Rob Woodcox
Οδυσσέας Ελύτης «Κλίμα της
απουσίας»
Ι
Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου
επήρε
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι
Δέθηκα σ’ έναν κόμπο λύπης.
II
Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Με το δέντρο της αμίλητο
Προς τη θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Με την όψη της ακίνητη
Προς τη θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο
Προς τη θάλασσα
Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.
III
Απόγευμα
Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση
Κι η στοργή των ανέμων του
Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του
Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε
Να μη φεύγει
Όλα τα μέτωπα γυμνά
Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.
[Προσανατολισμοί, 1941]
Το «Κλίμα της απουσίας» είναι μια
ποιητική εξομολόγηση για τον πόνο της εγκατάλειψης και του χωρισμού. Με κυρίαρχο το στοιχείο της
ακινησίας, ο ποιητής επιχειρεί να αποδώσει το άδειασμα της ψυχής που ακολουθεί
τη φυγή του αγαπημένου προσώπου. Έντονη κι εδώ η παρουσία της φύσης, η οποία
μένει μόνη σύντροφος του ποιητή στις επώδυνες στιγμές της μοναξιάς -μα και της
εκούσιας απομόνωσης του- καθώς επιχειρεί να διαχειριστεί ή να βιώσει πληρέστερα
την οδύνη ενός έρωτα που τέλειωσε.
«Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου
επήρε
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι
Δέθηκα σ’ έναν κόμπο λύπης.»
Η πρώτη εικόνα του ποιήματος, εικόνα
βροχής, δίνεται με μια πρωτότυπη μεταφορά· τα σύννεφα εξομολογούνται στη γη. Η
βροχή, που υπονοείται, συνθέτει το μελαγχολικό κλίμα της ποιητικής διάθεσης, το
οποίο δηλώνεται σαφέστερα, όταν λυτρωμένα απ’ το υγρό τους βάρος τα σύννεφα
απομακρύνονται, και τη θέση τους παίρνει ο καημός του ποιητή.
Η βροχή φέρνει μαζί της και την επώδυνη
στιγμή του αποχωρισμού. Το χέρι της αγαπημένης γυναίκας μελαγχολεί -μένει- για
λίγο στα μαλλιά του ποιητή, μα η απόφασή της να φύγει είναι δεδομένη. Το
αμετανόητο χέρι -σχήμα συνεκδοχής-, χαϊδεύει τα μαλλιά του ποιητή μόνο ως
ύστατη ένδειξη αποχαιρετισμού, κι όχι ως σημάδι δισταγμού ή υπαναχώρησης.
Ο ποιητής που γνωρίζει πως εκείνη είναι
η τελευταία στιγμή κοντά της, βιώνει έντονα τον πόνο του χωρισμού· στοιχείο που
δηλώνει πως ίσως για εκείνον ο έρωτας αυτός δεν είχε ακόμη τελειώσει.
Οι στιγμές που ακολουθούν τον
αποχωρισμό της αγαπημένης γυναίκας παρουσιάζονται με την τριπλή επανάληψη ενός
μοτίβου τεσσάρων στίχων,
όπου με τη χρήση μιας χρονικής μετοχής (βραδιάζοντας), με τη δήλωση στέρησης
(δίχως...), με τη δήλωση τρόπου (με + επίθετο: α στερητικό) καθώς και μ’ έναν
προσδιορισμό κατεύθυνσης (προς τη θάλασσα), ο ποιητής δίνει με έξοχη
παραστατικότητα το νεκρό χρόνο -πνευματικά και ψυχικά- που έπεται ενός
χωρισμού.
«Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Με το δέντρο της αμίλητο
Προς τη θάλασσα»
Η ώρα περνά, χωρίς να γίνεται
αντιληπτή, οδηγώντας προς το βράδυ· η ώρα περνά χωρίς καμία θύμηση, με τη σιωπή
να κυριαρχεί, και το βλέμμα στραμμένο προς τη θάλασσα. Το συναισθηματικό κενό,
το μούδιασμα της ψυχής κι η απόλυτη απόγνωση των πρώτων στιγμών ενός
αμετάκλητου χωρισμού, δίνονται εδώ με πλήρη καθαρότητα, μέσα απ’ την εικόνα του
ποιητή που κοιτάζει σιωπηλός προς τη θάλασσα.
«Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Με την όψη της ακίνητη
Προς τη θάλασσα»
Η επανάληψη της εικόνας γίνεται με την
αφαίρεση του υποκειμένου (η ώρα) από τον 1ο στίχο του μοτίβου,
ο οποίος ακολουθεί φθίνουσα πορεία, ενώ στην αμέσως επόμενη επανάληψή της θα
αφαιρεθεί και το ρήμα (ξεχάστηκε), αφήνοντας τη μετοχή -βραδιάζοντας- να φέρει
το νοηματικό βάρος μιας ολοένα εντεινόμενης αίσθησης εγκατάλειψης και στέρησης.
Η ακινησία, που κυριαρχεί σ’ αυτή την
εικόνα, αποδίδει εναργέστατα τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού
υποκειμένου. Ο
χρόνος περνά απαρατήρητος, καθώς ο ποιητής έχει μείνει σχεδόν αποσβολωμένος απ’
την ένταση του πόνου. Ακινητοποιημένος κοιτάζει σταθερά προς τη θάλασσα,
προσδίδοντάς της την αξία ενός πολύτιμου χώρου καταφυγής. Η θάλασσα μονοπωλεί
την προσοχή του ποιητή σαν να είναι η μόνη ελπίδα για να μερωθεί η εσωτερική
του οδύνη. Σύμβολο ελευθερίας, σύμβολο ατέρμονων εναλλαγών, διεκδικεί εύλογα το
ρόλο του φυσικού στοιχείου που εμπεριέχει την καίρια ελπίδα των ανθρώπων για
ανεξαρτησία, μα και του στοιχείου που προσομοιάζει τόσο στο ευμετάβλητο του
ανθρώπινου βίου.
«Βραδιάζοντας
Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο
Προς τη θάλασσα»
Το πέρασμα της ώρας βρίσκει τον ποιητή
στερημένο απ’ τον έρωτα που κοσμούσε τη ζωή του· στερημένο κι απ’ τις λέξεις
που θα του αποκάλυπταν ίσως τον λόγο αυτού του χωρισμού. Η σιωπή που σκεπάζει
το φυσικό τοπίο παραπέμπει στο ανένδοτο στόμα της αγαπημένης γυναίκας, που
συνόδευσε πιθανώς τη φυγή της με μιαν πείσμωνα απουσία εξηγήσεων.
Μόνη σταθερά παραμένει η θάλασσα, που
δέχεται το βλέμμα του ποιητή, και συντροφεύει την πάλη της ψυχής του.
«Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.»
Ο καταληκτικός στίχος της δεύτερης
ενότητας προτάσσει εμφατικά το ποιητικό εγώ σε μιαν απρόσμενη δήλωση, που έρχεται να προσδώσει μιαν
-ελάχιστη έστω- αίσθηση αισιοδοξίας. Ο ποιητής στέκει στη Γαλήνη του φυσικού
τοπίου, με την πεποίθηση πως είναι εκείνος που την σαγήνεψε.
Η προσωποποιημένη Γαλήνη προέκυψε χάρη
-και- στη δική του θέληση. Η φυγή του έρωτα, η φυγή της αγαπημένης γυναίκας, η
σιωπή κι η ακινησία που καθήλωσαν την ψυχή του, δεν επήλθαν όλα με τη δική της
μόνο πρωτοβουλία. Ο ποιητής είχε καίριο ρόλο σ’ αυτή του την ερημία, καθώς
είναι εκείνος που σαγήνεψε, που αποζήτησε και έφερε αυτή τη «γαλήνη» στη ζωή
του. Ο πόνος απ’ την απουσία του έρωτα· ο πόνος της μοναξιάς και της
εγκατάλειψης, φέρνει μαζί του και μια -οδυνηρή βέβαια- ηρεμία, που δεν μοιάζει
ξένη ή τελείως ασύμβατη με τις επιθυμίες του ποιητή.
«Απόγευμα
Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση
Κι η στοργή των ανέμων του
Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του
Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε
Να μη φεύγει
Όλα τα μέτωπα γυμνά
Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.»
Η δήλωση του χρόνου συνιστά ίσως τη
μόνη βεβαιότητα μέσα στην επώδυνη ψυχική απομόνωση του ποιητή. Ο χρόνος, που φέρνει μαζί του μιαν
απόλυτη μοναξιά, συνοδεύεται απ’ τη στοργή της φύσης, συνοδεύεται απ’ τους
ανέμους που μόνοι αυτοί κάνουν αισθητή την ύπαρξη ζωής ή έστω κίνησης.
Απόγευμα, μοναξιάς· απόγευμα
αυτοκρατορικής απομόνωσης, με μιαν ριψοκίνδυνη αίγλη. Οι λέξεις σκόπιμα
επιλεγμένες για να τονιστεί το μεγαλείο που κρύβεται συχνά στη ζωή των
μοναχικών ανθρώπων. Άνθρωποι που ζουν επώδυνα μόνοι, μα είναι τελικά αυτή η
ίδια η μοναξιά που φανερώνει τη δύναμή τους να αντέχουν και να επιβιώνουν.
Η αίγλη του μοναχικού απογεύματος
χαρακτηρίζεται ριψοκίνδυνη, καθώς όλα υποτάσσονται στο μοτίβο της ακινησίας,
που φέρνει μαζί της η εγκατάλειψη κι η βίωση του πόνου· τίποτε δεν έρχεται και
τίποτε δεν φεύγει. Όλα απομένουν στάσιμα, όλα μένουν στην ίδια θέση, που
προσδιορίζει και προσδιορίζεται απ’ τη στιγμή της εγκατάλειψης. Κι είναι αυτή
ακριβώς η στασιμότητα που προσδίδει το στοιχείο του κινδύνου στο απόγευμα αυτό
και στη ζωή του ποιητή, αφού η ακινησία είναι η απολύτως αντίθετη τάση της
πάντα μεταλλασσόμενης και πάντα σε κίνηση ζωής.
Καθηλωμένος, απομονωμένος και σε πλήρη
ακινησία ο ποιητής αδυνατεί να αναγνωρίσει κάποιο σημείο ζωής ή ενδιαφέροντος
στα πρόσωπα γύρω του. Όλα τα μέτωπα είναι γυμνά· έχουν απολέσει τη σημασία, την
αξία και τη δύναμή τους να συγκινούν και να ενεργοποιούν τη βούληση του ποιητή.
Το μόνο συναίσθημα που απομένει στο
ποιητικό υποκείμενο είναι ένα πλήρως απογυμνωμένο, ένα απόλυτα διαυγές
κρύσταλλο. Κενό από κάθε ζωτικό στοιχείο, το συναίσθημα έχει απομείνει ψυχρό,
διαφανές και αιχμηρά αδιάφορο προς καθετί. Η εγκατάλειψη έχει απομυζήσει κάθε
διάθεση για ζωή, κάθε πιθανή έκφανση στοργής, ενδιαφέροντος και επιθυμίας,
αφήνοντας την ψυχή του ποιητή τελείως κενή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου