Brooke Shaden
Ιστορία Κατεύθυνσης: Εξέταση πηγών (Το
προσφυγικό ζήτημα)
Κατά τη βαθμολόγηση απαντήσεων σε
ερωτήσεις που απαιτούν επεξεργασία ιστορικού υλικού (παραθεμάτων, εικόνων,
διαγραμμάτων, χαρτών κ.λπ.) αξιολογείται, ανάλογα με τη συγκεκριμένη κατά
περίπτωση διατύπωση της ερώτησης, η ικανότητα του μαθητή:
- Να περιορίζει αυστηρά την απάντησή
του σε όσα ζητεί η ερώτηση και να μην επεκτείνεται σε γενικόλογο συνολικό
σχολιασμό ή παρουσίαση του περιεχομένου της «πηγής».
- Να αντιλαμβάνεται την ακριβή σημασία
των ιστορικών όρων που περιέχει η «πηγή».
- Να εντοπίζει τη ζητούμενη πληροφορία
και να τη συγκρίνει με την αντίστοιχη πληροφορία του σχολικού βιβλίου ή άλλης
«πηγής» που δίνεται προς εξέταση.
- Να εντοπίζει τις ομοιότητες και τις
διαφορές αφενός ανάμεσα στο περιεχόμενο και αφετέρου ανάμεσα στην οπτική δύο ή
περισσότερων «πηγών».
- Να αναγνωρίζει το είδος της «πηγής»
και να εντάσσει την πληροφορία της «πηγής» στα γενικότερα ιστορικά
συμφραζόμενα.
- Να συνοψίζει επιγραμματικά τις
πληροφορίες που του ζητούνται.
- Να διατυπώνει σε δικό του αυτόνομο
λόγο την πληροφορία που του δίνει η «πηγή».
- Να διακρίνει την ιστορική πληροφορία
από το σχόλιο ή την ιστορική ερμηνεία που δίνει ο δημιουργός της «πηγής».
- Να συμπληρώνει, να υποστηρίζει ή να
αντικρούει την επιχειρηματολογία της «πηγής» με βάση τις ιστορικές του γνώσεις.
- Να αναπτύσσει μια ιδέα ή άποψη που
διατυπώνεται στην «πηγή», με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.
- Να διατυπώνει λογικές υποθέσεις με
βάση την ιστορική του γνώση σχετικά με τα κίνητρα και την αξιοπιστία του
δημιουργού της.
- Να εξάγει και να διατυπώνει ιστορικά
συμπεράσματα από το συσχετισμό των πληροφοριών διαφορετικών «πηγών».
- Να συνθέτει το περιεχόμενο δύο ή
περισσότερων «πηγών».
Ειδικότερα προκειμένου για ερωτήσεις οι
οποίες εμπλέκουν αξιοποίηση χαρτών πρέπει να αξιολογείται
επίσης:
- Η ικανότητα κατανόησης του
υπομνηματισμού του χάρτη.
- Η ικανότητα εντοπισμού των διαφόρων
γεωγραφικών χώρων για τους οποίους γίνεται λόγος στην ιστορική αφήγηση.
- Η ικανότητα συνδυασμού γεωγραφικών
δεδομένων και ιστορικών γεγονότων, φαινομένων κ.λπ.
- Η ικανότητα του εντοπισμού και της
αναγνώρισης τυχόν πολιτικών. εθνικιστικών ή άλλων σκοπιμοτήτων που ενδέχεται να
υπηρετεί ο χάρτης (προπαγανδιστική χρήση του χάρτη).
Σε ό,τι αφορά ερωτήσεις που εμπλέκουν αξιοποίηση
εικόνων αξιολογείται επιπλέον η ικανότητα του μαθητή:
- Να παρατηρεί προσεκτικά το
εικονιστικό υλικό και να διακρίνει ανάμεσα σε εικόνες διαφορετικού είδους
(φωτογραφίες, εικαστικά έργα, γελοιογραφίες κ.λπ.).
- Να αξιοποιεί τα εικονιστικά στοιχεία,
σε συνδυασμό με τα συνοδευτικά σχόλια των εικόνων, ώστε να διατυπώνει προσωπικά
συμπεράσματα για τα ζητούμενα.
Παραδείγματα ερωτήσεων:
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις
και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται παρακάτω, να αναφερθείτε
στη συμφωνία της Άγκυρας και ειδικότερα στο ζήτημα εκείνο που προκάλεσε τις
αντιδράσεις των προσφύγων.
«Εγώ ισχυρίζομαι, κ. βουλευταί, ότι αι
περιουσίαι των Ελλήνων ανταλλαξίμων ήσαν ασυγκρίτως μεγαλείτεραι και σπουδαιότεραι
από την περιουσίαν των Τούρκων ανταλλαξίμων, αλλ’ ισχυρίζομαι συγχρόνως, ότι
είναι όχι απλώς αμφίβολον, αλλά και απίθανον ακόμη, ότι η εκτίμησις των
περιουσιών, είτε ατομική, είτε συνολική και συνοπτική, θα έδιδεν αποτελέσματα
ενεργητικά υπέρ της Ελλάδος. Έχω καθήκον, βέβαια να σας εξηγήσω που στηρίζεται
η αμφιβολία μου αυτή περί του αποτελέσματος του δυνατού μιας εκτιμήσεως. Έν
τμήμα μεγάλο της περιουσίας της ελληνικής εν Τουρκία συνίστατο, κύριοι, εις
ακίνητον ιδιοκτησίαν αστικήν εις την Σμύρνην και εις τας ελληνικάς πόλεις του
βιλαετίου της Σμύρνης, αι οποίαι είχαν συμπαγή ελληνικόν πληθυσμόν. Άλλον
σπουδαίον τμήμα της περιουσίας του ελληνισμού εν Τουρκία ήσαν τα καταστήματα τα
εμπορικά της Σμύρνης. Άλλο σπουδαίον τμήμα της περιουσίας του ελληνισμού ήτο ο
κινητός αυτού πλούτος. Ας εξετάσωμεν, λοιπόν, έν έκαστον των στοιχείων αυτών,
από τα οποία απετελείτο η περιουσία ή ο πλούτος του ελληνισμού εν Τουρκία. Τα
αστικά ακίνητα της Σμύρνης και της Φιλαδελφείας, της Μενεμένης, όλων των
ελληνικών πόλεων, αι οποίαι υπήρξαν θέατρον πολεμικών επιχειρήσεων, και
τοιούτον θέατρον υπήρξαν όλα τα μέρη, από τα οποία διήλθεν ο στρατός, όλαι
αυταί αι ακίνηται περιουσίαι ενεπρήσθησαν. Παραδόξως δε, κύριοι, επί τόσα έτη
δεν είχεν αναγνωσθή η σύμβασις της ανταλλαγής, ούτε η σχετική συνθήκη της
Λωζάννης, οπότε ήθελεν εξακριβωθή ότι δια τα εμπρησθέντα κτήματα μετά των εν
αυτοίς εμπορευμάτων εν Σμύρνη και δι’ όλα τα άλλα τα εμπρησθέντα ή
καταστραφέντα κτήματα εις την ζώνην των επιχειρήσεων, δεν ωφείλετο εκ της
συμβάσεως της ανταλλαγής ουδεμία αποζημίωσις εκ μέρους του τουρκικού κράτους.
Μόνο εάν η Τουρκία είχε τελικώς ηττηθή εις τον πόλεμον μεταξύ ημών και αυτής,
μόνον τότε ήτο δυνατόν να φαντασθώμεν, ότι θα επεβάλλομεν εις την Τουρκίαν την
υποχρέωσιν να αποζημιώση τας ζημίας, αι οποίαι υπήρξαν αποτέλεσμα του πολέμου.
Αλλ’ η Τουρκία, γνωρίζετε κύριοι, ότι
δεν ηττήθη. Δυστυχώς μας ενίκησε, μολονότι από του βήματος τούτου ήκουσα
αμφισβητούμενον και το γεγονός τούτο.
...
Επομένως, όσον αφορά τα ακίνητα, διότι
περί των κινητών θα κάμω μετ’ ολίγον λόγον, τα εμπρησθέντα εις Σμύρνην και τας
άλλας πόλεις του εσωτερικού, δια των οποίων διήλθεν ο Στρατός, τα ακίνητα
εκείνα, δια τα οποία οι ατυχείς ιδιοκτήται των επίστευον ό,τι τους έλεγον, ότι
δηλαδή η Συνθήκη της Λωζάννης προβλέπει περί πλήρους αποζημιώσεως, όσον αφορά
λοιπόν τα ακίνητα αυτά δεν υποχρεούτο η Τουρκική Κυβέρνησις να δώση
αποζημιώσεις, παρά μόνον κατά την έκτασιν της αξίας των οικοπέδων.
Διότι μόνον τα οικόπεδα απέμενον μετά
την καταστροφή των επ’ αυτών οικοδομών και όλοι σας είσθε εις θέσιν να
γνωρίζετε πόσον μέγαν ποσόν εις την αξίαν των περιουσιών των ανταλλαξίμων
αντιπροσώπευεν η πρώην Ελληνική Σμύρνη. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό το οποίον
εμείωσε την αξίαν της μεγάλης περιουσίας της εγκαταληφθείσης από τον εν Τουρκία
Ελληνισμόν. Θα φέρω ως παράδειγμα την πόλιν των Κυδωνιών. Αύτη είχε πληθυσμόν
32 χιλιάδων περίπου κατοίκων. Υποθέτω ότι θα είχε περίπου 6 χιλιάδας σπίτια,
ήτο δε και ακμάζουσα πόλις. Τί θέλετε να βάλωμεν εκεί; Να είπωμεν ότι εκάστη
οικία άξιζε καμμιά εκατοσταριά λίρες; Τέσσαρα εκατομμύρια έπρεπε να περιληφθούν
εις το ενεργητικόν δια την αξίαν των οικιών των Κυδωνιών. Και ενόμιζεν ο κόσμος
ότι με 4 εκατομμύρια λίρες θα επιστωνόμεθα δια την αξίαν των ακινήτων αυτών.
Και όμως ηξεύρετε, κύριοι, ότι αν βάλετε εις την τσέπην όχι 4 εκατομμύρια
λίρες, αλλά 4 χιλιάδες λίρες και πάτε εις τας Κυδωνίας, θα ημπορέσετε να τας
εξαγοράσετε, διότι αι Κυδωνίαι σήμερον είναι έρημος πόλις κατοικουμένη μόνον
από το 1/10 του άλλοτε πληθυσμού των. Ενθυμηθήτε την σημερινήν αξίαν των οικιών
εις την Ύδραν δια να αντιληφθήτε τι σημαίνει αυτό.»
[Απόσπασμα ομιλίας του Ελευθέριου
Βενιζέλου στη Βουλή (25 Ιουνίου 1930), σχετικά με την ελληνοτουρκική συμφωνία.]
Απάντηση:
Εισαγωγή – ένταξη στο ιστορικό πλαίσιο:
Μετά την υπογραφή της Σύμβασης
ανταλλαγής πληθυσμών και της Συνθήκης ειρήνης της Λοζάνης, οι σχέσεις της
Ελλάδας με την Τουρκία δοκιμάζονταν κατά διαστήματα από εντάσεις, καθώς
ζητήματα όπως ήταν η αποζημίωση των ανταλλαξίμων, αλλά και η ερμηνεία του όρου
«εγκατεστημένοι» (etablis)
σχετικά με τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης που εξαιρούνταν από την
ανταλλαγή, δημιουργούσαν έντονες προστριβές. Έτσι, οι πολιτικοί που διαδέχτηκαν
τον Ελευθέριο Βενιζέλο, υπέγραψαν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, τον
Ιούνιο του 1925 τη Σύμβαση της Άγκυρας και το Δεκέμβριο του 1926 τη Συμφωνία
των Αθηνών. Αυτές ρύθμιζαν τα επίμαχα θέματα, όμως δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.
Τα στοιχεία που δίνονται από το βιβλίο:
Τον Αύγουστο του 1928 το κόμμα των
Φιλελευθέρων κέρδισε τις εκλογές φέρνοντας τον Ελευθέριο Βενιζέλο ξανά στην
πρωθυπουργία και σχεδόν αμέσως η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε διαπραγματεύσεις που
κράτησαν δύο χρόνια. Ο Ελ. Βενιζέλος επιθυμούσε τη διευθέτηση των οικονομικών
διαφορών και την αναγνώριση του εδαφικού καθεστώτος μεταξύ των δύο χωρών. Όμως,
σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία, εμπόδιο στεκόταν η έντονα
αρνητική στάση των προσφύγων.
Στις 10 Ιουνίου 1930 υπογράφηκε η
Συμφωνία της Άγκυρας που
αποτελούσε το οικονομικό σύμφωνο μεταξύ των δύο χωρών. Τα κυριότερα σημεία του
ήταν:
- Ρύθμισε το ζήτημα των Ελλήνων
ορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης και των μουσουλμάνων της Θράκης, καθώς και των
«φυγάδων».
- Όριζε ότι οι ανταλλάξιμες
μουσουλμανικές περιουσίες στην Ελλάδα και οι ελληνικές στην Τουρκία
περιέρχονταν στην κυριότητα του Ελληνικού και Τουρκικού Δημοσίου, αντίστοιχα.
- Προέβλεπε αμοιβαία απόσβεση των
οικονομικών υποχρεώσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Η συμφωνία ολοκληρώθηκε στις 30
Οκτωβρίου του ίδιου έτους με το Σύμφωνο φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας,
το Πρωτόκολλο για τον περιορισμό των ναυτικών εξοπλισμών και τη Σύμβαση
εμπορίου, εγκατάστασης και ναυτιλίας. Με την τελευταία αυτή σύμβαση δόθηκε η
δυνατότητα στους υπηκόους του καθενός από τα δύο κράτη να ταξιδεύουν ή να
εγκαθίστανται (με κάποιους περιορισμούς) στο έδαφος του άλλου κράτους.
Οι μεταγενέστερες εξελίξεις έδειξαν ότι
οι προσδοκίες από τη λύση που δόθηκε σε κάποια ζητήματα με τις ελληνοτουρκικές
συμφωνίες του 1930 διαψεύστηκαν. Βέβαια, για ένα μεγάλο διάστημα δεν
σημειώθηκαν τριβές μεταξύ των δύο κρατών και δεν αμφισβητήθηκαν τα μεταξύ τους
σύνορα. Αυτό ήταν και η βασική επιδίωξη του Έλληνα πρωθυπουργού. Ο
συμψηφισμός όμως των ανταλλάξιμων, ελληνικών και μουσουλμανικών περιουσιών,
προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων ανάμεσα στους πρόσφυγες. Με τη συμφωνία αυτή η
κατά πολύ μεγαλύτερη περιουσία των ανταλλάξιμων Ελλήνων ορθοδόξων της Τουρκίας
εξισώθηκε με την αντίστοιχη περιουσία των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Το γεγονός
αυτό, σε συνδυασμό με την παρακράτηση του 25% της προκαταβολής της αποζημίωσης
από την Εθνική Τράπεζα και της άρνησης διακανονισμού των προσφυγικών χρεών,
απομάκρυνε τμήμα του προσφυγικού κόσμου από την εκλογική βάση του κόμματος των
Φιλελευθέρων και συνέβαλε στην ήττα του στις εκλογές του 1932 και του 1933.
Παράθεση πληροφοριών από την πηγή και
συσχέτισή τους με τα στοιχεία του βιβλίου:
Σε ό,τι αφορά το κρίσιμο ζήτημα του
συμψηφισμού των περιουσιών των ανταλλαξίμων, που εφαρμόστηκε με τη Συμφωνία της Άγκυρας και εύλογα
προκάλεσε την αντίδραση των προσφύγων, έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον τρόπο
με τον οποίο επιχείρησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος να αιτιολογήσει τη σχετική του
απόφαση. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ομιλία του τότε Πρωθυπουργού, αν και ήταν
προφανές πως η περιουσία των Ελλήνων ανταλλαξίμων ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από
την αντίστοιχη των Τούρκων, δεν μπορούσε κάτι τέτοιο να προκύψει από κάποια
επίσημη εκτίμηση, διότι η πραγματική αξία των Ελληνικών περιουσιών είχε μειωθεί
δραστικά λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων που έλαβαν χώρα στις εκεί περιοχές.
Ειδικότερα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος
επισημαίνει πως τα ακίνητα των Ελλήνων (σπίτια και εμπορικά καταστήματα) κάηκαν
κατά τη διάρκεια του πολέμου, και πως σύμφωνα με τη συνθήκη της Λοζάνης οι
Τούρκοι δεν είχαν καμία υποχρέωση να καταβάλουν αποζημίωση για τα ακίνητα
εκείνα που είχαν καεί ή με άλλο τρόπο καταστραφεί ως συνέπεια του πολέμου. Ας
μην ξεχνάμε πως ο πόλεμος αυτός ήταν μια επεκτατική απόπειρα των Ελλήνων, ένας
επιθετικός πόλεμος, στον οποίο ηττήθηκαν, και άρα κάθε συνθήκη που υπέγραψαν
την υπέγραψαν ως ηττημένοι, χωρίς περιθώρια πολλών αξιώσεων. Αν, όπως σχολιάζει
ο Ελευθέριος Βενιζέλος, οι Έλληνες είχαν κερδίσει τον πόλεμο, τότε ίσως θα
μπορούσαν ως νικητές να αναγκάσουν τους Τούρκους σε αποζημιώσεις για τις
καταστροφές των ελληνικών περιουσιών.
Επομένως, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας
αδίκως προσδοκούσαν πλήρη αποζημίωση για τα κατεστραμμένα ακίνητά τους, αφού
κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν από τη Συνθήκη της Λοζάνης. Εκείνο που θα μπορούσαν
να περιμένουν ήταν αποζημίωση μόνο για την αξία του οικοπέδου, για ό,τι δηλαδή
είχε απομείνει μετά την καταστροφή. Ωστόσο και πάλι υπήρξε μια ουσιαστική
παρανόηση απ’ τη μεριά των Ελλήνων, καθώς η αξία των οικοπέδων δεν ήταν πια εκείνη
που είχαν πριν από τον πόλεμο. Οι κάποτε ακμάζουσες πόλεις είχαν καταστραφεί
και ερημωθεί, γεγονός που έριχνε κατακόρυφα την αξία των εκεί οικοπέδων.
Παρακολουθώντας την επιχειρηματολογία
του Ελευθέριου Βενιζέλου διαπιστώνουμε την προσπάθειά του να διασκεδάσει τις
αρνητικές εντυπώσεις που δημιούργησε η απόφαση του συμψηφισμού καταφανώς άνισων
περιουσιών, με την επισήμανση των παραγόντων εκείνων που μείωναν την αξία της
ελληνικής περιουσίας.
Αν και ήταν εύλογη η αντίδραση των
προσφύγων σε μια τέτοια απόφαση, δεν θα πρέπει ωστόσο να μας διαφεύγει πως ο
τότε Πρωθυπουργός απέβλεπε σε στόχους εθνικά επωφελέστερους απ’ τις τυχόν
αποζημιώσεις.
Συμπέρασμα:
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος βλέποντας πως
όλες οι προηγούμενες συνθήκες με τους Τούρκους παρέμεναν αδρανείς και
ανεφάρμοστες, αφήνοντας περιθώρια συνεχών προστριβών με τη γείτονα χώρα,
θεώρησε αναγκαίο να προχωρήσει σε γενναίες υποχωρήσεις προκειμένου να επιτύχει
την προσδοκώμενη συμφιλίωση με την Τουρκία, και τη συνεπαγόμενη διασφάλιση της
εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Έτσι, παρά τη δυσαρέσκεια που θα προκαλούσε
στους πρόσφυγες, δέχτηκε να συμψηφίσει τις περιουσίες τους μ’ εκείνες των
Τούρκων ανταλλαξίμων, έστω κι αν γνώριζε πόσο μεγάλη ήταν η μεταξύ τους
απόκλιση. Προκειμένου, μάλιστα, να λάβει τη σχετική έγκριση από τη Βουλή
φρόντισε να υποστηρίξει πως η αξία των ελληνικών περιουσιών είχε μειωθεί
δραστικά λόγω των πολεμικών γεγονότων, μη διστάζοντας να υπενθυμίσει πως ήταν
αναμενόμενο οι Έλληνες να πληρώσουν το τίμημα αυτού του πολέμου, αφού
ηττήθηκαν.
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις
και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται παρακάτω, να αναφερθείτε
στους πρώτους διωγμούς που υπέστησαν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης και ιδίως
της Δυτικής Μικράς Ασίας.
«Ανταποκριτής των “Καιρών” του
Λονδίνου, παρακολουθήσας εκ του σύνεγγυς τα συμβάντα, επιστέλλει τα επόμενα,
σχετικά προς το πρόγραμμα των Νεοτούρκων, τεθέν εν ισχύϊ κατά τον τελευταίον
καιρόν προς καταστροφήν των ελληνικών πληθυσμών:
«Η εις την κωμόπολιν, λέγει προς τοις
άλλοις, Κάτω Παναγιά, 4 μίλια βορείως του Τσεσμέ, εγκατάστασις του επήλυδος
μουσουλμανικού στοιχείου υπήρξεν υποδειγματική του συστήματος, το οποίον εννοεί
να εφαρμόση εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού η παραπαίουσα νεοτουρκική
πολιτική.
Μόλις απεβιβάσθησαν οι Μουσουλμάνοι
πρόσφυγες εις την ξηράν, προσεκλήθη αμέσως ο πρόκριτος της κωμοπόλεως, ο οποίος
και διετάχθη αποτόμως να ετοιμάση καταλύματα δια τους νεοελθόντας. Πανικός
επηκολούθησεν αμέσως μεταξύ των κατοίκων, οι οποίοι εντός δύο ημερών
εγκατέλειψαν όλοι –περί τας τέσσαρας χιλιάδας ψυχών- τας εστίας των,
διαπεραιωθέντες εις Χίον.
Χαρακτηριστικόν είναι, ότι ουδεμία
βιαιοπραγία εγένετο εκ μέρους των Μουσουλμάνων προσφύγων. Απλώς μόνον εισήλθον
εις την κωμόπολιν, έλαβον κατοχήν των οικιών και εγκατεστάθησαν, καταγοητευμένοι
αναμφιβόλως εκ της ευρυχωρίας και της κομψότητος των νέων καταλυμάτων.
