Κωνσταντίνος
Καβάφης «Τυανεύς Γλύπτης»
Καθώς που θα το ακούσατε, δεν είμ’
αρχάριος.
Κάμποση πέτρα από τα χέρια μου περνά.
Και στην πατρίδα μου, τα Τύανα, καλά
με ξέρουνε· κ’ εδώ αγάλματα πολλά
με παραγγείλανε συγκλητικοί.
Και να
σας δείξω
αμέσως μερικά. Παρατηρείστ’ αυτήν την
Pέα·
σεβάσμια, γεμάτη καρτερία, παναρχαία.
Παρατηρείστε τον Πομπήιον. Ο Μάριος,
ο Aιμίλιος Παύλος, ο Aφρικανός Σκιπίων.
Ομοιώματα, όσο που μπόρεσα, πιστά.
Ο Πάτροκλος (ολίγο θα τον ξαναγγίξω).
Πλησίον στου μαρμάρου του κιτρινωπού
εκείνα τα κομμάτια, είν’ ο Καισαρίων.
Και τώρα καταγίνομαι από καιρό αρκετό
να κάμω έναν Ποσειδώνα. Μελετώ
κυρίως για τ’ άλογά του, πώς να πλάσω
αυτά.
Πρέπει ελαφρά έτσι να γίνουν που
τα σώματα, τα πόδια των να δείχνουν
φανερά
που δεν πατούν την γη, μόν’ τρέχουν στα
νερά.
Μα να το έργον μου το πιο αγαπητό
που δούλεψα συγκινημένα και το πιο
προσεκτικά·
αυτόν, μια μέρα του καλοκαιριού θερμή
που ο νους μου ανέβαινε στα ιδανικά,
αυτόν εδώ ονειρεύομουν τον νέον Ερμή.
Ιστορικοφανής δραματικός μονόλογος ανώνυμου
φανταστικού προσώπου, καταγόμενου από τα Τύανα της Καππαδοκίας. Τα Τύανα ήταν
αρχαία πόλη που βρισκόταν σε περιοχή της σημερινής κεντρικής Τουρκίας.
«Η σκηνή του ποιήματος, εις Ρώμην, η δε
ύπαρξις, μεταξύ των αγαλμάτων, και του αγάλματος του Καισαρίωνος, μας δίδει την
χρονολογίαν, ήτοι ολίγα έτη μ.Χ. ή αμέσως π.Χ.» [Κ. Π. Καβάφης]
Τα
πρόσωπα του ποιήματος
Ρέα: κόρη του Ουρανού και της Γης, γυναίκα
του Κρόνου και μητέρα των θεών του Ολύμπου.
Ο Μάριος
(157-86 π.Χ.), ο Αιμίλιος Παύλος
(228-160 π.Χ.) και ο Σκιπίων ο Αφρικανός
(ο Πρεσβύτερος: 235-183 π.Χ., είτε ο Νεότερος: 185-129 π.Χ.) ήταν διάσημοι
στρατηγοί και ύπατοι της δημοκρατικής Ρώμης∙ ο Αιμίλιος Παύλος, το 168 π.Χ.,
είχε νικήσει τους Μακεδόνες στην Πύδνα. Η νέα εκείνη απόπειρα των Μακεδόνων
-που είχαν ήδη νικηθεί από τους Ρωμαίους το 197 π.Χ., στις Κυνός Κεφαλές- να
διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, κατέληξε στην πανωλεθρία του Περσέως, το 168
π.Χ., στην Πύδνα.
Πομπήιος (106-48 π.Χ.) στρατιωτικός και
πολιτικός της ύστερης ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Υπήρξε συνεργάτης του Ιούλιου
Καίσαρα, με τον οποίο ήρθε σε σύγκρουση και μετά την ήττα του στη μάχη των
Φαρσάλων κατέφυγε ως φυγάς πρώτα στη Λέσβο και έπειτα στην Αίγυπτο. Εκεί, ο
Θεόδοτος, ρητοροδιδάσκαλος και σύμβουλος του Πτολεμαίου ΙΓ΄, εσύστησε την
δολοφονία του (48 π.Χ.), προκειμένου να κερδηθεί η εύνοια του Καίσαρα.
Πάτροκλος, γιος του Μενοιτίου, σύντροφος του
Αχιλλέα. Ο Πάτροκλος είχε μεγαλώσει μαζί με τον Αχιλλέα από πολύ μικρή ηλικία,
διότι είχε κατά λάθος σκοτώσει έναν συνομήλικό του στην Οπούντα και ο πατέρας
του είχε αναγκαστεί να τον απομακρύνει από την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Καισαρίωνας: Πτολεμαίος ΙΕ΄ Καίσαρ ή Καισαρίων (=
Καισαρόπουλο, επειδή η Κλεοπάτρα ισχυριζόταν ότι τον είχε συλλάβει από τον
Ιούλιο Καίσαρα), ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Κλεοπάτρας. Θα εκτελεστεί στα 18
του χρόνια από τον Οκτάβιο (30 π.Χ.).
Η παρουσία των τριών τελευταίων στο
ίδιο ποίημα, στηρίζει σε μεγάλο βαθμό την άποψη πως «θαρρείς και περιγράφει το
ίδιο το καβαφικό εργαστήρι» (Μ. Δαλμάτη, Κ. Π. Καβάφης, 1964).
Το
ποίημα
Καθώς που θα το ακούσατε, δεν είμ’
αρχάριος.
Κάμποση πέτρα από τα χέρια μου περνά.
Και στην πατρίδα μου, τα Τύανα, καλά
με ξέρουνε∙ κ’ εδώ αγάλματα πολλά
με παραγγείλανε συγκλητικοί.
Ο ήρωας του ποιήματος, ο γλύπτης από τα
Τύανα, μιλά σε κάποιους ανθρώπους, τους οποίους ξεναγεί στο εργαστήριό του. Η
απουσία απάντησης στα λόγια του γλύπτη προσδίδει στο ποίημα τη μορφή ενός δραματικού
μονολόγου, εφόσον ο αναγνώστης «ακούει» μόνο τον κεντρικό ήρωα.
Το ποίημα διαδραματίζεται στη Ρώμη,
όπου ο Τυανεύς γλύπτης έχει μετοικήσει, πιθανώς για μια πιο αποδοτική καριέρα,
και μάλιστα έχει κατορθώσει να κερδίσει την προσοχή σημαντικών πελατών, αφού
έχει λάβει πολλές παραγγελίες από συγκλητικούς. Ήδη η πρώτη του φράση φανερώνει
πως είναι σχετικά γνωστός, καθώς εκείνοι που βρίσκονται στο εργαστήριό του
έχουν προφανώς ακούσει πως δεν πρόκειται για κάποιον «αρχάριο» τεχνίτη.
Ο γλύπτης δηλώνει πως δεν είναι
αρχάριος και πως περνά κάμποση πέτρα από τα χέρια του, θέλοντας να τονίσει, με
σχετική μετριοφροσύνη, πως είναι τεχνίτης με γνώση, και άρα όποια παραγγελία
του δώσουν θα έχει ένα καλό αποτέλεσμα. Επικαλείται, μάλιστα, και το γεγονός
πως στην πατρίδα του τα Τύανα έχει εδραιωμένη φήμη, στοιχείο που θα μπορούσε να
αποτελέσει εγγύηση για τις ικανότητές του∙ κι αν αυτό δεν αρκεί για να πείσει τους
υποψήφιους πελάτες, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους πως ήδη έχει λάβει πολλές παραγγελίες
από συγκλητικούς. Η αναφορά αυτή που κλείνει την αυτοπαρουσίαση του γλύπτη
μένει για το τέλος και εκφράζεται δήθεν αδιάφορα, σαν να είναι κάτι το συνηθισμένο
για τον τεχνίτη, ώστε να δημιουργήσει τη θετική εκείνη εντύπωση που θα άρει και
τους τελευταίους δισταγμούς των υποψήφιων πελατών.
Ο γλύπτης -σε αντίθεση με τον ποιητή-
ζει μέσα από την τέχνη του∙ παράγει το έργο του με βάση τις παραγγελίες που
δέχεται και προκειμένου να διασφαλίσει μια συνεχή ροή παραγγελιών οφείλει να
φροντίσει και για τη σχετική διαφήμιση των ικανοτήτων του. Οφείλει να είναι σε
θέση να προσελκύσει πελάτες, αλλά και να τους πείσει για τη δυνατότητά του να
εκπληρώσει κατά τρόπο άρτιο τις όποιες επιθυμίες τους. Ο γλύπτης έχει μια σχέση
με την τέχνη τελείως διαφορετική από αυτή που έχει ο ποιητής, ο Καβάφης, που
δεν θέλησε ποτέ να κερδίσει χρήματα μέσω του έργου του. Ο γλύπτης χρησιμοποιεί
την τέχνη του για να επιβιώσει, τη βλέπει ως ένα βαθμό ωφελιμιστικά, γεγονός
που δεν θα το δεχόταν ποτέ ο Καβάφης για τη δική του τέχνη, ωστόσο η γλυπτική
είναι μια τέχνη που κεντρίζει το ενδιαφέρον του ποιητή, μιας και είναι ικανή να
προσεγγίσει μια πτυχή των ενδιαφερόντων του με τρόπο που ο ποιητικός λόγος δεν
μπορεί.
Και να σας
δείξω
αμέσως μερικά. Παρατηρείστ’ αυτήν την
Pέα∙
σεβάσμια, γεμάτη καρτερία, παναρχαία.
Παρατηρείστε τον Πομπήιον. Ο Μάριος,
ο Aιμίλιος Παύλος, ο Aφρικανός Σκιπίων.
Ομοιώματα, όσο που μπόρεσα, πιστά.
Ο Πάτροκλος (ολίγο θα τον ξαναγγίξω).
Πλησίον στου μαρμάρου του κιτρινωπού
εκείνα τα κομμάτια, είν’ ο Καισαρίων.
Αμέσως μετά την εισαγωγική, κάπως
θεωρητική, παρουσίαση των ικανοτήτων του, ο γλύπτης προχωρά σε ό,τι θα αποτελέσει
την καλύτερη διαφήμιση γι’ αυτές∙ προχωρά στην παρουσίαση δειγμάτων της δουλειάς
του, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να μπορέσουν να εκτιμήσουν πληρέστερα τι
είναι ικανός να δημιουργήσει ο γλύπτης.
Με εμφανή θεατρικότητα ο ήρωας του
ποιήματος στρέφει την προσοχή των συνομιλητών του στα αγάλματα που έχει φτιάξει
και τους υποδεικνύει τις λεπτομέρειες που αξίζει να προσέξουν. Θεότητες, ιστορικά
και μυθικά πρόσωπα, αποτελούν το δειγματολόγιο του γλύπτη∙ ομοιώματα φτιαγμένα
όσο πιο πιστά μπορούσε. Κάποια, βέβαια, δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένα, όπως είναι
ο Πάτροκλος που θέλει λίγη ακόμη επεξεργασία, και κάποια δεν έχουν λάβει καν
μορφή, όπως ο Καισαρίων, που ακόμη είναι σε ακατέργαστη μορφή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει πως η αναφορά
στον Καισαρίωνα -ένας προσφιλές στον Καβάφη ιστορικό πρόσωπο-, καθιστά εμφανές
πως με κάποια από αυτά τα πρόσωπα εμφανίζονται και στο ποιητικό έργο του ίδιου.
Μας δημιουργείται, δηλαδή, η εντύπωση πως βρισκόμαστε ουσιαστικά στο εργαστήριο
του ίδιου του ποιητή. Ένα διαφορετικό εργαστήριο, όμως, το οποίο και
αναδεικνύει το πώς η γλυπτική τέχνη μπορεί να προσεγγίσει τις ίδιες ιστορικές
μορφές από μια άλλη οπτική. Αν ο Καβάφης μέσα από την ποίησή του μπορεί να
φωτίσει την ιστορική δράση, τις σκέψεις, τα λάθη ή την τραγική μοίρα των
προσώπων αυτών, ένας γλύπτης μπορεί να πλάσει την εικόνα τους, μπορεί να
αναπαραστήσει τη μορφή τους με μια λεπτομερή ενάργεια που δεν είναι εφικτή στον
ποιητικό λόγο.
Ο ποιητής, που πέρα από την πολιτική
και ιστορική διάσταση της πραγματικότητας, αγαπούσε ιδιαίτερα την ομορφιά και
τη γοητεία της ανθρώπινης μορφής, μπαίνει στο εργαστήριο ενός γλύπτη για να
θαυμάσει μια τέχνη που μπορεί να αναδείξει αυτές ακριβώς τις ποιότητες μ’ έναν
τρόπο που η ποιητική τέχνη αδυνατεί. Έτσι, είτε στο χώρο εργασίας ενός γλύπτη
είτε ενός ζωγράφου ο Καβάφης μοιάζει να τιμά τις τέχνες εκείνες που είχαν τη
δυνατότητα να υπηρετήσουν μ’ έναν άλλο τρόπο τα δικά του οράματα: «Και μες στην
τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της».
Και τώρα καταγίνομαι από καιρό αρκετό
να κάμω έναν Ποσειδώνα. Μελετώ
κυρίως για τ’ άλογά του, πώς να πλάσω
αυτά.
Πρέπει ελαφρά έτσι να γίνουν που
τα σώματα, τα πόδια των να δείχνουν
φανερά
που δεν πατούν την γη, μόν’ τρέχουν στα
νερά.
Ο ποιητής, βέβαια, γνωρίζει πως η
γλυπτική τέχνη, όπως και η ποιητική, έχει τις δικές της δυσκολίες∙ παρουσιάζει τις
δικές της προκλήσεις στον τεχνίτη. Μία από αυτές αναδεικνύεται εδώ, καθώς ο
γλύπτης μιλά για την προσπάθειά του να δώσει σ’ ένα τόσο στατικό και βαρύ
υλικό, όπως είναι το μάρμαρο, την ελαφρότητα και τη ζωντάνια της κίνησης. Από
καιρό αρκετό ο γλύπτης καταγίνεται μ’ ένα άγαλμα του Ποσειδώνα κι εκείνο που
του δημιουργεί το μεγαλύτερο προβληματισμό είναι τα άλογά του. Θέλει να πλάσει
τα σώματά τους κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να δίνουν, όσο γίνεται πιο πιστά, την
εντύπωση πως τα πόδια τους δεν πατούν στη γη αλλά τρέχουν στα νερά.
Η δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος
είναι φυσικά μεγάλη, γι’ αυτό και η ολοκλήρωση αυτού του έργου θα πάρει πολύ
καιρό, εφόσον η απόδοση μιας τέτοιας ελαφρότητας στην κίνηση των αλόγων θα
χρειαστεί όλη την τέχνη του γλύπτη.
Παρατηρούμε, λοιπόν, αφενός το σεβασμό
που δείχνει ο Καβάφης στις ιδιαίτερες απαιτήσεις της γλυπτικής τέχνης και
αφετέρου τα φιλόδοξα εγχειρήματα του γλύπτη, ο οποίος ενώ στην αρχή, με αρκετή
μετριοφροσύνη, σχολίαζε για τον εαυτό του πως δεν είναι αρχάριος, τώρα
αποκαλύπτει πως στην πραγματικότητα είναι ιδιαίτερα ικανός, αφού επιδιώκει να
πλάσει κάτι τόσο έξοχο.
Μα να το έργον μου το πιο αγαπητό
που δούλεψα συγκινημένα και το πιο
προσεκτικά∙
αυτόν, μια μέρα του καλοκαιριού θερμή
που ο νους μου ανέβαινε στα ιδανικά,
αυτόν εδώ ονειρεύομουν τον νέον Ερμή.
Μα η γλυπτική τέχνη δεν έχει μόνο
δυσκολίες, όπως είναι η απόδοση της ελαφρότητας και της κίνησης. Η γλυπτική
τέχνη έχει και το ξεχωριστό προνόμιο να μπορεί να αποδώσει την ομορφιά του
ανθρώπινου σώματος με μια πληρότητα και μια παραστατικότητα που δεν είναι εφικτή
στον ποιητικό λόγο. Έτσι, με συγκίνηση και υπερηφάνεια, ο γλύπτης παρουσιάζει
το πιο αγαπητό του έργο, αυτό που το δούλεψε με τη μεγαλύτερη προσοχή. Έναν νέο
Ερμή, που τον ονειρευόταν -που τον εμπνεύστηκε-, μια θερμή θερινή μέρα, καθώς η
σκέψη του ανέβαινε στα ιδανικά ενός αδιαπραγμάτευτου και άρτιου ερωτισμού. Μια
θερμή μέρα που η σκέψη του πήγαινε προς το απόλυτο κάλλος της ανδρικής
ομορφιάς∙ της ομορφιάς εκείνης που επίμονα διατρέχει την ποίηση του Καβάφη,
χωρίς ωστόσο η τέχνη του ποιητή να είναι σε θέση να της δώσει μορφή και να την
ανασύρει ολοζώντανη μέσα από τους συλλογισμούς και τους οραματισμούς του, όπως μπορεί
να το πετύχει ένας γλύπτης.
Η περιγραφική δεινότητα και οι ερωτικοί
υπαινιγμοί μπορούν να ενεργοποιήσουν τη φαντασία του αναγνώστη, μπορούν να τον
ωθήσουν στο να δημιουργήσει στη σκέψη του μια έξοχη εικόνα, δεν μπορούν όμως να
δώσουν πραγματική υπόσταση, κατά τον τρόπο της γλυπτικής τέχνης, στο ανθρώπινο
κάλλος. Κι αυτό είναι κάτι που ο Καβάφης το αναγνωρίζει και το εκτιμά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου