Τη χρησιμοποιούν και οι ναυτικοί: «[...] απάνου που θολώνουνε τα νερά».
(Σ. Α. Καββαδίας)

Δεν είν’ αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά του
σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,
κι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
ώστε που πρόβαλε η Aυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,
κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια.
Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό οπού τ’ αγρίκαα μόνος
στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος,
κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·
κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
κι εφώναζα: «ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα»
κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·
καλή ’ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.

Ένας στίχος, που ο Σολωμός φαίνεται να του δίνει πολύ βάρος και τον γράφει και τον ξαναγράφει πολλές φορές, και σχεδόν πάντοτε τον ίδιον, με ελαφρές μόνο παραλλαγές, είναι αυτός που χρησιμοποίησε στον Κρητικό πρώτα, αλλά και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους ύστερα, για την πατρική γη. Για τον άνθρωπο που αναθυμάται με λαχτάρα τη μητρική γη (ή που είναι έτοιμος να πεθάνει γι’ αυτήν), ακόμη και τα πιο ταπεινά και άσχημα, η μαύρη πέτρα, το ξερό χορτάρι, παίρνουν μιαν άλλη όψη. Η σχέση αγάπης του ανθρώπου προς τη μητρική γη, ανάλογη με τον φυσικό δεσμό του παιδιού προς τη μητέρα και της μητέρας προς το παιδί, μεταμορφώνει την υφή και το χρώμα των πραγμάτων: η μαύρη πέτρα δεν είναι πια μαύρη ούτε και το χορτάρι ξερό - για τη μυστική αυτή αλλαγή και μεταμόρφωση ο ποιητής χρησιμοποίησε την απλή λέξη καλή. Οποιαδήποτε άλλη, εξωτερικά περισσότερο «φανταχτερή», θα ήταν δίπλα της πολύ φτωχή. [...]
(Λ. Πολίτης)

Η χαρακτηριστικότητα του επιθ. μαύρη: Ανάμεσα στους δημοτικούς στίχους της συλλογής Tommaseo [...] είναι και ο στίχος: ποια μαύρη πέτρα του γιαλού είναι δίχως χορτάρι [...]. μαύρος = «έρημος, κατακαημένος», με μια έντονη συναισθηματική επένδυση συμπάθειας.
Είναι, τέλος, οι διακειμενικές συναρτήσεις με το πρώιμο σολωμικό επίγραμμα «Η Καταστροφή των Ψαρών» (1825) [...]: ολόμαυρη ράχη - λίγα χορτάρια - έρημη γη.
(Ε. Καψωμένος)

Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει,
ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει·

Το νόημα των λόγων του Κρητικού είναι ότι δεν μπορεί να βρει τίποτα που να συγκρίνεται με τους μαγικούς ήχους που άκουσε μετά την εξαφάνιση της «φεγγαροντυμένης» - ούτε όργανο μουσικό ούτε πουλιού λαλιά ούτε ανθρώπου φωνή. [...]. Ήχος απαράμιλλος, δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με κοριτσίστικο ερωτικό τραγούδι ούτε με κρητικό αηδόνι ούτε με τη φλογέρα του βοσκού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σολωμός ανακεφαλαιώνει αυτά τα τρία στοιχεία με την αντίστροφη σειρά απ' αυτή που πρωτοαναφέρονται [αντίστροφη κλιμάκωση, χιασμός].
(Π. Μάκριτζ)

Ένα άλλο μοτίβο που απασχόλησε πολύ το Σολωμό είναι η εντύπωση του πρώτου ανθρώπου. Η θέση του μοτίβου στην οικονομία του ποιήματος είναι φανερή: ανακεφαλαιώνει τα επιμέρους μοτίβα για τον γλυκύτατον ηχό [...]. Ο Σολωμός επεξεργάζεται επίμονα το μοτίβο αυτό, αλλά αργότερα το εγκαταλείπει, και στις υστερότερες επεξεργασίες δεν εμφανίζεται πια.
(Λ. Πολίτης)

δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός . . . . . . .
δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.

Το δεν είναι λόγια [...] μπορεί να σημαίνει ή ότι ο ήχος δεν περιείχε λόγια ή ότι δεν υπάρχουν λόγια να τον περιγράψει κανείς. Η δεύτερη ερμηνεία ίσως εξηγεί γιατί μένει ημιτελής ο στίχος και σβήνει στη σιωπή. Επειδή ο ήχος είναι υπερφυσικός, δεν υπάρχει ηχώ.
(Π. Μάκριτζ)

Aν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα·
σαν του Mαϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέρα,
γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι . . . . . . .

Ο Σολωμός αναμφίβολα είχε συνείδηση της τυχαίας ομοιότητας ανάμεσα στις λέξεις Μαϊού και μάγια.
(Π. Μάκριτζ)

μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Xάρος.

Η σύζευξη του Έρωτα με το Χάρο, στοιχείο της Ορφικής και Ελευσίνιας λατρείας (εκεί Διόνυσος - Άδης είναι η διπλή όψη του ίδιου μυθικού συμβόλου), μας δίνει δυο γνωστές και ομοειδείς εκδηλώσεις του ίδιου καταλυτικού ενστίκτου, που ερεθίζει μέσα στην ψυχή του Κρητικού ο «γλυκύτατος ήχος». Το ένστικτο του θανάτου είναι ακριβώς η αντίθετη ροπή προς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβολής. [...] Αντίστοιχα ο Έρωτας αντιπροσωπεύει μερική κατάργηση της ατομικότητας...
(Ε. Καψωμένος)

Σημαντικό για την εξέταση της διαλεκτικής σχέσης που παρουσιάζει η αντιθετική δυάδα Έρωτας-Χάρος στο ποίημα είναι το θεματικό υλικό που συναντούμε μέσα στις επεξεργασίες του Κρητικού και που ο ίδιος ο ποιητής ονομάζει συνοπτικά «Θέμα του Αδάμ» [...].
Ο Σολωμός στην αρχή είχε σκεφτεί να παραλληλίσει απλώς την εντύπωση που προκαλεί ο ήχος στον Κρητικό με τη γλύκα που μεθά το νου, όπως η παράδεισος, και με τη δύναμη του έρωτα και του θανάτου [...]. Αργότερα όμως ο ποιητής δοκιμάζει, αναπτύσσοντας το «θέμα του Αδάμ» να περιγράψει έμμεσα την «άρρητη» εντύπωση που προκαλεί στον Κρητικό ο μαγικός εξωγήινος ήχος [...].
Το ξύπνημα του πρωτόπλαστου [...] λειτουργεί ποιητικά σε συσχετισμό με την αντιστροφή της εικόνας στο τέλος του ποιήματος: η παραδείσια μαγεία διαλύεται και ο Κρητικός ανακτά τις φυσικές του αισθήσεις για να αποθέσει στο ακρογιάλι νεκρό «το άλλο μισό του». Έτσι, ο γήινος κύκλος που ανοίγεται με την εμφάνιση του πρώτου ερωτικού ζεύγους στον φωτεινό χώρο του παραδείσου («Θέμα του Αδάμ») κλείνει με τον αφανισμό του ερωτικού ζεύγους του ποιήματος, και ο επίγειος παράδεισος ερημώνει και σκοτεινιάζει.
Κάποια στιγμή όμως ο ποιητής σκέφτηκε να μετακινήσει το «Θέμα του Αδάμ» [...]. Έτσι, για το χαρακτηρισμό της μουσικής αρμονίας που ακούει ο Κρητικός χρησιμοποίησε, στην τελευταία συνθετική επεξεργασία του ποιήματος, το δεύτερο μόνο μέρος του πρώτου παραλληλισμού, που είδαμε λίγο πιο πάνω [...].
Ο στίχος αυτός προβάλλοντας την αντικειμενικά ισοδύναμη παρουσία του Έρωτα και του Χάρου στη ζωή, φαίνεται να συνοψίζει απλά το περιεχόμενο του «Θέματος του Αδάμ».
(Ε. Τσαντσάνογλου)

Χάρη στη συνεργασία αυτών των δύο [Έρωτα και Θανάτου], που κατέληξε στο θάνατο της αγαπημένης του, μπόρεσε εκείνος να υπερβεί το Χρόνο (την άλλη δύναμη που διαφεντεύει τη ζωή στη γη [...]). Παρ’ όλη τη βαθιά πληγή που του άνοιξε ο θάνατος του κοριτσιού, μπορεί τώρα να προσμένει με χαρά μια αιώνια ευδαίμονα ύπαρξη στον Παράδεισο με την αγαπημένη του. Αυτή η αίσθηση της ασημαντότητας της επίγειας ζωής, αν τη συγκρίνει κανείς με την αιωνιότητα, είναι παρόμοια με τα αισθήματα που εκφράζουν κι άλλα πρόσωπα στην ποίηση του Σολωμού [...]. Ο πάναγνος έρωτας του Κρητικού για την αρραβωνιαστικιά του είναι αυτός που του επέτρεψε να ρίξει μια ελάχιστη ματιά στην αιωνιότητα.
(Π. Μάκριτζ)

M’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και νά ’μπει δεν ημπόρει
ο ουρανός κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη·
με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω
τη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσω.

Ο γλυκός ήχος, που ακούγεται σα να βγαίνει απ’ όλη τη γήινη και την ουράνια φύση, είναι σα μια μουσική φωνή του Σύμπαντος, σαν η μυστική αρμονία που αναδίνεται από την ανταπόκριση των στοιχείων του Παντός. Αυτή η χωρίς όρια αρμονία, που συνέχει τους κόσμους, δε μπορεί παρά να είναι η Αγάπη, η Ουράνια Αγάπη, της οποίας το μυστικό τραγούδι μόνο ο ποιητής μπορεί ν’ ακούσει. Αυτή μας φέρνει μήνυμα από το Υπερπέραν.
(Π. Σπανδωνίδης)

Ο ρόλος του [του ήχου], ως μοτίβου που αφορά στην φύση και την τεχνική του [του Σολωμού], εμβαθύνεται και γίνεται ένας ρόλος ηθικής και καλλιτεχνικής κατηγορίας, καθοριστικός της διαλεκτικής τού λογικού και ιδεολογικού συστήματος του. [...]
Η θεωρία των αντισταθμισμάτων στο Σολωμό: [...] υπάρχει αντιστάθμισμα για όλα στη ζωή μας: κάθε χαρά πληρώνεται με λύπη, κάθε συμφορά αντισταθμίζεται με ευτυχία, και αντιστρόφως. [...] μια μεθοδική αρχή και τεχνική κατεβασμένη ως τη βάση της πλοκής. [...] τη στιγμή της κρισιμότητας μιας έκβασης, είτε πριν είτε μετά, παρεμβαίνει να ισορροπήσει την πλοκή το αντιστάθμισμα της - και [...] στο τέλος συγκροτείται πέρα από το θέμα μία σύνθετη μορφή κι εδώθε απ' την ιδέα ένα πλήρες μήνυμα.
(Γιάννης Δάλλας)

Έπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου,
που εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μου·
και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,
την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.  

Στα ελληνικά μοιρολόγια (κι εννοείται στα ελληνικά έθιμα της κήδευσης) όποιοι πεθαίνουν ανύπαντροι θεωρούνται αρραβωνιασμένοι με το Χάρο. Έχει διατυπωθεί ήδη η υπόθεση ότι η κόρη στον Κρητικό αρραβωνιάστηκε το Χάρο, κι αυτή η ιδέα ενισχύεται από τη διαδοχή των λέξεων-κλειδιών στην τελευταία στροφή του ποιήματος: αρραβωνιασμένη - χαρά - πεθαμένη. Εφόσον η λέξη χαρά συχνά χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή καθομιλούμενη των Ελλήνων, και στα δημοτικά τραγούδια, με τη σημασία «γάμος», μπορούμε να δούμε εδώ μια πρόοδο από τη μνηστεία στην παντρειά, κι ευθύς-μετά στο θάνατο. Η ομοιότητα μεταξύ των λέξεων χαρά και Χάρος έδωσε συχνά την ευκαιρία πικρών λογοπαιγνίων σε δημώδη ελληνικά άσματα.
(P. Mackridge)

Συνολικές θεωρήσεις του ποιήματος
Στην περίπτωση του Κρητικού ο κύριος άθλος έχει προσδιοριστεί [...] ως η σωτηρία της κόρης. Όμως ο στόχος δεν πραγματοποιείται [...]. Η εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, ενώ συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία μιας ευεργετικής παρέμβασης [...], τελικά, με γνώμονα το περιεχόμενο της βούλησης του ήρωα, λειτουργεί αντίστροφα. [...] <Όθεν> προκύπτει [...] η σημασιοδότηση της θεϊκής παρέμβασης ως παραπλανητικού περισπασμού ένα σχήμα που ανακαλεί το χαρακτηριστικό θέμα του τραγικού μύθου, γνωστό ως «δόλος των θεών» [...].
Έχουμε λοιπόν μια λανθάνουσα αντιπαράθεση: από τη μια η βούληση και η προσπάθεια του Κρητικού [...] και, από την άλλη, το σαγηνευτικό όραμα μιας ανώτερης τάξης του Κόσμου (αισθητική κατάσταση) που απορροφώντας τον τείνει να τον αποσπάσει από το στόχο του [...]. Εδώ λοιπόν βρίσκεται η κύρια σύγκρουση, αν διαβάσουμε το κείμενο με τον κώδικα που επιβάλλει η λογική της δραματικής εξέλιξης.
Ευθύς εξαρχής δηλώνεται η σαγηνευτική επίδραση του γλυκύτατου ηχού που πλημμυρίζει τον φυσικό χώρο [...].
[...] ούτε στιγμή ο ήρωας δεν μπόρεσε να κατανικήσει την ακαταμάχητη αφομοιωτική λειτουργία του ήχου [...]. Το αποτέλεσμα [...] συνδέει ρητά τη λειτουργία του ήχου με το θάνατο της κόρης [...].
Η τελική αυτή συνέπεια, σε συνάρτηση με τα κίνητρα της δράσης και το περιεχόμενο της προσπάθειας του Κρητικού [...], αποκαλύπτει τον αφηγηματικό ειρμό που συνδέει και ενοποιεί τις τρεις φάσεις της δοκιμασίας του ήρωα στη θάλασσα. Τόσο η θαλασσινή καταιγίδα όσο και οι ομόλογες εμπειρίες της Φεγγαροντυμένης και του "γλυκύτατου ήχου", λειτουργούν ως αντίμαχες δυνάμεις: η καταιγίδα εκπροσωπεί την αρνητική όψη της φύσης (φυσικά στοιχεία), η Φεγγαροντυμένη και ο ήχος τη θετική. [...] στη συγκεκριμένη συγκυρία, κατεξοχήν θετικές εκδηλώσεις της φύσης λειτουργούν καταστροφικά για τον ήρωα [...] σχηματίζοντας μια κλιμάκωση αντίμαχων δυνάμεων, που αντιστοιχούν στις τρεις φάσεις της δοκιμασίας∙ η πρώτη είναι φανερά αντιθετική (αγριεμένα φυσικά στοιχεία), οι δύο επόμενες παραπλανητικά ευνοϊκές και γι’ αυτό πιο επικίνδυνες [...].
Ειδικότερα, η Φεγγαροντυμένη και ο παναρμόνιος ήχος είναι εκδηλώσεις της Ιδέας που εμπεριέχεται σπερματικά μέσα στη φύση. [...] υπογραμμίζουμε τη διπλή όψη της φύσης που υπονοείται στη σημείωση του Σολωμού: αφενός Εξωτερικά Εμπόδια της Φύσης, αφετέρου μαγευτική Στιγμή της Ιδέας [...]: θετική όψη vs αρνητική λειτουργία [...].
<Ανασύνθεση του αφηγηματικού μοντέλου:> [...] Έχουμε λοιπόν [...] μια τυπική «αρχική κατάσταση ευδαιμονίας», που θα ανατραπεί στη συνέχεια από την πολεμική δοκιμασία. [...]
Η ανατροπή της αρχικής ευτυχισμένης κατάστασης πραγματοποιείται εδώ μέσα από μια διαδικασία συνειδητοποίησης του έφηβου ήρωα που ζει μέσα σε μια κατάσταση στέρησης [...].
Μένει να εξετάσουμε τον μετά τη θαλασσινή δοκιμασία χρόνο της ιστορίας, που διχοτομείται στον εγκόσμιο χρόνο της ζωής του πρόσφυγα (-αφηγητή) και στον ιδεατό/άχρονο του οραματισμού της Έσχατης Κρίσης. [...]
Οι αρνητικές συνέπειες εκδηλώνονται σε δύο επίπεδα∙ στο εξωτερικό-κοινωνικό: ο απροσκύνητος αγωνιστής γίνεται ψωμοζήτης ζητιάνος και στο εσωτερικο-ψυχολογικό: ο ήρωας βασανίζεται από νυχτερινούς εφιάλτες, που ξαναζωντανεύουν τις κρίσιμες στιγμές του αγώνα του να σώσει την καλή του από τα μανιασμένα κύματα. [...]
Ανακεφαλαιώνοντας αυτή τη διαδικασία, θα λέγαμε ότι στον Κρητικό αντιπαρατίθενται δύο θεμελιώδη πρότυπα σχέσεων ανθρώπου-κόσμου (συνολικές συμβάσεις): το ένα φυσικό, συναρτημένο προς την υποκειμενική εμπειρία, το άλλο πολιτισμικό, συναρτημένο με την ιστορικοκοινωνική εμπειρία. Το πρώτο εκδηλώνεται αρχικά ως ενστικτώδης ροπή του ατόμου (ερωτική σύνδεση με τη μάνα τροφό ερωτικό αίσθημα προς την κόρη αργότερα), παραμερίζεται στη συνέχεια από το δεύτερο στη φάση της κοινωνικοποίησης του ατόμου (υιοθέτηση αγωνιστικού μοντέλου) και ξανακατακτάται μέσα από μια σειρά σκληρών δοκιμασιών ως ανώτερη Κοσμική αρχή (μυστηριακή διάσταση της φύσης) και ως κοινωνική αξία (ανθρώπινη αλληλεγγύη).
(Ε. Καψωμένος)

Και στα προηγούμενα πολύπρακτα ποιήματα έχομε οράματα και όνειρα [...]. Αλλά εκεί παρουσιάζονται συγκεχυμένα, άλλοτε ως εφιάλτες και άλλοτε ως προϊόντα παραισθήσεων. Ως παράγωγα παράκρουσης, έτσι που η λογική τάξη του κόσμου δε διασαλεύεται με αυτά και δεν αμφισβητείται. Στην περίπτωση του Κρητικού, απεναντίας, τα οράματα υλοποιούνται, γίνονται και αυτά συστατικά της περιπέτειας και της σχετικής πλοκής του μύθου. Τα φανταστικά τους επεισόδια αποδίδονται ως ισότιμα των άλλων και έτσι αντιμετωπίζονται: ως τμήματα αναπόσπαστα μιας και της αυτής πραγματικότητας. [...] αυτά τα επεισόδια είναι η κρυφή ή άγνωστη πλευρά αυτού του κόσμου [...].
Φαίνεται εξαρχής λοιπόν <από μιαν αυτοψία στα Αυτόγραφα του Κρητικού και ο στόχος και η τακτική που ακολουθεί ο ποιητής:
Στόχος του ο μετασχηματισμός, όχι της πραγματικής σε ιδεατή (όπως το συνήθιζε ο ρομαντισμός), αλλά της ιδεατής σε υπαρκτή πραγματικότητα (κατά τις αρχές του φιλοσοφικού ιδεαλισμού που ο ποιητής ακολουθούσε). [...]
...
Σημασία έχει η τεχνική της υλοποίησης των φανταστικών επεισοδίων και της πρυτανεύουσας Μορφής τους, από τον ποιητή. Ο αγώνας του να κάνει και την υπεραισθητή τους παρουσία αισθητή στον αναγνώστη. Γεγονός που το επιδιώκει με δύο τρόπους: με τη φυσική περιγραφή της άμεσα, ή έμμεσα με μία παρομοίωση: όπως για την άπνοια της «μυστικής» γαλήνης. Και με τη συνειρμική αναλογία συνθετότερα, όπως λ.χ. για τη δύναμη του ήχου. Το επιδιώκει γενικότερα συγκρίνοντας και την υπερφυσική υπόσταση τους με μια φυσική πάντα εικόνα, αναφορικά ή μεταφορικά: με μια σύγκριση αποκλεισμού ή υπεροχής, όπως όταν αποκλείει με εικόνες φυσικές για να υποδείξει την υπεροχή του υπερούσιου ήχου. Και με μία αναγωγή σε αρχετυπικές πρωτοεικόνες σαν της μνήμης της «παλαιής... κι αστοχισμένης» και του πρώτου ανθρώπου ή του πουλιού «μισοπλασμένου ακόμη» (με το θέμα του Αδάμ).
Έτσι και υπερυψώνεται ως ιδέα και μορφοποιείται αισθητικά ο Κρητικός. Με τη δράση του να διαδραματίζεται ανάμεσα σε δύο ζεύγη: Φύση-φεγγαροντυμένη, Κρητικός-αγαπημένη του. Με την φεγγαροντυμένη να αισθητοποιεί την αμφίσημη μαγεία των δυνάμεων της φύσης. [...]
...
Τον χαρακτηρίσαμε ως μονόδραμα, με την έννοια πως είναι η αναπαράσταση ενός δράματος με ένα χαρακτήρα. Είναι μία πρωτοπρόσωπη αφήγηση δραματοποιημένη. Μια αφήγηση αρκετά απομακρυσμένη από άλλες ομοιότυπες, της αποκοπής τους ίσως κάποτε από το δράμα: από την «αγγελική ρήση», ας πούμε, όπου όμως χρησιμοποιείται η τριτοπρόσωπη αφήγηση, για ό,τι συντελέστηκε στα παρασκήνια∙ από τη δραματική «προέκθεση» επίσης, σύμφωνα με την οποία ένας ήρωας, ας πούμε ο Οιδίπους, αφηγείται ό,τι προηγήθηκε προτού να συνειδητοποιήσει και ο ίδιος ποια έκβαση δραματική τον περιμένει. Προς ανάλογη έκβαση και ο Κρητικός πορεύεται, αγνοώντας τη δραματική κατάληξη [...]
(Γ. Δάλλας)

Ενδεικτικές ερμηνείες για τη Φεγγαροντυμένη
Στον Κρητικό έχομε κλασικό παράδειγμα για τη στενή ιδεολογική συγγένεια αυτών των δύο θείων πνευμάτων [Πλάτωνα και Σολωμού], πλασμένων από την ίδια γη, την ίδια θάλασσα, τον ίδιο ουρανό [...].
Τι άλλο από καθαρά πλατωνικές ιδέες ενσαρκώνονται στη μορφή της Φεγγαροντυμένης; [...] η ομορφιά, η καλοσύνη, η δικαιοσύνη... με μια λέξη οι Ιδέες. Κοντά στη Φεγγαροντυμένη [...] παρουσιάζεται κι ένα άλλο ον του ίδιου υπερφυσικού κόσμου [...]. Θα τ’ ονόμαζα αρμονία. Εννοώ τον ουράνιο ήχο, που ακούει εκστατικός ο Κρητικός [...].
Συγγενεύει [η παράσταση της Φεγγαροντυμένης] ή μάλλον μοιάζει με την «πρασινομαλλούσα νεράιδα» των παραδόσεων του ελληνικού λαού [...]. [...] από την εξωτερική και πλαστική άποψη το φαινόμενο είναι σα δημιούργημα της ποιητικής φαντασίας του «αλαφροήσκιωτου» ελληνικού λαού [...].
[...] μπορούμε και ψυχολογικά να εξηγήσομε την παρουσία της∙, από την ψυχική διάθεση του ήρωα. [...]
Αλλά ούτε η λαογραφική ούτε η ψυχολογική εξήγηση δεν εξαντλούν τη βαθιά έννοια της φεγγαροντυμένης. Την ικανοποιητική ερμηνεία αλλού πρέπει να τη ζητήσωμε [ενν. στη φιλοσοφία - τον πλατωνισμό].
(Ε. Horwath)

Η σύλληψή της είναι η ίδια με την «Αναδυόμενης Αφροδίτης», που έμπαινε [...] στο σχέδιο του Λάμπρου [...]. Η σιωπή, το φως του φεγγαριού, η γέννησή της από τη θάλασσα, το ανάερο ανάστημά της, που πατεί και δε σουφρώνει το πέλαγο, το αναγάλλιασμα της πλάσης μαζί της, και στα δυο <ποιήματα> τα βρίσκεις όμοια κι απαράλλαχτα. Τι όμως ζητούσε να συμβολίσει ο ποιητής με τη φεγγαροντυμένη, το μαθαίνουμε από τους στοχασμούς του για το τραγούδι του «Πειρασμού» [...]. Στον «Πειρασμό» ζωγραφίζει ο ποιητής [...] τη ζωή «που ανασταίνεται μ’ όλες της τες χαρές [...]» και, για να συμβολίσει την «ωραιότητα της Φύσης», βάζει στο τέλος τη μορφή της κόρης. Έτσι λοιπόν και η «φεγγαροντυμένη» ζωντανεύει και παρασταίνει την ομορφιά της ζωής και της Φύσης, που αντιχτύπησε εκείνη τη στιγμή στο νου του Κρητικού. [...]
(Γ. Μ. Αποστολάκης)

Η αιθέρια εικόνα της «Φεγγαροντυμένης» είναι η εξιδανικευμένη μορφή της ανθρώπινης ζωής, όπως τη φαντάσθηκε πάντα κατά τις παραδόσεις του ο ελληνικός λαός.
(Β. Σταματέλος)

Η μορφή της «Φεγγαροντυμένης» είναι συνέχιση της μορφής της μνηστής. [...]
Η νέα μορφή είναι το φάσμα, το φωτεινό και αχνό φάσμα της αρραβωνιαστικιάς [του Κρητικού] και σύγχρονα μια εξυψωμένη μορφή της [...]. Η Φεγγαροντυμένη έχει μια γήινη αφετηρία, είναι η μνηστή ενός Κρητικού, που υψώνεται και συμπληρώνεται στον ουρανό, μετά το θάνατο...
(Π. Σπανδωνίδης)

Φεγγαροντυμένη είναι η γλυκεία, ουρανιά εμφάνισις της Αφροδίτης, καθώς αυτή ανακύπτει από την θάλασσαν και ενδύεται το φως. [...] Η αγιότης και ο πόθος εδώ συνυπάρχουν. [...] Η θεά, που του απεκαλύφθη εις το γήινον όραμα, μεταβάλλεται τώρα εις Αγάπην, είναι η ιδία η έκφρασις του υπέρτατου όντος...
(Ν. Β. Τωμαδάκης)

Η παρουσία της <στην ποίηση του Σολωμού> συνδέεται με παραβίαση των φυσικών νόμων. [...]
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εμφανίζεται είναι επίσης η μυστηριακή γαλήνη. Αλλά εδώ η γαλήνη έρχεται ύστερα από μεγάλη θαλασσοταραχή και σα να επιβάλλεται από κάποια υπερφυσική επέμβαση.
Τόσο στον Κρητικό όσο και στο Λάμπρο διαπιστώνουμε μια άμεση και σιωπηλή ανταπόκριση ανάμεσα στην [οραματική] κορασιά και στη φύση. [...]
Στον Κρητικό μάλιστα [...] η κορασιά στρέφεται προς τη φύση και επικοινωνεί μαζί της με μια ένταση ερωτική [...].
Τέλος υπάρχει και στα τρία έργα [τρίτο οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι] η δήλωση της θεϊκής υπόστασης της Φεγγαροντυμένης [...]. Συμπέρασμα: είναι μια φυσική θεότητα, με την έννοια των θεών της κλασικής Ελλάδας-«κατ’ εικόνα και ομοίωση» της φύσης και των ζωικών αξιών. [...] το θείο συλλαμβάνεται ομοειδές προς τη φύση και στοργικό προς τον άνθρωπο. [...]
[...] Ο Σολωμός με γνήσια αίσθηση και με βαθιά θρησκευτικότητα συνέλαβε το αυθεντικό «νόημα» της ελληνικής φύσης και το συμπύκνωσε στο σύμβολο της «θείας» Φεγγαροντυμένης. [...] Έτσι πραγματοποιεί μια σύνθεση του ελληνικού και του χριστιανικού ανθρωπισμού...
(Ε. Καψωμένος)

Η φεγγαροντυμένη του Σολωμού [...] είναι ένα αιθέριο σώμα που για την υλοποίηση του συνεργάζονται το φως αλλά και το υγρό στοιχείο, δηλαδή συμμετέχουν ο πάνω κόσμος και ο κάτω. [...]
[...] ο τρόπος εμφάνισης της φεγγαροντυμένης θυμίζει τον τρόπο εμφάνισης [...] αυτής που αργότερα θα δούμε ότι είναι η ουράνια Μαργαρίτα <στον Φάουστ>, η Μαργαρίτα που η ψυχή της σώθηκε και κατοικεί στον ουρανό [...].
[...] η φεγγαροντυμένη αποτελεί, όπως και το φάσμα της ουράνιας Μαργαρίτας [...], μια έκφανση του «αιώνια γυναικείου» [...].
Η τελευταία αυτή ερμηνεία της φεγγαροντυμένης μάς φέρνει κάπως κοντά στις εκδοχές ότι [...] είναι η ψυχή της αρραβωνιαστικιάς του Κρητικού [...] μέσα από την αναγωγή τους στη χριστιανικής καταγωγής δοξασία για το αναστημένο σώμα. [...]
Σε όλες, πάντως, αυτές τις εκδοχές υπάρχει ένα κοινό στοιχείο [...]: είναι το στοιχείο της εξισορρόπησης και συμφιλίωσης των τριών βασικών κατηγοριών του πραγματικού που συνθέτουν το όλο ποιητικό τοπίο του Σολωμού: το υλικό-φυσικό, το ανθρώπινο-ηθικό, το θείο-ιδεατό. [...]
Η φεγγαροντυμένη, λοιπόν, αποτελεί μια προσπάθεια σύστασης-σύνθεσης ενός πλάσματος φαντασιακού, μιας εικόνας ποιητικής, ενός σχήματος που δε θα είναι θεωρητικό [...], αλλά θα αποτελεί μιαν απόδοση-αναπαράσταση-ερμηνεία του αισθητού, το οποίο πλάσμα-εικόνα-σχήμα θα συνασπίζει τις τρεις υποστάσεις-διαστάσεις του φυσικού: την εξωτερική φύση, τον ηθικοπνευματικό χαρακτήρα του ανθρώπου και το Θεό...
(Β. Αθανασόπουλος)

Θέτοντας εντούτοις στο στόχαστρο της ανάλυσης μας [...] τη σχέση της ασύμμετρης αμοιβαιότητας ανάμεσα στο αποκαλυπτικό περιεχόμενο της εικόνας και την κατανόηση του, βρισκόμαστε στην ουσία αντιμέτωποι με μια έννοια για τη λειτουργία του ποιητικού συμβόλου που αποτέλεσε κεντρικό σημείο αναφοράς της ρομαντικής αισθητικής και έγινε αντικείμενο συστηματικής θεωρητικής θεμελίωσης από τον Καντ: την έννοια του «ύψιστου» [...].
Ό,τι καθορίζει [...] το συναίσθημα του ύψιστου είναι η αντιφατική του ποιότητα, η εμπειρία ενός διχασμού ανάμεσα στην εποπτική ή αισθητική δύναμη του ανθρώπινου νου και στην έλλογη δύναμη του να νοεί ιδέες που ανήκουν στην τάξη του υπεραισθητού και παραμένουν απρόσιτες για την εποπτεία του. [...]
Σ’ αυτή τη μαθηματική εκδοχή του ύψιστου ο Καντ αντιπαραθέτει την εξίσου θεμελιώδη εκδοχή του δυναμικού ύψιστου [...] <που, συνυφασμένο με την ποιότητα του αποκαλυπτικού, εκδηλώνεται> στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο ανθρώπινος νους και, συγκεκριμένα, η φαντασία βρίσκεται αντιμέτωπη, αλλά σε κατάσταση απόλυτης ασφάλειας, με την ακατάβλητη δύναμη της φύσης [ενατένιση σε συνθήκες συγκινησιακής έξαρσης].
(Ν. Καλταμπάνος)

Παρ’ όλες τις επιφυλάξεις και τις ανοιχτές εναντιώσεις που έχουμε προς τη βιογραφική μέθοδο, που αναγκάζει την αναζήτηση να εξοκείλει πέρα από το πράγματι ζητούμενο, νομίζω ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έγκυρη πληροφορία της μητρικής στέρησης, που επιβλήθηκε λόγω συγκυριών στο Σολωμό. [...] η παρεμποδισμένη παρουσία της μητέρας, που [...] τροφοδοτείται και από αρχετυπικά στοιχεία και φαντασιώσεις, καθιστά φρενιτιώδη την επιθυμία της μητέρας, η οποία ..] επενδύεται λιβιδινικά στα αντικείμενα, μετουσιώνεται στη λυρική δημιουργία του ποιητή και μετατίθεται στη φύση∙ εκεί βρίσκει διέξοδο «διότι, όταν γίνει υποκατάσταση, η απαγόρευση αίρεται».
(Θ. Τζούλης)

Πιστεύω ότι [...] η άποψη πως η «φεγγαροντυμένη» δεν είναι άλλη από την αθάνατη ψυχή της αγαπημένης του Κρητικού, που για ελάχιστο χρόνο μένει πάνω απ' το άψυχο σώμα και τον αποχαιρετά πριν ανέβει στους ουρανούς είναι πιο κοντά στην αλήθεια, αλλά η πραγματικότητα είναι λίγο πιο πολύπλοκη. Ας θυμηθούμε τη «φεγγαροντυμένη» στο Λάμπρο, όπου η περιγραφή της μοιάζει πολύ με του Κρητικού και που ο Σολωμός είχε πει ότι είναι η Αφροδίτη. Η αλήθεια είναι ότι, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η «φεγγαροντυμένη» είναι η ψυχή της αρραβωνιαστικιάς, έχει πια μεταμορφωθεί στα μάτια του Κρητικού σε κάτι πιο αφηρημένο. Μοιάζει να έχει γίνει η θεϊκή αρχή του Έρωτα, που μπορεί να εμφανιστεί με διάφορες μορφές: σαν ψυχή της γήινης αγαπημένης, σαν Αφροδίτη, σαν Παναγία (ή μια άλλη αγία από το εικονοστάσι) ή κάποια άλλη μητρική μορφή που την ονειρευτήκαμε, ενώ βυζαίναμε το γάλα της μάνας μας. Είναι μια ιδανική μορφή, εν μέρει αφηρημένη έννοια και εν μέρει δημιούργημα των ονείρων (λογισμός και όνειρο). Η μορφή αυτή ήταν ίσως έμφυτη, όπως οι Ιδέες στις οποίες πίστευε ο Πλάτων. Όσο απομακρυνόταν από την παιδική ηλικία, τόσο η εικόνα της χωνόταν βαθύτερα στη μνήμη του.
(Π. Μάκριτζ)

Η φεγγαροντυμένη θεά είναι η Ελευθερία-Πατρίδα [ ... ], είναι το ίδιο θεϊκό πρόσωπο που κατεβαίνει απ’ τους ουρανούς, καθώς βλέπουμε στο Β' και Γ' Σχεδίασμα των Ελευθέρων Πολιορκημένων, Θεάνθρωπη, που μετέχει θεϊκής κι ανθρώπινης ουσίας [ ... ], μένει νύχτα και μέρα άγρυπνη κοντά στον πολεμιστή, ξέρει τ’ απόκρυφα της ψυχής του, αόρατη εμψυχώνει. [...] Κρητικός και Ελεύθεροι Πολιορκημένοι βρίσκονται στην ίδια ψυχική κατάσταση.
(Φ. Μιχαλόπουλος)



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...