Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίας (επεξεργασία πηγών) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίας (επεξεργασία πηγών)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Kouji Tomihisa

Τα δύο παραθέματα που ακολουθούν προέρχονται από το συλλογικό ιστορικό έργο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», που αποτελεί έμμεση πηγή. Το πρώτο κείμενο αναφέρεται στην πρώτη βαθμίδα αυτοδιοίκησης του ελληνικού χώρου κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, τους δημογέροντες, ενώ το δεύτερο στη δεύτερη βαθμίδα αυτοδιοίκησης, τους προεστούς.
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε στα πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίας.

Κείμενο Α
Ηθική υπόσταση της κοινότητος
Το άτομο κάτω από την οθωμανική δεσποτεία εναπέθετε τις ελπίδες του στην κοινότητα και αυτή όφειλε να έχει καλή οργάνωση και χρηστή διοίκηση για να αντιμετωπίζει και να μετριάζει τα δεινά της δουλείας: τους επαχθείς φόρους, την αυθαιρεσία και την απληστία των κρατικών οργάνων. Και όσο πιο σκληρές, χωρίς προνόμια, ήταν οι συνθήκες σε έναν τόπο, τόσο πιο αναγκαία στάθηκε η μεγαλύτερη συσπείρωση, συνεργασία και σύμφωνη γνώμη των μελών της κοινότητος. Το πνεύμα αυτό, που διέκρινε κυρίως τη μικρή κοινότητα του χωριού και μάλιστα εκείνου που έδινε τη μάχη της επιβιώσεως με ελάχιστους πόρους, χωρίς προνόμια και μετριάσεις φόρων, θαύμασε ο πρώτος μελετητής των ελληνικών κοινοτικών θεσμών της τουρκοκρατίας, ο Άγγλος διπλωμάτης και δημοσιολόγος D. Urquhart. […]
Στις καταπιέσεις του κατακτητή η κοινότητα αντέτασσε την εργατικότητα και τη λιτή ζωή. Στην έλλειψη κάθε κρατικής μέριμνας, την αλληλοβοήθεια. Στο Μελένικο, σύμφωνα με το καταστατικό του 1813, οι κοινοτικοί άρχοντες υποχρεώνονταν: να αγοράζουν ξύλα και κάρβουνα το καλοκαίρι και να τα μοιράζουν τον χειμώνα στους άπορους, στις χήρες, στα ορφανά, στους άρρωστους να αγοράζουν τα χαρατσόχαρτα των φτωχών ή όσων από σωματική αδυναμία δεν μπορούσαν να δουλέψουν να επισκέπτονται του φυλακισμένους και να συστήνουν σχολεία.

Κείμενο Β
Ενδοκοινοτικές διενέξεις
Οι πλούσιοι και ισχυροί προεστώτες των καζάδων του Μοριά ήταν χωρισμένοι σε δύο παρατάξεις, που αντιμάχονταν λυσσωδώς η μία την άλλη. Το 1812 η μία φατρία υπό τον προεστό της Βοστίτσας Σωτηράκη Λόντο, είχε οπαδούς τον Ασημάκη Ζαϊμη από τα Καλάβρυτα, τον Γεώργιο Σισίνη από τη Γαστούνη, τον Γρηγόριο Παπαφωτόπουλο από την Αρκαδία, τον Αναγνώστη Κοπανίτσα από τον Μυστρά και τον Γιαννούλη Καραμάνο από τον Άγιο Πέτρο. Η άλλη του Γιάννη Δεληγιάννη από τα Λαγκάδια είχε οπαδούς τον Σωτήρη Χαραλάμπη από τα Καλάβρυτα, τον Θάνο Κανακάρη από την Πάτρα, τον Παπαλέξη από την Ανδρίτσαινα, τον Σωτήρη Κουγιά από την Τρίπολη και τον Πανούτσο Νοταρά από την Κόρινθο. Μετά την απομάκρυνση το ίδιο έτος του Βελή πασά, διοικητή του Μοριά, η φατρία του Δεληγιάννη, με τη βοήθεια και των επισημότερων Τούρκων, κατηγόρησε τον Σωτηράκη Λόντο στον νέο πασά, ο οποίος, όταν ο Σωτηράκης Λόντος πήγε στην Τρίπολη για να αποδείξει την αθωότητά του, τον αποκεφάλισε (14 Οκτωβρίου 1812). Η πρώτη φατρία -υπό τον Ανδρέα Λόντο πλέον- μετά τον ερχομό τον Δεκέμβριο του 1815 νέου πασά, αφού προσεταιρίσθηκε τους ίδιους πρόκριτους Οθωμανούς, κατηγόρησε και αυτή με τη σειρά της τον Δεληγιάννη στον πασά, ο οποίος έστειλε δήμιο στα Λαγκάδια, και στις 7 Φεβρουαρίου 1816 αποκεφάλισε τον Δεληγιάννη μέσα στο σπίτι του. Ο θάνατος και του κορυφαίου αυτού προεστού, που κατατρόμαξε όλο τον Μοριά, έκανε αρκετούς προεστούς την 1η Απριλίου που βρέθηκαν συγκεντρωμένοι να υπογράψουν συμφωνητικό και υποσχετικό γράμμα για «αδελφικήν ομόνοιαν». Έπρεπε να μεσολαβήσουν όλα αυτά δυστυχώς για να αντιληφθούν ότι η «ασυμφωνία και η της αδελφότητος διάλυσις» υπήρξε «φθοροποιά, επιβλαβής και ολέθριος…».

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΑ΄, Εκδοτική Αθηνών

Κατά την προεπαναστατική περίοδο, για αντικειμενικούς λόγους, οι Έλληνες δεν είχαν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν πολιτικά κόμματα. Υπήρχε όμως μια άλλη μορφή υποστήριξης των συμφερόντων τους, τα πελατειακά δίκτυα, στην οργάνωση των οποίων οδήγησαν οι εξής λόγοι:
α) ο ανταγωνισμός μεταξύ προσώπων για την κατάληψη θέσεων εξουσίας,
β) η ελλιπής παροχή προστασίας από μέρους της οθωμανικής διοίκησης προς τους υπηκόους της σε περιπτώσεις αυθαιρεσιών,
γ) η απουσία συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, πράγμα που δημιουργούσε διαρκή αίσθηση αβεβαιότητας στους ανθρώπους.
Οι παραπάνω λόγοι οδηγούσαν τους υπηκόους να καταφεύγουν σε μη κρατικούς φορείς, οι οποίοι θα τους παρείχαν τη στοιχειώδη ασφάλεια. Ο πρώτος φορέας ήταν η ευρύτερη οικογένεια. Σε δεύτερο επίπεδο, όπως προκύπτει από το πρώτο παράθεμα, οι πολίτες βασιζόταν στην κοινότητα, η οποία υπό την εποπτεία των κοινοτικών αρχόντων, των δημογερόντων, όφειλε να είναι καλά οργανωμένη και να διοικείται με δίκαιο και έντιμο τρόπο, προκειμένου να περιορίζει τις οδυνηρές καταστάσεις που συνόδευαν τη δουλεία, όπως ήταν οι δυσβάσταχτοι φόροι, η αυθαιρεσία, αλλά κι η απληστία των κρατικών οργάνων. Όσο δυσκολότερες ήταν, μάλιστα, οι συνθήκες σε μια περιοχή, τόσο σημαντικότερη γινόταν η συμπαράσταση κι η στήριξη που μπορούσε να αντληθεί από μια στενά συνεργαζόμενη κοινότητα. Η διάθεση αυτή της συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας διέκρινε κυρίως τις μικρές κοινότητες, τα χωριά, όπου οι άνθρωποι προσπαθούσαν μέσω της σκληρής δουλειάς και του λιτού βίου να αντεπεξέλθουν στις δυσβάσταχτες απαιτήσεις του κατακτητή. Εφόσον, λοιπόν, οι μικρές αυτές κοινότητες δεν μπορούσαν να βασιστούν σε κάποια μορφή κρατικής μέριμνας, φρόντιζαν μεταξύ τους τα ασθενέστερα μέλη τους. Σαφές παράδειγμα αποτελεί το Μελένικο, όπου οι κοινοτικοί άρχοντες, όπως προκύπτει από το καταστατικό του 1813, ήταν υποχρεωμένοι να στηρίζουν οικονομικά τους φτωχότερους, τους σωματικά αδύναμους, αλλά και τις χήρες και τα ορφανά, καλύπτοντας τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, ιδρύοντας σχολεία, επισκεπτόμενοι τους φυλακισμένους, καθώς και αγοράζοντας υλικά αγαθά, όπως ήταν τα ξύλα και τα κάρβουνα, ώστε να τα διανέμουν σε όσους είχαν ανάγκη.
Πέραν αυτού, πάντως, κάθε οικογένεια συνδεόταν οριζόντια με άλλες οικογένειες και κάθετα με πάτρωνες-προστάτες και τις οικογένειές τους, που είχαν υψηλότερη κοινωνική θέση. Στην Πελοπόννησο, για παράδειγμα, κατά την περίοδο 1715-1821 αναπτύχθηκαν δύο μεγάλα δίκτυα πατρωνίας, στην κορυφή των οποίων βρίσκονταν οικογένειες προκρίτων. Ανάμεσα σ’ αυτές επικρατούσε έντονος ανταγωνισμός για την άσκηση επιρροής σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής και για την κατάληψη των δημοσίων θέσεων. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από το δεύτερο παράθεμα, το οποίο μας παρέχει επιπρόσθετες σχετικές πληροφορίες. Ειδικότερα, τα δύο δίκτυα πατρωνίας στα οποία είχαν χωριστεί οι ισχυροί πρόκριτοι της Πελοποννήσου είχαν το ένα ως αρχηγό τον πρόκριτο της Βοστίτσας Σωτηράκη Λόντο, που είχε υποστηρικτές πρόκριτους από τα Καλάβρυτα, τη Γαστούνη, την Αρκαδία, τον Μυστρά και τον Άγιο Πέτρο, και το άλλο είχε ως αρχηγό τον πρόκριτο των Λαγκαδίων Γιάννη Δεληγιάννη που είχε τη στήριξη προκρίτων από τα Καλάβρυτα, την Πάτρα, την Ανδρίτσαινα, την Τρίπολη και τη Κόρινθο. Ο ακραίος ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αυτών φατριών αναδεικνύεται με σαφήνεια από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μεταξύ 1812 και 1816. Πιο συγκεκριμένα, όταν το 1812 απομακρύνθηκε ο Βελή πασάς από την Πελοπόννησο και ορίστηκε νέος διοικητής, ο Δεληγιάννης, με τη συνδρομή ισχυρών Τούρκων, διατύπωσε στον νέο πασά κατηγορίες εις βάρος του Σωτηράκη Λόντου, με αποτέλεσμα αυτός να αποκεφαλιστεί στις 14 Οκτωβρίου του 1812, όταν πήγε στην Τρίπολη για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο Ανδρέας Λόντος, ωστόσο, που διαδέχτηκε τον Σωτηράκη, φρόντισε να εκδικηθεί διατυπώνοντας κατηγορίες εις βάρος του Δεληγιάννη στον πασά που ανέλαβε τον έλεγχο της Πελοποννήσου τρία χρόνια μετά, με αποτέλεσμα ο νέος πασάς να στείλει στα Λαγκάδια δήμιο που αποκεφάλισε τον Δεληγιάννη στις 7 Φεβρουαρίου 1816. Η βίαιη θανάτωση των κορυφαίων αυτών προκρίτων προκάλεσε τρόμο σε όλη την Πελοπόννησο και οδήγησε αρκετούς προεστούς να υπογράψουν την 1η Απριλίου 1816 συμφωνητικό «αδελφικής ομόνοιας», αφού συνειδητοποίησαν πόσο ολέθριος υπήρξε ο μεταξύ τους ανταγωνισμός. Στη Στερεά Ελλάδα, από την άλλη, φορείς της πατρωνίας ήταν μεγαλοαρματολοί. Ενώ, στα νησιά, στην ηγεσία των δικτύων πατρωνίας βρίσκονταν οι οικογένειες των μεγάλων πλοιοκτητών.
Τα κατοπινά κόμματα δεν αποτελούν απλή μετεξέλιξη των δικτύων πατρωνίας. Επί τουρκοκρατίας το πολιτικό πλαίσιο ήταν δεδομένο και αναμφισβήτητο: η οθωμανική κυριαρχία. Τα ζητήματα στα οποία μπορούσαν να εκφραστούν διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις ήταν είτε η διεκδίκηση δημοσίων αξιωμάτων είτε η αντιμετώπιση μικροπροβλημάτων της καθημερινής ζωής, περισσότερο «τεχνικής» υφής, όπως π.χ. ζητήματα δημοσίων έργων. Οι φορείς της πατρωνίας δεν είχαν λόγο σε ζητήματα που άπτονταν της νομοθεσίας ή της εξωτερικής πολιτικής, και επομένως τα δίκτυα πατρωνίας δεν διαμόρφωναν διαφορετικές πολιτικές απόψεις. Γενικότερα, τα δίκτυα πατρωνίας δεν λειτουργούσαν κάτω από τους ίδιους όρους και δεν ανταποκρίνονταν στις ίδιες ανάγκες με τα κατοπινά κόμματα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...