Ιστορία Προσανατολισμού: Η εμπορική ναυτιλία (Επεξεργασία πηγών: Πανελλήνιες 2017) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Προσανατολισμού: Η εμπορική ναυτιλία (Επεξεργασία πηγών: Πανελλήνιες 2017)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Tim Johnson

Ιστορία Προσανατολισμού: Η εμπορική ναυτιλία (Επεξεργασία πηγών: Πανελλήνιες 2017)

ΘΕΜΑ Δ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα και τον πίνακα που σας δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στην εξέλιξη των ναυτικών κέντρων από τη δεκαετία 1821-1830 έως το 1870, (μονάδες 13)
β. στην περίπτωση της Σύρου και στους λόγους ανάπτυξής της κατά την ίδια περίοδο. (μονάδες 12)
Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
[...] Στην διάρκεια της Επαναστάσεως είχε καταστραφή μεγάλο ποσοστό των πλοίων, αλλά ένας ισχυρός πυρήνας περισώθηκε. Αν και η Ύδρα και οι Σπέτσες είχαν χάσει αντίστοιχα τα 78% και 50% του εμπορικού τους ναυτικού, στο τέλος του αγώνα η πρώτη διέθετε ακόμη 100 πλοία συνολικής χωρητικότητας 10.240 τόννων και οι Σπέτσες είχαν 50 πλοία 10.324 τόννων, όλα από 30 τόννους και πάνω. Με την αποκατάσταση της ειρήνης ιδρύθηκαν νέα ναυπηγεία σε πολλά νησιά και λιμάνια η ναυπηγική έγινε μια από τις σημαντικότερες βιομηχανίες του νεοσύστατου κράτους. [...]
Μετά την Επανάσταση, η Σύρος και αργότερα ο Πειραιάς έγιναν τα κύρια εμπορικά κέντρα με τα πιο δραστήρια ναυπηγεία. Από το 1827 μέχρι το 1834 ναυπηγήθηκαν στην Σύρο πάνω από 260 πλοία.
*Το κείμενο αποδόθηκε στο μονοτονικό, διατηρήθηκε όμως η ορθογραφία του.

Γ. Λεονταρίτης, Ελληνική εμπορική ναυτιλία, Ε.Μ.Ν.Ε. Μνήμων, Αθήνα 1981, σ. 62-63.

ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Σε κύριο ναυτιλιακό κέντρο της δυτικής Ελλάδας αναδεικνύεται η μικρή κωμόπολη σφηνωμένη σε μια γωνιά των βόρειων ακτών του Κορινθιακού κόλπου, το Γαλαξίδι. Πραγματοποιώντας μια πραγματικά εντυπωσιακή οικονομική άνθηση, το Γαλαξίδι, μέσα σε μία τριακονταετία, μεταξύ 1840 και 1870, πενταπλασιάζει το στόλο του. Το 1870, τη χρονιά της κορύφωσής του, διαθέτει 320 μεγάλα ιστιοφόρα και σχεδόν προκαλεί την αδιαμφισβήτητη κυρίαρχο του Αιγαίου, τη Σύρο, η οποία την ίδια χρονιά διαθέτει 700 ιστιοφόρα. Αποτελεί το κύριο ναυπηγικό κέντρο της δυτικής Ελλάδας και στηρίζει όλη του την ευημερία στην παραγωγή και εκμετάλλευση ιστιοφόρων.

ΠΙΝΑΚΑΣ: Ελληνικά ναυτικά κέντρα με ποντοπόρα φορτηγά ιστιοφόρα

                         1840
            1870
Γαλαξίδι
64
319
Σύρος
90
700
Σπέτσες
26
211
Ύδρα
24
119
Πειραιάς
1
49
Τζελίνα Χαρλαύτη, «Ναυτιλία», στο Κ. Κωστής – Σ. Πετμεζάς (επιμ.), Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τον 19ο αιώνα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σ. 438 και 437.

ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Το διαμετακομιστικό εμπόριο αποτέλεσε την πρώτιστη οικονομική δραστηριότητα στη Σύρο σε όλη την περίοδο της ακμής της. Σπουδαία συμμετοχή στο συνολικό εμπόριο της πόλης είχαν και οι εισαγωγές, οι οποίες σαφώς υπερτερούσαν σημαντικά των εξαγωγών που πραγματοποιούνταν από τους συριανούς εμπόρους. Στην ουσία η Σύρος υπήρξε αφενός η αγορά διοχέτευσης των δυτικών και ανατολικών προϊόντων προς την Ανατολή και τη Δύση αντίστοιχα και αφετέρου ο τόπος εισόδου των εξωτερικών αγαθών προς την ελληνική ενδοχώρα. [...] Το εμπόρευμα που είχε παραγγελθεί από τον ερμουπολίτη έμπορο ερχόταν στη Σύρο για να κατατεθεί στην αποθήκη διαμετακόμισης (transit).
Το ναυπηγείο της πόλης ήταν ένας από τους ζωτικότερους τομείς της τοπικής οικονομίας. Η πλούσια δραστηριότητά του οφείλεται στην παρουσία των ψαριανών και χίων ναυπηγών. [...] Στο πλευρό τους είχαν ένα πολυάριθμο εργατικό δυναμικό, το οποίο παρείχε ειδικευμένη εργασία. [...] Το συνολικά εργαζόμενο προσωπικό του ναυπηγείου ανέρχονταν σε πάνω από 1.000 άτομα. [...] Αν υπολογίσουμε ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός της Ερμούπολης το 1850 ήταν 7.650 άτομα, τότε ο αριθμός των απασχολούμενων στο ναυπηγείο της πόλης υποδεικνύει τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν οι ναυπηγικές εργασίες στη Σύρο. [...]

Β. Καρδάσης, «Η Σύρος σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου», στο Γ.Β. Δερτιλής - Κ. Κωστής (επιμ.), Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος – 20ός αιώνας), Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1991, σ. 329, 325 και 332.

Ενδεικτική απάντηση:
α) Μετά τις ευνοϊκές για την ελληνική ναυτιλία συγκυρίες που επικράτησαν κατά το 18ο αιώνα και κατά τις αρχές του 19ου, ακολούθησαν δύσκολα χρόνια, με αποκορύφωμα τη δεκαετία της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830). Στη διάρκεια των συγκρούσεων, ο ελληνικός εμπορικός στόλος μετατράπηκε σε πολεμικό, οι δρόμοι του εμπορίου έκλεισαν και τα παραδοσιακά ναυτικά κέντρα γνώρισαν την καταστροφή (Ψαρά, Γαλαξίδι) ή την παρακμή. Από την ακμάζουσα προεπαναστατική ναυτιλία απέμειναν λίγα πράγματα. Το κυριότερο από αυτά ήταν η προδιάθεση για τη θάλασσα και η γνώση των ναυτικών υποθέσεων. Οι πληροφορίες, ωστόσο, του πρώτου παραθέματος δίνουν μια διαφορετική εικόνα, εφόσον τονίζουν πως παρά τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν τα παραδοσιακά ναυτικά κέντρα, διατήρησαν εντούτοις έναν ισχυρό πυρήνα της δύναμής τους. Ειδικότερα, σε ότι αφορά την Ύδρα, αν και στη διάρκεια της Επανάστασης έχασε το 78% του εμπορικού της ναυτικού, στο τέλος του αγώνα διέθετε 100 πλοία συνολικής χωρητικότητας 10.240. Από την άλλη, οι Σπέτσες, ενώ έχασαν το 50% των εμπορικών πλοίων, κατείχαν στο τέλος του αγώνα 50 πλοία, χωρητικότητας 10.324 τόνων.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ωστόσο, η ελληνική ναυτιλία, παρά τις περιόδους κρίσης που πέρασε και παρά τον ανταγωνισμό των υψηλού κόστους και τεχνικών απαιτήσεων ατμοπλοίων, ακολούθησε ανοδική πορεία. Ο αριθμός και η χωρητικότητα των πλοίων της δεν έπαυαν να αυξάνουν. Όπως, άλλωστε, επισημαίνεται στο πρώτο παράθεμα, αμέσως μετά την αποκατάσταση της ειρήνης, ιδρύθηκαν νέα ναυπηγεία σε πολλά νησιά κι η ναυπηγική αποτέλεσε μία από τις πιο σημαντικές βιομηχανικές δραστηριότητες για το νέο κράτος. Έτσι, το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 100.000 τόνους, ενώ το 1866 ξεπερνούσαν τους 300.000 τόνους. Η ανάπτυξη αυτή αποτυπώνεται και στον πίνακα που συνοδεύει το Κείμενο Β, όπου καταγράφεται η εξέλιξη των ναυτικών κέντρων της Ελλάδας από το 1840 έως το 1870. Η Σύρος, που σταδιακά αναδεικνύεται ως το σημαντικότερα από αυτά, το 1840 διαθέτει 90 ιστιοφόρα ενώ το 1870 φτάνει τα 700, οι Σπέτσες από 26 κι η Ύδρα από 24 ιστιοφόρα το 1840, ανεβάζουν το 1870 τον αριθμό τους στα 211 και 119 αντίστοιχα. Ενώ ο Πειραιάς σημειώνει μικρότερη αύξηση από μόλις 1 ιστιοφόρο το 1840 φτάνει τα 49 το 1870. Ιδιαίτερη αναφορά, ωστόσο, κάνει ο συγγραφέας του παραθέματος στο Γαλαξίδι, τη μικρή κωμόπολη του Κορινθιακού κόλπου, η οποία, αν και είχε καταστραφεί στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, κατά το εξεταζόμενο αυτό διάστημα πενταπλασίασε το στόλο της, οδηγούμενη από τα 64 ιστιοφόρα στα 320. Επρόκειτο, όπως επισημαίνει ο Λεονταρίτης, για μια εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη που επιτρέπει στο Γαλαξίδι σχεδόν να προκαλεί τη Σύρο, που τότε ήταν το κυρίαρχο ναυτιαλιακό κέντρο του Αιγαίου. Το Γαλαξίδι, έτσι, στηρίζοντας την οικονομική του ευημερία στην παραγωγή και την εκμετάλλευση ιστιοφόρων κατορθώνει να αποτελέσει το βασικότερο ναυπηγικό κέντρο της δυτικής Ελλάδας και να αναδείξει έμπρακτα τη δυναμική της ελληνικής ναυτιλίας. 
Η ανάπτυξη αυτή, βέβαια, δεν ήταν αυτονόητη. Υπήρξαν έντονες αυξομειώσεις στην περίοδο κατά την οποία τα ελληνικά ιστιοφόρα αντικαταστάθηκαν από ατμόπλοια. Το ίδιο χρονικό διάστημα πολλά από τα εθνικά δημόσια έργα έγιναν για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας. Κατασκευάστηκαν λιμάνια και δημιουργήθηκε ένα σύστημα φάρων, που έκανε πολύ ασφαλέστερη τη ναυσιπλοΐα στις ελληνικές θάλασσες.

β) Στο ελληνικό κράτος, στη θέση των παλιών κέντρων που παρήκμασαν, αναδείχθηκαν νέα. Το πιο σημαντικό απ’ αυτά ήταν η Σύρος, η οποία στη διάρκεια της Επανάστασης δέχθηκε κύματα προσφύγων, κυρίως από τη Χίο. Η στρατηγική θέση του νησιού, στο κέντρο του Αιγαίου και πάνω ακριβώς στις διαδρομές που συνέδεαν τα Στενά και τη Μαύρη Θάλασσα με τους μεσογειακούς δρόμους του εμπορίου, συνέβαλε στη δημιουργία ισχυρότατου -όχι μόνο για τα ελληνικά μέτρα- ναυτιλιακού κέντρου. Όπως επισημαίνεται στο τρίτο παράθεμα, κύρια δραστηριοποίηση της Σύρου υπήρξε το διαμετακομιστικό εμπόριο, καθώς το νησί λειτουργούσε ως χώρος συγκέντρωσης και αποθήκευσης των προϊόντων εκείνων που θα διοχετεύονταν κατόπιν στο εσωτερικό της Ελλάδας. Υπ’ αυτή την έννοια οι εισαγωγές που πραγματοποιούσε το νησί ήταν περισσότερες από τις εξαγωγές, αποτελούσαν ωστόσο μια κερδοφόρα δραστηριοποίηση. Παραλλήλως, βέβαια, η Σύρος αποτελούσε την ενδιάμεση εκείνη αγορά που επέτρεπε στα προϊόντα της Δύσης να μετακινούνται στις αγορές της Ανατολής, και αντιστρόφως στα προϊόντα της Ανατολής να περνούν στην Δύση. Στην ανάπτυξη αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η δυναμική παρουσία και δραστηριότητα των ελληνικών παροικιών στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής: στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στις εκβολές του Δούναβη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αργότερα στην Αίγυπτο. Επιπροσθέτως, όπως αναφέρεται στο τρίτο παράθεμα, ιδιαίτερα επωφελής σε οικονομικό επίπεδο υπήρξε και η λειτουργία του ναυπηγείου της Σύρου, το οποίο είχε ενισχυθεί κι από την παρουσία ναυπηγών από τα Ψαρά και την Χίο. Στο ναυπηγείο εργάζονταν περισσότερα από 1.000 άτομα, τη στιγμή που το 1850 ο συνολικός αριθμός εργαζομένων στο νησί ήταν 7.650 άτομα, γεγονός που καθιστά εμφανές το πόσο σημαντικές ήταν οι εργασίες του ναυπηγείου για το νησί. Σύμφωνα, μάλιστα, με πληροφορία του πρώτου παραθέματος, στη Σύρο ναυπηγήθηκαν πάνω από 260 πλοία κατά την περίοδο 1827-1834.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...