Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τυγχάνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τυγχάνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
FireFlux Studios
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τυγχάνω»
 
Ενεστώτας
Οριστική
τυγχάνω, τυγχάνεις, τυγχάνει, τυγχάνομεν, τυγχάνετε, τυγχάνουσι(ν)
Υποτακτική
τυγχάνω, τυγχάνς, τυγχάν, τυγχάνωμεν, τυγχάνητε, τυγχάνωσι(ν)
Ευκτική
τυγχάνοιμι, τυγχάνοις, τυγχάνοι, τυγχάνοιμεν, τυγχάνοιτε, τυγχάνοιεν
Προστακτική
---, τύγχανε, τυγχανέτω, ---, τυγχάνετε, τυγχανόντων (ή τυγχανέτωσαν)
Απαρέμφατο
τυγχάνειν
Μετοχή
τυγχάνων, τυγχάνουσα, τυγχάνον
 
Παρατατικός
Οριστική
τύγχανον, τύγχανες, τύγχανε, τυγχάνομεν, τυγχάνετε, τύγχανον
 
Μέλλοντας
Οριστική
τεύξομαι, τεύξ /τεύξει, τεύξεται, τευξόμεθα, τεύξεσθε, τεύξονται
Ευκτική
τευξοίμην, τεύξοιο, τεύξοιτο, τευξοίμεθα, τεύξοισθε, τεύξοιντο
Απαρέμφατο
τεύξεσθαι
Μετοχή
τευξόμενος, τευξομένη, τευξόμενον
 
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β
Οριστική
τυχον, τυχες, τυχε(ν), τύχομεν, τύχετε, τυχον
Υποτακτική
τύχω, τύχς, τύχ, τύχωμεν, τύχητε, τύχωσι(ν)
Ευκτική
τύχοιμι, τύχοις, τύχοι, τύχοιμεν, τύχοιτε, τύχοιεν
Προστακτική
---, τύχε, τυχέτω, ---, τύχετε, τυχόντων (ή τυχέτωσαν)
Απαρέμφατο
τυχεν
Μετοχή
τυχών, τυχοσα, τυχόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τετύχηκα, τετύχηκας, τετύχηκε, τετυχήκαμεν, τετυχήκατε, τετυχήκασι(ν)
 
Υποτακτική
τετυχηκώς- τετυχηκυα- τετυχηκός
τετυχηκώς- τετυχηκυα- τετυχηκός ς
τετυχηκώς- τετυχηκυα- τετυχηκός
τετυχηκότες- τετυχηκυαι- τετυχηκότα μεν
τετυχηκότες- τετυχηκυαι- τετυχηκότα τε
τετυχηκότες- τετυχηκυαι- τετυχηκότα σι
 
Ευκτική
τετυχηκώς- τετυχηκυα- τετυχηκός εην
τετυχηκώς- τετυχηκυα- τετυχηκός εης
τετυχηκώς- τετυχηκυα- τετυχηκός εη
τετυχηκότες- τετυχηκυαι- τετυχηκότα εημεν (εμεν)
τετυχηκότες- τετυχηκυαι- τετυχηκότα εητε (ετε)
τετυχηκότες- τετυχηκυαι- τετυχηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
τετυχηκώς- τετυχηκυα- τετυχηκός σθι
τετυχηκώς- τετυχηκυα- τετυχηκός στω
---
τετυχηκότες- τετυχηκυαι- τετυχηκότα στε
τετυχηκότες- τετυχηκυαι- τετυχηκότα στων
 
Απαρέμφατο
τετυχηκέναι
Μετοχή
τετυχηκώς, τετυχηκυα, τετυχηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
τετυχήκειν, τετυχήκεις, τετυχήκει, τετυχήκεμεν, τετυχήκετε, τετυχήκεσαν
 
& συνήθως περιφραστικά: τετυχηκώς ν
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...