Thomas Zimmerman
Με
βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας
δίνεται, να αναλύσετε τις ρυθμίσεις της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1871, καθώς
και τις συνέπειές της στην παραγωγή προϊόντων και στο εμπόριο.
Η
γεωργία και η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871
Στη δεκαετία 1860, η μόνιμη καχεξία της
ελληνικής αγροτικής οικονομίας είχε εμβάλει οικονομολόγους και πολιτικούς σε
σκέψεις για ριζική μεταρρύθμιση. Μια πραγματική αλλαγή στους φορείς ιδιοκτησίας
της εθνικής γης ήταν μέτρο όχι μόνο κοινωνικής μέριμνας αλλά και αυξήσεως των
δημόσιων εσόδων, λόγο της αναμενόμενης αυξήσεως της παραγωγικότητας.
Τελικά το Μάρτιο του 1871, ο
Κουμουνδούρος, με υπουργό το Σωτηρόπουλο, πέτυχε την ψήφιση νόμου με αποτέλεσμα
να διανεμηθούν 2.650.000 στρέμματα σε 357.217 κλήρους με αγοραία αξία
90.000.000 δρχ.
Η σημασία της αγροτικής αυτής
μεταρρυθμίσεως εκτιμάται πληρέστερα, όταν συνειδητοποιηθεί το γεγονός ότι το
μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων χωρικών της εποχής εκείνης αποκαταστάθηκαν ως
ιδιοκτήτες στη γη που καλλιεργούσαν. Οι μικροί ιδιοκτήτες καλλιεργητές
επιδόθηκαν, όπως ήταν φυσικό, στις πιο κερδοφόρες καλλιέργειες και ιδιαίτερα σε
εκείνες που προορίζονταν για εξαγωγή. Μέσα σε διάστημα μιας τριετίας, τα 40%
και πλέον των καλλιεργούμενων εκτάσεων καλύπτονταν από φυτείες (σταφιδαμπελώνες,
βαμβακοφυτείες, καπνοφυτείες, κλπ.). Οι αγαθές για την οικονομία επιπτώσεις
υπήρξαν άμεσες. Από την μια πλευρά παρατηρήθηκε ραγδαία εισροή ξένου
συναλλάγματος και από την άλλη τα έσοδα του Δημοσίου από τους τελωνειακούς δασμούς
εξαγωγής πολλαπλασιάσθησαν. Τα στοιχεία για τη σταφιδοπαραγωγή και εξαγωγή
σταφίδας την περίοδο 1860-1878 είναι αποκαλυπτικά.
Καλλιεργούμενα Παραγωγή σε λίτρα Εξαγωγή
σε λίτρα
στρέμματα
ενετικά ενετικά
1860 220.428 110.228.000 101.707.075
1870 221.164 114.700.000 120.000.000
1878 435.000 217.500.000 210.000.000
Η επέκταση όμως των φυτειοκαλλιεργειών
επηρέασε αρνητικά την παραγωγή δημητριακών. Από την εποχή εκείνη σημειώνεται το
χρόνιο έλλειμμα της χώρας με συνεπακόλουθο τη δαπάνη τεράστιων συναλλαγματικών
αποθεμάτων για εισαγωγές. Τα παρακάτω στατιστικά στοιχεία της σιτικής παραγωγής
εμφανίζουν κατά παραστατικό τρόπο το πρόβλημα που δημιουργήθηκε: Στην περίοδο
1845-46 η παραγωγή δημητριακών κάλυπτε το 41% του συνόλου της αξίας της
αγροτικής παραγωγής. Το 1860 το ποσοστό μεταβλήθηκε ελάχιστα (38%), αλλά στην
περίοδο 1880-81 έπεσε στο 23,7%.
Μακροπρόθεσμα η στροφή προς τις φυτειοκαλλιέργειες
και η ειδίκευση της παραγωγής σε 2-3 προϊόντα άφηνε την οικονομία έκθετη σε
απρόβλεπτες εξωγενείς και γι’ αυτό μη ελεγχόμενες συγκυρίες. Στην περίοδο όμως
που εξετάζεται οι αγαθές επιπτώσεις από την αγροτική μεταρρύθμιση του
Κουμουνδούρου ήταν σαφώς υπέρτερες από τα τυχόν μελλοντικά δυσμενή επακόλουθα.
Η αγροτική μεταρρύθμιση έλυσε το
πρόβλημα της εθνικής γης. Δεν έθιξε όμως καθόλου το καθεστώς των μεγάλων
ιδιωτικών εκτάσεων της Αττικής (170.000 στρέμματα ή 40% περίπου του συνόλου),
τα οποία είχαν τσιφλικοποιηθεί από την εποχή της Ανεξαρτησίας. Οι γαιοκτήμονες
των τσιφλικιών αυτών είχαν πετύχει μια σειρά δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες
του αναγνωρίζονταν τα δικαιώματα πλήρους ιδιοκτησίας.
Παρά τις σημαντικές βελτιώσεις που
σημειώθηκαν στον αγροτικό τομέα στη δεκαετία αυτή, η γεωργία θα συνεχίσει ακόμα
για καιρό να υποφέρει από βασικές ελλείψεις: Η αγροτική δανειοδότηση παρέμεινε
υποτυπώδης. Η εισαγωγή νεωτεριστικών μεθόδων καλλιέργειας, κυρίως με τη
χρησιμοποίηση λιπασμάτων, δεν προχώρησε. Το ανύπαρκτο οδικό δίκτυο και η
έλλειψη μεταφορικών μέσων στις περισσότερες περιφέρειες δεν επέτρεπε την
εμπορία αγροτικών προϊόντων σε μεγάλη έκταση, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό
αγροτών να περιορίζεται σε καλλιέργειες που μόλις επαρκούν για τις βιοτικές
ανάγκες των οικογενειών τους.
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος
ΙΓ΄, σ. 310-311.]
Η διανομή των «εθνικών γαιών», αν και
αποτελούσε γενική επιθυμία, συναντούσε πολλά προβλήματα στην πράξη. Πολλοί από
τους καλλιεργητές των κτημάτων αυτών είχαν δικαιώματα εκμετάλλευσης της γης από
τα προεπαναστατικά χρόνια. Είχαν, άρα, ισχυρά δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στη
γη και ήταν δύσκολο για το κράτος να τους ζητήσει να την εξαγοράσουν
καταβάλλοντας υψηλό τίμημα. Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος έγινε, πάντως,
με νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 1870-1871. Στόχος των νομοθετημάτων
ήταν να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι ακτήμονες χωρικοί, με την παροχή
γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους. Ταυτόχρονα, το κράτος προσπαθούσε να
εξασφαλίσει, μέσα από τη διαδικασία της εκποίησης, τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα,
που θα έδιναν μια ανάσα στο διαρκές δημοσιονομικό αδιέξοδο. Οι στόχοι ήταν
αντιφατικοί και στην πραγματικότητα μόνο ο πρώτος επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό
βαθμό. Όπως σημειώνεται στο παράθεμα,
οι περισσότεροι από τους Έλληνες χωρικούς απέκτησαν σχέση ιδιοκτησίας με τα εδάφη
που καλλιεργούσαν, γεγονός που ενίσχυσε την παραγωγικότητά τους. Μια καίρια
αλλαγή με θετικό αντίκτυπο στα έσοδα του κράτους, καθώς αυξήθηκε η εξαγωγή
γεωργικών προϊόντων και κατ’ επέκταση τα έσοδα του Δημοσίου από τα τελωνεία. Έτσι,
έστω κι αν το κράτος δεν επωφελήθηκε πλήρως από τα άμεσα κέρδη της εκποίησης,
ευνοήθηκε εντούτοις από τα έμμεσα έσοδα των δασμών εξαγωγής.
Σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές
ρυθμίσεις, οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν όση γη ήθελαν, με
ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και τα 40 στρέμματα για
αρδευόμενα. Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα με 370.000
παραχωρητήρια, πράγμα που δείχνει ότι οι φιλοδοξίες ή οι δυνατότητες των
αγροτών για απόκτηση καλλιεργήσιμης έκτασης ήταν περιορισμένες αλλά και ο
πολυτεμαχισμός της γης ήδη μεγάλος. Η αξία της διανεμόμενης γης, όπως σημειώνεται στο παράθεμα, έφτανε
τα 90.000.000 δραχμές. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τις περιοχές που
χαρακτηρίζονταν ως φυτείες, ελαιόδεντρα και αμπέλια, ο μέσος όρος έκτασης των ιδιοκτησιών
ήταν σαφώς μικρότερος εκείνων που προορίζονταν για καλλιέργεια δημητριακών.
Επρόκειτο για σημαντική διανομή
καλλιεργήσιμων γαιών, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τα 600.000 στρέμματα εθνικών
γαιών που είχαν διανεμηθεί τα προηγούμενα χρόνια, από το 1833 μέχρι το 1870.
Ωστόσο, μόνο το 50% περίπου του αντιτίμου των παραχωρούμενων γαιών πληρώθηκε
τελικά στο κράτος από τους αγοραστές της εθνικής αυτής ιδιοκτησίας. Στο παράθεμα επισημαίνεται, πάντως, μια
επιπλέον πτυχή του θέματος της διανομής, εκείνη των μεγάλων ιδιοκτησιών στην
Αττική. Εκεί, 170.000 στρέμματα (το 40% περίπου του συνόλου) είχαν περιέλθει σε
καθεστώς τσιφλικοποίησης, ήδη από τα χρόνια της Ανεξαρτησίας, καθώς οι γαιοκτήμονες
μέσα από μια σειρά δικαστικών αποφάσεων είχαν διασφαλίσει δικαιώματα πλήρους
ιδιοκτησίας.
Στο
παράθεμα τονίζεται, επίσης, ο
αντίκτυπος της ιδιοκτησιακής αλλαγής των εθνικών γαιών στην αγροτική παραγωγή
και το εμπόριο. Οι μικροκαλλιεργητές στράφηκαν, όπως ήταν λογικό, στις πιο
κερδοφόρες καλλιέργειες και κυρίως σ’ εκείνες που προορίζονταν για εξαγωγή. Μέσα
σε λίγα μόλις χρόνια το 40% των καλλιεργούμενων εδαφών είχε καλυφθεί από φυτείες
(σταφίδας, βαμβακιού, καπνού κ.ά.). Αν λάβουμε, άλλωστε, υπόψη τις παραγωγικές
δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν
πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της
εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε
αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς
τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να
αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην
κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία
το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και,
μετά το 1900, το κρασί. Η καλλιέργεια, μάλιστα, της σταφίδας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του παραθέματος,
διπλασιάστηκε μέσα σε μόλις μια δεκαετία από την αγροτική μεταρρύθμιση του
Κουμουνδούρου. Έτσι, από τα 114.700.000 ενετικά λίτρα το 1870 φτάνουμε στα
217.500.000 οκτώ χρόνια μετά. Σαφής είναι εδώ κι η δραστική αύξηση των
καλλιεργούμενων εδαφών ως άμεσο απότοκο της αγροτικής μεταρρύθμισης.
Ωστόσο, η επιλογή των μικροκαλλιεργητών να στραφούν στις φυτειοκαλλιέργειες
είχε ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στην παραγωγή δημητριακών, με αποτέλεσμα να
ξεκινήσει ήδη από εκείνη την περίοδο η χρόνια έλλειψη της χώρας σε σιτηρά που
οδηγούσε στη δαπάνη μεγάλων χρηματικών ποσών για εισαγωγές. Όπως άλλωστε γνωρίζουμε,
στις εισαγωγές της χώρας τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν σταθερά το 1/3 (σε
αξία) του συνόλου. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα δημητριακά, το σιτάρι
ιδιαίτερα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις
επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Ενδεικτική του προβλήματος είναι η αναφορά του παραθέματος στη δραματική
πτώση της παραγωγής δημητριακών που παρατηρήθηκε την περίοδο 1880-81 με τα
δημητριακά να καλύπτουν μόλις το 23,7% της αγροτικής παραγωγής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου