Με
βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα ακόλουθα κείμενα
να αναφερθείτε: α) στην
ψήφιση του Συντάγματος του 1927, β)
στην τετραετία 1928-1932 της κυβέρνησης
Ελ. Βενιζέλου, και γ) στο στρατιωτικό κίνημα του 1935.
Κείμενο Α
Μετά από πέντε μήνες συζήτησης στη Βουλή, το οριστικό Σύνταγμα της Δημοκρατίας δημοσιεύτηκε επιτέλους στις 3 Ιουνίου 1927. Σπουδαιότερη καινοτομία του ήταν η θέσπιση Γερουσίας ως δεύτερου νομοθετικού σώματος. Είχε σχεδιαστεί για να λειτουργήσει ως ασπίδα της Δημοκρατίας σε περίπτωση εχθρικής πλειοψηφίας στη Βουλή. Κοινές συνεδριάσεις Βουλής και Γερουσίας προβλέπονταν για την άρση διαφωνιών τους στο νομοθετικό έργο, για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η κυβέρνηση χρειαζόταν ψήφο εμπιστοσύνης μόνο από τη Βουλή αλλά χρειαζόταν άδεια της Γερουσίας για να διαλυθεί πρόωρα η Βουλή.
Γιώργος Μαυρογορδάτος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Τόμος 7ος
Κείμενο Β
Η διακυβέρνηση της χώρας από τον Βενιζέλο το 1928-1932 έμεινε γνωστή ως η «Τετραετία» και κατέληξε να θεωρείται δεύτερη χρυσή εποχή του βενιζελισμού, μετά το 1910-15. Εμπνεόταν από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού. Πρώτη προτεραιότητα δόθηκε στην οικονομική ανάπτυξη και προπαντός στην ταχεία ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, με στροφή από τα εξαγωγικά προϊόντα στα δημητριακά για εγχώρια κατανάλωση, ώστε να μειωθεί το χρόνιο έλλειμμα στα σιτηρά. Η ανάπτυξη της γεωργίας και του αγροτικού εισοδήματος, με τη σειρά της, θα μεγάλωνε την αγορά για το εμπόριο και ιδίως για την εγχώρια βιομηχανία. […]
Συνοπτικά, όραμα της Τετραετίας ήταν μία καπιταλιστική οικονομία σε ταχεία ανάπτυξη και μία σύγχρονη αστική δημοκρατία.
Γιώργος Μαυρογορδάτος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Τόμος 7ος
Κείμενο Γ
Μετά την εκδήλωση του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935 η κυβέρνηση Τσαλδάρη κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής, και ιδιοποιήθηκε τη νομοθετική εξουσία, εκδίδοντας σωρεία αναγκαστικών νόμων (α.ν.) για τη δίωξη των Βενιζελικών. Δημεύθηκαν τότε οι περιουσίες εκατοντάδων προσώπων που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στο κίνημα, καθώς και των συζύγων τους. Και τούτο, προκειμένου να αποζημιωθούν, όπως προβλεπόταν, τα θύματα του πραξικοπήματος. Η κυβέρνηση συγκάλεσε τη Βουλή μόνο στις 29 Μαρτίου, για μία και μοναδική συνεδρίαση, αφού προηγουμένως είχε παραπέμψει σε δίκη, μαζί με τους πρωταίτιους του κινήματος, τον Ελ. Βενιζέλο και τους κυριότερους ηγέτες του βενιζελισμού, με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στο κίνημα. Προς τούτο, για όσους ήταν βουλευτές, ανέστειλε παράνομα τη βουλευτική τους ασυλία.
Συνολικά 1.130 πολιτικοί και στρατιωτικοί παραπέμφθηκαν σε δίκη στα έκτακτα στρατοδικεία, που είχαν συγκροτηθεί για τον σκοπό αυτόν· 60 καταδικάστηκαν σε θάνατο (μεταξύ αυτών ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος και ο Ν. Πλαστήρας, που είχαν όμως διαφύγει στο εξωτερικό), από τους οποίους 3 εκτελέσθηκαν και 57 καταδικάστηκαν σε ισόβια.
Την 1η Απριλίου 1935, η κυβέρνηση Τσαλδάρη ιδιοποιήθηκε και τη συντακτική εξουσία, εκδίδοντας τις τέσσερις πρώτες από 46 συντακτικές πράξεις που υιοθέτησε συνολικά έως τον Ιούνιου του ίδιου χρόνου. Με την πρώτη από αυτές καταργούσε τη Γερουσία, στην οποία οι Βενιζελικοί εξακολουθούσαν να έχουν την πλειοψηφία, διέλυε τη Βουλή του 1933 και προκήρυσσε εκλογές «εντός δύο μηνών».
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία.
Ενδεικτική
απάντηση
α) Σημαντική πολιτική τομή της περιόδου
1923-1928 είναι η ψήφιση νέου συντάγματος, διαδικασία που ξεκίνησε το 1924 και
ολοκληρώθηκε μόλις το 1927, με το οποίο εγκαθιδρύθηκε το πολίτευμα της
αβασίλευτης δημοκρατίας. Όπως, μάλιστα, διευκρινίζεται στο Κείμενο Α, η τελική
διαδικασία συζητήσεων στη Βουλή για την ψήφισή του διήρκησε πέντε μήνες και το
«Σύνταγμα της Δημοκρατίας» δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουνίου του 1927. Με βάση το
Σύναγμα αυτό στη θέση του βασιλιά τοποθετήθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που
τον εξέλεγε η Βουλή και η Γερουσία, η οποία αποτελούσε νέο, δεύτερο νομοθετικό
σώμα. Η ύπαρξη της Γερουσίας, όπως
επισημαίνεται στο Κείμενο Α, αποσκοπούσε στην προστασία της Δημοκρατίας, σε
περίπτωση που εκλεγόταν στη Βουλή πλειοψηφία εχθρική προς το πολίτευμα αυτό. Τα
δύο νομοθετικά σώματα μπορούσαν να συνεδριάσουν από κοινού μόνο όταν χρειαζόταν
να ξεπεράσουν μεταξύ τους διαφωνίες που σχετίζονταν με το νομοθετικό έργο, όταν
γινόταν η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και όταν πραγματοποιούνταν
αναθεώρηση του Συντάγματος. Η εκάστοτε κυβέρνηση μπορούσε να λειτουργήσει μόνο
με τη στήριξη της Βουλής από την οποία και χρειαζόταν να λάβει ψήφο
εμπιστοσύνης. Σε περίπτωση, όμως, που ήθελε να διαλύσει πρόωρα τη Βουλή, έπρεπε
να λάβει την άδεια της Γερουσίας.
β) Στις εκλογές του 1928 οι Φιλελεύθεροι
κέρδισαν τις 178 από τις 250 έδρες. Με τη μεγάλη αυτή πλειοψηφία, οι
Βενιζελικοί είχαν τη δυνατότητα να στερεώσουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία
και να γεφυρώσουν το χάσμα που υπήρχε μεταξύ των αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων.
Στην αρχή, οι ηγεσίες και των δυο μεγάλων κομμάτων επέδειξαν καλή θέληση και
προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα. Οι Βενιζελικοί όμως δυσπιστούσαν για την
καλή θέληση του κύριου αντιπάλου, του Λαϊκού κόμματος, και επιπλέον φοβούνταν
ότι μόνο ο αρχηγός του Π. Τσαλδάρης ήταν διαλλακτικός, και ότι σε περίπτωση
ανάδειξης αντιβενιζελικής κυβέρνησης θα κυριαρχούσαν τα ακραία στοιχεία.
Επιπλέον, οι βενιζελικοί αξιωματικοί δεν ήθελαν το συμβιβασμό, επειδή φοβούνταν
ότι μ' αυτόν τον τρόπο το Λαϊκό Κόμμα θα μπορούσε να αυξήσει την επιρροή του,
να κερδίσει τις εκλογές και να επαναφέρει στην ενεργό υπηρεσία πολλούς
αντιβενιζελικούς αξιωματικούς. Καθώς τα ακραία στοιχεία των δύο παρατάξεων
αλληλοϋποβλέπονταν, οι δυνατότητες να γεφυρωθεί το χάσμα περιορίζονταν.
Κατά την περίοδο 1928-1932 η Κυβέρνηση
των Φιλελευθέρων έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα σε ό,τι αφορά την
οικονομική ανόρθωση της χώρας, την παιδεία και την εξωτερική πολιτική. Στοιχεία
που επιβεβαιώνονται από το Κείμενο Β, στο οποίο επιπροσθέτως αναφέρεται πως
η περίοδος αυτή απέκτησε τον χαρακτηρισμό η «Τετραετία», καθώς υπήρξε η δεύτερη
σημαντικότερη περίοδος της πολιτικής του Βενιζέλου μετά την αρχή της
σταδιοδρομίας του (1910-1915). Κύριο χαρακτηριστικό της «Τετραετίας» ήταν η
ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου προγράμματος εκσυγχρονισμού της χώρας. Πρώτη επιδίωξη
της κυβέρνησης του Βενιζέλου ήταν να διασφαλιστεί η οικονομική ανάπτυξη, με
ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη και ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής. Κρίσιμη, ως
προς αυτό επιλογή, ήταν η αποδέσμευση της αγροτικής παραγωγής από τα εξαγώγιμα
προϊόντα και η στροφή στα δημητριακά που ήταν αναγκαία για την εγχώρια
κατανάλωση. Με τον τρόπο αυτό θα επιτυγχάνονταν η μείωση του διαχρονικού
ελλείμματος της χώρας σε σιτηρά. Πρόβλεψη της κυβέρνησης αποτελούσε πως μέσω της
ανάπτυξης της γεωργικής παραγωγής και κατ’ επέκταση των εσόδων για τους αγρότες
θα επερχόταν και η ενίσχυση της αγοράς που σχετιζόταν με το εμπόριο και κυρίως
με την εγχώρια βιομηχανία. Το όραμα που διέτρεχε την «Τετραετία» ήταν η
διαμόρφωση μιας καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία θα βρισκόταν σε γοργή
ανάπτυξη, και, παραλλήλως, η συγκρότηση μιας σύγχρονης αστικής δημοκρατίας.
Στις εκλογές του 1932, όμως, οι Φιλελεύθεροι υπέστησαν μεγάλες απώλειες και
έχασαν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών της Βουλής. Σε νέες εκλογές το 1933
επικράτησε ο συνασπισμός του Λαϊκού Κόμματος.
γ)
Ο Βενιζέλος προχώρησε τον Μάρτιο του 1935 σε αποτυχημένο στρατιωτικό
κίνημα, αποσκοπώντας και πάλι στην κάθαρση του στρατού και της αστυνομίας από
τους βασιλικούς. Κίνημα που, όπως διευκρινίζεται στο Κείμενο Γ, εκδηλώθηκε την
1η Μαρτίου του 1935. Ακριβώς αυτό το αποτυχημένο κίνημα έδωσε λαβή
στην κυβέρνηση, υπό την πίεση αξιωματικών της άλλης πλευράς, να σκληρύνει τη
στάση της: διέλυσε το Κοινοβούλιο, παραβιάζοντας το σύνταγμα, και προκήρυξε
εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Η αντίδραση της κυβέρνησης Τσαλδάρη παρουσιάζεται
πιο αναλυτικά από τον Ν. Αλιβιζάτο (Κείμενο Γ), σύμφωνα με τον οποίο, πρώτη
κίνησή της ήταν να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, χωρίς, μάλιστα, να
λάβει σχετική έγκριση από τη Βουλή. Ακολούθως, κατά τρόπο αντισυνταγματικό,
προχώρησε στην έκδοση πολλών αναγκαστικών νόμων, παρακάμπτοντας και πάλι τη
Βουλή και ασκώντας μονομερώς τη νομοθετική εξουσία, προκειμένου να
πραγματοποιήσει τη δίωξη των Βενιζελικών. Με βάση τους αναγκαστικούς αυτούς
νόμους η κυβέρνηση προχώρησε στη δήμευση εκατοντάδων ατόμων με την κατηγορία
πως συμμετείχαν στο κίνημα του Βενιζέλου. Η δήμευση επεκτάθηκε και στην
περιουσία των συζύγων τους, καθώς ήταν αναγκαίο να αποζημιωθούν τα θύματα του
πραξικοπήματος. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη συγκάλεσε τη Βουλή να συνεδριάσει για μία
και τελευταία φορά στις 29 Μαρτίου του 1935, αφού προηγουμένως είχε παραπέμψει
σε δίκη τα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν στο κίνημα, καθώς και τον ίδιο τον
Βενιζέλο, αλλά και τους σημαντικότερους ηγέτες της βενιζελικής παράταξης,
κατηγορώντας τους ως ηθικούς αυτουργούς του κινήματος. Με παράνομο τρόπο,
μάλιστα, ανέστειλε τη βουλευτική ασυλία όσων ήταν βουλευτές. Τελικά, 1.130
πολιτικοί και στρατιωτική δικάστηκαν σε έκτακτα στρατοδικεία, τα οποία
συγκροτήθηκαν για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Από αυτούς 60 καταδικάστηκαν σε
θάνατο, αλλά εκτελέστηκαν μόνο 3 και η ποινή των υπόλοιπων 57 τράπηκε σε ισόβια
κάθειρξη. Μεταξύ των καταδικασθέντων σε θάνατο ήταν ο Βενιζέλος και ο Ν.
Πλαστήρας, οι οποίοι, ωστόσο, είχαν ήδη διαφύγει στο εξωτερικό. Μετά από την
τελευταία συνεδρίαση της βουλής, η κυβέρνηση Τσαλδάρη προχώρησε την 1η
Απριλίου του 1935 σε νέες αντισυνταγματικές ενέργειες, καθώς άσκησε μονομερώς
εκ νέου και τη συντακτική εξουσία, και εξέδωσε τις τέσσερις πρώτες, από το
σύνολο σαράντα έξι συντακτικών πράξεων που κύρωσε μέχρι τον Ιούνιο του 1935. Με
την πρώτη από αυτές τις συντακτικές πράξεις κατάργησε το νομοθετικό σώμα της
Γερουσίας, στο οποίο οι υποστηρικτές του Βενιζέλου είχαν την πλειοψηφία, διέλυσε
τη Βουλή και προχώρησε στην προκήρυξη εκλογών, οι οποίες έπρεπε να διεξαχθούν
εντός δύο μηνών. Οι Φιλελεύθεροι απείχαν από τις εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935.
Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Κονδύλης επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα, με στόχο την
παλινόρθωση της βασιλείας.
Μετά από πέντε μήνες συζήτησης στη Βουλή, το οριστικό Σύνταγμα της Δημοκρατίας δημοσιεύτηκε επιτέλους στις 3 Ιουνίου 1927. Σπουδαιότερη καινοτομία του ήταν η θέσπιση Γερουσίας ως δεύτερου νομοθετικού σώματος. Είχε σχεδιαστεί για να λειτουργήσει ως ασπίδα της Δημοκρατίας σε περίπτωση εχθρικής πλειοψηφίας στη Βουλή. Κοινές συνεδριάσεις Βουλής και Γερουσίας προβλέπονταν για την άρση διαφωνιών τους στο νομοθετικό έργο, για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η κυβέρνηση χρειαζόταν ψήφο εμπιστοσύνης μόνο από τη Βουλή αλλά χρειαζόταν άδεια της Γερουσίας για να διαλυθεί πρόωρα η Βουλή.
Γιώργος Μαυρογορδάτος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Τόμος 7ος
Η διακυβέρνηση της χώρας από τον Βενιζέλο το 1928-1932 έμεινε γνωστή ως η «Τετραετία» και κατέληξε να θεωρείται δεύτερη χρυσή εποχή του βενιζελισμού, μετά το 1910-15. Εμπνεόταν από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού. Πρώτη προτεραιότητα δόθηκε στην οικονομική ανάπτυξη και προπαντός στην ταχεία ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, με στροφή από τα εξαγωγικά προϊόντα στα δημητριακά για εγχώρια κατανάλωση, ώστε να μειωθεί το χρόνιο έλλειμμα στα σιτηρά. Η ανάπτυξη της γεωργίας και του αγροτικού εισοδήματος, με τη σειρά της, θα μεγάλωνε την αγορά για το εμπόριο και ιδίως για την εγχώρια βιομηχανία. […]
Συνοπτικά, όραμα της Τετραετίας ήταν μία καπιταλιστική οικονομία σε ταχεία ανάπτυξη και μία σύγχρονη αστική δημοκρατία.
Γιώργος Μαυρογορδάτος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Τόμος 7ος
Μετά την εκδήλωση του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935 η κυβέρνηση Τσαλδάρη κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής, και ιδιοποιήθηκε τη νομοθετική εξουσία, εκδίδοντας σωρεία αναγκαστικών νόμων (α.ν.) για τη δίωξη των Βενιζελικών. Δημεύθηκαν τότε οι περιουσίες εκατοντάδων προσώπων που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στο κίνημα, καθώς και των συζύγων τους. Και τούτο, προκειμένου να αποζημιωθούν, όπως προβλεπόταν, τα θύματα του πραξικοπήματος. Η κυβέρνηση συγκάλεσε τη Βουλή μόνο στις 29 Μαρτίου, για μία και μοναδική συνεδρίαση, αφού προηγουμένως είχε παραπέμψει σε δίκη, μαζί με τους πρωταίτιους του κινήματος, τον Ελ. Βενιζέλο και τους κυριότερους ηγέτες του βενιζελισμού, με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στο κίνημα. Προς τούτο, για όσους ήταν βουλευτές, ανέστειλε παράνομα τη βουλευτική τους ασυλία.
Συνολικά 1.130 πολιτικοί και στρατιωτικοί παραπέμφθηκαν σε δίκη στα έκτακτα στρατοδικεία, που είχαν συγκροτηθεί για τον σκοπό αυτόν· 60 καταδικάστηκαν σε θάνατο (μεταξύ αυτών ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος και ο Ν. Πλαστήρας, που είχαν όμως διαφύγει στο εξωτερικό), από τους οποίους 3 εκτελέσθηκαν και 57 καταδικάστηκαν σε ισόβια.
Την 1η Απριλίου 1935, η κυβέρνηση Τσαλδάρη ιδιοποιήθηκε και τη συντακτική εξουσία, εκδίδοντας τις τέσσερις πρώτες από 46 συντακτικές πράξεις που υιοθέτησε συνολικά έως τον Ιούνιου του ίδιου χρόνου. Με την πρώτη από αυτές καταργούσε τη Γερουσία, στην οποία οι Βενιζελικοί εξακολουθούσαν να έχουν την πλειοψηφία, διέλυε τη Βουλή του 1933 και προκήρυσσε εκλογές «εντός δύο μηνών».
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου