Κωνσταντίνος Καβάφης «Vulnerant Omnes, Ultima Necat» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Vulnerant Omnes, Ultima Necat»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Christopher Arndt

Κωνσταντίνος Καβάφης «Vulnerant Omnes, Ultima Necat»

Της Βρούγκου η μητρόπολις, ην πάλαι είχε κτίσει
δουξ Φλαμανδός τις ισχυρός και αφειδώς προικίσει,
έχει εν ωρολόγιον με αργυρούς πυλώνας
όπερ δεικνύει τον καιρόν από πολλούς αιώνας.


Είπε το Ωρολόγιον· «Είν’ η ζωή μου κρύα
        και άχρους, και σκληρά.
Είναι ομοία δι’ εμέ πάσα της γης ημέρα.
Παρασκευή και Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα,
δεν έχουσι διαφοράν. Ζω – χωρίς να ελπίζω.
Η μόνη διασκέδασις, η μόνη ποικιλία
είναι, εν τη μοιραία μου, πικρά μονοτονία,
        του κόσμου η φθορά.
΄Οτε τους δείκτας μου νωθρώς, εν μαρασμώ γυρίζω
μοι φανερώνεται παντός γηίνου η απάτη.
Τέλος και πτώσις πανταχού. Aτρύτου πάλης κρότοι,
στόνοι βομβούσι πέριξ μου – και συμπεραίνω ότι
Πληγώνει πάσα ώρα μου· φονεύει η εσχάτη.»

Ήκουσεν ο Aρχιερεύς τον λόγον τον αυθάδη
και είπεν· «Ωρολόγιον, η γλώσσ’ αυτή απάδει
εις την εκκλησιαστικήν και υψηλήν σειράν σου.
Τοιαύτη σκέψις πονηρά εις την διάνοιάν σου
πόθεν εισήλθεν; ω μωρά, αιρετική ιδέα!
        Το πνεύμα σου μ’ αχλύν
πυκνήν θα περιέβαλε πολύχρονος ανία.
        Άλλην αποστολήν
εκ του Κυρίου, των ωρών έλαβεν η χορεία.
Εκάστη αναζωπυρεί· γεννά η τελευταία.»

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αποκήρυξε -αρχικώς σιωπηρά και αργότερα ρητώς- 23 από τα ποιήματα που είχε συνθέσει από τον Μάρτη του 1886 μέχρι τον Ιούλιο του 1901. Πρόκειται για ποιήματα κυρίως της πρώτης δημιουργικής περιόδου του, για τα οποία θεώρησε κατόπιν πως προφανώς δεν ανταποκρίνονταν στο επίπεδο και την ποιότητα της τέχνης του, όπως αυτή εξελίχθηκε στην πορεία. Ένα από τα αποκηρυγμένα αυτά ποιήματα είναι και το «Vulnerant omnes, ultima necat», που ο ποιητής έγραψε το 1893.
Σχετικά με τον τίτλο του ποιήματος ο Γ. Π. Σαββίδης σημειώνει τα εξής: «Ο λατινικός τίτλος (που μεταφράζεται στον στ. 17 και αναιρείται στον στ. 27) είναι κοινό ρητό επιγραφόμενο σε ηλιακά ιδίως ρολόγια. Δεν μπόρεσα να εξακριβώσω αν πράγματι υπάρχει ή υπήρχε ρολόι με τέτοια επιγραφή στην μητρόπολη της βελγικής ή μάλλον φλαμανδικής πόλης Bruges (φλαμ. Brugge).»

«Της Βρούγκου η μητρόπολις, ην πάλαι είχε κτίσει
δουξ Φλαμανδός τις ισχυρός και αφειδώς προικίσει,
έχει εν ωρολόγιον με αργυρούς πυλώνας
όπερ δεικνύει τον καιρόν από πολλούς αιώνας.»

Η πρώτη στροφή σκοπίμως χωρίζεται με διπλό διάστημα από το κύριο μέρος του ποιήματος, εφόσον η παρουσίαση του σκηνικού χώρου είναι σχηματική και δευτερεύουσας σημασίας. Ο Καβάφης επιλέγει -πιθανώς- τυχαία τη φλαμανδική πόλη Bruges για να τοποθετήσει τη δράση του ποιήματος, γι’ αυτό κι η αναφορά στον Φλαμανδό δούκα που έχτισε την εκεί μητρόπολη δίνεται κατά τρόπο γενικό. Έτσι, ο γενναιόδωρος δούκας που κόσμησε με πολυτέλεια τη μητρόπολη μένει ανώνυμος, αφού, ούτως ή άλλως, κεντρικό «πρόσωπο» του ποιήματος είναι το παμπάλαιο ρολόι της μητρόπολης που μετρά εδώ και αιώνες το πέρασμα του χρόνου.   

«Είπε το Ωρολόγιον∙ «Είν’ η ζωή μου κρύα
        και άχρους, και σκληρά.
Είναι ομοία δι’ εμέ πάσα της γης ημέρα.
Παρασκευή και Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα,
δεν έχουσι διαφοράν. Ζω – χωρίς να ελπίζω.
Η μόνη διασκέδασις, η μόνη ποικιλία
είναι, εν τη μοιραία μου, πικρά μονοτονία,
        του κόσμου η φθορά.»

Το προσωποποιημένο ρολόι -πρώτη εμφάνιση προσωποποίησης στην ποίηση του Καβάφη- μας εξομολογείται τις δυσκολίες της μακραίωνης ύπαρξής του, που σφραγίζεται από ένα πικρό αίσθημα μονοτονίας. Η επαναληπτική δραστηριότητα, στην οποία είναι καταδικασμένο∙ η ασφυκτική ρουτίνα της καθημερινότητάς του, καθιστούν τη ζωή του άχρωμη, κρύα και σκληρή, όπως το ίδιο τη χαρακτηρίζει. Κάθε μέρα που περνά είναι ακριβώς ίδια με κάθε προηγούμενη, χωρίς να υπάρχει διαφορά αν είναι Παρασκευή ή Δευτέρα, Σάββατο ή Κυριακή. Μια κατάσταση οδυνηρής μονοτονίας που του έχει στερήσει πλήρως το αίσθημα της ελπίδας, αφού γνωρίζει πως τίποτε δεν μπορεί να το απαλλάξει απ’ το μαρτύριο της αέναης επανάληψης πανομοιότυπων πράξεων.
Μια αίσθηση εγκλωβισμού που χαρακτηρίζει, άλλωστε, και τη ζωή πολλών ανθρώπων, έστω κι αν εκείνοι δεν έχουν το προνόμιο της αιώνιας ύπαρξης, όπως το ρολόι του ποιήματος. Άνθρωποι καθημερινοί, που έχουν παγιδευτεί στη ρουτίνα κάποιας τυπικής εργασίας, αναγκαίας βέβαια για την επιβίωσή τους, αλλά ανίκανης να τους προσφέρει κάποια ουσιαστικότερη πνευματική ή ψυχική ικανοποίηση∙ άνθρωποι του καθημερινού μόχθου που βρίσκουν αίφνης τον εαυτό τους παγιδευμένο στις ποικίλες εργασιακές και οικογενειακές υποχρεώσεις∙ άνθρωποι που αναγκάζονται να κάνουν ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα, χωρίς να έχουν καν την προοπτική μιας ουσιαστικής βελτίωσης της ζωής τους.
Όπως έξοχα το έχει αποδώσει ο ίδιος ο Καβάφης στο ποίημά του «Μονοτονία»:
«Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι —
η όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.»
Κι αν το αίσθημα αυτό ξενίζει ή δημιουργεί εύλογες αντιρρήσεις, εφόσον δεν λαμβάνει υπόψη του τις ποικίλες στιγμές χαράς και ομορφιάς που, ως δώρο εξισορροπητικό, προσφέρει σε όλους η ζωή, μπορούμε να βρούμε στα λόγια του Σεφέρη μιαν εξήγηση για την ιδιαίτερη οπτική του Καβάφη: «Μέσα σ’ αυτή την πόλη [Αλεξάνδρεια] δεν μπορείς να πάψεις να συλλογίζεσαι τον Καβάφη, μαζεύοντας σιγά-σιγά τις εντυπώσεις του από αυτά τα μικροπράγματα, σε κάθε γωνιά, και κάνοντάς τις τέσσερα-πέντε ποιήματα κάθε χρόνο. Πρέπει να πάει κανείς στην Αλεξάνδρεια για να καταλάβει πώς δούλεψε ο Καβάφης. Πουθενά αλλού δε θα του ήταν δυνατό να γράψει: «είμεθα ένα κράμα εδώ....» ή «εν μέρει... εν μέρει...» - πουθενά έξω από αυτούς τους δρόμους με την εξωφρενική ποικιλία πρωτάκουστων ονομάτων. Κι ακόμη είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να βρει αλλού μια τέτοιαν αίσθηση της λιμνάζουσας διάλυσης, της ματαιότητας της ανθρώπινης προσπάθειας και του αισθησιακού μηδενισμού που τόσο καλά έδωσε στην ποίησή του – κι αυτής της χάρης τέλος πάντων.»
Μόνη παρηγοριά και διασκέδαση στη μονότονη ύπαρξη του ρολογιού είναι η επίγνωση πως κάθε στιγμή που το ίδιο καταμετρά είναι κι ένα ακόμη βήμα στην περαιτέρω φθορά του κόσμου. Όσο το ίδιο παραμένει ανέγγιχτο από το πέρασμα του χρόνου, καθετί άλλο γύρω του, και κυρίως οι θνητοί άνθρωποι, βιώνουν τις οδυνηρές συνέπειες του μαρασμού και της παρακμής.

«΄Οτε τους δείκτας μου νωθρώς, εν μαρασμώ γυρίζω
μοι φανερώνεται παντός γηίνου η απάτη.
Τέλος και πτώσις πανταχού. Aτρύτου πάλης κρότοι,
στόνοι βομβούσι πέριξ μου – και συμπεραίνω ότι
Πληγώνει πάσα ώρα μου∙ φονεύει η εσχάτη.»

Κάθε φορά που το ρολόι γυρίζει τους δείκτες του∙ κάθε φορά που επιτελεί -απρόθυμα έστω- το έργο του, έχει την ευκαιρία να αντιληφθεί την απάτη που χαρακτηρίζει όλα όσα αφορούν τους ανθρώπους. Τίποτε το γήινο δεν διαρκεί∙ τίποτε το ανθρώπινο δεν αντέχει πολύ. Παντού γύρω του το ρολόι αντικρίζει πράγματα και καταστάσεις που φτάνουν στο τέλος τους και παρακμάζουν. Ό,τι ακούει είναι οι ήχοι μιας αδιάκοπης πάλης και το βόμβο αλλεπάλληλών στεναγμών οδύνης. Οι άνθρωποι πασχίζουν συνεχώς να δημιουργήσουν κάτι, μα όλα τα πληρώνουν με πόνο ψυχικό, κι όλα τα βλέπουν σύντομα να καταρρέουν.
Έτσι, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το ρολόι είναι πως όλες οι ώρες πληγώνουν (vulnerant omnes), κι η τελευταία φονεύει (ultima necat). Καθώς ο χρόνος περνά, ό,τι επιφέρει στους ανθρώπους είναι επιπλέον φθορά, μέχρι να φτάσει η ύστατη ώρα που τερματίζει οριστικά τη ζωή τους.

Ήκουσεν ο Aρχιερεύς τον λόγον τον αυθάδη
και είπεν∙ «Ωρολόγιον, η γλώσσ’ αυτή απάδει
εις την εκκλησιαστικήν και υψηλήν σειράν σου.
Τοιαύτη σκέψις πονηρά εις την διάνοιάν σου
πόθεν εισήλθεν; ω μωρά, αιρετική ιδέα!
        Το πνεύμα σου μ’ αχλύν
πυκνήν θα περιέβαλε πολύχρονος ανία.
        Άλλην αποστολήν
εκ του Κυρίου, των ωρών έλαβεν η χορεία.
Εκάστη αναζωπυρεί∙ γεννά η τελευταία.»

Τα λόγια αυτά του ρολογιού, που δίνουν υπέρμετρη σημασία στην εξωτερική φθορά του σώματος των ανθρώπων, μα δεν λαμβάνουν υπόψη τους την ψυχική και πνευματική ωρίμανση και τελείωση, προκαλούν την αγανάκτηση του Αρχιερέα της μητρόπολης, ο οποίος αντιδρά στην επιφανειακή αυτή προσέγγιση της έννοιας του χρόνου. Ο Αρχιερέας επιπλήττει, λοιπόν, το ρολόι, καθώς οι απόψεις του δεν ταιριάζουν με την εκκλησιαστική αποστολή του και την υψηλή του θέση. Αναρωτιέται, μάλιστα, πώς μπορεί να του ήρθε στο μυαλό μια τόσο επικίνδυνη σκέψη∙ μια τόσο ανόητη και αιρετική ιδέα.
Ο Αρχιερέας αποδίδει την ανόητη αυτή ιδέα στην πολύχρονη ανία που προφανώς έχει θολώσει τη σκέψη του ρολογιού και δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί ορθώς τη σημασία που έχει ο χρόνος. Ο Κύριος έχει δώσει τελείως διαφορετική αποστολή στο σύνολο των ωρών∙ κάθε μία από αυτές αναζωπυρώνει την πίστη του ατόμου και τη θέλησή του να αφοσιωθεί στην αναζήτηση της αρετής∙ κάθε νέα ώρα είναι μια καινούρια ευκαιρία για την επιτέλεση ενάρετων έργων, αλλά και για τη βάθυνση του θρησκευτικού συναισθήματος και της ψυχικής αφοσίωσης του ατόμου στην αγαθότητα, ενώ η τελευταία ώρα είναι αυτή που το γεννά εκ νέου, αφού απαλλάσσει την ψυχή του από τους περιορισμούς του σώματος και της επιτρέπει να γνωρίσει τη δίχως τέλος πνευματική ύπαρξη.
Η φθορά του σώματος μοιάζει επώδυνη για τους ανθρώπους εκείνους που θεωρούν πως τα όρια του βίου τους καθορίζονται από τη διάρκεια της ζωής του σώματός τους, μα δεν έχει αντίστοιχο αντίκτυπο στους Χριστιανούς, καθώς εκείνοι γνωρίζουν πως η επίγεια ζωή δεν είναι παρά ένα στάδιο προετοιμασίας για μια διαρκέστερη μορφή ύπαρξης, στο πλαίσιο της οποίας τίποτε απ’ όσα εκλαμβάνονται εδώ ως σημαντικά δεν θα έχει πια καμία αξία.

Βιβλιογραφία:
Κ. Π. Καβάφης, Αποκηρυγμένα Ποιήματα και μεταφράσεις (1886-1898), Φιλολογική Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄ (1 Γενάρη 1941 – 31 Δεκέμβρη 1944), Ίκαρος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...