Περιττόν να σημειωθή -εξακολουθεί ο
Άγγλος ανταποκριτής- ότι η παρούσα κατάστασις των απορωτέρων τάξεων των Ελλήνων
ραγιάδων, των κατοικούντων εις τα διαμερίσματα ταύτα, είναι άκρως θλιβερά.
Μέχρι τούδε ήγον ήσυχον βίον, καλλιεργούντες τους μικρούς των αμπελώνας, ή
μετερχόμενοι το αλιευτικόν επάγγελμα. Αι πλείσται των γυναικών μεταβαίνουσιν
ήδη εις Σμύρνην και εισέρχονται ως υπηρέτριαι εις τας οικίας των πλουσιωτέρων
αυτόθι ευρωπαϊκών οικογενειών.»
Το τέλος της ανταποκρίσεως έχει ως
εξής:
«Η εγκατάστασις αύτη Μουσουλμάνων
προσφύγων εκ Μακεδονίας εις τα ελληνικά χωρία, τα κείμενα επί της ασιατικής
ακτής, και κυρίως εις εκείνα, άτινα ευρίσκονται απέναντι της Χίου και της
Μυτιλήνης, φαίνεται ότι αποτελεί την πρακτικήν εφαρμογήν γενικού πολιτικού
προγράμματος, το οποίον τελευταίως παρεδέχθη η τουρκική Κυβέρνησις.
Πάσαι αι μέχρι τούδε ενδείξεις τείνουν
ν’ αποδείξουν, ότι σκοπός των Νεοτούρκων είναι να παρενθέσουν φραγμόν μεταξύ
των Νήσων και των ασιατικών μεσογείων υπό μορφής συμπαγούς μουσουλμανικού
πληθυσμού καθ’ όλην την έκτασιν της παραλιακής γραμμής. Το τοιούτον, κατά την
γνώμην επιφανών Τούρκων, θα συντελέση εις το να καταπαύση, ή τουλάχιστον να
ελαττωθή σημαντικώς η πανελλήνιος προπαγάνδα (;), η οποία επί έτη διεξήγετο εις
τα μέρη ταύτα, λαβούσα επ’ εσχάτων καταπληκτικήν επίτασιν συνεπεία της
γειτνιάσεως των ήδη ελληνοκρατούμενων νήσων Χίου και Μυτιλήνης.
Οι προπαγανδισταί εύρον πάντοτε μεταξύ
του πληθυσμού των Ελλήνων ραγιάδων της παραλίας γόνιμον έδαφος δια τας
ενεργείας των. Ήδη πρόκειται ν’ «αποστειρωθή» το έδαφος τούτο και να καταστή
δύσκολος, αν μη αδύνατος, η εις το εσωτερικόν διείσδυσις.»
[Οι διωγμοί των Ελλήνων εν Θράκη και
Μικρασία, αυθεντικαί εκθέσεις και επίσημα κείμενα. Υπό των επιτρόπων των εν
Μυτιλήνη Μικρασιατών προσφύγων (1915)]
Απάντηση:
Εισαγωγή – ένταξη στο ιστορικό πλαίσιο:
Η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία
υπήρξε μακραίωνη. Οι πυκνοί κατά την αρχαιότητα και τους βυζαντινούς χρόνους
ελληνικοί πληθυσμοί αραίωσαν αισθητά μετά το 12ο αιώνα, κυρίως λόγω των μαζικών
εξισλαμισμών. Όμως, κατά το 18ο και 19ο αιώνα ενισχύθηκαν και πάλι με
μεταναστεύσεις από τον κυρίως ελλαδικό χώρο. Την περίοδο αυτή, εκτός από την
αύξηση του ελληνικού πληθυσμού, σημειώθηκε οικονομική άνοδος των Ελλήνων,
πνευματική άνθηση και αξιόλογη κοινοτική και εκπαιδευτική οργάνωση. Σε περιοχές
με πυκνό ελληνικό πληθυσμό ιδρύθηκαν κοινότητες, σύλλογοι, σχολεία και ευαγή
ιδρύματα με μεγάλη ακτινοβολία.
Η εθνική αφύπνιση των Τούρκων, που είχε
ξεκινήσει από τα τέλη του 19ου αιώνα, ενισχύθηκε μετά την εδαφική συρρίκνωση
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο τουρκικός εθνικισμός συνέβαλε στην εχθρική
αντιμετώπιση των μειονοτήτων που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Στο
στόχαστρο βρέθηκαν κυρίως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, καθώς είχαν συγκεντρώσει
στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου και της βιομηχανίας της χώρας.
Η εκκρεμότητα επίσης στο ζήτημα της κατακύρωσης των νησιών του ανατολικού
Αιγαίου στην Ελλάδα επιδείνωσε τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας.
Τα στοιχεία που δίνονται από το βιβλίο:
Τους πρώτους μήνες του 1914 έγιναν
αθρόες μεταναστεύσεις Μουσουλμάνων της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας
προς τη Μικρά Ασία, οι οποίες υποκινήθηκαν σε γενικές γραμμές από την τουρκική
κυβέρνηση. Αυτό έδωσε το πρόσχημα στην τουρκική κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την
επικείμενη είσοδο της Τουρκίας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, να εκδιώξει τους
Έλληνες. Πρώτα θύματα υπήρξαν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι
εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους στις αρχές του 1914. Το Μάιο οι διωγμοί
επεκτάθηκαν και στη Δυτική Μικρά Ασία, με το πρόσχημα της εκκένωσης της
περιοχής απέναντι από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, για στρατιωτικούς λόγους. Όλη
η επιχείρηση έγινε με την καθοδήγηση των Γερμανών, συμμάχων των
Τούρκων. Η εκκένωση μεθοδεύτηκε πρώτα με ανθελληνική εκστρατεία του
τουρκικού τύπου και καταπίεση των Ελλήνων για να εξαναγκαστούν σε «εκούσια»
μετανάστευση. Σε πολλές περιπτώσεις διαπράχθηκαν λεηλασίες και δολοφονίες σε
βάρος των Ελλήνων.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε την
Ορθόδοξη Εκκλησία σε διωγμό και ανέστειλε τη λειτουργία των εκκλησιών και των
σχολείων. Η Ελλάδα αντέδρασε και ανέλαβε διπλωματικές ενέργειες, προκειμένου να
αρχίσουν διαπραγματεύσεις για εθελούσια ανταλλαγή Ελλήνων ορθοδόξων της
Τουρκίας και Μουσουλμάνων της Ελλάδας. Ιδρύθηκε τον Ιούνιο μία Μικτή Επιτροπή
που θα ρύθμιζε τα σχετικά με την ανταλλαγή, όμως αυτή δεν λειτούργησε, λόγω της
εισόδου της Τουρκίας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1914.
Οι καταπιέσεις που υπέστησαν οι Έλληνες
πήραν τις εξής μορφές:
·
Θεσπίστηκαν έκτακτες επιβαρύνσεις και επιτάξεις ειδών για τις ανάγκες του
πολέμου.
·
Τέθηκαν εμπόδια στις εμπορικές δραστηριότητές τους.
·
Πληθυσμοί χωριών ή και ευρύτερων περιοχών μετατοπίστηκαν από τις ακτές προς το
εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
·
Οι άνδρες άνω των 45 ετών, που δεν στρατεύονταν, επάνδρωσαν τα τάγματα εργασίας.
Εκεί πολλοί πέθαναν από κακουχίες,
πείνα και αρρώστιες. Όσοι είχαν ηλικία 20-45 ετών μπορούσαν αρχικά να
εξαγοράσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Όσοι δεν πλήρωσαν χαρακτηρίστηκαν
λιποτάκτες. Μετά την κατάργηση της δυνατότητας εξαγοράς της θητείας σημειώθηκαν
χιλιάδες λιποταξίες και όσοι συνελήφθησαν, εκτελέστηκαν.
Οι ενέργειες των Τούρκων προκάλεσαν
μεγάλο κύμα φυγής προς την Ελλάδα. Στα σπίτια που εγκατέλειψαν οι Έλληνες, οι
τουρκικές αρχές εγκατέστησαν Μουσουλμάνους μετανάστες από τη Σερβία, τη
Βουλγαρία, την Αλβανία και την Ελλάδα.
Παράθεση πληροφοριών από την πηγή και
συσχέτιση με τα στοιχεία του βιβλίου:
Σύμφωνα με τον ανταποκριτή της αγγλικής
εφημερίδας «The Times»,
η συντονισμένη προσπάθεια μεταφοράς μουσουλμανικών πληθυσμών από τη Μακεδονία
στα παράλια μέρη της Μικράς Ασίας, και ιδίως σε αυτά που βρίσκονταν απέναντι
από τη Χίο και τη Μυτιλήνη, αποσκοπούσε στο να ενισχύσει το
μουσουλμανικό στοιχείο των εκεί περιοχών, και να θέσει έτσι ένα σημαντικό
φραγμό μεταξύ των Ελλήνων που βρίσκονταν στα νησιά κι εκείνων που βρίσκονταν
στα παράλια της Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι θεωρούσαν πως οι Έλληνες, και
ιδίως εκείνοι των νησιών, ασκούσαν προπαγανδιστική επιρροή στους απέναντι
ελληνικούς πληθυσμούς, μεταφέροντας προφανώς την ιδέα μιας πιθανής
απελευθέρωσής τους απ’ την τουρκική κυριαρχία. Όπως γνωρίζουμε, μάλιστα, η δράση
αυτή καλύφθηκε με το πρόσχημα πως η εκκένωση των περιοχών γινόταν για
στρατιωτικούς λόγους, μιας και η χώρα επρόκειτο να συμμετάσχει σε πολεμικές
επιχειρήσεις.
Το σχέδιο, λοιπόν, των Νεότουρκων, όπως
το παρουσιάζει ο Άγγλος δημοσιογράφος, ήταν να δημιουργήσουν ένα προπέτασμα
συμπαγούς μουσουλμανικού πληθυσμού στα παράλια, επιδιώκοντας την τουρκοποίηση
των εκεί οθωμανικών εδαφών και την παρεμπόδιση της αλληλεπίδρασης των
γειτνιαζόντων ελληνικών πληθυσμών. Προκειμένου, μάλιστα, να επιτύχουν οι
Τούρκοι το στόχο τους προσπάθησαν να εκδιώξουν τους ελληνικούς πληθυσμούς, όχι
κατ’ ανάγκη με βίαιο τρόπο, ίσως για ν’ αποφύγουν πιθανές κατηγορίες άλλων
κρατών σχετικά με τη δράση τους. Έτσι, όπως προκύπτει κι από τη μαρτυρία του
Άγγλου ανταποκριτή, σε ορισμένες περιπτώσεις η παρουσία και μόνο των
Μουσουλμάνων προσφύγων ήταν αρκετή για να οδηγήσει τους ελληνικούς πληθυσμούς
σε ταχύτατη απομάκρυνση απ’ τις εστίες τους, χωρίς να υπάρξει απ’ τη μεριά των
Μουσουλμάνων καμία πράξη βίας.
Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι ο Άγγλος
ανταποκριτής εστιάζει περισσότερο στην προσπάθεια των Τούρκων να παρεμποδίσουν
την εξάπλωση της ελληνικής «προπαγάνδας»∙ του μηνύματος δηλαδή της αποδέσμευσης
από τον τουρκικό έλεγχο. Ενώ παραγνωρίζει τους οικονομικούς λόγους, όπως και
την έξαρση του τουρκικού εθνικισμού. Επειδή, μάλιστα, η δική του μαρτυρία αφορά
μια περιοχή ελάχιστα ανεπτυγμένη, αναφέρεται σε οικονομικά ασθενείς ελληνικούς
πληθυσμούς, οι οποίοι σαφώς δεν αποτελούσαν επίφοβο οικονομικό αντίπαλο για
τους Τούρκους.
Συνάμα, στη δική του μαρτυρία
παρουσιάζεται μια εντελώς αναίμακτη εκδίωξη Ελλήνων, όπου δεν ασκήθηκε καμία
μορφή βίας, σε αντίθεση με άλλες μαρτυρίες όπου γίνεται λόγος για τη διάπραξη
λεηλασιών και δολοφονιών.
Συμπέρασμα:
Οι Τούρκοι, υπό την καθοδήγηση των
Γερμανών συμμάχων τους και εν όψει της συμμετοχής τους στον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, θέλησαν να ισχυροποιήσουν την παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου στα
παράλια της Μικράς Ασίας, τόσο για να επανακτήσουν τον οικονομικό έλεγχο της
περιοχής, όσο και για να αποδυναμώσουν την ελληνική παρουσία -και άρα πιθανές
ταραχές- στο τουρκικό έδαφος. Ήδη, οι Έλληνες είχαν υπό τον έλεγχό τους
τα νησιά του Αιγαίου -έστω κι αν δεν τα είχαν προσαρτήσει επίσημα-, και η ιδέα
της αποτίναξης του τουρκικού ελέγχου ίσως περνούσε και στους Έλληνες της Μικράς
Ασίας. Η «πανελλήνια προπαγάνδα» θα μπορούσε εν δυνάμει να προκαλέσει
ανεπιθύμητες αναστατώσεις στην Τουρκία, η οποία πολύ πρόσφατα (Βαλκανικοί
Πόλεμοι) είχε χάσει σημαντικά ευρωπαϊκά εδάφη. Έτσι, προκειμένου να διασφαλίσει
την απρόσκοπτη συμμετοχή της στον νέο πόλεμο, και θέλοντας συνάμα να δώσει μιαν
απάντηση στην ελληνική νίκη των προηγηθέντων πολέμων, προχώρησε σε συστηματικές
διώξεις του ελληνικού στοιχείου από τα εδάφη της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου