Jc Findley
Κωνσταντίνος
Μούσσας «Άνευ»
Της εικόνας ο ήχος, του λόγου η κτίση.
Τα χρονικά, τα ποσοτικά, τα άσκοπα.
Πάντα, τόσο, μέχρι. Της επανάληψης, της
πορείας,
του φθινοπωρινού γέλιου, των
μελλοντικών δειλινών,
εκείνων και των χθεσινών. Της θάλασσας
εκείνης...
της μεγάλης, που «υγραίνοντας την άμμο
το πρωί»
θυμάται, εκεί που είχαμε πέσει και
χαθεί,
σ’ εκείνο το άνευ.
Αναζητούμε στον έρωτα τη συνέχεια και
τη διάρκεια∙ αποζητούμε το επιπλέον που θα μας προσφέρει ίσως μια αίσθηση
πληρότητας. Οι στιγμές του παρόντος που μοιραζόμαστε μοιάζουν ανεπαρκείς να κατασιγάσουν
τη βαθύτερη εκείνη ανάγκη μας να νιώσουμε ασφαλείς και σίγουροι πως θα υπάρξει
συνέχεια, κι ο έρωτας μοιάζει λειψός χωρίς τη βεβαιότητα αυτής της συνέχειας,
αφού το τώρα φαντάζει ελάχιστο μπροστά στην έκταση της επιθυμίας και του πόθου
μας. Θέλουμε και χρειαζόμαστε την επιβεβαίωση πως η ερωτική συνύπαρξη θα
διαρκέσει, γιατί κατά βάθος φοβόμαστε πως ό,τι είμαστε και ό,τι προσφέρουμε δεν
επαρκεί. Θέλουμε και χρειαζόμαστε αυτή την επιβεβαίωση γιατί πολύ συχνά ο
έρωτας απομένει χωρίς το επιπλέον και το αύριο∙ απομένει «άνευ» συνέχειας.
Ο Κωνσταντίνος Μούσσας προσεγγίζει το
επώδυνο αυτό άνευ, την απουσία του μετά και της συνέχειας, αποδίδοντας με την
αποσπασματικότητα του λόγου του την τόσο οδυνηρή έλλειψη πληρότητας στη ζωή
μας. Κάθε στίχος, κάθε εικόνα και κάθε λέξη του ποιήματος καθρεφτίζουν την
έννοια του ελλιπούς βιώματος και φανερώνουν πόσο αναγκαία μας είναι τελικά η αίσθηση
πως θα υπάρξει το αύριο, πως θα υπάρξει κάτι πέρα από το τώρα.
«Της εικόνας ο ήχος, του λόγου η κτίση.»
Ατελείς από τη φύση μας ζητάμε σε ό,τι
ζούμε κι ό,τι αντικρίζουμε κάτι παραπάνω από αυτό που έχουν να μας προσφέρουν.
Αδιάφοροι για τη δική μας ελλιπή φύση ή παρακινούμενοι ακριβώς από την επίγνωση
αυτής της έλλειψης, θέλουμε πάντα κάτι επιπλέον απ’ ό,τι μας δίνεται. Αναζητούμε
τον ήχο στην εικόνα και την υλική δημιουργία στο λόγο∙ αναζητούμε πάντα αυτό
που λείπει, καθιστώντας ανέφικτη την όποια αίσθηση ικανοποίησης ή πληρότητας,
αφού δεν έχουμε μάθει πώς να αρκούμαστε σε αυτό που έχουμε.
«Τα χρονικά, τα ποσοτικά, τα άσκοπα.
Πάντα, τόσο, μέχρι.»
Η σκέψη μας είναι συνεχώς στο πόσο θα
διαρκέσει κάτι -το λίγο ή το τώρα δεν μας αρκούν ποτέ-, και στο πόσο
περισσότερο θα θέλαμε να έχουμε. Η σκέψη μας εγκλωβίζεται στα άσκοπα και στα
ανέφικτα∙ στο αν κάτι θα διαρκέσει για πάντα, στο αν θα διαρκέσει τόσο όσο
θέλουμε, στο αν θα κρατήσει μέχρι τη στιγμή που εμείς θα το θέλουμε. Άσκοπες
ανησυχίες για ένα ιδανικό μετά και για ένα ουτοπικό πάντα, που μας στερούν τη
δυνατότητα να ζήσουμε πραγματικά αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή και να
απολαύσουμε αυτό που έχουμε τώρα.
Δεν γνωρίζουμε πώς να εκτιμήσουμε τη
στιγμή και να αρκεστούμε σε όσα ακριβώς τη συνιστούν. Επιτρέπουμε στη διαρκή
επιθυμία του επιπλέον να καταστρέφει την άδολη χαρά του τώρα, με συνεχείς σκέψεις
για το πόσα περισσότερα θα θέλαμε να έχουμε ή να μας προσφέρει ο άλλος.
«Της επανάληψης, της πορείας,
του φθινοπωρινού γέλιου, των
μελλοντικών δειλινών,
εκείνων και των χθεσινών.»
Η μια φορά δεν μας καλύπτει ποτέ,
αποζητούμε την επανάληψη, νομίζοντας πως είναι μέσα από την επανάληψη που η
χαρά αποκτά την αξία της κι όχι μέσα από τη μοναδικότητα του βιώματος. Θέλουμε
την πορεία∙ θέλουμε το περαιτέρω και τη συνέχεια, νομίζοντας πως έτσι θα
θεραπευτεί η ανασφάλειά μας∙ νομίζοντας πως έτσι θα καλυφθούν οι πλείστες
ελλείψεις μας. Το φθινοπωρινό γέλιο θέλουμε να το ζήσουμε ξανά και ξανά, και
μέσα στα χθεσινά δειλινά η σκέψη μας βλέπει τα μελλοντικά δειλινά, ως αναγκαία
προϋπόθεση για να θεωρήσουμε πως αυτό που ζούμε τώρα έχει αξία.
Το βίωμα που έμεινε άνευ συνέχειας και
άνευ επαναλήψεως δεν μας επαρκεί, γιατί νομίζουμε πως η χαρά βρίσκεται στο μετά
και στη διάρκεια. Η μοναδικότητα της στιγμής περνά χωρίς να εκτιμηθεί και χωρίς
να βιωθεί με την ένταση που της αξίζει.
«Της θάλασσας εκείνης...
της μεγάλης, που «υγραίνοντας την άμμο
το πρωί»
θυμάται, εκεί που είχαμε πέσει και
χαθεί,
σ’ εκείνο το άνευ.»
Το ποιητικό υποκείμενο προχωρά σταδιακά
σε μια προσωπική του εμπειρία, που αποκαλύπτεται δισταχτικά σχεδόν ή με πόνο.
Τα αποσιωπητικά που ακολουθούν την αναφορά σ’ εκείνη τη θάλασσα που απέμεινε
μόνος μάρτυρας του ευτυχισμένου ερωτικού βιώματος, δείχνουν τη διάθεση του
ποιητή ν’ αφήσει τη σκέψη του να πλανηθεί για λίγο ακόμη στο δίχως συνέχεια
γεγονός αυτό. Η θάλασσα, εκείνη η μεγάλη, που υγραίνει την άμμο το πρωί,
θυμάται το σημείο που ο ποιητής με την αγαπημένη του είχαν πέσει μαζί κι είχαν
χαθεί σ’ εκείνο ακριβώς το άνευ συνέχειας, διάρκειας και επανάληψης μοναδικό
βίωμα.
Μια ερωτική εμπειρία που την έζησαν γι’
αυτό ακριβώς που υπήρξε, χωρίς την απαίτηση ή το προνόμιο της επανάληψης∙ ένα
άνευ που βιώθηκε σε όλη του την πληρότητα, δίχως να αναμένεται από αυτό κάτι
περαιτέρω ή κάτι έξω από τα πεπερασμένα όρια της μοναδικής στιγμής.
Ο ποιητής δεν παύει να αναπολεί αυτή
την ερωτική εμπειρία με τη θλίψη που συνοδεύει καθετί που απέμεινε χωρίς συνέχεια
και δεν βιώθηκε ποτέ ξανά. Εντούτοις, η αίσθηση νοσταλγίας που τον διακατέχει
δεν υπονομεύει την αξία αυτού του μοναδικού βιώματος, καθώς μέσα από την
ανάμνησή του αντλεί τη χαρά πως κάποτε, έστω και για μια φορά, έζησε μια καθαρή
και αγνή στιγμή ευδαιμονίας. Σκέψη που υποδηλώνεται μέσα από τη διακειμενική
αναφορά σ’ έναν στίχο του Καρυωτάκη.
Ο ποιητής μας παραπέμπει στο ποίημα του
Καρυωτάκη «Κι αν έσβησε σαν ίσκιος...», όπου το ποιητικό υποκείμενο, αν και
νιώθει πως η ζωή του βρίσκεται πλέον σε μια αδιέξοδη κατάσταση («κι αν έθαψα
την ίδια τη ζωή μου / βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ»), δεν παύει ωστόσο να
θυμάται με χαρά πως κάποτε του είχε δοθεί η ευκαιρία να ζήσει με πληρότητα κάτι
το αληθινό και αγνό:
η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που έζησα ζωή!
[Κωνσταντίνος Μούσσας «Σημεία Στίξης»,
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου