David Olkarny
Ζέφη
Δαράκη [Ωραία που μ’ έχεις στραγγαλίσει]
Ωραία που μ’ έχεις στραγγαλίσει
Νιώθω σαν ήλιος και σαν πέτρα
Τραγουδώ τώρα σαν αηδόνι είμαι άδεια
πετώ ψηλά.
Δεν τρέμω πια,
μπορώ να σ’ αγγίξω
να σου πω καλημέρα
Αδιαφορώ για σένα
όπως οι στέγες για τα χελιδόνια,
αδιαφορώ όπως περπατάμε
Αδιαφορώ όπως λέμε καλησπέρα
Είσαι ένα κέντημα πολύτιμο στον τοίχο
είσαι ένα κάθισμα παλιό, πολύ παλιό
Δε θα στολίσω πια τα μάτια μου
Το φως τους κάηκε δεν κελαηδάει άλλο
Αδιαφορώ για σένα
όπως μια πόρτα πλαγιαστή στο πεζοδρόμιο
Αδιαφορώ εκ βαθέων
όπως όταν τρέμουμε όπως όταν κλαίμε
Αδιαφορώ για σένα όπως οι εξαίσιοι
κήποι
για τα βρέφη όπως
το λούκι στάζει επάνω μας αργά όταν
βρέχει
Θέλω να σε καταβροχθίσω με την τρελή στοργή
μου
αυτό θέλω
Η Ζέφη Δαράκη πραγματεύεται στο ποίημα
αυτό τη συναισθηματική οδύνη και το εξαναγκαστικό στέγνωμα της αγάπης, όταν η
έγνοια και το ενδιαφέρον για τον άλλον γίνονται αποδεκτά με απόλυτη αδιαφορία.
Η ένταση της αγάπης, η τρυφερότητα και η διάθεση προσφοράς, καταπιέζονται και
τελικά καταπνίγονται, προκειμένου το ερωτευμένο άτομο να μπορέσει να επιβιώσει
μπροστά στην απροθυμία και την ψυχρότητα του άλλου. Ψυχρότητα, μάλιστα, που
μπορεί να χαρακτηρίζει, όχι μόνο μια ερωτική σχέση ή μια επιδιωκόμενη σχέση,
αλλά κι έναν γάμο ακόμη, όπου ο ένας εκ των δύο βλέπει κάθε προσπάθειά του και
κάθε του φροντίδα να πέφτουν στο κενό μιας ψυχής που αδυνατεί να ανταποκριθεί
σε οποιοδήποτε συναίσθημα οικειότητας και ενδιαφέροντος.
Στο ποίημα παρουσιάζεται με έξοχο τρόπο
το άδειασμα της ψυχής και η επιβεβλημένη αίσθηση αδιαφορίας του ποιητικού
υποκειμένου, ως μόνη διέξοδος σωτηρίας από τη δύναμη όλων εκείνων των συναισθημάτων
τρυφερότητας που εξαναγκάζεται να απωθήσει.
«Ωραία που μ’ έχεις στραγγαλίσει
Νιώθω σαν ήλιος και σαν πέτρα
Τραγουδώ τώρα σαν αηδόνι είμαι άδεια
πετώ ψηλά.»
Η ποιήτρια θέλοντας να αισθητοποιήσει
τη συναισθηματική και ψυχολογική εξάντληση που της έχει προκαλέσει η αδιαφορία
εκείνου, αποδίδει το στράγγισμα αυτό του εσωτερικού της κόσμου με τη σωματική
οδύνη ενός στραγγαλίσματος. Έτσι, με τον σωματοποιημένο πόνο μιας ακραίας
βιαιότητας, φανερώνεται πιο παραστατικά η ένταση του ψυχικού πόνου που αισθάνθηκε.
Το άδειασμα της ψυχής της παρομοιάζεται
κατόπιν αριστοτεχνικά με την επίδραση που έχει ο ήλιος πάνω σε μια πέτρα που
απομένει εκτεθειμένη στην ανελέητη λάμψη του. Η ποιήτρια νιώθει πως έχει πια
στεγνώσει συναισθηματικά, όπως ακριβώς αν αφηνόταν σαν πέτρα στο έλεος του
καυτού ήλιου.
Ωστόσο, το γεγονός πως δεν έχει πια την
πληθώρα των συναισθημάτων που κατέκλυζαν κάποτε την ψυχή της· το γεγονός πως
νιώθει άδεια από όλα όσα κάποτε δέσποζαν στο νου και στην καρδιά της, τής
προσφέρουν μια νέα αίσθηση ελευθερίας. Τώρα τραγουδά και πετά ανάλαφρη σαν
αηδόνι, αφού το βάρος εκείνου δεν την καθηλώνει πια στη γη και δεν αδρανοποιεί
κάθε της βήμα.
«Δεν τρέμω πια,
μπορώ να σ’ αγγίξω
να σου πω καλημέρα
Αδιαφορώ για σένα
όπως οι στέγες για τα χελιδόνια,
αδιαφορώ όπως περπατάμε
Αδιαφορώ όπως λέμε καλησπέρα»
Τώρα πια αισθάνεται πως έχει αποβάλει
από μέσα της κάθε συναίσθημα που είχε για εκείνον· αισθάνεται πως έχει ξεφύγει
από τα δεσμά της ισχυρής επίδρασης που ασκούσε πάνω της, γι’ αυτό και μπορεί
πλέον να τον αγγίξει ή να του μιλήσει χωρίς να τρέμει και χωρίς να
αναστατώνεται.
Τώρα πια αδιαφορεί για εκείνον, όπως οι
άψυχες στέγες αδιαφορούν για τα χελιδόνια που στέκουν πάνω τους· αδιαφορεί
απέναντί του, όπως αδιαφορούμε για κάθε αυτοματοποιημένη κίνηση που γίνεται
χωρίς σκέψη· αδιαφορεί, όπως όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσουν έναν τυπικό
χαιρετισμό.
«Είσαι ένα κέντημα πολύτιμο στον τοίχο
είσαι ένα κάθισμα παλιό, πολύ παλιό»
Η όλη του παρουσία, το πλήθος των
κοινών αναμνήσεων, αλλά και η αξία της επίδρασης που άσκησε πάνω της, μοιάζουν
πια σαν ένα πολύτιμο κέντημα, το οποίο αν και έχει συντεθεί με λέξεις, χειρονομίες,
πράξεις και σκέψεις που κάποτε αποτέλεσαν το κέντρο της ύπαρξής της, τώρα
απομένει να στολίζει τον τοίχο· απομένει μια μνήμη σημαντική, αλλά μη ζώσα.
Είναι, συνάμα, σαν έναν κάθισμα, σαν ένα στήριγμα της ζωής της, παλιό, πολύ
παλιό, για να έχει πια σημασία.
«Δε θα στολίσω πια τα μάτια μου
Το φως τους κάηκε δεν κελαηδάει άλλο»
Κι αν κάποτε η παρουσία και μόνο
εκείνου ήταν κίνητρο και αιτία για τη διάθεσή της να φροντίσει τον εαυτό της,
να στολίσει τα μάτια της, να σταθεί απέναντί του και να γευτεί την όψη του,
τώρα πια τα μάτια αυτά έχουν σβήσει. Η φλόγα που ξύπναγε εκείνος μέσα τους και
άλλαζαν τη θέαση όλου του κόσμου, δεν μπορεί πια να επανέλθει. Η μαγεία του
έρωτα, που άλλαζε αίφνης την εικόνα όλων των πραγμάτων, έχει πια παρέλθει, και
δεν μπορούν να ειπωθούν άλλα τραγούδια, ούτε μπορούν να επιτευχθούν άλλες
γητειές.
«Αδιαφορώ για σένα
όπως μια πόρτα πλαγιαστή στο πεζοδρόμιο
Αδιαφορώ εκ βαθέων
όπως όταν τρέμουμε όπως όταν κλαίμε
Αδιαφορώ για σένα όπως οι εξαίσιοι
κήποι
για τα βρέφη όπως
το λούκι στάζει επάνω μας αργά όταν
βρέχει»
Τώρα ό,τι απομένει είναι η αδιαφορία
της για εκείνον· μια αδιαφορία απόλυτη, όπως είναι αυτή των άψυχων πραγμάτων ή
των σωματικών αντιδράσεων που βρίσκονται τελείως έξω από τον έλεγχο του
ανθρώπου. Αδιαφορεί για εκείνον, όπως αδιαφορούν οι εξαίσιοι κήποι για την
παρουσία ενός όμορφου βρέφους· αδιαφορεί, όπως αδιάφορα στάζει το νερό από το
λούκι πάνω μας, όταν βρέχει.
Η αδιαφορία της αντλείται από τα
εσώτερα της ψυχής και του κορμιού της, όπως αίφνης το αίσθημα εκείνο που κάνει
έναν άνθρωπο να τρέμει από το κρύο ή του φέρνει δάκρυα στα μάτια.
Αδιαφορία βαθιά και αδιαπραγμάτευτη...
μα καθόλου πραγματική, αφού τα συναισθήματά της για εκείνον παραμένουν ισχυρά
και ακατάλυτα, όπως τότε.
«Θέλω να σε καταβροχθίσω με την τρελή
στοργή μου
αυτό θέλω»
Στην πραγματικότητα το μόνο που θέλει η
ποιήτρια είναι να φέρει στην επιφάνεια όλη την τρυφερότητα που έχει για
εκείνον, που παρά την προσπάθειά της να την καταπνίξει, αυτή ολοένα και
δυναμώνει, και πλέον έχει φτάσει στο σημείο όπου το μόνο που αποζητά η ψυχή της
είναι να τον «καταβροχθίσει», να τον σκεπάσει πλήρως και απόλυτα με την τρελή
στοργή της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου