Ben Zank
Νίκος
Καρούζος «Ρωμαϊκή οπτασία» ως παράλληλο στο «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου»
Νίκος
Καρούζος «Ρωμαϊκή οπτασία» (απόσπασμα)
...
Δεν είμαι θάλασσα να λιώσω με νύχτα τη
σελήνη
και να την κάμω κομμάτια στα νερά
με νεκρώσιμη γαλήνη περίγυρα
ή με κύματα γοερά
με θρήσκευμα τον πόνο…
Το έαρ είναι άλυτο.
Πώς να διδάξω τη φλόγα στη σταγόνα;
Η αγωνία υπερβαίνει τη ζωή,
γι’ αυτό κι αχρηστεύει τις απολαύσεις.
Αχ, τι λάκκος από σκοτάδι που κάποτε
μ’ έναν κόκορα στο κεφάλι για να
τρελάνω τη νύχτα
ούρλιασα ξαφνικά σαν να μου φύτεψαν
βόλι:
-Μια τριανταφυλλιά στο φεγγαρόφωτο!
Τι φρίκη, την τρώνε τα δευτερόλεπτα! –
Πώς να κρατήσουμε απείραχτο το δαίμονα;
Μ’ αν δεν μπορούμε – τότε λέω πως αρκεί
για λίγη βλόγηση κι ίσως ίαση
κείνος ο σκύλος όνειρος, κείνος ο
γκρίζος τύφος…
Χαίρε Καίσαρα!
Τα μάτια μου είναι ευρήματα του
θανάτου».
Ο Νίκος Καρούζος αντικρίζει το πέρασμα
του χρόνου με την οδύνη που αισθάνεται κάθε θνητός απέναντι σε ό,τι αποτελεί
μια θανάσιμη αντίστροφη μέτρηση για την ύπαρξή του. Θεάται την αιώνια και
άφθαρτη ομορφιά της σελήνης, και την αντιπαραβάλλει με τη γοργή παρακμή και
απώλεια των εφήμερων όντων.
Η αγωνία του ανθρώπου, που μόνο
πρόσκαιρα βρίσκεται στη ζωή, επιτείνεται καθώς κοιτάζει τη σελήνη, η παρουσία
της οποίας αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση της παροδικότητάς του. Θέλει ν’
αντιδράσει, θέλει τουλάχιστον ν’ απομακρύνει αυτή τη συνεχή υπόμνηση της δικής
του θνητότητας, μα δεν μπορεί. Δεν είναι θάλασσα, για να μπορέσει να
εκμηδενίσει τη σελήνη στα σκοτεινά και γαλήνια νερά∙ για να μπορέσει να κάμει
κομμάτια το καθρέφτισμά της με τα κύματα. Δεν είναι θάλασσα για εκφράσει με
κάθε πληρότητα την έκταση του πόνο του, τόσο με την πένθιμη γαλήνη, όσο και με
τον οδυρμό των κυμάτων.
Μα, η σελήνη με την αιωνιότητά της δεν
είναι ο μόνος προβληματισμός του ποιητή. Ακόμη κι η άνοιξη, αυτή η εκρηκτική
δύναμη ζωής και ζωτικότητας, συνιστά ένα άλυτο αίνιγμα, καθώς δεν είναι εύκολο
να μπορέσει κανείς να βιώσει ή να μάθει πώς να βιώνει το πολύτιμο δώρο της
ζωής. Πώς μπορεί κάποιος να μάθει στη σταγόνα για τη φλόγα; Πώς μπορεί κάποιος
να υπερνικήσει τον έμφυτο φόβο του θνητού ανθρώπου και να τον ωθήσει σε μια
ακέραια βίωση της ζωής∙ σε μια ακέραιη βίωση του χρόνου που έχει στη διάθεσή
του, και δη του ελάχιστου χρόνου της νεότητας, όταν η αγωνία υπονομεύει και
αχρηστεύει κάθε πιθανή απόλαυση;
Οι άνθρωποι, ακόμη και τον συγκριτικά
λίγο χρόνο ζωής που έχουν, τον περνούν μέσα στο φόβο και την αγωνία. Φοβούνται
το θάνατο, αγωνιούν για τη φθορά τους∙ σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε το
ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να ουρλιάζει μια νύχτα -με πόνο που μόνο ένας
πυροβολισμός θα μπορούσε να του προκαλέσει- για την εφήμερη, μα όμορφη
τριανταφυλλιά, που την τρώνε και την καταστρέφουν ακόμη και τα δευτερόλεπτα. Ο
χρόνος περνά γρήγορα και φθείρει με το πέρασμά του καθετί το ζωντανό. Μια
αντίστροφη μέτρηση προς το θάνατο, που μοιάζει και, φυσικά, είναι αναπότρεπτη.
Υπάρχει, άραγε, κάποιος τρόπος για να
κρατήσουν οι άνθρωποι απείραχτο το δαίμονα, απείραχτη τη διάθεση για ζωή, παρά
την επίγνωση του θανάτου; Ίσως, όχι, αποκρίνεται ο ποιητής, μα δίνει ως μέσο
πρόσκαιρης έστω θεραπείας και ευλογίας, το όνειρο που τόσο πεισματικά αντιστέκεται
στους σκληρούς όρους της πραγματικότητας. Οι άνθρωποι μπορούν, τουλάχιστον, να
ονειρεύονται και να παραβιάζουν έτσι -έστω και για λίγο- την αναπόδραστη πορεία
φθοράς, φόβου και θανάτου.
Το ποίημα κλείνει με τον χαιρετισμό των
μελλοθανάτων προς τον Καίσαρα, και με τη διαπίστωση πως η όραση, ό,τι δηλαδή
βλέπουμε γύρω μας, δεν είναι παρά μια αδιάκοπη εύρεση της φθοράς και του
θανάτου.
Ο Καρούζος εξετάζει, όπως και ο
Καβάφης, τις ολέθριες συνέπειες που έχει το πέρασμα του χρόνου στους ανθρώπους,
χωρίς ωστόσο να επικεντρώνεται στο ζήτημα του γήρατος. Για τον Καρούζο
μεγαλύτερη σημασία έχει το εφήμερο της θνητής ύπαρξης, το ελάχιστο του χρόνου
που μας προσφέρεται, καθώς και η επώδυνη διαπίστωση οι άνθρωποι, πνιγμένοι στο
φόβο και την αγωνία, αδυνατούν ν’ απολαύσουν πραγματικά τη ζωή τους.
Εντοπίζουμε,
ωστόσο, και ομοιότητες στον τρόπο που στέκουν οι δύο ποιητές απέναντι στην
έννοια του χρόνου:
- Δηλώνουν κι οι δύο την ένταση του
πόνου που αισθάνονται. Ο Καρούζος παραδέχεται πως κάποτε ένιωσε σα να βρίσκεται
σ’ ένα λάκκο από σκοτάδι (απόλυτη απόγνωση) και ούρλιαζε σα να είχε δεχτεί
βόλι, σαν να τον είχαν πυροβολήσει. Απόγνωση, που εκφράζεται βέβαια και στο
ποίημα του Καβάφη. Δεν έχω εγκαρτέρηση καμία, σχολιάζει ο Ιάσονας Κλεάνδρου,
τονίζοντας με την επανάληψη της έκφρασης πως ο πόνος που αισθάνεται είναι σαν
πληγή από φρικτό μαχαίρι.
- Ενώ, και οι δύο ποιητές, αποζητούν
έναν τρόπο ίασης, μια παραμυθία στον πόνο και την αγωνία τους. Για τον Ιάσονα
Κλεάνδρου (το προσωπείο του Καβάφη), τα αναγκαία φάρμακα μπορεί να τα προσφέρει
η Τέχνη της Ποιήσεως, καθώς η ενασχόληση με την τέχνη του λόγου κι η
περιδιάβαση στον κόσμο της φαντασίας, ενέχουν τη δύναμη να αποσπούν, έστω και
για λίγο, τη σκέψη του ποιητή απ’ ό,τι τον πονά και τον πληγώνει. Αντιστοίχως,
κι ο Καρούζος θεωρεί πως μπορεί να υπάρξει μια πρόσκαιρη παραμυθία (μια ίαση
στις ψυχικές πληγές), με την καταφυγή σ’ έναν κόσμο πέρα από την επώδυνη
πραγματικότητα∙ με την καταφυγή στο όνειρο, στον μόνο κόσμο που η ανθρώπινη
σκέψη μπορεί να παραβιάσει κάθε έννοια λογικής και κάθε πηγή προβληματισμού που
προκύπτει απ’ τους άτεγκτους όρους της πραγματικότητας.
- Η διαπίστωση του Καρούζου πως τα
μάτια του είναι ευρήματα του θανάτου, υποδηλώνει πως ο πιο άμεσος τρόπος
αντίληψης της φθοράς και του θανάτου είναι η όραση, όπως αντίστοιχα κι ο
Ιάσονας Κλεάνδρου βλέπει το γήρασμα του σώματος και της μορφής του. Μέσα από τη
φθορά μας, όπως και από τη φθορά των γύρω μας, συνειδητοποιούμε εναργέστερα το
πέρασμα του χρόνου και το καταστροφικό του έργο πάνω σε καθετί εφήμερο.
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.»
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής
μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία
και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται
η πληγή.
Η μελαγχολία κι ο πόνος του Ιάσονος
Κλεάνδρου προκύπτουν από έναν προβληματισμό που διατρέχει διαχρονικά τη σκέψη
των ανθρώπων. Ο Καβάφης μεταθέτει ήδη χρονικά σε μια προγενέστερη περίοδο (595
μ.Χ.) τις σκέψεις του -με το προσωπείο ενός φανταστικού ποιητή- για να δηλώσει
ακριβώς πως ό,τι τώρα απασχολεί τον ίδιο, δεν είναι παρά μια αγωνία κοινή σε
όλες τις εποχές∙ μια αγωνία που θα μπορούσε να έχει εκφραστεί απ’ οποιονδήποτε
άλλο, σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο (αντικειμενικότητα του βιώματος).
Μπορούμε, άλλωστε, να δούμε την
απέχθεια για τη φθορά του γήρατος τόσο σε σύγχρονα, όσο και σε αρχαία ποιήματα.
Βρίσκουμε, για παράδειγμα, στη συλλογή του 2001 «Ήχος απομακρύνσεων» της Κικής Δημουλά, τους ακόλουθους στίχους
απ’ το ποίημα «Σας άφησα μήνυμα»:
...
Αν δεν μπορέσει, της λέτε ακόμα ότι
ωρίμασε εκείνη η παλιά φοβέρα της
πως θα με φάει ο γέρος αν δεν τελειώσω
το φαγητό μου.
Ωρίμασε έγινα γεύμα γήρατος.
Όχι σε ταβερνάκι ονείρου.
Σε κάποιο λαϊκό μαγέρικο που άνοιξε
ο καθρέφτης.
Η ποιήτρια αφήνει μήνυμα στον ουρανό
για τη μητέρα της, και παραδέχεται πως εκείνη η απειλή, που χρησιμοποιούσε η
μητέρας της για να την κάνει -μικρό παιδί τότε- να τρώει το φαγητό της,
επαληθεύτηκε μ’ έναν απροσδόκητο τρόπο. Η ποιήτρια έγινε πια η ίδια γεύμα
γήρατος, όχι σε κάποιον εφιάλτη, αλλά στο απόλυτα ειλικρινές και αδιαμφισβήτητο
μαγέρικο του καθρέφτη. Μ’ αυτή την εκπληκτική εικόνα -ο εαυτός της ως γεύμα των
γηρατειών-, η Κική Δημουλά εκφράζει με τον δικό της τρόπο την απογοήτευση και
την πικρία που της προκαλεί το γήρασμα της μορφής της.
Μα, η ανησυχία για το πέρασμα της
νεότητας, κι ο φόβος για τα δεινά που συνοδεύουν τα γηρατειά εντοπίζονται από
πολύ νωρίς στην ποίηση, μιας και συνοδεύουν τους ανθρώπους -πιθανώς- απ’ το
πρώτο φανέρωμά τους.
Μίμνερμος
«Όπως τα φύλλα»
Όπως τα φύλλα που η άνοιξη φέρνει η
πολύανθη – τότε
είν’ η εποχή που γοργά ο ήλιος τα
θρέφει – κι εμείς
λίγον καιρό, πολύ λίγο, της νιότης
χαιρόμαστε τ’ άνθη
δίχως θεϊκών συμφορών να ‘χουμε πείρα,
ούτε δα
τι είναι καλό. Σκοτεινές πλάι μας
έπειτα στέκονται μοίρες∙
των θλιβερών γερατειών η κυβερνήτρα
είν’ η μια
και του θανάτου είν’ η άλλη∙ ο καρπός
λίγο μένει της νιότης,
όσο μονάχα στη γη του ήλιου σκορπιέται
το φως.
Όταν της πλέριας ακμής την κορφή
ξεπεράσει κανένας,
απ’ τη ζωή πιο καλός τότε είν’ ο
θάνατος πια∙
πίκρες πολλές την καρδιά φαρμακώνουνε ο
ένας το βιος του
βλέπει να ρέβει, κι αυτόν φτώχεια τον
σφίγγει βαριά∙
άλλος δεν έχει παιδιά, και μ’ αυτό τον
καημό πάνω απ’ όλους
στον άλλον κόσμο περνά, κάτω απ’ τη
μαύρη γη∙
λιώνει η αρρώστια αλλουνού την καρδιά,
και δεν είναι στον κόσμο
ένας, που ο Δίας τα δεινά να μην του
δίνει σωρό.
[Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου]
ἡμεῖς δ’͵ οἷά τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ὥρη
ἔαρος͵ ὅτ’ αἶψ’ αὐγῆις αὔξεται ἠελίου͵
τοῖς ἴκελοι πήχυιον ἐπὶ χρόνον ἄνθεσιν ἥβης
τερπόμεθα͵ πρὸς θεῶν εἰδότες οὔτε κακὸν
οὔτ’ ἀγαθόν· Κῆρες δὲ παρεστήκασι μέλαιναι͵
ἡ μὲν ἔχουσα τέλος γήραος ἀργαλέου͵
ἡ δ’ ἑτέρη θανάτοιο· μίνυνθα δὲ γίνεται ἥβης
καρπός͵ ὅσον τ’ ἐπὶ γῆν κίδναται ἠέλιος.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τοῦτο τέλος παραμείψεται ὥρης͵
αὐτίκα δὴ τεθνάναι βέλτιον ἢ βίοτος·
πολλὰ γὰρ ἐν θυμῶι κακὰ γίνεται· ἄλλοτε οἶκος
τρυχοῦται͵ πενίης δ’ ἔργ’ ὀδυνηρὰ πέλει·
ἄλλος δ’ αὖ παίδων ἐπιδεύεται͵ ὧν τε μάλιστα
ἱμείρων κατὰ γῆς ἔρχεται εἰς Ἀΐδην·
ἄλλος νοῦσον ἔχει θυμοφθόρον· οὐδέ τίς ἐστιν
ἀνθρώπων ὧι Ζεὺς μὴ κακὰ πολλὰ διδοῖ.
Στην ελεγειακή σύνθεση του Μίμνερμου
(600 π.Χ.) εντοπίζουμε την επώδυνη συνειδητοποίηση πως η νεότητα διαρκεί
ελάχιστα, όπως και το παροδικό πέρασμα της άνοιξης με το πρόσκαιρο άνθισμα των
λουλουδιών. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Καβάφη, που αντιμετωπίζει το θέμα των
γηρατειών μόνο σε σχέση με τη φθορά που αυτά επιφέρουν στη μορφή του, ο
Μίμνερμος τονίζει και άλλες αρνητικές πτυχές. Επισημαίνει πως για αρκετούς τα
γηρατειά συνοδεύονται κι από φτώχεια, συνέπεια προφανώς της αδυναμίας για
εργασία∙ για άλλους τα γεράματα φέρνουν και το επιστέγασμα της ατεκνίας τους,
προκαλώντας τους έτσι ένα καημό που τους ακολουθεί μέχρι και το θάνατό τους∙
ενώ για άλλους τα γηρατειά σημαίνουν αρρώστιες και άρα μια δυσβάσταχτη
ταλαιπωρία. Καταλήγει, έτσι, ο Μίμνερμος πως από τη στιγμή που τελειώνει η
νιότη κι οι άνθρωποι περάσουν την ηλικία της ακμής τους, ο θάνατος μοιάζει
προτιμότερος απ’ τη ζωή, μιας και τους γλιτώνει απ’ όλα τα δεινά που έρχονται
μαζί με τα γηρατειά.
William
Shakespeare «Σονέτο XVIII»
Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;
Εσύ υπερέχεις σε απαλότητα και χάρη∙
λυγίζει αέρας τα τριαντάφυλλα του Μάη
και δεν κρατούν τα καλοκαίρια μας πολύ.
Άλλοτε καίει πολύ των ουρανών η φλόγα,
θαμπώνεται άλλοτε η ολόχρυσή τους όψη∙
τ’ όμορφο κάποτε χάνει την ομορφιά του
απ’ την πορεία της φύσης είτε από την
τύχη.
Μα το δικό σου αιώνιο θέρος δε θα
σβήσει,
της ομορφιάς την κατοχή δε θα τη
χάσεις,
κι ο Χάρος δεν θα καυχηθεί πως μπήκες
στη σκιά του∙
θα λάμπεις πάντα εσύ μέσα σ’ αιώνιους
στίχους!
Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι
αναπνέουν,
οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις
μαζί τους.
[Μετάφραση: Στυλιανός Αλεξίου]
Το θείο δώρο της νεανικής ομορφιάς, της
τόσο εύθραυστης και πρόσκαιρης νεανικής ομορφιάς, υμνείται και αποθεώνεται
διαχρονικά απ’ τους λογοτέχνες. Σε όλα τα έθνη, σε όλους τους πολιτισμούς, απ’
τα πρώτα κιόλας λογοτεχνικά έργα το νεανικό κάλλος εκθειάζεται ως αυτόνομη
αξία, αφήνοντας στη συλλογική μνήμη πρόσωπα υπαρκτά, αλλά και μυθικά, ως
πρότυπα ανυπέρβλητης ομορφιάς.
Οι λογοτέχνες περιγράφουν, εξυμνούν κι
εν τέλει διασώζουν στο έργο τους -την ανάμνηση τουλάχιστον- του νεανικού
κάλλους, που πολύ σύντομα χάνεται από το σαρωτικό πέρασμα του χρόνου. Ο από
κάθε άποψη μάταιος αγώνας με το γήρας και τη φθορά που σταδιακά, αλλά
ανέκκλητα, προκαλεί η πάροδος του χρόνου, βρίσκει τη μόνη του δικαίωση στον
κόσμο της λογοτεχνίας. Ο δημιουργός με τις λέξεις του, αν και δεν μπορεί να
διαφυλάξει την εικόνα της νεανικής ομορφιάς στην πληρότητά της, κατορθώνει
εντούτοις να διασώσει κάτι απ’ τη μαγεία, απ’ την ιδιαίτερη αίσθηση που
προκαλούσε όσο βρισκόταν στην ακμή της.
Το προνόμιο αυτό του λογοτέχνη
επικαλείται κι ο Σαίξπηρ στο σονέτο του, όπου διαβεβαιώνει την όμορφη κοπέλα
πως χάρη στο δικό του έργο η ομορφιά της θα γλιτώσει απ’ το καταστροφικό έργο
του γήρατος και πολύ περισσότερο ακόμη κι απ’ τον ίδιο το θάνατο.
Ό,τι για τους άλλους ανθρώπους αποτελεί
μιαν αναπόδραστη πορεία προς την παρακμή και τη λήθη, για εκείνη θα είναι μια
συνεχής πορεία ανόδου και αδιάπτωτου θαυμασμού. Η ομορφιά και η νεότητά της θα
διασωθούν χάρη στη δύναμη του ποιητικού λόγου, χάρη στη σταθερή και διαχρονικά
ακλόνητη αξία των δημιουργημάτων του ποιητή. Όταν η ύπαρξη των άλλων ανθρώπων
θα έχει ξεχαστεί, η δική της παρουσία θα συνεχίσει να υμνείται αιώνια, καθώς
εκείνη κέρδισε το θαυμασμό και την προσοχή του ποιητή.
Ο Σαίξπηρ, όπως και ο Καβάφης, βλέπουν
την ποίηση ως τη μόνη απάντηση στο καταστρεπτικό έργο των γηρατειών, αλλά με
διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Για τον Σαίξπηρ οι στίχοι του ποιήματός του είναι
το ιδανικό μέσο για να διασωθεί η άρτια ομορφιά της νεαρής κοπέλας∙ για να
παραμείνει η αποτύπωση της ομορφιάς της, ανέγγιχτη απ’ το πέρασμα του χρόνου.
Ενώ, για τον Καβάφη, η ποίηση, η ενασχόληση με την ποίηση είναι ένα μέσο
περισπασμού για τον ίδιο τον δημιουργό προκειμένου να μην πικραίνεται διαρκώς
σκεπτόμενος το γήρασμα της μορφής του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου