Michael Tompsett
Αρχαία Ελληνικά: Παραθετικά επιθέτων & επιρρημάτων
Αρχαία Ελληνικά: Παραθετικά επιθέτων & επιρρημάτων
Οι βαθμοί των επιθέτων είναι τρεις:
2) Όταν το επίθετο φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο συγκριτικά προς ένα άλλο ή προς πολλά άλλα που λογαριάζονται σαν ένα, λέγεται επίθετο συγκριτικού βαθμού, ή απλώς συγκριτικό: οὗτός ἐστι δικαιότερος ἐκείνου – χρυσὸς κρείσσων πολλῶν χρημάτων.
3) Όταν το επίθετο φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό ανώτερο από όλα τα άλλα του ίδιου είδους, λέγεται επίθετο υπερθετικού βαθμού ή απλώς υπερθετικό· και:
α) το υπερθετικό που φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό, απόλυτα, χωρίς να γίνεται σύγκριση προς άλλα, λέγεται υπερθετικό απόλυτο: οὗτός ἐστι δικαιότατος·
β) το υπερθετικό που φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο μεγάλο βαθμό συγκριτικά προς όλα τα άλλα του ίδιου είδους μαζί λέγεται υπερθετικό σχετικό: Ἀριστείδης ἦν δικαιότατος πάντων τῶν Ἀθηναίων.
Κανονικός σχηματισμός μονολεκτικών παραθετικών
Τα μονολεκτικά παραθετικά των επιθέτων στην αρχαία ελληνική, όπως και στη νέα, σχηματίζονται κανονικά από το θετικό, αφού στο θέμα (του αρσεν. γένους) προστεθούν ορισμένες καταλήξεις που λέγονται παραθετικές καταλήξεις. Οι πιο συνηθισμένες παραθετικές καταλήξεις είναι:
για το συγκριτικό: -τερος, -τέρα, -τερον·
για το υπερθετικό: -τατος, -τάτη, -τατον.
Έτσι τα παραθετικά που σχηματίζονται με τις παραπάνω καταλήξεις είναι δευτερόκλιτα επίθετα, τρικατάληκτα με τρία γένη. Π.χ.
(θ. χαριετ) Υπερθετικός: χαριέστατος, χαριεστάτη, χαριέστατον
1. Τα παραθετικά σε -ότερος, -ότατος
Τα παραθετικά των δευτερόκλιτων επιθέτων διατηρούν το χαρακτήρα του θετικού ο, αν προηγείται συλλαβή φύσει ή θέσει μακρόχρονη.
α) φύσει μακρόχρονη ή απλώς μακρόχρονη, αν έχει μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο:
β) θέσει μακρόχρονη, αν έχει βραχύχρονο φωνήεν, αλλά ύστερα από αυτό ακολουθούν στην ίδια λέξη δύο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό (ζ, ξ, ψ):
Εκτείνουν το χαρακτήρα του θετικού σε ω και σχηματίζουν παραθετικά σε -ώτερος, -ώτατος αν προηγείται συλλαβή βραχύχρονη:
Συγκριτικός βαθμός:
Τα παραθετικά μερικών επιθέτων της αρχαίας ελληνικής δε σχηματίζονται κανονικά με την απλή προσθήκη των παραθετικών καταλήξεων -τερος, -τατος στο θέμα τους, παρά διαμορφώνονται από αναλογία προς τα παραθετικά άλλων επιθέτων και λήγουν όπως αυτά (πβ. τα νεοελ.: ελαφρός — ελαφρύτερος όπως το βαρύτερος, χοντρός — χοντρύτερος όπως το παχύτερος, αντί για τα κανονικά ελαφρότερος, χοντρότερος).
Έτσι διαμορφώνονται οι ακόλουθες αναλογικές παραθετικές καταλήξεις:
Κατά τα παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε -ης, -ες (ἀληθής, ἀληθέσ-τερος, ἀληθέσ-τατος) σχηματίζουν τα παραθετικά τους τα τριτόκλιτα επίθετα σε -ων, -ον (γεν. -ονος) ὁ, ἡ εὐσχήμων, τὸ εὔσχημον· ὁ, ἡ ἐλεήμων, τὸ ἐλεῆμον·, καθώς και τα επίθετα ἄκρατος (=αυτός που δεν έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος), ἄσμενος (= ευχαριστημένος), ἐρρωμένος (= δυνατός) και πένης:
β) -ούστερος, -ούστατος
Το επίθετο ἁπλοῦς και τα συνηρημένα επίθετα της β΄ κλίσης με β΄ συνθ. το όνομα νοῦς σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε -ούστερος, -ούστατος (κατά τα παραθετικά σε -έστερος, -έστατος με συναίρεση):
γ) -ίστερος, -ίστατος
δ) -αίτερος, -αίτατος
Το επίθ. παλαιός σχηματίζει τα παραθετικά του με θέμα το επίρρ. πάλαι σε -αίτερος, -αίτατος:
Από αυτά αποσπάστηκε η κατάληξη -αίτερος, -αίτατος, με την οποία σχηματίζουν τα παραθετικά τους ορισμένα επίθετα σε -ος:
Συγκριτικός: φίλτερος, φιλτέρα, φίλτερον
Υπερθετικός: φίλτατος, φιλτάτη, φίλτατον &
Συγκριτικός: φιλίων, φιλίων, φίλιον
Μερικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής δε σχηματίζουν τα παραθετικά τους με τις παραθετικές καταλήξεις -τερος, -τατος, παρά παίρνουν στο συγκριτικό την κατάληξη -ίων (αρσ. και θηλ.), -ιον (ουδέτ.) και στον υπερθετικό την κατάληξη -ιστος, -ίστη, -ιστον. Επειδή τα παραθετικά αυτά σχηματίζονται πολλές φορές με διάφορες φθογγικές παθήσεις ή και με θέμα διαφορετικό από το θέμα του θετικού, λέγονται ανώμαλα παραθετικά. Τα επίθετα αυτά είναι:
ὁ αἰσχίων, τοῦ αἰσχίονος, τῷ αἰσχίονι, τόν αἰσχίονα / αἰσχίω, (ὦ) αἴσχιον
οἱ αἰσχίονες /αἰσχίους, τῶν αἰσχιόνων, τοῖς αἰσχίοσι(ν), τούς αἰσχίονας /αἰσχίους, (ὦ) αἰσχίονες /αἰσχίους
ὁ ἡδίων, τοῦ ἡδίονος, τῷ ἡδίονι, τόν ἡδίονα /ἡδίω, (ὦ) ἥδιον
οἱ ἡδίονες /ἡδίους, τῶν ἡδιόνων, τοῖς ἡδίοσι(ν), τούς ἡδίονας /ἡδίους, (ὦ) ἡδίονες /ἡδίους
ὁ ῥᾴων, τοῦ ῥᾴονος, τῷ ῥᾴονι, τόν ῥᾴονα /ῥᾴω, (ὦ) ῥᾷον
οἱ ῥᾴονες /ῥᾴους, τῶν ῥᾳόνων, τοῖς ῥᾴοσι(ν), τούς ῥᾴονας /ῥᾴους, (ὦ) ῥᾴονες /ῥᾴους
ὁ ἀμείνων, τοῦ ἀμείνονος, τῷ ἀμείνονι, τόν ἀμείνονα /ἀμείνω, (ὦ) ἄμεινον
οἱ ἀμείνονες /ἀμείνους, τῶν ἀμεινόνων, τοῖς ἀμείνοσι(ν), τούς ἀμείνονας /ἀμείνους, (ὦ) ἀμείνονες /ἀμείνους
Ενικός
ὁ ἐχθίων,
τοῦ ἐχθίονος, τῷ ἐχθίονι, τόν ἐχθίονα /ἐχθίω, (ὦ) ἔχθιον
ἡ ἐχθίων, τῆς ἐχθίονος, τῇ ἐχθίονι, τήν ἐχθίονα /ἐχθίω, (ὦ) ἔχθιον
τό ἔχθιον, τοῦ ἐχθίονος, τῷ ἐχθίονι, τό ἐχθιον, (ὦ) ἔχθιον
Πληθυντικός
οἱ ἐχθίονες /ἐχθίους, τῶν ἐχθιόνων, τοῖς ἐχθίοσι(ν), τούς ἐχθίονας /ἐχθίους, (ὦ) ἐχθίονες /ἐχθίους
αἱ ἐχθίονες /ἐχθίους, τῶν ἐχθιόνων, ταῖς ἐχθίοσι(ν), τάς ἐχθίονας /ἐχθίους, (ὦ) ἐχθίονες /ἐχθίους
τά ἐχθίονα /ἐχθίω, τῶν ἐχθιόνων, τοῖς ἐχθίοσι(ν), τά ἐχθίονα /ἐχθίω, (ὦ) ἐχθίονα /ἐχθίω
Ενικός
ὁ καλλίων, τοῦ καλλίονος, τῷ καλλίονι, τόν καλλίονα /καλλίω,
(ὦ) κάλλιον
ἡ καλλίων, τῆς καλλίονος, τῇ καλλίονι, τήν καλλίονα /καλλίω,
(ὦ) κάλλιον
τό κάλλιον, τοῦ καλλίονος, τῷ καλλίονι, τό κάλλιον, (ὦ) κάλλιον
Πληθυντικός
οἱ καλλίονες /καλλίους, τῶν καλλιόνων, τοῖς καλλίοσι(ν), τούς καλλίονας
/καλλίους, (ὦ) καλλίονες
/καλλίουςαἱ καλλίονες /καλλίους, τῶν καλλιόνων, ταῖς καλλίοσι(ν), τάς καλλίονας
/καλλίους, (ὦ) καλλίονες
/καλλίους
τά καλλίονα /καλλίω, τῶν καλλιόνων, τοῖς καλλίοσι(ν), τά καλλίονα /καλλίω,
(ὦ) καλλίονα /καλλίω
Ενικός
ὁ βελτίων, τοῦ βελτίονος, τῷ βελτίονι, τόν βελτίονα /βελτίω,
(ὦ) βέλτιονἡ βελτίων, τῆς βελτίονος, τῇ βελτίονι, τήν βελτίονα /βελτίω,
(ὦ) βέλτιον
τό βέλτιον, τοῦ βελτίονος, τῷ βελτίονι, τό βέλτιον, (ὦ) βέλτιον
Πληθυντικός
οἱ βελτίονες /βελτίους, τῶν βελτιόνων, τοῖς βελτίοσι(ν), τούς βελτίονας
/βελτίους, (ὦ) βελτίονες
/βελτίουςαἱ βελτίονες /βελτίους, τῶν βελτιόνων, ταῖς βελτίοσι(ν), τάς βελτίονας
/βελτίους, (ὦ) βελτίονες
/βελτίους
τά βελτίονα /βελτίω, τῶν βελτιόνων, τοῖς βελτίοσι(ν), τά βελτίονα /βελτίω,
(ὦ) βελτίονα /βελτίω
Ενικός
ὁ κρείττων, τοῦ κρείττονος, τῷ κρείττονι, τόν κρείττονα /κρείττω,
(ὦ) κρεῖττονἡ κρείττων, τῆς κρείττονος, τῇ κρείττονι, τήν κρείττονα /κρείττω,
(ὦ) κρεῖττον
Παραδείγματα κλίσης υπερθετικού βαθμού
Ενικός
ὁ ἔχθιστος, τοῦ ἐχθίστου, τῷ ἐχθίστῳ, τόν ἔχθιστον, (ὦ) ἔχθιστε
ἡ ἐχθίστη, τῆς ἐχθίστης, τῇ ἐχθίστῃ, τήν ἐχθίστην, (ὦ) ἐχθίστη
τό ἔχθιστον, τοῦ ἐχθίστου, τῷ ἐχθίστῳ, τό ἔχθιστον, (ὦ) ἔχθιστον
Πληθυντικός
οἱ ἔχθιστοι, τῶν ἐχθίστων, τοῖς ἐχθίστοις, τούς ἐχθίστους, (ὦ) ἔχθιστοι
αἱ ἔχθισται, τῶν ἐχθίστων, ταῖς ἐχθίσταις, τάς ἐχθίστας, (ὦ) ἔχθισται
τά ἔχθιστα, τῶν ἐχθίστων, τοῖς ἐχθίστοις, τά ἔχθιστα, (ὦ) ἔχθιστα
Ενικός
ὁ ῥᾷστος, τοῦ ῥᾴστου, τῷ ῥᾴστῳ, τόν ῥᾷστον, (ὦ) ῥᾷστε
ἡ ῥᾴστη, τῆς ῥᾴστης, τῇ ῥᾴστῃ, τήν ῥᾴστην, (ὦ) ῥᾴστη
τό ῥᾷστον, τοῦ ῥᾴστου, τῷ ῥᾴστῳ, τό ῥᾷστον, (ὦ) ῥᾷστον
Πληθυντικός
οἱ ῥᾷστοι, τῶν ῥᾴστων, τοῖς ῥᾴστοις, τούς ῥᾴστους, (ὦ) ῥᾷστοι
αἱ ῥᾷσται, τῶν ῥᾴστων, ταῖς ῥᾴσταις, τάς ῥᾴστας, (ὦ) ῥᾷσται
τά ῥᾷστα, τῶν ῥᾴστων, τοῖς ῥᾴστοις, τά ῥᾷστα, (ὦ) ῥᾷστα
Ενικός
ὁ πλεῖστος, τοῦ πλείστου, τῷ πλείστῳ, τόν πλεῖστον, (ὦ) πλεῖστε
ἡ πλείστη, τῆς πλείστης, τῇ πλείστῃ, τήν πλείστην, (ὦ) πλείστη
τό πλεῖστον, τοῦ πλείστου, τῷ πλείστῳ, τό πλεῖστον, (ὦ) πλεῖστον
Πληθυντικός
οἱ πλεῖστοι, τῶν πλείστων, τοῖς πλείστοις, τούς πλείστους, (ὦ) πλεῖστοι
αἱ πλεῖσται, τῶν πλείστων, ταῖς πλείσταις, τάς πλείστας, (ὦ) πλεῖσται
τά πλεῖστα, τῶν πλείστων, τοῖς πλείστοις, τά πλεῖστα, (ὦ) πλεῖστα
τό κρεῖττον, τοῦ κρείττονος, τῷ κρείττονι, τό κρεῖττον, (ὦ) κρεῖττον
Πληθυντικός
οἱ κρείττονες /κρείττους, τῶν κρειττόνων, τοῖς κρείττοσι(ν), τούς κρείττονας
/κρείττους, (ὦ) κρείττονες
/κρείττους
αἱ κρείττονες /κρείττους, τῶν κρειττόνων, ταῖς κρείττοσι(ν), τάς κρείττονας
/κρείττους, (ὦ) κρείττονες
/κρείττους
τά κρείττονα /κρείττω, τῶν κρειττόνων,
τοῖς κρείττοσι(ν), τά κρείττονα /κρείττω, (ὦ) κρείττονα /κρείττωὁ ἔχθιστος, τοῦ ἐχθίστου, τῷ ἐχθίστῳ, τόν ἔχθιστον, (ὦ) ἔχθιστε
οἱ ἔχθιστοι, τῶν ἐχθίστων, τοῖς ἐχθίστοις, τούς ἐχθίστους, (ὦ) ἔχθιστοι
ὁ ῥᾷστος, τοῦ ῥᾴστου, τῷ ῥᾴστῳ, τόν ῥᾷστον, (ὦ) ῥᾷστε
οἱ ῥᾷστοι, τῶν ῥᾴστων, τοῖς ῥᾴστοις, τούς ῥᾴστους, (ὦ) ῥᾷστοι
ὁ πλεῖστος, τοῦ πλείστου, τῷ πλείστῳ, τόν πλεῖστον, (ὦ) πλεῖστε
οἱ πλεῖστοι, τῶν πλείστων, τοῖς πλείστοις, τούς πλείστους, (ὦ) πλεῖστοι
Ενικός
ὁ κάλλιστος, τοῦ καλλίστου, τῷ καλλίστῳ, τόν κάλλιστον, (ὦ) κάλλιστε
ἡ καλλίστη, τῆς καλλίστης, τῇ καλλίστῃ, τήν καλλίστην, (ὦ) καλλίστη
τό κάλλιστον, τοῦ καλλίστου, τῷ καλλίστῳ, τό κάλλιστον, (ὦ) κάλλιστον
Πληθυντικός
οἱ κάλλιστοι, τῶν καλλίστων, τοῖς καλλίστοις, τούς καλλίστους,
(ὦ) κάλλιστοιαἱ κάλλισται, τῶν καλλίστων, ταῖς καλλίσταις, τάς καλλίστας,
(ὦ) κάλλισται
Περιφραστικά παραθετικά. Παραθετικά
μετοχών
Τα περιφραστικά παραθετικά
σχηματίζονται στην αρχαία ελληνική, όπως και στη νέα, με το θετικό του επιθέτου
και με ορισμένο ποσοτικό επίρρημα εμπρός από αυτό. Έτσι ο συγκριτικός βαθμός
σχηματίζεται με το επίρρ. μᾶλλον και ο υπερθ. με το επίρρ. μάλιστα
εμπρός από το θετικό:
θετ. ἐπιμελὴς συγκρ. μᾶλλον ἐπιμελὴς υπερθ. μάλιστα ἐπιμελὴς
(πβ. τα νεοελλ.: μικρός — πιο μικρός —
ο πιο μικρός ή πολύ μικρός).
Όλα τα επίθετα που σχηματίζουν
μονολεκτικά παραθετικά μπορούν να σχηματίσουν παράλληλα και περιφραστικά
παραθετικά.
Σχηματίζουν τα παραθετικά τους μόνο
περιφραστικά οι μετοχές και μερικά μονοκατάληκτα επίθετα που χρησιμοποιούνται
και ως ουσιαστικά.
1.
Μετοχές: δυνάμενος – μᾶλλον
δυνάμενος – μάλιστα δυνάμενος· συμφέρων – μᾶλλον συμφέρων – μάλιστα συμφέρων· ὠφελῶν – μᾶλλον ὠφελῶν – μάλιστα ὠφελῶν κ.ά. (πβ. τα νεοελλ.: αντρειωμένος –
πιο αντρειωμένος – ο πιο αντρειωμένος ή πολύ άντρειωμένος).
2.
Μονοκατάληκτα επίθετα: εἴρων
– μᾶλλον εἴρων – μάλιστα εἴρων· ἔνδακρυς – μᾶλλον ἔνδακρυς – μάλιστα ἔνδακρυς. Έτσι και τα εὔελπις, κόλαξ, ὑβριστής, φιλόγελως κ.ά.
Ελλειπτικά παραθετικά
Σε μερικά επίθετα λείπει ο θετικός βαθμός ή και ένας από τους δύο άλλους βαθμούς. Τα παραθετικά των επιθέτων αυτών λέγονται ελλειπτικά παραθετικά.
Τα περισσότερα ελλειπτικά παραθετικά παράγονται από επιρρήματα, προθέσεις ή μετοχές:
1. (ἄνω) ἀνώτερος ἀνώτατος
2. (κάτω) κατώτερος κατώτατος
3. (προ) πρότερος πρῶτος
4. (ὑπὲρ) ὑπέρτερος ὑπέρτατος
5. ἐπικρατῶν ἐπικρατέστερος ---
6. πρωτιμώμενος προτιμότερος ---
7. --- ὕστερος ὕστατος
8. --- --- ὕπατος
9. --- --- ἔσχατος
Μερικά επίθετα δε σχηματίζουν παραθετικά, γιατί φανερώνουν ιδιότητα, ποιότητα ή κατάσταση που δεν παρουσιάζει βαθμούς. Τέτοια επίθετα είναι:
1. Όσα φανερώνουν ύλη: λίθινος, ἀργυροῦς, γήινος· τοπική ή χρονική σχέση: χερσαῖος, θαλάσσιος, θερινός, ἡμερήσιος· μέτρο: σταδιαῖος, πηχυαῖος· καταγωγή, συγγένεια: πατρῷος, μητρικός· μόνιμη κατάσταση: θνητός, νεκρὸς κ.ά.
2. Μερικά σύνθετα με α΄ συνθετικό το
στερητικό ἀ-: ἀθάνατος, ἄυλος, ἄυπνος, ἄψυχος κ.ά.
3. Μερικά σύνθετα με α΄ συνθετικό το
επίθετο πᾶς ή την πρόθ. ὑπὲρ (που
έχουν μόνα τους υπερθετική σημασία): πάνσοφος, πάντιμος, πάγκαλος – ὑπερμεγέθης, ὑπέρλαμπρος κ.ά.
Παραθετικά επιρρημάτων
Πολλά επιρρήματα της αρχαίας επιδέχονται σύγκριση και γι’ αυτό σχηματίζουν παραθετικά (όπως και στη νέα: ωραία – ωραιότερα ή πιο ωραία – ωραιότατα ή πάρα πολύ ωραία).
Σχηματίζουν έτσι παραθετικά στην αρχαία
ελληνική:
1.
Επιρρήματα σε -ως που παράγονται από επίθετα. Τα επιρρήματα
αυτά στον συγκριτικό έχουν τύπο όμοιο με την ενική αιτιατ. του ουδετ. του
συγκριτικού επιθέτου και στον υπερθετικό έχουν τύπο όμοιο με την πληθυντική
αιτιατ. του ουδετέρου του υπερθετικού επιθέτου:
(δίκαιος): δικαίως δικαιότερον δικαιότατα
(σοφός): σοφῶς σοφώτερον σοφώτατα
(ἀληθὴς): ἀληθῶς ἀληθέστερον ἀληθέστατα
(σώφρων): σωφρόνως σωφρονέστερον σωφρονέστατα
(ἡδύς): ἡδέως ἥδιον ἥδιστα
(καλός): καλῶς κάλλιον κάλλιστα
2.
Τα επιρρήματα εὖ (αντίστοιχο
του επιθέτου ἀγαθός), ὀλίγον και πολύ:
εὖ – ἄμεινον – ἄριστα και βέλτιον –
βέλτιστα και κρεῖττον
– κράτιστα.
ὀλίγον – μεῖον – ὀλίγιστα και ἔλαττον – ἐλάχιστα και ἧττον – ἥκιστα.
πολύ –
πλέον – πλεῖστα (ή
πλεῖστον).
3. Το επίρρ. μάλα (= πολύ), που οι τρεις βαθμοί του είναι:
θετ. μάλα – συγκριτ. μᾶλλον – υπερθ. μάλιστα.
4. Μερικά τοπικά επιρρήματα που παίρνουν παραθετικές καταλήξεις -τέρω, -τάτω:
ἄνω: ἀνωτέρω ἀνωτάτω
ἄπωθεν:
ἀπωτέρω ἀπωτάτω
(= μακριά)
ἐγγὺς: ἐγγυτέρω ἐγγυτάτω
(=κοντά) ἐγγύτερον ἐγγύτατα
ἔγγιον ἔγγιστα
ἔξω: ἐξωτέρω ἐξωτάτω
ἔσω
(εἴσω): ἐσωτέρω ἐσωτάτω
κάτω: κατωτέρω κατωτάτω
πόρρω: πορρωτέρω πορρωτάτω
πέρα: περαιτέρω ---
5. Μερικά χρονικά επιρρήματα με παραθετικές καταλήξεις -(αί)τερον, -(αί)τατα
πάλαι: παλαίτερον παλαίτατα
πρωί: πρωιαίτερον πρωιαίτατα &
πρῳαίτερον πρῳαίτατα
ὀψέ: ὀψιαίτερον ὀψιαίτατα
(= αργά)
Και τα παραθετικά των επιρρημάτων, όπως
και των επιθέτων, εκφέρονται κάποτε περιφραστικά με το μᾶλλον, μάλιστα και το θετικό· π.χ.
σοφῶς μᾶλλον σοφῶς μάλιστα
σοφῶς
ἡδέως μᾶλλον ἡδέως μάλιστα ἡδέως
τά κάλλιστα, τῶν καλλίστων, τοῖς καλλίστοις, τά κάλλιστα, (ὦ) κάλλιστα
Ενικός
ὁ βέλτιστος, τοῦ βελτίστου, τῷ βελτίστῳ, τόν βέλτιστον, (ὦ) βέλτιστε
ἡ βελτίστη, τῆς βελτίστης, τῇ βελτίστῃ, τήν βελτίστην, (ὦ) βελτίστη
τό βέλτιστον, τοῦ βελτίστου, τῷ βελτίστῳ, τό βέλτιστον, (ὦ) βέλτιστον
Πληθυντικός
οἱ βέλτιστοι, τῶν βελτίστων, τοῖς βελτίστοις, τούς βελτίστους,
(ὦ) βέλτιστοι
αἱ βέλτισται, τῶν βελτίστων, ταῖς βελτίσταις, τάς βελτίστας,
(ὦ) βέλτισται
τά βέλτιστα, τῶν βελτίστων, τοῖς βελτίστοις, τά βέλτιστα, (ὦ) βέλτιστα
Ενικός
ὁ κράτιστος, τοῦ κρατίστου, τῷ κρατίστῳ, τόν κράτιστον, (ὦ) κράτιστε
ἡ κρατίστη, τῆς κρατίστης, τῇ κρατίστῃ, τήν κρατίστην, (ὦ) κρατίστη
τό κράτιστον, τοῦ κρατίστου, τῷ κρατίστῳ, τό κράτιστον, (ὦ) κράτιστον
Πληθυντικός
οἱ κράτιστοι, τῶν κρατίστων, τοῖς κρατίστοις, τούς κρατίστους,
(ὦ) κράτιστοι
αἱ κράτισται, τῶν κρατίστων, ταῖς κρατίσταις, τάς κρατίστας,
(ὦ) κράτισται
τά κράτιστα, τῶν κρατίστων,
τοῖς κρατίστοις, τά κράτιστα, (ὦ) κράτισταΣε μερικά επίθετα λείπει ο θετικός βαθμός ή και ένας από τους δύο άλλους βαθμούς. Τα παραθετικά των επιθέτων αυτών λέγονται ελλειπτικά παραθετικά.
Τα περισσότερα ελλειπτικά παραθετικά παράγονται από επιρρήματα, προθέσεις ή μετοχές:
3. (προ) πρότερος πρῶτος
7. --- ὕστερος ὕστατος
Μερικά επίθετα δε σχηματίζουν παραθετικά, γιατί φανερώνουν ιδιότητα, ποιότητα ή κατάσταση που δεν παρουσιάζει βαθμούς. Τέτοια επίθετα είναι:
1. Όσα φανερώνουν ύλη: λίθινος, ἀργυροῦς, γήινος· τοπική ή χρονική σχέση: χερσαῖος, θαλάσσιος, θερινός, ἡμερήσιος· μέτρο: σταδιαῖος, πηχυαῖος· καταγωγή, συγγένεια: πατρῷος, μητρικός· μόνιμη κατάσταση: θνητός, νεκρὸς κ.ά.
Παραθετικά επιρρημάτων
Πολλά επιρρήματα της αρχαίας επιδέχονται σύγκριση και γι’ αυτό σχηματίζουν παραθετικά (όπως και στη νέα: ωραία – ωραιότερα ή πιο ωραία – ωραιότατα ή πάρα πολύ ωραία).
(σοφός): σοφῶς σοφώτερον σοφώτατα
(ἡδύς): ἡδέως ἥδιον ἥδιστα
3. Το επίρρ. μάλα (= πολύ), που οι τρεις βαθμοί του είναι:
4. Μερικά τοπικά επιρρήματα που παίρνουν παραθετικές καταλήξεις -τέρω, -τάτω:
ἐγγὺς: ἐγγυτέρω ἐγγυτάτω
5. Μερικά χρονικά επιρρήματα με παραθετικές καταλήξεις -(αί)τερον, -(αί)τατα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου