Jean Victor Schnetz
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Προ της Ιερουσαλήμ» (Β΄)
Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.
Πάθη, πλεονεξία, και φιλοδοξία,
ως κ’ η υπερηφάνεια η ιπποτική των,
ευθύς απ’ τες ψυχές των απεβλήθησαν.
Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.
Στην έκστασι και στην κατάνυξί των
εξέχασαν τες έριδες με τους Γραικούς,
εξέχασαν το μίσος για τους Τούρκους.
Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.
Κ’ οι Σταυροφόροι οι τολμηροί κ’
ακαταμάχητοι
οι ορμητικοί σε κάθε των πορεία κ’
έφοδο,
είναι δειλοί και νευρικοί και δεν
μπορούν
να προχωρήσουν· τρέμουν σαν μικρά
παιδιά,
και σαν μικρά παιδιά κλαιν, κλαίνε
όλοι,
τα τείχη βλέποντας της Ιερουσαλήμ.
Η σκηνή τοποθετείται στις 7 Ιουνίου
1099, όταν οι Φράγκοι Σταυροφόροι, με επικεφαλής τον Ρεϋμόνδο IV de Saint Gilles, πρωταντίκρισαν τα Ιεροσόλυμα και
άρχισαν την πολιορκία τους. Το ποίημα έχει κρυφήν ειρωνική διάσταση, για όποιον
θυμάται πως στις 15 Ιουλίου, αμέσως μετά την άλωση της πολιτείας, επακολουθησεν
η σφαγή όλου του μουσουλμανικού και εβραϊκού πληθυσμού της Ιερουσαλήμ από τα
«μικρά παιδιά» της Δύσης.
[Γ. Π. Σαββίδης]
Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.
Πάθη, πλεονεξία, και φιλοδοξία,
ως κ’ η υπερηφάνεια η ιπποτική των,
ευθύς απ’ τες ψυχές των απεβλήθησαν.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αποτυπώνει στο
ποίημά του ένα ιστορικό στιγμιότυπο και μια εντελώς εφήμερη ψυχική κατάσταση, η
οποία αποδίδει υπό μία έννοια την ορθή αίσθηση που θα όφειλαν να έχουν οι
σταυροφόροι βρισκόμενοι μπροστά στην Ιερουσαλήμ∙ την τόση σημαντική για τους
χριστιανούς πόλη. Έτσι, τα συναισθήματα που τους έφεραν ως εκεί, τα πάθη για
χρηματικές απολαβές και λάφυρα πολέμου, η πλεονεξία που όπλιζε το χέρι τους και
τους οδηγούσε σε ακραίες βιαιότητες, η φιλοδοξία για μεγάλα στρατιωτικά
επιτεύγματα και εξουσία, όπως κι αυτή ακόμη η ιπποτική περηφάνια τους,
χάνονται -όπως τουλάχιστον το θέλει ο ποιητής- όλα διαμιάς μόλις αντικρίζουν την
ιερή πόλη.
Οι σταυροφόροι που στέκουν εμπρός στην
Ιερουσαλήμ δεν είναι πια οι βίαιοι στρατιώτες που με τόση αγριότητα λεηλάτησαν
τις πόλεις που βρέθηκαν μπροστά τους∙ δεν είναι εκείνοι που κατέσφαξαν τους
πληθυσμούς των άλλων πόλεων. Είναι άνθρωποι που βιώνουν βαθιά μέσα τους το δέος
της ιεροσύνης του τόπου και αποβάλλουν κάθε αρνητικό, ανήθικο και μη αποδεκτό
συναίσθημα.
Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.
Στην έκστασι και στην κατάνυξί των
εξέχασαν τες έριδες με τους Γραικούς,
εξέχασαν το μίσος για τους Τούρκους.
Βρισκόμενοι μπροστά στην Ιερουσαλήμ οι
σταυροφόροι περιέρχονται σε μια εκστατική και κατανυκτική κατάσταση που
εξαγνίζει -πρόσκαιρα και ιδεατά προφανώς- τις ψυχές τους, κάνοντάς τους να
λησμονήσουν τόσο τους ανταγωνισμούς που έχουν με τους Έλληνες του Βυζαντίου,
όσο και το μίσος τους για τους Τούρκους. Έρχονται σ’ επαφή με τις πραγματικές
αξίες του χριστιανισμού και λησμονούν την πλεονεξία και τη βιαιότητά τους.
Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.
Κ’ οι Σταυροφόροι οι τολμηροί κ’
ακαταμάχητοι
οι ορμητικοί σε κάθε των πορεία κ’
έφοδο,
είναι δειλοί και νευρικοί και δεν
μπορούν
να προχωρήσουν∙ τρέμουν σαν μικρά
παιδιά,
και σαν μικρά παιδιά κλαιν, κλαίνε
όλοι,
τα τείχη βλέποντας της Ιερουσαλήμ.
Μόλις, λοιπόν, φτάνουν μπροστά στην
Ιερουσαλήμ οι σταυροφόροι, οι μέχρι εκείνη τη στιγμή τολμηροί και αήττητοι, οι
ορμητικοί και γενναίοι, χάνουν αίφνης το θάρρος και το δυναμισμό τους και
νιώθουν πως δεν μπορούν να βαδίσουν ενάντια στην ιερή αυτή πόλη. Τρέμουν σαν
μικρά παιδιά και κλαίνε, καθώς αντικρίζουν τα τείχη της σημαίνουσας αυτής
πόλης.
Η ψυχική αυτή κατάσταση, που τόσο
εμφατικά παρουσιάζεται από τον Καβάφη, συνιστά επί της ουσίας ειρωνικό σχόλιο
του ποιητή για την αντίφαση που παρουσιάζεται ανάμεσα στα υποτιθέμενα κίνητρα
των σταυροφόρων και την ακραία βιαιότητα της συμπεριφοράς τους. Οι άνθρωποι που
υποτίθεται πως ήθελαν να απελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους, διότι ως χριστιανοί
δεν άντεχαν να γνωρίζουν πως αυτοί βρίσκονταν υπό το έλεος των «βάρβαρων» μουσουλμάνων∙
οι άνθρωποι που υποτίθεται πως διακατέχονταν από το αγαθό πνεύμα της
χριστιανικής θρησκείας και πως η δική τους συμπεριφορά βρισκόταν στον αντίποδα
της βίαιης και ακραίας στάσης των μουσουλμάνων, επρόκειτο λίγες μέρες μετά να
κατασφάξουν όλους τους μουσουλμάνους, καθώς και τους Εβραίους κατοίκους, μιας
πόλης με ισχυρή θρησκευτική σημασία, όχι μόνο για τους χριστιανούς, αλλά και
για τους ισλαμιστές, όπως και για τον εβραϊκό λαό.
Προκαλεί εντύπωση στον ποιητή -γι’ αυτό
και μας παρουσιάζει τη δική του εκδοχή των γεγονότων- το πώς οι άνθρωποι αυτοί -οι
σταυροφόροι- δεν έφεραν στη σκέψη τους τις αξίες του χριστιανισμού ούτε καν
όταν έφτασαν μπροστά στην πιο ιερή πόλη της θρησκείας τους. Πώς γίνεται,
αναρωτιέται προφανώς ο ποιητής, να στάθηκαν μπροστά στην πόλη που φιλοξενεί τον
Πανάγιο Τάφο και να μην ένιωσαν την οργή, τις φιλοδοξίες και τη βιαιότητά τους
να υποχωρεί και να χάνεται από τις ψυχές τους;
Α΄
Σταυροφορία
Στα μέσα Ιουλίου 1096 άρχισαν να
φθάνουν στην Κωνσταντινούπολη οι πρόδρομοι της Α΄ Σταυροφορίας: 20.000 περίπου
άνδρες και γυναίκες με αρχηγού τους τον Gautier τον Ακτήμονα και ένα μοναχό, τον Πέτρο
τον Ερημίτη ή Κουκούπετρο. Η άφιξή τους, καθώς και, λίγους μήνες αργότερα, η
άφιξη των κυρίως στρατευμάτων της Α΄ Σταυροφορίας, έθετε καινούρια προβλήματα
στους Βυζαντινούς.
Η Α΄ Σταυροφορία είναι γεγονός καίριας
σημασίας στην ιστορία και της δυτικής Ευρώπης αλλά και της Εγγύς Ανατολής,
εφόσον με αυτή αρχίζει η πολιτική και ως ένα βαθμό η οικονομική επέκταση της
Δύσεως στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η ίδρυση λατινικών κρατών και
κρατιδίων στην Ανατολή και η παρουσία των Λατίνων σ’ αυτό τον χώρο, παρουσία η
οποία, τουλάχιστον στο έδαφος της Παλαιστίνης, διαρκεί ως το 1291, δημιούργησε
ανακατατάξεις που είχαν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη βυζαντινή πολιτική στη
Μικρά Ασία, όσο και στις σχέσεις του βυζαντινού κράτους με τη Δύση.
Τυπικά η Α΄ Σταυροφορία αρχίζει με το
κήρυγμα του πάπα Ουρβανού Β΄ στη Σύνοδο του Clermont στις 27 Νοεμβρίου 1095. Με την ομιλία
ή ομιλίες του, όπως μεταφέρονται από τους σύγχρονους χρονογράφους, ο πάπας
απευθυνόταν στον κλήρο και στους στρατιωτικούς αρχηγούς, τους φεουδάρχες της
Δύσεως, ιδιαίτερα μάλιστα στους Φράγκους, «την εκλεκτή φυλή και αγαπημένη από
τον Θεό». Αυτούς και άλλους, παρόντες και απόντες, ο Ουρβανός προέτρεψε σε
«θεάρεστον» έργο, παρακινώντας τους να ελευθερώσουν τις εκκλησίες της Ανατολής
και να βοηθήσουν τους εκεί «αδελφούς» τους στον αγώνα εναντίον των Τούρκων, οι
οποίοι, κατά τον πάπα, είχαν φθάσει ως τα Δαρδανέλλια, κατέστρεφαν χριστιανικές
γαίες και σκότωναν τους χριστιανούς. Ως πρώτη και απαραίτητη ενέργεια για την
εκστρατεία αυτή, ο Ουρβανός καλούσε τους πιστούς να σταματήσουν τις μεταξύ τους
διενέξεις.
Η ομιλία του πάπα έγινε δεκτή με
ενθουσιασμό, με κραυγές «Deus
le volt» (είναι θέλημα Θεού), και έτσι
εκατοντάδες ορκίσθηκαν να πάρουν μέρος στη Σταυροφορία. Εκπρόσωπος του πάπα
ορίσθηκε ο Adhemar
de Monteil, επίσκοπος του Puy, αργότερα και άλλοι. Ο πρώτος
σημαντικός φεουδάρχης που αποφάσισε να πάρει μέρος στη Σταυροφορία ήταν ο
Ραϋμόνδος de
Sancto Egidio (de Saint-Gilles), κόμης της Τολώσης (Toulouse).
Τα πραγματικά κίνητρα του πάπα
διαφαίνονται όχι τόσο από την ομιλία του στο Clermont, αλλά από την επιστολή του στους
ευγενείς και κατοίκους της Φλάνδρας, τον Δεκέμβριο του 1095. Εκεί αναφέρεται ο
πάπας στη «βαρβαρική λύσσα» με την οποία οι Τούρκοι κατέστρεφαν τις εκκλησίες
της Ανατολής, και ιδιαίτερα των Ιεροσολύμων∙ για τη σωτηρία των εκκλησιών της
Ανατολής προσκαλούσε όλους να ακολουθήσουν τον Adhemar de Monteil. Ο πάπας, φαίνεται, απέβλεπε σε δύο
σκοπούς∙ επιδίωκε πρώτα, και ίσως κατά κύριο λόγο, να βοηθήσει τους χριστιανούς
της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και κατά δεύτερο λόγο να απελευθερώσει τα
Ιεροσόλυμα. Όμως, καθώς ο Ουρβανός και οι επίσκοποί του, και κυρίως διάφοροι
μοναχοί και κληρικοί, μετέφεραν το μήνυμα για τη Σταυροφορία στη Γαλλία, Ιταλία
και Φλάνδρα, άλλαξε ο αρχικός προσανατολισμός. Τα Ιεροσόλυμα πολύ γρήγορα
έγιναν το επίκεντρο, λόγω της έλξεως που προξενούσαν στη λαϊκή φαντασία.
Στα πλαίσια των σχέσεων Βυζαντίου και
Δύσεως, η αρχική σύλληψη της ιδέας της Σταυροφορίας από τον Ουρβανό Β΄ (άσχετα
από την κατοπινή εξέλιξη της εκστρατείας) πρέπει να θεωρηθεί φυσική απόρροια
σειράς γεγονότων που είχαν προηγηθεί. Ήδη μετά την ήττα των βυζαντινών δυνάμεων
στο Μαντζικέρτ, και την προϊούσα επέκταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, ο Μιχαήλ
Ζ΄ (1071-1078), στην προσπάθειά του να διώξει τους εισβολείς, επικαλέστηκε τη
βοήθεια της Δύσεως.
Από την πλευρά του ο Αλέξιος Α΄ δεν
αντιμετώπισε εχθρικά τους σταυροφόρους. Όταν πληροφορήθηκε ότι επίκειται η
άφιξή τους, άρχισε να προετοιμάζεται. Έστειλε αξιωματούχους στο Δυρράχιο και
στον Αυλώνα, μαζί με διερμηνείς της λατινικής γλώσσας, ώστε να υποδέχονται τους
σταυροφόρους, να τους παρακολουθούν στο δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη και να
αποτρέπουν τυχόν επιθέσεις κατά των κατοίκων της περιοχής. Ο αυτοκράτωρ επίσης
φρόντισε ώστε να υπάρχουν συγκεντρωμένα τρόφιμα και άλλα απαραίτητα, για να
αποσοβηθεί ο κίνδυνος λεηλασίας και προστριβών.
Πρώτος έφθασε στο Δυρράχιο ο Ούγος de Vermandois, αδελφός του Φιλίππου Α΄, βασιλιά της
Γαλλίας, με μια μικρή ομάδα. Λίγο αργότερα έφτασε η πρώτη μεγάλη στρατιά, με
αρχηγούς τον Γοδοφρέδο de
Bouillon, δούκα
της Κάτω Λοθαριγγίας (Λορραίνης), και τον αδελφό του τον Βαλδουΐνο,
ακολουθώντας τον δρόμο της ξηράς, μέσω Ουγγαρίας, Βελιγραδίου και
Φιλιππουπόλεως. Τον Απρίλιο του 1097 ήρθε στην Κωνσταντινούπολη η νορμανδική
στρατιά του Βοημούνδου και του ανεψιού του Ταγκρέδου, καθώς και η μεγάλη
στρατιά του Ραϋμούνδου de
Saint-Gilles, μαζί με τον παπικό εκπρόσωπο Adhemar de Monteil. Ένα μήνα αργότερα έφτασε στην
Κωνσταντινούπολη και η τελευταία μεγάλη στρατιά, από τη βόρεια Γαλλία, με
ηγέτες τον δούκα της Νορμανδίας Ροβέρτο, τον κόμητα Στέφανο de Blois, και τον κόμητα Ροβέρτο Β΄ της
Φλάνδρας.
Στο τέλος της ανοίξεως του 1097, και
αφού όλοι οι αρχηγοί των σταυροφόρων, με εξαίρεση τον Ταγκρέδο, έδωσαν όρκο
πίστεως, τα δυτικά στρατεύματα πέρασαν στη Μικρά Ασία όπου, συνοδευόμενα από
βυζαντινή στρατιά, προχώρησαν προς τον πρώτο στρατηγικό σκοπό, τη Νίκαια. Η
πόλη ήταν καλά οχυρωμένη, αλλά η τουρκική φρουρά δεν ήταν σε θέση μόνη της να
αντιμετωπίσει την επίθεση των σταυροφόρων.
Αντίθετα με ό,τι έγινε στις άλλες
πόλεις που κατέλαβαν αργότερα οι σταυροφόροι, η Νίκαια δεν λεηλατήθηκε, ούτε
έγινε σφαγή των κατοίκων. Μετά την άλωση της Νίκαιας (19 Ιουνίου) οι
σταυροφόροι, με συνοδό τον Τατίκιο, συνέχισαν τον δρόμο τους προς νότο. Την 1η
Ιουλίου έδωσαν τη δεύτερη μεγάλη μάχη τους με τον σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν και
τον πολυαριθμότατο στρατό του στο Δορύλαιο και τον νίκησαν. Η πτώση της Νίκαιας
και η νίκη του Δορυλαίου ύψωσαν το ηθικό των σταυροφόρων.
Στο μεταξύ, οι σταυροφόροι, μαζί με τον
Τατίκιο, συνέχισαν τον δρόμο τους προς την Αντιόχεια, περνώντας από περιοχές
ερημωμένες, και αντιμετωπίζοντας δυσκολίες ανεφοδιασμού. Το κύριο σώμα των
σταυροφόρων έφθασε στην Αντιόχεια στις 21 Οκτωβρίου 1097. Η πόλη βρισκόταν τότε
υπό την κυριαρχία του Γιαγκί Σιγιάν, τυπικά υπηκόου του εμίρη του Χάλεπ. Η
πολιορκία της Αντιόχειας κράτησε ως τις 3 Ιουνίου 1098∙ ο χειμώνας ήταν βαρύς
και οι τροφές έλειπαν σε σημείο που οι σταυροφόροι έτρωγαν φύλλα συκιάς και
αμπελιών, καμήλες, άλογα, μερικοί ακόμη και ανθρώπους. Εσωτερικά, η συνοχή του
στρατού των σταυροφόρων κλυδωνιζόταν από συνεχείς διενέξεις ανάμεσα στους
αρχηγούς, ιδιαίτερα ανάμεσα στον Ραϋμόνδο de Saint-Gilles και
τον Βοημούνδο∙ και οι δύο διεκδικούσαν την αρχηγία και τη δόξα για την
επικείμενη άλωση της πόλεως. Στις 3 Ιουνίου ο Βοημούνδος, μετά από προδοσία
ενός Αρμενίου της Αντιόχειας, έγινε κάτοχος της πόλεως. Όλοι οι Τούρκοι
κάτοικοι της Αντιόχειας κατασφάγηκαν. Ο Βοημούνδος ήταν τώρα κύριος της πιο
σημαντικής πόλεως της βόρειας Συρίας, πόλεως που θα έπρεπε δικαιωματικά να
επιστραφεί στο Βυζάντιο.
Μετά την τελική νίκη, και παρά τη
συνθήκη με τον βυζαντινό αυτοκράτορα, ο Βοημούνδος κράτησε την Αντιόχεια για
τον εαυτό του. Η στάση αυτή, και γενικότερα οι φιλοδοξίες του, προκάλεσαν
διενέξεις με άλλους ηγέτες. Ενώ, λοιπόν, οι διενέξεις αυτές μεταξύ των αρχηγών
των σταυροφόρων συνεχίζονταν και ο στρατός υπέφερε από λοιμό, υπό την πίεση των
μαζών, μετά από μερικούς μήνες ο Ραϋμόνδος ανέλαβε την ηγεσία της πορείας προς
τα Ιεροσόλυμα, ενώ ο Βοημούνδος έμεινε στην Αντιόχεια. Η ιερή πόλη, που
κατεχόταν από τους Φατιμίδες, πολιορκήθηκε για πέντε εβδομάδες και στις 15
Ιουλίου 1099 κυριεύθηκε∙ ακολούθησε λεηλασία και σφαγή όλων των μουσουλμάνων
και Εβραίων κατοίκων. Η πόλη γέμισε πτώματα. Οι ίδιοι οι σταυροφόροι, στην
επίσημη επιστολή τους προς τον πάπα, με την οποία αναγγέλλουν την πτώση των
Ιεροσολύμων, γράφουν με υπερηφάνεια ότι στον δρόμο προς τον Άγιο Τάφο τα άλογά
τους ήταν ως τα γόνατα βουτηγμένα στο αίμα των μουσουλμάνων. Η τραγική αυτή
σφαγή άλλαξε για πολύ καιρό τις σχέσεις μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών και
έκανε αδύνατη την ειρηνική συμβίωση στην Εγγύς Ανατολή.
Ο άμεσος σκοπός της Α΄ σταυροφορίας
είχε επιτευχθεί. Πολλοί από τους σταυροφόρους επανήλθαν τότε στην Ευρώπη, άλλοι
όμως παρέμειναν στη Συρία και στην Παλαιστίνη, όπου δημιούργησαν νέα πολιτική
τάξη πραγμάτων. Αρχικά θεωρήθηκε ότι στην πόλη των Ιεροσολύμων δεν έπρεπε να
υπάρχει βασιλική εξουσία: ο πρώτος ηγεμόνας των Ιεροσολύμων, Γοδοφρέδος de Bouillon, αυτοαποκαλέσθηκε «επίτροπος του
Παναγίου Τάφου». Μόνο μετά τον θάνατό του, ο αδελφός του Βαλδουΐνος πήρε τον
τίτλο του βασιλέως (11 Νοεμβρίου 1100).
Το βασίλειο των Ιεροσολύμων έμεινε στα
χέρια των χριστιανών ως το 1187, οπότε το μεγαλύτερο μέρος του καταλήφθηκε από
τον Σαλαντίν, σουλτάνο της Αιγύπτου.
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος
Θ΄, Εκδοτική Αθηνών]
Το ποίημα αυτό το είχε γράψει αρχικά ο
ποιητής στην καθαρεύουσα και το μετέτρεψε αργότερα στη δημοτική.
[α']
Έφθασαν τώρα προ της Ιερουσαλήμ.
Πάθη, πλεονεξία, και φιλοδοξία,
και η ιπποτική υπερηφάνεια
εκ των ψυχών αυτών απεδιώχθησαν.
Έφθασαν τώρα προ της Ιερουσαλήμ.
Εν τη εκστάσει των και εν τη κατανύξει
εξέχασαν τας έριδας με τους Γραικούς,
εξέχασαν το μίσος των διά τους
Τούρκους.
Έφθασαν τώρα προ της Ιερουσαλήμ.
Κ’ οι Σταυροφόροι οι ακαταμάχητοι,
οι άλλοτε απτόητοι και τολμηροί,
είναι δειλοί και νευρικοί, δεν ημπορούν
να προχωρήσουν, τρέμουν ως μικρά παιδία
και ως μικρά παιδία κλαίουν, κλαίουν
όλοι,
τα τείχη βλέποντες της Ιερουσαλήμ.
1 σχόλια:
Εξαιρετική και εύστοχη ερμηνευτική προσέγγιση.
Δημοσίευση σχολίου