Diego Fernandez
Τόλης
Καζαντζής «Η Κατίνα» (απόσπασμα)
Είχε ξεμείνει εντελώς η Κατίνα. Έλεγε
πως είναι στα τριάντα. Τι τριάντα όμως; Οι φιλενάδες της είχανε κοτζάμ παιδιά,
σαν και μας και πιο μεγάλα. “Δε λες τριάντα πέντε και βάλε”, λέγανε όταν
γινότανε λόγος γι’ αυτήνα. Όμως ήταν καλή, νοικοκυρά και πάντα με το γλυκό το
λόγο κι οι δικοί της το ίδιο· ήσυχη κι αγαπημένη οικογένεια. Γι’ αυτό κι όλοι
τη νοιαζότανε και πήγαιναν κι έρχονταν τα προξενιά, όμως θες η τύχη, θες που το
πράμα δεν κολλούσε μιας εξαρχής, ξέμενε η Κατίνα και σε λιγάκι θα ‘μπαινε, στα
σίγουρα, στο ράφι.
Κάθε φορά, λοιπόν, που θα της φέρνανε
προξενιό, τη στολίζανε οι δικοί της όλο και περισσότερο κι απ’ το πολύ το
στόλισμα την κάμνανε στο τέλος σωστή λατέρνα, κι ενώ πρωτύτερα δεν τις πρόσεχες
τις ζάρες, ας πούμε, στο λαιμό, τώρα με τα κραγιόνια και τους κολιέδες, εκεί
θαρρείς πως πήγαινε, ευθεία, το μάτι σου. Και να ‘ταν καμιά πονηρή; Καμιά
καταφερτζού να ξέρει απ’ αυτά; Τίποτε. Ίσιος κι ειλικρινής άνθρωπος. Όπως
εκείνη τη φορά που φέρανε στο σπίτι το Σωτήρη το ζωέμπορα κι ανοίξανε κουβέντα,
καλοκαίρι ήτανε, για τα μπάνια κι ο άνθρωπος είπε πως “καμιά φορά, όταν το
επιτρέπει η εργασία μου πάω στο Μπαξέ Τσιφλίκι”. Τότε η προξενήτρα ρώτησε και την
Κατίνα, να έτσι, για να γίνει κουβέντα, κι αυτή,
- Τώρα τελευταία δεν πάμε, είπε μα πριν
πηγαίναμε στο Μπεχ-Τσινάρι. Παγώσαν όλοι. Στο Μπεχ-Τσινάρι πήγαινε ο κόσμος
πριν από είκοσι χρόνια. Και το πράμα, φυσικά, χάλασε.
Άσε πια τον αδερφό της τον Τάσο. Καλός,
χρυσός ο χριστιανός, αλλά μονοκόμματος, ντουβάρι σκέτο, είχε χαλάσει προξενιά
και προξενιά. Όπως τότε που φέρανε εκείνον το σιδηροδρομικό - “μεγαλούτσικος,
μα καλοστεκούμενος και φαίνονταν γερός κι εργατικός”. Μόλις τον είδε ο Τάσος,
ρώτησε:
Και τι δουλειά κάνεις, κυρ-Στέργιο; κι
η προξενήτρα πετάχτηκε για να προλάβει και,
-Ανώτερος υπάλληλος των σιδηροδρόμων,
είπε.
Ο Τάσος τον ζύγιασε καλά και “βίρα”
έκανε με τον ώμο του σα να σκούνταγε βαγόνι και γέλασε καλοκάγαθα με τ’ αστείο.
Σκέψου...
Ώσπου, την τελευταία φορά που ήτανε να
έρθει προξενιό, είπανε να ‘ρθουνε τ’ απόγευμα νωρίς με το γαμπρό, που θα ‘λειπε
ο Τάσος στη δουλειά. Όμως θαρρείς η ατυχία την κυνηγούσε τη φουκαριάρα την
Κατίνα κι ο Τάσος εκείνη τη μέρα βρήκε να σχολάσει νωρίτερα. Έτρεξε η
κυρα-Φανούλα, η αδερφή του, και του είπε να μην το κουνήσει απ’ την κουζίνα,
ώσπου να φύγουν οι άνθρωποι, και ξαναπήγε στη σάλα.
Ο Τάσος πλύθηκε κι έβαλε κατιτίς να
φάει, μα τ’ αυτί του το ‘χε στημένο μέσα. Τότε ήταν που ρώτησε η προξενήτρα:
- Πόσω χρονώ είναι η Κατινούλα μας; κι
η κυρα-Φανούλα,
- Είκοσι οχτώ στα είκοσι εννιά,
απάντησε, μα πριν προλάβει να το γυρίσει κάπου αλλού, ο Τάσος μέσα απ’ την
κουζίνα,
- Ποια; είπε κι ύστερα, τριάντα οχτώ
σωστά, κι οι άνθρωποι σηκώθηκαν και φύγανε άρον άρον. Πέσανε να τον φάνε το
φουκαρά τον Τάσο, σα να ‘τανε όλα τελειωμένα κι αυτός ήρθε και τα χάλασε την ώρα που
ήταν να περάσουνε τις βέρες.
Έμενε, λοιπόν, η Κατίνα κι όσο περνούσε
ο καιρός τα προξενιά αραίωναν. Ώσπου ήρθανε και τα εγγλέζικα στρατεύματα και
γέμισε ο τόπος με χίλιες καρυδιές καρύδια:
Εγγλέζους κι Αυστραλέζους και Ινδούς
και κάτι άλλους μαυροκίτρινους που τους φωνάζαμε “αμίκους” και που φεύγαμε
μακριά όταν περνούσανε, γιατί λέγανε πως άμα τύχει, μπορούσανε να φάνε κι άνθρωπο
ακόμη. Και μεις που περιμέναμε να ‘ρθουνε πώς και πώς... Οι μεγάλοι λέγανε ότι
στον πρώτο πόλεμο μοιράζαν στα παιδιά πλάκες τις σοκολάτες κι είχανε τις
καντίνες τους ανοιχτές, βουνά οι κονσέρβες, τα βούτυρα κι οι ζάχαρες, κι
έμπαινε ο κόσμος κι αγόραζε, με το τίποτε, και του πουλιού το γάλα. Όμως όταν
ήρθανε, μονάχα φασαρίες φέρανε και τίποτ’ άλλο. Προπαντός όταν μεθούσανε, και
πότε, θα πεις, ήταν ξεμέθυστοι; Μαλώνανε και τα σπάζανε στις ταβέρνες και δε
λογάριαζαν κανένα· σα να ‘ταν του παππού τους το τσιφλίκι. Κι ύστερα βγαίνανε
στο δρόμο και πειράζαν τα κορίτσια άγαρμπα και πέφτανε απάνω τους κι οι δικοί
μας και γινότανε μαλλιά κουβάρια, όσο να έρθει η αστυνομία τους, κάτι θηρία ως
εκεί απάνω, που βαράγανε όπου φτάνανε κι ύστερα τους πετάγανε στα φορτηγά
αναίσθητους, σα να μην ήταν άνθρωποι, σα να ‘τανε σφαχτάρια.
Εκτός όμως απ’ αυτούς, είχε και κάτι
άλλους, που παρασταίνανε τον δεν ξέρω ποιον.
Σιδερωμένοι, του κουτιού κι
ορθοκατέβατοι, σουλατσάρανε ασταμάτητα στις γειτονιές και ρίχνανε ματιές και
σπόντες στα κορίτσια. Κι αυτές, οι χαμένες, τάχα γελούσαν με τα “γκλυκιά μου”
και τα “κρυσό μου” που τις πετάγανε, τάχα δεν τα θέλανε και λιώνανε τις σόλες
τους στα σύρε κι έλα και βγάζανε κάλους οι αγκώνες τους με το να τους τρώνε τα
παράθυρα και τα μπαλκόνια. Κι άρχισε η Κατίνα να ντύνεται και να στολίζεται και
να βγαίνει έξω κάθε τόσο, τάχα για ψώνια, τάχα για επισκέψεις και σε λιγάκι σταμπάραμε
κι έναν ψηλό λοχία μ’ έναν άλλο φίλο του αλλήθωρο, που όλο περνάγανε μπρος απ’
το σπίτι της Κατίνας και λοξοκοιτάγανε. Κι ύστερα μαθεύτηκε πως πήγε σπίτι και
τη γύρεψε. Καθίσαν, λέει, ένα γύρω στο σαλόνι και χαμογελούσαν και λέγανε κάτι
“γκουτ” και τέτοια κι ο Φρεντ, έτσι τον λέγανε το γαμπρό, τον αλλήθωρο, μίλησε
κάτι γαλλικά με την κυρα-Φανούλα που κάτι σκάμπαζε από παλιά κι όταν είδε το
γιο της τον Κωστάκη,
Τρε ζολί ανφάν, είπε ο Φρεντ. Κι ο
Κωστάκης ήρθε και μας τα έλεγε με το νι και με το σίγμα και μεις “ζολί, ζολί”
φωνάζαμε κι από τότε του ‘μεινε το “ζολί”, παρατσούκλι του Κωστάκη. Ύστερα από
κάνα μήνα, γίνανε τα επίσημα του αρραβώνα της Κατίνας κι όλοι στη γειτονιά
καταχαρήκανε κι είπανε, “η καλή η πίτα, καλό μουσαφίρη περιμένει” και κάτι άλλα
που λένε στην περίσταση. Και το πράμα αποφασίστηκε. Θα πήγαιναν στο Μάντζεστερ,
στην πατρίδα του Φρεντ, γιατί εκεί είχε ο άνθρωπος τις δουλειές του. Κι ο Φρεντ
ξεκίνησε πρώτος, να πάρει και τ’ απολυτήριο, να ‘τοιμάσει και τα χαρτιά του για
το γάμο και να ξανάρθει, σ’ ένα μήνα το πολύ, να παντρευτούνε και να φύγουνε
μαζί.
Άρχισε κι η Κατίνα τις ετοιμασίες·
ραψίματα, και “μέθοδο αγγλικά” κι οι γείτονες πηγαίνανε και τα δώρα για το
γάμο, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Πέρασε όμως μήνας κι ο Φρεντ δε φάνηκε. Ο άλλος
πάλι ο ψηλός, ο φίλος, έλεγε πως ίσως κάπου σκόνταψε το πράμα αλλά, να μην
ανησυχούν, όλα θα σιάξουν. Πέρασε όμως και δεύτερος και τρίτος μήνας κι ούτε
φωνή ούτε ακρόαση ο Φρεντ. Όσο για τον ψηλό, άφαντος κι αυτός. Κι η Κατίνα
κλείστηκε και δε φαινόταν πουθενά. Ούτε, όμως, ξανάγινε λόγος στη γειτονιά γι’
αυτό το ζήτημα. Μόνον εμείς ρωτήσαμε τον Κωστάκη, να μάθουμε κι αυτός μας είπε πως,
τάχα, το καράβι που έφερνε το Φρεντ, χτύπησε πάνω σε νάρκα και πνίγηκαν όλοι.
βίρα: τράβα, σήκωσε (ναυτ. επιφώνημα)
αμίκους: φίλους
σπόντες: υπαινικτικές κουβέντες
Τρε ζολί ανφάν: πολύ ωραίο, υπέροχο
παιδί ( κοινή γαλλική φράση).
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α1. Να
αναφέρετε τα πρόσωπα που κατονομάζονται στο κείμενο και να επισημάνετε τις
μεταξύ τους σχέσεις.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η
Κατίνα, η καλοκάγαθη κοπέλα που αν και πλησιάζει τα σαράντα δεν έχει καταφέρει
ακόμη να παντρευτεί. Από τα μέλη της οικογένειάς της γίνεται επώνυμη αναφορά
στον αδερφό της τον Τάσο, ο οποίος αν και ήταν καλόψυχος δεν είχε τους
κατάλληλους τρόπους κι είχε χαλάσει εξαιτίας της αγαρμποσύνης του αρκετά
προξενιά της αδερφής του∙ και στην αδερφή της την κυρα-Φανούλα, της οποίος γιος
ήταν ο Κωστάκης, από τον οποίο μάθαινε ο αφηγητής και τα υπόλοιπα παιδιά της
γειτονιάς τα σχετικά με τα διάφορα ατυχή προξενιά.
Αναφορά γίνεται, επίσης, σε τρεις
άνδρες που παρουσιάστηκαν κατά καιρούς ως υποψήφιοι σύζυγοι της Κατίνας: τον
ζωέμπορα Σωτήρη, έναν υπάλληλο του σιδηροδρόμου, τον κυρ-Στέργιο, και τον Φρεντ
που υπηρετούσε στον αγγλικό στρατό. Ενώ, αν και δεν αναφέρεται το όνομά της,
βασικό ρόλο διαδραματίζει και η προξενήτρα που αναλάμβανε κάθε φορά -ανεπιτυχώς-
να φέρει εις πέρας το κάθε συνοικέσιο της Κατίνας.
α2. Να
καταγράψετε τις πληροφορίες που αντλείτε από το κείμενο σχετικά με τον αφηγητή
της ιστορίας.
«Οι φιλενάδες της είχανε κοτζάμ παιδιά,
σαν και μας και πιο μεγάλα.»
«Εγγλέζους κι Αυστραλέζους και Ινδούς
και κάτι άλλους μαυροκίτρινους που τους φωνάζαμε “αμίκους” και που φεύγαμε
μακριά όταν περνούσανε, γιατί λέγανε πως άμα
τύχει, μπορούσανε να φάνε κι άνθρωπο
ακόμη. Και μεις που περιμέναμε να ‘ρθουνε πώς και πώς... Οι μεγάλοι λέγανε ότι
στον πρώτο πόλεμο μοιράζαν στα παιδιά πλάκες τις σοκολάτες κι είχανε τις
καντίνες τους ανοιχτές, βουνά οι κονσέρβες, τα βούτυρα κι οι ζάχαρες, κι
έμπαινε ο κόσμος κι αγόραζε, με το τίποτε, και του πουλιού το γάλα.»
«Κι ο Κωστάκης ήρθε και μας τα έλεγε με
το νι και με το σίγμα και μεις “ζολί, ζολί” φωνάζαμε κι από τότε του ‘μεινε το
“ζολί”, παρατσούκλι του Κωστάκη.»
«Μόνον εμείς ρωτήσαμε τον Κωστάκη, να
μάθουμε κι αυτός μας είπε πως, τάχα, το καράβι που έφερνε το Φρεντ, χτύπησε
πάνω σε νάρκα και πνίγηκαν όλοι.»
Ο αφηγητής της ιστορίας είναι, κατά την
περίοδο που εκτυλίσσεται η ιστορία, μικρός σε ηλικία∙ είναι ένα από τα παιδιά
της γειτονιάς. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, οι φιλενάδες της Κατίνας είχαν
κοτζάμ παιδιά, «σαν και μας» και πιο μεγάλα. Το γεγονός, άλλωστε, ότι είναι
παιδί εκείνη την περίοδο προκύπτει κι από την ευπιστία που παρουσιάζει απέναντι
στους ισχυρισμούς «των μεγάλων» πως ορισμένοι από τους στρατιώτες του
εγγλέζικου στρατεύματος μπορούσανε να φάνε κι άνθρωπο ακόμη! Ο αφηγητής-παιδί
εκφράζει το φόβο που ενέπνεαν σε αυτόν και στους φίλους του οι μαυροκίτρινοι
αυτοί στρατιώτες, τους οποίους και απέφευγαν όσο μπορούσαν.
Επιπλέον, όπως προκύπτει από το
κείμενο, ο αφηγητής ήταν φίλος με τον Κωστάκη τον ανιψιό της Κατίνας, από τον
οποίο αντλούσε η παρέα τις σχετικές πληροφορίες για την πορεία του πρόσκαιρου
αρραβώνα της με τον Φρεντ. Η παρέα -στην οποία ανήκε κι ο αφηγητής- βρίσκει,
μάλιστα, αφορμή μέσα από τις διηγήσεις του Κωστάκη να του κολλήσει και το
παρατσούκλι «ζολί», από μια γαλλική φράση που είχε χρησιμοποιήσει ο Φρεντ όταν
μιλούσε στη μητέρα του παιδιού∙ ένδειξη κι αυτό της παιδικότητας και της
αφέλειας που χαρακτήριζε τα παιδιά της γειτονιάς και, φυσικά, τον αφηγητή.
Χάρη στη φιλική σχέση, πάντως, που
διατηρούσε ο αφηγητής με τον Κωστάκη θα φτάσε σε αυτόν και η υποτιθέμενη
ιστορία σχετικά με τη νάρκη που βούλιαξε το καράβι στο οποίο επέβαινε ο Φρεντ,
με την οποία η οικογένεια της Κατίνας θέλησε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι ο «αρραβωνιαστικός»
προτίμησε τελικά να μην την παντρευτεί.
β1. Να
επισημάνετε το πρόβλημα του κεντρικού προσώπου της ιστορίας, όπως φαίνεται στην
πρώτη παράγραφο του κειμένου.
Η ηρωίδα του κειμένου, η Κατίνα, έχει
περάσει πια τα τριάντα και δεν έχει κατορθώσει ακόμη να βρει σύζυγο,
προκειμένου να δημιουργήσει κι εκείνη τη δική της οικογένεια. Ενώ οι φίλες της
έχουν ήδη μεγάλα παιδιά, εκείνη βρίσκεται παγιδευμένη στην αδυναμία της να
προσελκύσει το ενδιαφέρον κάποιου υποψήφιου συζύγου, με αποτέλεσμα να είναι
αναγκασμένη να κρύβει ακόμη και την ηλικία της, ώστε να μην αποθαρρύνονται οι
τυχόν ενδιαφερόμενοι από το γεγονός ότι έχει φτάσει κι ίσως έχει περάσει τα
τριανταπέντε της χρόνια∙ κάτι που περιορίζει κατά πολύ τη δυνατότητά της να
αποκτήσει υγιή παιδιά.
Η Κατίνα είναι καλός και γλυκομίλητος
άνθρωπος, καλή νοικοκυρά και ανήκει σε μια ήσυχη και αγαπημένη οικογένεια∙
προτερήματα που την καθιστούν ιδιαιτέρως συμπαθή στην τοπική κοινωνία, γι’ αυτό
και όλοι προσπαθούν να τη βοηθήσουν ν’ αποκατασταθεί, κάνοντάς της συνεχώς
προξενιά. Ωστόσο, είτε γιατί η ηρωίδα δεν είχε την τύχη με το μέρος της είτε γιατί
κανένα από τα προξενιά αυτά δεν πήγαινε από την αρχή καλά, η Κατίνα παρέμενε
ακόμη ανύμφευτη και φαινόταν πια ολοένα και πιο πιθανό πως θα ξέμενε τελικά
χωρίς σύζυγο. Το γεγονός ότι είχαν περάσει τα χρόνια της νεότητάς της και όδευε
στην ηλικία εκείνη που δεν θα μπορούσε πια να κάνει παιδιά, σφράγιζε επί της
ουσίας τη μοίρα της.
β2. Να
περιγράψετε το ρόλο της προξενήτρας κάνοντας αναφορές στο κοινωνικό στερεότυπο
που εκπροσωπεί.
Σε παλαιότερες εποχές λόγω της αυστηρότητας
των ηθών στην Ελλάδα, δεν υπήρχε επί της ουσίας η δυνατότητα να προκύψουν κατά
τρόπο ελεύθερο γνωριμίες που θα οδηγούσαν σε γάμο, διότι καμία κοπέλα δεν θα
διακινδύνευε την τιμή της με το να συζητά ή να κυκλοφορεί με κάποιον άντρα. Οι
κοπέλες παρέμεναν ως επί το πλείστον μέσα στο σπίτι ασχολούμενες με τις
οικιακές εργασίες και δεν είχαν έτσι την ευκαιρία να έρθουν σ’ επαφή με τους
νεαρούς της περιοχής τους, κι αντιστοίχως οι νέοι από σεβασμό απέναντι στις
κοπέλες δεν τολμούσαν να τις πλησιάσουν, καθώς γνώριζαν πως υπήρχε κίνδυνος να
τις εκθέσουν στα μάτια της τοπικής κοινωνίας και να ζημιώσουν τις προοπτικές
τους για έναν καλό γάμο.
Οι γνωριμίες ανάμεσα στα εν δυνάμει νέα
ζευγάρια γίνονταν με πρωτοβουλία του προξενητή ή της προξενήτρας, ανθρώπων
μεγαλύτερης ηλικίας που είχαν αρκετά μεγάλη πείρα στο να ψυχολογούν τους
συνανθρώπους τους και, άρα, να καταλαβαίνουν ποιοι θα ταίριαζαν μεταξύ τους. Με
κύριο κίνητρο την πίστη στην αξία του γάμου -χωρίς να λείπουν κατά περίπτωση και
κάποιες υλικές απολαβές που παρέχονταν από τους γονείς του ζευγαριού εν είδει
δώρου- η προξενήτρα φρόντιζε να προσεγγίζει τους γονείς των νέων που θεωρούσε
πως θα μπορούσαν να γίνουν ένα ταιριαστό ζευγάρι και κανόνιζε τις μεταξύ τους
συνεννοήσεις∙ οι οποίες σε πρώτο επίπεδο αφορούσαν αποκλειστικά τους γονείς,
χωρίς να ζητείται η γνώμη των ίδιων των ατόμων που επρόκειτο να παντρευτούν.
Η προξενήτρα χρησίμευε ακόμη κι όταν
κάποια οικογένεια είχε ήδη επιλέξει για το παιδί της μια νύφη ή ένα γαμπρό που
θεωρούσε αξιόλογο, εφόσον ήταν εκείνη που όφειλε να προσεγγίσει την άλλη
οικογένεια και να διερευνήσει το κατά πόσο υπήρχε ανάλογο ενδιαφέρον. Ενώ,
παράλληλα, βασική ήταν η συνεισφορά της κι όταν επρόκειτο για άντρες που είχαν
χηρέψει και χρειάζονταν μια νέα σύζυγο ή για κοπέλες που είχαν απομείνει
ανύπαντρες και βρίσκονταν πια σε ηλικία που δεν προσέλκυε εύκολα το ενδιαφέρον
υποψήφιων γαμπρών. Η προξενήτρα αναλάμβανε σ’ αυτές τις περιπτώσεις να καλύψει
το θέμα της ηλικίας παρουσιάζοντας άλλες αρετές του ατόμου που ήθελε να
αποκαταστήσει.
Είναι, βέβαια, σαφές πως το έργο της
προξενήτρας γινόταν πολύ πιο εύκολο όταν το άτομο που ήθελε να παντρέψει
διέθετε καλή οικονομική κατάσταση. Η μεγάλη προίκα μιας νύφης ή τα πολλά έσοδα
ενός γαμπρού, αποτελούσαν υψηλής σημασίας δέλεαρ, που μπορούσε να υπερνικήσει
κάθε πιθανό δισταγμό που ίσως να βασιζόταν σε θέματα εμφάνισης ή ηλικίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου