Luca Domenichi
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μένω»
Ενεστώτας
Οριστική
μένω, μένεις, μένει, μένομεν, μένετε, μένουσι(ν)
Υποτακτική
μένω, μένῃς, μένῃ, μένωμεν, μένητε, μένωσι(ν)
Ευκτική
μένοιμι, μένοις, μένοι, μένοιμεν, μένοιτε, μένοιεν
Προστακτική
---, μένε, μενέτω, ---, μένετε, μενόντων (ή μενέτωσαν)
Απαρέμφατο
μένειν
Μετοχή
μένων, μένουσα, μένον
Παρατατικός
Οριστική
ἔμενον, ἔμενες, ἔμενε, ἐμένομεν, ἐμένετε, ἔμενον
Μέλλοντας
Οριστική
μενῶ, μενεῖς, μενεῖ, μενοῦμεν, μενεῖτε, μενοῦσι(ν)
Ευκτική
μενοῖμι, μενοῖς, μενοῖ, ή μενοίην, μενοίης, μενοίη, μενοῖμεν, μενοῖτε, μενοῖεν
Απαρέμφατο
μενεῖν
Μετοχή
μενῶν, μενοῦσα, μενοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἔμεινα, ἔμεινας, ἔμεινε(ν), ἐμείναμεν, ἐμείνατε, ἔμειναν
Υποτακτική
μείνω, μείνῃς, μείνῃ, μείνωμεν, μείνητε, μείνωσι(ν)
Ευκτική
μείναιμι, μείναις / μείνειας, μείναι / μείνειε(ν), μείναιμεν, μείναιτε, μείναιεν / μείνειαν
Προστακτική
---, μεῖνον, μεινάτω, ---, μείνατε, μεινάντων (ή μεινάτωσαν)
Απαρέμφατο
μεῖναι
Μετοχή
μείνας, μείνασα, μεῖναν
Παρακείμενος
Οριστική
μεμένηκα, μεμένηκας, μεμένηκε, μεμενήκαμεν, μεμενήκατε, μεμενήκασι(ν)
Υποτακτική
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός ὦ
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός ᾖς
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός ᾖ
μεμενηκότες- μεμενηκυῖαι- μεμενηκότα ὦμεν
μεμενηκότες- μεμενηκυῖαι- μεμενηκότα ἦτε
μεμενηκότες- μεμενηκυῖαι- μεμενηκότα ὦσι
Ευκτική
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός εἴην
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός εἴης
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός εἴη
μεμενηκότες- μεμενηκυῖαι- μεμενηκότα εἴημεν (εἶμεν)
μεμενηκότες- μεμενηκυῖαι- μεμενηκότα εἴητε (εἶτε)
μεμενηκότες- μεμενηκυῖαι- μεμενηκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός ἴσθι
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός ἔστω
---
μεμενηκότες- μεμενηκυῖαι- μεμενηκότα ἔστε
μεμενηκότες- μεμενηκυῖαι- μεμενηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
μεμενηκέναι
Μετοχή
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐμεμενήκειν, ἐμεμενήκεις, ἐμεμενήκει, ἐμεμενήκεμεν, ἐμεμενήκετε, ἐμεμενήκεσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μένω»
Ενεστώτας
Οριστική
μένω, μένεις, μένει, μένομεν, μένετε, μένουσι(ν)
μένω, μένῃς, μένῃ, μένωμεν, μένητε, μένωσι(ν)
μένοιμι, μένοις, μένοι, μένοιμεν, μένοιτε, μένοιεν
Προστακτική
---, μένε, μενέτω, ---, μένετε, μενόντων (ή μενέτωσαν)
Απαρέμφατο
μένειν
Μετοχή
μένων, μένουσα, μένον
Παρατατικός
Οριστική
ἔμενον, ἔμενες, ἔμενε, ἐμένομεν, ἐμένετε, ἔμενον
Μέλλοντας
Οριστική
μενῶ, μενεῖς, μενεῖ, μενοῦμεν, μενεῖτε, μενοῦσι(ν)
μενοῖμι, μενοῖς, μενοῖ, ή μενοίην, μενοίης, μενοίη, μενοῖμεν, μενοῖτε, μενοῖεν
μενεῖν
μενῶν, μενοῦσα, μενοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἔμεινα, ἔμεινας, ἔμεινε(ν), ἐμείναμεν, ἐμείνατε, ἔμειναν
μείνω, μείνῃς, μείνῃ, μείνωμεν, μείνητε, μείνωσι(ν)
μείναιμι, μείναις / μείνειας, μείναι / μείνειε(ν), μείναιμεν, μείναιτε, μείναιεν / μείνειαν
Προστακτική
---, μεῖνον, μεινάτω, ---, μείνατε, μεινάντων (ή μεινάτωσαν)
μεῖναι
μείνας, μείνασα, μεῖναν
Παρακείμενος
Οριστική
μεμένηκα, μεμένηκας, μεμένηκε, μεμενήκαμεν, μεμενήκατε, μεμενήκασι(ν)
Υποτακτική
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός ὦ
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός ᾖς
μεμενηκότες- μεμενηκυῖαι- μεμενηκότα ὦμεν
Ευκτική
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός εἴην
Προστακτική
---
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός ἴσθι
μεμενηκότες- μεμενηκυῖαι- μεμενηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
μεμενηκέναι
Μετοχή
μεμενηκώς- μεμενηκυῖα- μεμενηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐμεμενήκειν, ἐμεμενήκεις, ἐμεμενήκει, ἐμεμενήκεμεν, ἐμεμενήκετε, ἐμεμενήκεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου