Κωνσταντίνος Καβάφης «Αγέλαος» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Αγέλαος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Κωνσταντίνος Καβάφης «Αγέλαος»

Στην συνεδρίασιν της Ναυπάκτου ο Αγέλαος
μίλησε τα σωστά. Μη πολεμάτε πια
οι Έλληνες τους Έλληνας. Κοντά μας ο αγών
γίνεται που μας απειλεί. Είτε η Καρχηδών
νικήσει είτε η Ρώμη, προς ημάς
κατόπιν θα στραφεί. Ω βασιλεύ
Φίλιππε, να θεωρείς όλους τους Έλληνας δικούς σου.
Εάν επιθυμείς πολέμους, ετοιμάσου
τον νικητήν της Ιταλίας ν’ αντικρύσεις.
Δεν είναι πια καιρός να πολεμούμε ο ένας τον άλλον.
Ω βασιλεύ, Φίλιππε, σώστε την Ελλάδα.

Λόγια σοφά. Μα δεν έπιασαν τόπο.
Στες φοβερές, επάρατες ημέρες
των Κυνός Κεφαλών, της Μαγνησίας, της Πύδνας,
πολλοί εκ των Ελλήνων θα θυμήθηκαν
τα λόγια τα σοφά, που δεν έπιασαν τόπο.

Κ. Π. Καβάφης «Ατελή Ποιήματα, 1918-1932», Φιλολογική έκδοση και σχόλια RENATA LAVAGNINI, Εκδόσεις Ίκαρος

Αγέλαος: Στρατηγός της Αιτωλικής Συμπολιτείας, που καταγόταν από τη Ναύπακτο. Ο ιστορικός Πολύβιος αναφέρει πως διακρίθηκε στο συμμαχικό πόλεμο (220 – 217 π.Χ.) και πως υπήρξε ο κύριος εισηγητής της ειρήνης της Ναυπάκτου. Ήταν ικανός ρήτορας και με τους θερμούς λόγους του έπεισε τους Έλληνες να συμφιλιωθούν.

Η Renata Lavagnini σημειώνει: «Στη συνεδρίαση της Ναυπάκτου, στα 217 π.Χ., ο βασιλιάς Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας συμφιλιώθηκε με τους Αιτωλούς, με τους οποίους βρισκόταν σ’ εμπόλεμη κατάσταση. Στο μεταξύ, στη Δύση, οι δύο αντίπαλες δυνάμεις, των Ρωμαίων και των Καρχηδονίων, σε συνεχή σύγκρουση μεταξύ τους, εμφανίζονταν σαν μεγάλη απειλή για τους Έλληνες. Στην απόφαση των Αιτωλών και του Φιλίππου να σταματήσουν τον πόλεμο συνέτεινε και ο λόγος του Αιτωλού Αγελάου, τον οποίον αναφέρει ο ιστορικός Πολύβιος (Ε΄, 104). Ο Καβάφης ακολουθεί γενικά την αφήγηση του Άγγλου ιστορικού Tarn, που παρέθετε τα καίρια σημεία της ομιλίας του Αγελάου, ενώ η αρχαία πηγή είναι διεξοδικότερη. Η εξάρτηση του Καβάφη από τον Tarn είναι σε μερικά σημεία και λεκτική: πρβ. τη διόρθωση στο στ. 7 «όλους τους Έλληνας» με το αγγλικό κείμενο, «the whole Hellenic world» αλλά σε μερικά σημεία τα λόγια του είναι πιο κοντά στον Πολύβιο (πρβ. το στ. 8: «Εάν επιθυμείς πολέμους» και τον Πολύβιο: «ε δε πραγμάτων ρέγεται»). Η ανάγνωση του Tarn, με το τελικό του σχόλιο για τις διχόνοιες των Ελλήνων, του έδωσε οπωσδήποτε την πρώτη έμπνευση και την αφορμή να ξαναγυρίσει σ’ ένα προσφιλές του θέμα. Στον Φίλιππο τον Ε΄ ο Καβάφης είχε αφιερώσει το ποίημα «Η μάχη της Μαγνησίας» (1913-6) που τοποθετείται πολλά χρόνια αργότερα, έπειτα από τις ήττες των Κυνός Κεφαλών (197 π.Χ.) και της Μαγνησίας (190 π.Χ.). Στο σχεδίασμά μας ο ποιητής αναλύει τη στιγμή της πρώτης συνειδητοποίησης του κινδύνου που αντιπροσωπεύει η Ρώμη. Τον Σεπτέμβριο του 1931 ο Καβάφης είχε δημοσιεύσει ένα ποίημα που τοποθετείται στην ίδια περίπου ιστορική στιγμή, «Στα 200 π.Χ.» και του Απρίλη του 1928 είναι το ποίημα «Εν Μεγάλη Ελληνική Αποικία, 200 π.Χ.».

Η Renata Lavagnini παραθέτει το κείμενο του ιστορικού Tarn που αξιοποίησε ο Καβάφης, όπως το είχε αντιγράψει ο ίδιος ο ποιητής στις σημειώσεις του.
But the conference of Naupactus is notable for this, that it saw a last vain appeal made for Hellenic unity against the barbarian. Agelaus’ famous speech is substantially genuine, otherwise Polybios would never have put it into the mouth of one of the hated Aetolians. Pointing to Italy, Agelaus said that, instead of fighting each other, they ought to thank heaven if by all taking hands, like men crossing a river, they could save themselves from the barbarian who, whether Rome or Chartage won, would certainly threaten Greece, and he appealed personally to Philip to treat the whole Hellenic world as his kin; if he desired scope for his energy, let him be ready to fight the victor of Italy in the common cause; with prudence he might reach any height. But Greeks he must let be; «for» said he «if the cloud rising in the west once overspreads Greece, we shall, I fear, no longer play the games which now like children we play together, rather shall we be praying to the gods to give us back the chance of of fighting and make peace with each other when we choose, and even of calling our very quarrels our own». For the moment he produced some effect. He was elected General and during his year kept Aetolia in the strait path; while Philip, now the darling of Hellas, attracted such widespread goodwill that even the turbulent Cretans ceased fighting each other and the whole island voluntarily joined him. But it was a delusive gleam, the last shaft of sunlight beneath the lowering cloud. In five years’ time Agelaus’ countrymen were to be [fighting] again fighting Greeks, and their ally was to be Rome.

The Cambridge Ancient History Vol. VII
The Hellenistic Monarchies and the Rise of Rome

Στο ποίημα «Αγέλαος» ο Κωνσταντίνος Καβάφης επανέρχεται σ’ ένα θέμα που θεωρεί εξαιρετικά σημαντικό και τονίζει συχνά στο έργο του στην ανάγκη να πάψουν οι εμφύλιες διαμάχες κι οι συνεχείς διαχωρισμοί μεταξύ των Ελλήνων προκειμένου να διαφυλαχτεί η ακεραιότητα του ελληνικού τόπου. Η διαχρονική διχόνοια που επικρατεί μεταξύ των Ελλήνων, αφενός τούς αποδυναμώνει, παρεμποδίζοντας την οικονομική και πολιτισμική τους ανάπτυξη, κι αφετέρου επιτρέπει στις εχθρικές δυνάμεις να παρεμβαίνουν στα ελληνικά πράγματα και ενίοτε να κατακτούν τον ελληνικό χώρο. Η ομόνοια, ωστόσο, μεταξύ των Ελλήνων μοιάζει να είναι σχεδόν ανέφικτη, εφόσον έχει αποδειχθεί αλλεπάλληλες φορές η αδυναμία τους να συνεργαστούν και να συνυπάρξουν αρμονικά, με αποτέλεσμα να προκαλούν πολλά δεινά στον ίδιο τους τον εαυτό.

Στην συνεδρίασιν της Ναυπάκτου ο Αγέλαος
μίλησε τα σωστά. Μη πολεμάτε πια
οι Έλληνες τους Έλληνας.

Το 220 π.Χ. ο Συμμαχικός πόλεμος χώρισε την Ελλάδα σε δύο στρατόπεδα. Οι Μακεδόνες και οι πολυάριθμοι Έλληνες σύμμαχοί τους, μεταξύ αυτών ήταν και οι Αχαιοί, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Αιτωλούς, οι οποίοι πάλι είχαν συμμαχήσει με τους Σπαρτιάτες. Το 217 π.Χ. με τη μεσολάβηση της Ρόδου, της Χίου και του βασιλέως Πτολεμαίου Δ΄ του Φιλοπάτορος κλείστηκε η ειρήνη της Ναυπάκτου. Στο εκεί συνέδριο εκφωνήθηκε η ιστορική ομιλία του Αγελάου, στο πλαίσιο της οποίας ο Αιτωλός στρατηγός προειδοποίησε τους Έλληνες για τον σημαντικό κίνδυνο που τους απειλούσε, και τους ζήτησε να πάψουν τον μεταξύ τους πόλεμο. Η ανάγκη της συμφιλίωσης και της συνεργασίας των Ελλήνων ήταν πλέον επιτακτική, εφόσον νέοι ισχυροί εχθροί αναδύονταν στις γύρω περιοχές.
Το αίτημα του Αγελάου να μην πολεμούν πια οι Έλληνες τους Έλληνες ακούστηκε έκτοτε πολλές φορές, εισακούστηκε ωστόσο ελάχιστες, με τους Έλληνες να λειτουργούν τελικά ως ο χειρότερος εχθρός του εαυτού τους.  

Κοντά μας ο αγών
γίνεται που μας απειλεί. Είτε η Καρχηδών
νικήσει είτε η Ρώμη, προς ημάς
κατόπιν θα στραφεί.

Ο Αγέλαος «μίλησε τα σωστά» στους Έλληνες, όχι μόνο γιατί τους επισήμανε την ανάγκη της συμφιλίωσης, αλλά γιατί κατά τρόπο ιδιαιτέρως διορατικό τους προειδοποίησε για τον άμεσο κίνδυνο που τους απειλούσε. Όσο εκείνοι ήταν απασχολημένοι με τις εσωτερικές τους έριδες, δίπλα τους γινόταν ο πόλεμος που θα έκρινε το μέλλον τους, εφόσον είτε νικούσε η Καρχηδόνα είτε η Ρώμη στη μεταξύ τους αναμέτρηση (Β΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος 218-202 π.Χ.), ο αμέσως επόμενος στόχος τους θα ήταν ο ελληνικός χώρος. Οι Έλληνες όφειλαν, επομένως, να αφήσουν τα «παιδιαρίσματα» και να συνειδητοποιήσουν πως μόνο ενωμένοι θα ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τις πόλεις τους και να διαφυλάξουν την ελευθερία τους.

Ω βασιλεύ
Φίλιππε, να θεωρείς όλους τους Έλληνας δικούς σου.
Εάν επιθυμείς πολέμους, ετοιμάσου
τον νικητήν της Ιταλίας ν’ αντικρύσεις.
Δεν είναι πια καιρός να πολεμούμε ο ένας τον άλλον.
Ω βασιλεύ, Φίλιππε, σώστε την Ελλάδα.

Ο Αγέλαος απευθύνει έκκληση στον Φίλιππο τον Ε΄ (238-179 π.Χ.) να λειτουργήσει, όπως άλλοτε ο Φίλιππος Β΄, ως ο ηγέτης που θα ενώσει όλους τους Έλληνες και θα τους προφυλάξει έτσι τόσο από τους εξωτερικούς εχθρούς, όσο κι από τις αυτοκαταστροφικές εμφύλιες έριδες. Ο Φίλιππος, άλλωστε, αν ήθελε να πολεμήσει με κάποιον, μπορούσε να στρέψει τις δυνάμεις του εναντίον του νικητή της Ιταλίας, είτε αυτός θα ήταν η Ρώμη είτε η Καρχηδόνα. Το μόνο που δεν έπρεπε να κάνει ήταν να διατηρεί τις εσωτερικές εντάσεις με τους υπόλοιπους Έλληνες, διότι αυτό θα απόβαινε μοιραίο για όλη την ελληνική γη.
Στο πρόσωπο του Φιλίππου ο Αγέλαος αναγνωρίζει εκείνον που θα μπορούσε να σώσει την Ελλάδα, με το να συνενώσει τους Έλληνες και να τερματίσει τις μεταξύ τους διαμάχες.

Λόγια σοφά. Μα δεν έπιασαν τόπο.
Στες φοβερές, επάρατες ημέρες
των Κυνός Κεφαλών, της Μαγνησίας, της Πύδνας,
πολλοί εκ των Ελλήνων θα θυμήθηκαν
τα λόγια τα σοφά, που δεν έπιασαν τόπο.

Τα λόγια του Αγελάου υπήρξαν σοφά και διορατικά, δεν έπιασαν εντούτοις τόπο, αφού η ειρήνη που συμφωνήθηκε στο Συνέδριο της Ναυπάκτου διήρκησε μόλις πέντε χρόνια. Αμέσως μετά οι Έλληνες επέστρεψαν στις εμφύλιες συγκρούσεις, συνάπτοντας δε ορισμένες ελληνικές πόλεις επιμέρους συμμαχίες με τους Ρωμαίους κι επιτρέποντάς τους να αποκτήσουν λόγο στα ελληνικά πράγματα. Η τακτική αυτή αποδυνάμωσε δραστικά τις ελληνικές δυνάμεις κι έδωσε στους Ρωμαίους τη δυνατότητα να τους νικήσουν κατ’ επανάληψη, εφόσον δεν χρειάστηκε ποτέ να τους αντιμετωπίσουν ενωμένους. Τουναντίον, μάλιστα, οι Ρωμαίοι είχαν τη συνδρομή ελληνικών πόλεων σε κάθε τους αναμέτρηση με τις ελληνικές δυνάμεις, γεγονός που τους επέτρεψε να εκμηδενίσουν ευκολότερα την αντίσταση που προσπάθησαν να προβάλουν κάποια ελληνικά κράτη, και κυρίως αυτό του Φιλίππου. Έτσι, οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέρες «καταραμένες», αφού σκόρπισαν τον όλεθρο στον ελληνικό χώρο και οδήγησαν στην πλήρη υποταγή των Ελλήνων στους Ρωμαίους.
Προκειμένου να τονίσει ο ποιητής το μέγεθος της καταστροφής που προέκυψε από τους συνεχείς ανταγωνισμούς των Ελλήνων, αναφέρει τρεις σημαντικές μάχες στις οποίες οι Ρωμαίοι πέτυχαν σπουδαίες νίκες. Η πρώτη είναι η μάχη των Κυνός Κεφαλών στο πλαίσιο του Δεύτερου Μακεδονικού Πολέμου με τον Φίλιππο τον Ε΄ να έρχεται αντιμέτωπος με τους Ρωμαίους που είχαν συμμαχήσει εναντίον του με τη Ρόδο και την Πέργαμο, και λάμβαναν επίσης βοήθεια από τους Αιτωλούς, αλλά και την Ήπειρο. Η δεύτερη είναι η μάχη της Μαγνησίας στη Μικρά Ασία, όπου ο Αντίοχος ο Γ΄, του ελληνιστικού βασιλείου των Σελευκιδών (περιοχή της Συρίας), αντιμετώπισε τους Ρωμαίους που είχαν εκ νέου τη στήριξη της Ρόδου και της Περγάμου. Η τρίτη είναι η μάχη της Πύδνας (Μακεδονία) που έληξε τον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο με τον βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα να ηττάται από τους Ρωμαίους που έλαβαν βοήθεια από τη Θράκη και την Κρήτη.
Τον Ιούνιο του 197 π.Χ. έγινε η κραταιά μάχη στις Κυνός Κεφαλές, στα δυτικά των θεσσαλικών Φερών, αρχίζοντας σαν μια συνηθισμένη αψιμαχία. Ο αγώνας κρίθηκε με την επίθεση της δεξιάς πτέρυγας των Ρωμαίων κατά της μακεδονικής φάλαγγας, η οποία σε ορισμένα τμήματά της, δεν είχε προφτάσει να πάρει θέση μάχης, μετακινούμενη ακόμα. Οι ελέφαντες που χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι προκάλεσαν σύγχυση και τρόμο στις τάξεις των Μακεδόνων. Στις Κυνός Κεφαλές η μακεδονική φάλαγγα, που είχε καταντήσει ένα συμβατικό σχήμα, αποδείχτηκε ανάξια να αντιμετωπίσει την ευέλικτη τακτική του ρωμαϊκού στρατού. Παρά την επιθυμία των Αιτωλών, που ήθελαν να συνεχιστεί ο πόλεμος μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή του Φιλίππου, ο στρατηγός των ρωμαϊκών δυνάμεων Φλαμινίνος, ύστερα από μια βραχυχρόνια ανακωχή, που παραχώρησε στον Μακεδόνα βασιλιά, επιτάχυνε τη σύναψη ειρήνης.
Στην παρά το όρος Σίπυλο Μαγνησίας, όχι μακριά από το σημείο όπου συναντώνται οι ποταμοί Έρμος και Φρύγιος, δόθηκε η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Σελευκίδες του Αντιόχου Γ΄ (τέλη του 190 ή αρχές του 189 π.Χ.). Παρόλο που ο Αντίοχος είχε υπερδιπλάσια από τους Ρωμαίους δύναμη -70.000 άνδρες αντιμετώπισαν 30.000 των Ρωμαίων και των συμμάχων τους- ο στρατός του που απαρτιζόταν από ποικίλες φυλετικές ομάδες του κράτους, ηττήθηκε ολοκληρωτικά. Στη νίκη των Ρωμαίων συνετέλεσε αποφασιστικά ο Ευμένης Β΄ της Περγάμου με την ορμητική επίθεση του ιππικού του διέλυσε το ιππικό του Αντιόχου και κατόρθωσε έπειτα να υπερκεράσει την αριστερή πτέρυγα της εχθρικής φάλαγγας.
Στις 22 Ιουνίου 168 π.Χ. δόθηκε στην Πύδνα η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στον βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα και τον Ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, ο οποίος είχε τη βοήθεια αρκετών ελληνικών πόλεων. Η μάχη τελείωσε με την ολοκληρωτική ήττα των Μακεδόνων, αν και η πρώτη επίθεση της συμπαγούς μακεδονικής φάλαγγας φαίνεται πως είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα για τους Ρωμαίους. Μόνος του ομολόγησε αργότερα ο Αιμίλιος Παύλος ότι έτρεμε καθώς έβλεπε να επελαύνει κατά των Ρωμαίων ένα τείχος από σάρισες. Παρά ταύτα, τα ευέλικτα ρωμαϊκά τάγματα, ευνοημένα από την τοποθεσία, κατόρθωσαν γρήγορα να διασπάσουν τη φάλαγγα. Μέσα σε μια ώρα ο αγώνας είχε κριθεί. Ο Περσέας άφησε τους Μακεδόνες του ακέφαλους και περνώντας από την Πύδνα έφυγε προς την Αμφίπολη και από εκεί πέρασε με πλοίο στο Καβείριο της Σαμοθράκης, όπου τελικά αιχμαλωτίστηκε από τους Ρωμαίους. Το θέαμα ενός φυγάδα βασιλιά που είχε αποβάλει όλα τα βασιλικά του διάσημα, για να μην αναγνωριστεί, ήταν πρωτόφαντο για την Μακεδονία. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό το ότι οι πόλεις παραδόθηκαν η μία μετά την άλλη, ενώ οι οπαδοί και οι φίλοι του βασιλιά έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή στους Ρωμαίους.
Μια σειρά από τραγικές ήττες των ελληνικών δυνάμεων από τους Ρωμαίους, οι οποίοι είχαν κάθε φορά τη στήριξη ορισμένων ελληνικών πόλεων, άνοιξαν το δρόμο της κυριαρχίας τους στον ελληνικό χώρο, κι έφεραν αναμφίβολα στη σκέψη πολλών τα προφητικά λόγια του Αγελάου, που ατυχώς δεν εισακούστηκαν. Αν οι Έλληνες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους οι Ρωμαίοι ενδεχομένως να είχαν ηττηθεί ή και να μην είχαν καν τολμήσει να αναμετρηθούν με τους Έλληνες. Η διαρκής διχόνοια, ωστόσο, που διαιρεί και αποδυναμώνει τους Έλληνες, άφησε ελεύθερο το πεδίο στους Ρωμαίους, οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους τούς αδιάκοπους εσωτερικούς ανταγωνισμούς των Ελλήνων.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ε΄, Εκδοτική Αθηνών
Όποιος έχει υπόψη του την εξέλιξη των γεγονότων αντιλαμβάνεται ότι η διάβαση των μακεδονικών συνόρων από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, το 199 π.Χ., σήμανε το τέλος της εποχής που άρχισε το 334 π.Χ., όταν ο Μ. Αλέξανδρος πέρασε στη Μικρά Ασία. Ενώ τότε έγινε το πρώτο βήμα κατακτήσεως της Ανατολής από τους Έλληνες, 137 χρόνια αργότερα οι Ρωμαίοι πάτησαν για πρώτη φορά σε ελληνικό έδαφος, γεγονός που αποτέλεσε το προοίμιο της καταλύσεως της ελευθερίας των Ελλήνων και της εξαπλώσεως του ρωμαϊκού imperium στις χώρες γύρω από την ανατολική Μεσόγειο. Τόσο η εποχή που έληξε το 199 π.Χ. όσο και εκείνη που άρχισε τότε ενδιαφέρουν εξίσου και την ελληνική και την παγκόσμια ιστορία.
Οι Έλληνες που έζησαν τα γεγονότα από το 199 π.Χ. και έπειτα κατάλαβαν τη σημασία τους; Οι ειδήσεις που διαθέτουμε σήμερα έχουν οπωσδήποτε πολλά κενά. Για τούτο είναι παρακινδυνευμένο να τις χρησιμοποιήσουμε με την πεποίθηση ότι απεικονίζουν όλες τις απόψεις. Ωστόσο είναι αρκετά ενδεικτικές.
Ένας διορατικός Έλλην μπορούσε να προβλέψει από την αρχή του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου ότι η δύναμη που θα νικούσε σ’ αυτόν, είτε η Ρώμη θα ήταν είτε η Καρχηδών, θα εποφθαλμιούσε στη συνέχεια την Ελλάδα και ότι οι Έλληνες θα υπέκυπταν, αν δεν ομονοούσαν. Αυτές τις προβλέψεις έκαμε ο Αγέλαος ο Ναυπάκτιος και τις διατύπωσε στον Φίλιππο Ε΄ ως πρέσβης των Αιτωλών στην πρώτη συνάντηση που είχε μαζί του προκειμένου να τεθεί τέρμα στον «Συμμαχικό πόλεμο» (220-217 π.Χ.). Ο Πολύβιος θεώρησε ότι οι λόγοι του Αγέλαου άξιζαν να απομνημονευθούν και έτσι έφτασαν ως εμάς. Οι Έλληνες, είπε ο αντιπρόσωπος των Αιτωλών, όφειλαν να συνάψουν αμέσως ειρήνη και να ενωθούν, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν έναν εχθρό που δεν θα αργούσε να επιτεθεί εναντίον τους. Και εξήγησε: στη Δύση άρχισε ένας μεγάλος πόλεμος ανάμεσα σε δύο πανίσχυρους αντιπάλους ακόμη και ένας λίγο έμπειρος στα πολιτικά μπορεί να προβλέψει ότι ο νικητής αυτού του πολέμου δεν θα αρκεστεί να κυριαρχήσει στους Έλληνες της Ιταλίας και της Σικελίας, αλλά θα επιχειρήσει να επεκτείνει τη δύναμη και την επιβολή του προς τα εδώ. Όλοι οι Έλληνες πρέπει να λάβουν τα μέτρα τους, ο Φίλιππος όχι λιγότερο από άλλους. Η καλύτερη ασφάλειά του είναι η δύναμη των άλλων ελληνικών κρατών αν την φθείρει, αυτά θα υποκύψουν στον εξωτερικό εχθρό αν την σεβαστεί, αυτά θα συνεργαστούν μαζί του εναντίον ξένης επιθέσεως, που εξάλλου θα αποθαρρυνθεί, αν επιτευχθεί εθνική σύμπνοια. Αν όμως οι Έλληνες δεν συμφωνήσουν και αφήσουν «τα προφαινόμενα νυν από της εσπέρας νέφη» να φτάσουν στην Ελλάδα, θα έλθει στιγμή που θα αντιληφθούν ότι τα παιγνίδια με πολέμους και ειρήνες τελείωσαν απότομα και θα αρχίσουν να προσεύχονται στους θεούς να αποκτήσουν και πάλι την ελευθερία να πολεμούν και να ειρηνεύουν, όταν οι ίδιοι θέλουν, και να μπορούν να λύνουν μόνοι τους τις διαφορές τους.
Αυτές οι σκοτεινές προβλέψεις φαίνονται αισιόδοξες, όταν συγκριθούν με τα γεγονότα. Οι Ρωμαίοι κήρυξαν πόλεμο εναντίον του Φιλίππου Ε΄ μόλις δύο χρόνια μετά την παράδοση της Καρχηδόνος, ένα χρόνο μετά την υπογραφή της ειρήνης. Σ’ αυτό τον πόλεμο και σε άλλους όχι μόνο δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι με ευρείς ελληνικούς συνασπισμούς, αλλά και έλαβαν βοήθεια από ορισμένα ελληνικά κράτη. Ακόμη λιγότερο μπόρεσε να προβλέψει ο Αγέλαος ότι οι Ρωμαίοι θα λεηλατούσαν τις ελληνικές χώρες, θα λήστευαν τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς τους και θα προέβαιναν σε σφαγές και εξανδραποδισμούς μεγάλης εκτάσεως.
Ο Πολύβιος φαίνεται να αποδίδει στα επιχειρήματα του Αγελάου την ειρήνη της Ναυπάκτου (217 π.Χ.). Αλλά από όσα αφηγείται ο ίδιος πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων προκύπτει ότι και οι δύο παρατάξεις ήταν έτοιμες να τερματίσουν τις εχθροπραξίες.
Ειρωνεία της τύχης: οι πρώτοι Έλληνες που δέχτηκαν να συμμαχήσουν με τους Ρωμαίους εναντίον άλλων Ελλήνων ήταν οι συμπατριώτες του Αγελάου εχθρός και πάλι ο Φίλιππος Ε΄ (212 π.Χ.). Και ο ίδιος μόλις σύναψε την πρώτη ειρήνη με τους Ρωμαίους (205 π.Χ.) άρχισε να επιτίθεται εναντίον Ελλήνων στο Αιγαίο, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την αντίδραση των Ροδίων και του Αττάλου Α΄, οι οποίοι δεν βρήκαν άλλο μέσο για να σταματήσουν τον Φίλιππο Ε΄ παρά να επικαλεστούν την επέμβαση των Ρωμαίων (201 π.Χ.). Και όμως έξι χρόνια νωρίτερα οι Ρόδιοι μαζί με τους Χίους, τους Μυτιληναίους, τους Βυζαντίους και τον Πτολεμαίο Δ΄ καλούσαν τους Αιτωλούς να αποσχισθούν από τους Ρωμαίους και να συνάψουν χωριστή ειρήνη με τον Φίλιππο χρησιμοποιώντας επιχειρήματα όμοια με εκείνα που επικαλέστηκε ο Αγέλαος. Ανάμεσα σε άλλα εξέφρασαν στους Αιτωλούς τον φόβο τους ότι η φθορά των ίδιων και του Φιλίππου θα θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια όχι μόνο των δύο εμπόλεμων ελληνικών κρατών, αλλά και όλων των Ελλήνων ανέτρεψαν τους ισχυρισμούς των Αιτωλών ότι πολεμούσαν εναντίον του Φιλίππου χάρη των Ελλήνων και τους κατηγόρησαν ότι στην πραγματικότητα καταστρέφουν άλλους Έλληνες και ετοιμάζουν την υποδούλωσή τους σε βαρβάρους. Οι πηγές μας δεν αναφέρουν ανάλογες εκδηλώσεις νεότερες από του Αγελάου και των ελληνικών κυβερνήσεων που απευθύνθηκαν στους Αιτωλούς το 207 π.Χ.
Υπήρξαν λοιπόν Έλληνες που διέγνωσαν έγκαιρα ότι οι πόλεμοι μεταξύ ελληνικών κρατών και οι συμμαχίες τους με τους Ρωμαίους άνοιγαν στους τελευταίους τον δρόμο για να κατακτήσουν την Ελλάδα. Όσοι όμως εξαπέλυσαν κατά καιρούς επιθέσεις εναντίον άλλων Ελλήνων δεν είχαν την ίδια γνώμη ή πίστεψαν ότι θα συγκρατήσουν τους Ρωμαίους, αν προλάβαιναν να ενισχυθούν σε βάρος ασθενέστερων ομοεθνών. Από την άλλη μεριά, οι ηγεσίες των ελληνικών κρατών που δέχονταν τις ρωμαϊκές επιθέσεις, καθώς και όσες ανησυχούσαν από αυτές, περιέρχονταν σε τέτοια ψυχολογική κατάσταση, ώστε προτιμούσαν τη ρωμαϊκή συμμαχία από έναν κίνδυνο συγκεκριμένο και άμεσο, λησμονώντας τις δικές τους αντιδράσεις όταν έβλεπαν άλλους Έλληνες να συμμαχούν με τους Ρωμαίους.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...