Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Στεγαστική αποκατάσταση αστών προσφύγων του 1922 (πηγή) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Στεγαστική αποκατάσταση αστών προσφύγων του 1922 (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται παρακάτω, να απαντήσετε στο ακόλουθο ερώτημα:
Ποιες πρακτικές υιοθετήθηκαν για τη στεγαστική αποκατάσταση των αστών προσφύγων του 1922 στα αστικά κέντρα της ελληνικής επικράτειας;
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Το πρόβλημα, συνεπώς, της άμεσης στεγάσεως των άστεγων και κακά στεγασμένων προσφύγων, απαιτούσε άμεση λύση.
Και προς την κατεύθυνση αυτή, οι αυτοσχεδιασμοί και οι βιαστικές λύσεις δεν έλειψαν, δικαιολογημένες κατά ένα μέρος από την επείγουσα ανάγκη.
Η στέγαση όμως των προσφυγικών οικογενειών μέσα ή γύρω από τα αστικά κέντρα, που ο αριθμός αυτών των οικογενειών υπολογίζονταν σε 350.000, δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί μέσα στις μικρές, πολεοδομικά αναρχούμενες πόλεις, με τα στενά και τα σοκάκια, με τα οδικά αδιέξοδα και τα μνημειακά εμπόδια, όπως ήταν κυρίως η περιοχή των Αθηνών.
Για το λόγο αυτό, προκρίθηκε η δημιουργία οικισμών γύρω από τα αστικά κέντρα, σε εκτάσεις του Δημοσίου, ή σε ιδιωτικά οικόπεδα, που απαλλοτριώνονταν αμέσως.

Γιώργος Λαμψίδης, Οι πρόσφυγες του 1922, 3η έκδοση, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 165.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Αμέσως μετά το 1922 η Αθήνα και ο Πειραιάς περιτριγυρίστηκαν από προσφυγικούς συνοικισμούς και σταδιακά συνενώθηκαν σε ενιαίο πολεοδομικό συγκρότημα. [...] H πολιτική των φορέων που είχαν αναλάβει την αστική αποκατάσταση συνέτεινε στο διαχωρισμό των προσφύγων σε πλούσιους και φτωχούς, αφού ο τρόπος απόκτησης κατοικίας εξαρτήθηκε από την οικονομική τους δυνατότητα. Οι πρώτοι αποκτούσαν ακίνητα σε δημοπρασίες ή ενισχύονταν για να κτίσουν κατοικίες σε κεντρικές αστικές περιοχές, ενώ οι δεύτεροι, στην καλύτερη περίπτωση, στεγάζονταν από τις κρατικές υπηρεσίες στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Εκτός αυτών, υπήρχαν και εκείνοι που δεν είχαν ακόμη επωφεληθεί από το πρόγραμμα κοινωνικής στέγης και διέμεναν σε κάθε είδους πρόχειρα καταλύματα. [...] Ένα σημαντικό μέρος των προσφυγικών οικογενειών στις πόλεις (περίπου το 29%) ζούσε σε ακατάλληλες κατοικίες, όπως «στρατώνες, στρατιωτικά παραπήγματα, εργαστήρια, τζαμιά, σκηνές και τρώγλες κάθε είδους».

Γιώργος Γιαννακόπουλος, «Η Ελλάδα με τους πρόσφυγες», στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7, εκδ. Τα Νέα-Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 92-93.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Ο πίνακας που ακολουθεί αναφέρεται στην «εκτός σχεδίου πόλεως» περιοχή του Δήμου Πειραιά.
 
Απογραφή 1928
 
                              Σύνολο απογραφής   Κάτοικοι πριν
                               1928                              από τον Σεπτέμβριο
                                                                      1922

Βούρλα

3.184

750

Δραπετσώνα

17.652

2.080

Νέα Καλλίπολις

4.691

3.180

Νέα Καμίνια

8.040

6.626

Νέα Κοκκινιά

33.201

2.900

Παλαιά Κοκκινιά

14.225

6.854

 
Πηγή: Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας/Γ.Σ.Υ.Ε., Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15ης-16ης Μαΐου 1928, Αθήνα 1933, σ. 32· παρατίθεται στο: Ελένη Κυραμαργιού, Δραπετσώνα 1922-1967, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2019, σ. 65.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Την αστική αποκατάσταση ανέλαβε περισσότερο το κράτος και λιγότερο η ΕΑΠ, η οποία πρόσφερε οικονομική βοήθεια σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, οικοτεχνικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων (όπως η ταπητουργία). Σε αντίθεση με την αγροτική αποκατάσταση, η αστική περιλάμβανε μόνο στέγαση και όχι πρόνοια για εύρεση εργασίας. Η αστική στέγαση συνάντησε περισσότερα εμπόδια από την αγροτική. Ο αριθμός των προσφύγων ήταν μεγάλος, τα ανταλλάξιμα (μουσουλμανικά) σπίτια στις πόλεις ήταν λίγα και τα οικιστικά προγράμματα του κράτους καθυστερούσαν, λόγω των πολιτικών ανωμαλιών και της κακής οικονομικής κατάστασης κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Πρόβλημα επίσης αποτελούσε η περιπλάνηση των αστών προσφύγων από πόλη σε πόλη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι περισσότεροι πρόσφυγες στις πόλεις τα πρώτα χρόνια εργάζονταν περιστασιακά, είτε κάνοντας «μεροκάματα» στις οικοδομές, σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, είτε ως πλανόδιοι μικροπωλητές και μικροκαταστηματάρχες. Άλλοι δούλεψαν ως ναυτεργάτες και εργάτες σε δημόσια έργα στις πόλεις ή στην ύπαιθρο (αρδευτικά και αποστραγγιστικά έργα, διάνοιξη δρόμων, κατασκευή ή επέκταση λιμανιών κ.ά.).
Η αστική στέγαση ξεκίνησε από την Αθήνα με τη δημιουργία τεσσάρων συνοικισμών: της Καισαριανής, του Βύρωνα, της Νέας Ιωνίας στην Αθήνα και της Κοκκινιάς στον Πειραιά. Για τη στέγαση των αστών προσφύγων υιοθετήθηκε η δημιουργία συνοικισμών με επέκταση των πόλεων στις οποίες αυτοί ήταν προσωρινά εγκατεστημένοι. Όπως προκύπτει από τον πίνακα με τα στατιστικά αποτελέσματα της Απογραφής του 1928 (Κείμενο Γ), οι συνοικισμοί που προϋπήρχαν ή δημιουργήθηκαν σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως του Πειραιά, γνώρισαν γοργή πληθυσμιακή ανάπτυξη. Η Νέα Κοκκινιά, για παράδειγμα, από 2.900 κατοίκους το 1922 έφτασε τους 33.201 σε μόλις έξι χρόνια, ενώ εξίσου σημαντική ήταν και η αύξηση στη Δραπετσώνα που είχε 2.080 το 1922 και έφτασε τους 17.652 το 1928. Η Παλαιά Κοκκινιά, κατά το ίδιο διάστημα διπλασίασε τον αριθμό των κατοίκων της, από 6.845 σε 14.225 και τα Βούρλα από 750 κατοίκους έφτασαν τους 3.184. Μικρότερη ανάπτυξη γνώρισαν περιοχές όπως τα Νέα Καμίνια. Η επιλογή της επέκτασης των πόλεων, όπως διευκρινίζει ο Γιώργος Λαμψίδης (Κείμενο Α), θεωρήθηκε απαραίτητη, διότι ο μεγάλος αριθμός των οικογενειών που χρειάζονταν στέγαση (350.000 περίπου) δεν μπορούσε να αποκατασταθεί στις μικρές πόλεις, χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η απουσία πολεοδομικού σχεδιασμού, οι στενοί ή αδιέξοδοι δρόμοι και τα σοκάκια, αλλά και η αδυναμία δόμησης λόγω ύπαρξης μνημείων, όπως συνέβαινε στην περιοχή της Αθήνας. Επεκτάθηκαν, ως εκ τούτου, τα αστικά κέντρα, με την αξιοποίηση εκτάσεων που ανήκαν στο Δημόσιο ή ακόμη και σε οικόπεδα ιδιωτών, τα οποία και απαλλοτριώνονταν κατά τρόπο άμεσο. Λόγω, άλλωστε, της επέκτασης αυτής, όπως επισημαίνει ο Γιώργος Γιαννακόπουλος (Κείμενο Β), η Αθήνα και ο Πειραιάς κατέληξαν σταδιακά να ενωθούν σε ένα ενιαίο πολεοδομικό συγκρότημα, αφού γύρω τους είχαν δημιουργηθεί πολλοί προσφυγικοί συνοικισμοί.  
Προκρίθηκε -εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις- το σύστημα της ανέγερσης μικρών κατοικιών, μονοκατοικιών/ διπλοκατοικιών/ τετρακατοικιών, μονοώροφων ή διώροφων, με ένα ή δύο δωμάτια, κουζίνα και τους αναγκαίους βοηθητικούς χώρους. Το κράτος ή η ΕΑΠ ανέθεταν την ανέγερση των συνοικισμών σε εργολάβους ή φρόντιζαν να εφοδιάζουν τους πρόσφυγες με τα απαραίτητα μέσα για να κατασκευάσουν οι ίδιοι τα σπίτια τους. Η οικοδόμηση των συνοικισμών, ελλείψει χρόνου και χρημάτων, συχνά δεν συνδυαζόταν με έργα υποδομής (ύδρευση, αποχετευτικό σύστημα, οδικό δίκτυο, χώροι πράσινου κ.ά.). Όπως, άλλωστε, επισημαίνει ο Γιώργος Λαμψίδης (Κείμενο Α), η επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπιστεί η στέγαση, ιδίως όσων ήταν άστεγοι ή πλημμελώς στεγασμένοι, οδήγησε εκ των πραγμάτων σε λύσεις ελλιπώς μελετημένες και σε αυτοσχεδιασμούς. Παρά την ομοιομορφία που επικρατούσε, υπήρχε ελαφρά διαφοροποίηση των κατοικιών του ενός συνοικισμού από τις κατοικίες του άλλου, ως προς το εμβαδόν, την ποιότητα κατασκευής και τη λειτουργικότητα. Ιδρύθηκαν ακόμη προσφυγικοί οικοδομικοί συνεταιρισμοί και χορηγήθηκαν άτοκα δάνεια σε προσφυγικές οικογένειες για τη στέγασή τους.
Όπως αναφέρει ο Γιώργος Γιαννακόπουλος (Κείμενο Β), οι φορείς που ανέλαβαν την αστική αποκατάσταση ακολουθούσαν πολιτική που οδηγούσε στο διαχωρισμό των προσφύγων σε εύπορους και φτωχούς, μιας και ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση διαφοροποιούταν ο τρόπος διασφάλισης κατοικίας. Οι εύποροι πρόσφυγες, είχαν την οικονομική δυνατότητα να φροντίσουν μόνοι τους για τη στέγασή τους. Αυτοί στην αρχή ήταν σε θέση να νοικιάσουν ή να αγοράσουν κατοικίες μέσα στις πόλεις και έτσι να αναμειχθούν με τους γηγενείς. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Γιώργο Γιαννακόπουλο, οι εύποροι πρόσφυγες είχαν την ευκαιρία να αγοράσουν ακίνητα σε δημοπρασίες ή λάμβαναν ενίσχυση προκειμένου να χτίσουν σπίτια σε κεντρικές περιοχές των πόλεων. Αργότερα ανέλαβαν οι ίδιοι πρωτοβουλίες για την ίδρυση οικισμών. Η διαδικασία ήταν η ακόλουθη: ίδρυαν έναν οικοδομικό συνεταιρισμό, αγόραζαν μία έκταση σε προνομιούχο περιοχή και οικοδομούσαν αστικές κατοικίες καλής ποιότητας. Τέτοιοι οικισμοί ήταν η Νέα Σμύρνη στην Αθήνα και η Καλλίπολη στον Πειραιά. Όπως προκύπτει από τον πίνακα με τα στατιστικά αποτελέσματα της Απογραφής του 1928 (Κείμενο Γ), η Νέα Καλλίπολη είχε 3.180 κατοίκους το 1922, οι οποίοι αυξήθηκαν στους 4.691 το 1928. Στο αντίθετο άκρο βρίσκονταν οι άποροι πρόσφυγες που δεν είχαν κατορθώσει να αποκατασταθούν ακόμη. Εγκαταστάθηκαν σε καλύβες, χαμόσπιτα και άλλες πρόχειρες κατασκευές στις παρυφές παλαιών οικισμών, ή δημιούργησαν παραγκουπόλεις γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον Γιώργο Γιαννακόπουλο (Κείμενο Β), ο οποίος αναφέρει πως πέρα από τους φτωχούς πρόσφυγες που μέσω των κρατικών υπηρεσιών αποκαταστάθηκαν σε προσφυγικούς συνοικισμούς το 29% περίπου των άπορων προσφύγων που διέμεναν σε αστικά κέντρα ήταν αναγκασμένο να ζει σε χώρους που δεν ήταν κατάλληλοι για διαβίωση, όπως ήταν τρώγλες, σκηνές, στρατιωτικά παραπήγματα, καθώς και στρατώνες και τζαμιά. Έτσι, σε άθλιες συνθήκες, επρόκειτο να ζήσουν για πολλά χρόνια.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...