The First Mourning by William-Adolphe
Bouguereau
Θουκυδίδη, Επιτάφιος Περικλή, Κεφάλαιο 42
KEIMENO
42. «Δι’ ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ’ οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς. καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν. τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ’ αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἀφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ’ ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι’ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν».
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
42. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς μίλησα διεξοδικότερα γιὰ τὴν πόλη, γιὰ νὰ σᾶς δώσω νὰ καταλάβετε ὅτι δὲν ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὰ ἴδια πράγματα ἐμεῖς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν τίποτα ὅμοιο μὲ αὐτὰ ἐδῶ, καὶ συνάμα γιὰ νὰ στηρίξω σὲ ὁλοφάνερες ἀποδείξεις τὸ ἐγκώμιο ποὺ ἔπλεξα σὲ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους μιλῶ. Καὶ πραγματικά, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἐγκωμίου ἔχει εἰπωθεῖ. Διότι ὅσα ὑμνητικὰ εἶπα γιὰ τὴν πόλη εἶναι τὰ κοσμήματα μὲ τὰ ὁποῖα τὴν στόλισαν τὰ ἀνδραγαθήματα τούτων τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ὅμοιών τους, καὶ δὲν εἶναι πολλοὶ οἱ Ἕλληνες πού, ὅπως συμβαίνει μὲ αὐτοὺς ἐδῶ, τὰ ὑμνητικὰ λόγια θὰ ἀποδεικνύονταν ἰσόρροπα μὲ τὶς πράξεις τους. Καὶ πιστεύω ὅτι τὸ τέλος τους τώρα ἐπιβεβαιώνει τὴ γενναιότητα τοῦ ἄνδρα, ὡς πρῶτο μήνυμα καὶ ὕστατη ἐπισφράγιση. Διότι, ναί, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἄλλη ἄποψη ὑστεροῦν, δίκαιο εἶναι ἡ παλληκαριά τους στὸν πόλεμο γιὰ τὴν πατρίδα νὰ μετράει πρῶτο. Ἔσβησαν ἐντελῶς τὸ κακὸ διαμέσου τοῦ καλοῦ καὶ μὲ αὐτὸ ὠφέλησαν τὴν κοινὴ προσπάθεια περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι τὴν ἔβλαψαν μὲ τὰ λάθη στὸν ἰδιωτικὸ βίο τους. Κανένας τους δὲν δείλιασε. οὔτε πλούσιος, προτιμώντας νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ἀπολαμβάνει τὰ πλούτη του, οὔτε φτωχός, ἐλπίζοντας ἀκόμη πὼς θὰ μποροῦσε νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴ φτώχεια καὶ νὰ πλουτίσει, δὲν προσπάθησε νὰ ἀναβάλει τὸ κακό. Πιὸ ποθητὴ ἀπὸ αὐτὰ θεώρησαν τὴν τιμωρία τῶν ἐχθρῶν καὶ συνάμα πίστεψαν πὼς ἀπ’ ὅλους τοὺς κινδύνους αὐτὸς εἶναι ὁ ὡραιότερος καὶ θέλησαν, ἀναλαμβάνοντάς τον, νὰ τιμωρήσουν τὸν ἐχθρό, καὶ τὰ ἄλλα νὰ τὰ ἀφήσουν. Τὸ ἄδηλο τῆς ἐπιτυχίας στὸν ἀγώνα τὸ ἐναπόθεσαν στὴν ἐλπίδα, στὴ δράση ὅμως, γι’ αὐτὸ ποὺ τὸ ἔβλεπαν πιὰ μπροστά τους, ἔκριναν πὼς εἶχαν χρέος νὰ στηριχτοῦν στὸν ἑαυτό τους, καὶ θεώρησαν προτιμότερο νὰ ἀντισταθοῦν καὶ νὰ πάθουν παρὰ νὰ σωθοῦν ὑποχωρώντας. ἀπέφυγαν τὴν ντροπὴ νὰ τοὺς ποῦν δειλούς, κράτησαν γερὰ στὸν ἀγώνα καί, σὲ ἐλάχιστο χρόνο ποὺ τὸν ὅρισε ἡ τύχη, στὸ μεσουράνημα τῆς δόξας καὶ ὄχι τοῦ φόβου, ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωή.
Ερμηνευτικές ερωτήσεις
1.
Με ποια επιχειρήματα ο Περικλής δικαιολογεί τη μακρηγόρησή του για την πόλη;
Ο Περικλής δικαιολογεί τη διεξοδική του
αναφορά στα της πόλης επικαλούμενος δύο βασικές αιτίες. Αρχικά η αναλυτική
παρουσίαση των τρόπων και της αξίας της Αθήνας αποσκοπεί στο να αντιληφθούν οι
ακροατές του πως οφείλουν να αγωνίζονται με αποφασιστικότητα, εφόσον
προασπίζονται πολύ πιο ουσιώδη προνόμια απ’ ό,τι οι αντίπαλοί τους, οι οποίοι
δεν ζουν σε πόλεις ανάλογης ανάπτυξης. Η Αθήνα προσφέρει στους πολίτες της πολύ
περισσότερα και πολύ πιο σημαντικά οφέλη απ’ ό,τι οι άλλες πόλεις. Κατά
δεύτερον, πρόθεση του ρήτορα ήταν να στηρίξει το εγκώμιό του για τους νεκρούς
του πολέμου σε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις. Ως εκ τούτου ο Περικλής έχει καλύψει
ήδη το μεγαλύτερο μέρος του εγκωμίου του, εφόσον η Αθήνα και οι πολίτες της επί
της ουσίας ταυτίζονται. Υπ’ αυτή την έννοια, όσα επαινετικά έχει αναφέρει για
την πόλη της Αθήνας αφορούν και τους νεκρούς αυτού του πολέμου, καθώς και
προηγούμενων, διότι στη δική τους γενναιότητα έχουν βασιστεί όλα τα σημαντικά
επιτεύγματα της πόλης για την οποία θυσιάστηκαν. Οι γενναίοι αυτοί πολίτες δεν
θα είχαν αποκτήσει το φρόνημά τους, αν δεν είχαν γαλουχηθεί με τις αρχές μιας
τέτοιας πόλης, αλλά και αντίστροφα η πόλη αυτή δεν θα είχε γνωρίσει την
ανάπτυξη και το μεγαλείο της, αν δεν είχε πολίτες τέτοιας ποιότητας και τέτοιου
θάρρους.
2.
Ενώ ο έπαινος των νεκρών αρχίζει στο κεφάλαιο 42, ο Περικλής δηλώνει ότι το
μεγαλύτερο μέρος αυτού του επαίνου έχει λεχθεί. Πώς δικαιολογείται αυτό;
Ο Περικλής διαμορφώνει έναν επιτάφιο
λόγο που παρεκκλίνει σημαντικά από το σύνηθες πρότυπο, φανερώνοντας πως πρόθεσή
του -ή πρόθεση του Θουκυδίδη- είναι να υμνηθεί πρωτίστως η Αθήνα και το
πολίτευμά της. Για τον λόγο αυτό, όταν ξεκινά ο έπαινος των νεκρών, ο ρήτορας
δηλώνει πως το μεγαλύτερο μέρος του επαίνου τους έχει ήδη ειπωθεί, εφόσον επί της
ουσίας η πόλη και οι πολίτες της ταυτίζονται. Όσα, επομένως, έχουν λεχθεί στα
προηγούμενα κεφάλαια για την Αθήνα αποτελούν συνάμα μέρος του επαίνου των
νεκρών. Όπως το αντιλαμβάνεται ο ρήτορας, άλλωστε, οι δύο έννοιες -πόλη και
πολίτες- είναι αλληλένδετες, οπότε κάθε έπαινος για την πόλη είναι έπαινος για τους
νεκρούς και αντιστρόφως το ίδιο. Η Αθήνα δεν θα μπορούσε να φτάσει στο μεγαλείο
που έφτασε, αν δεν είχε πολίτες πρόθυμους να αγωνιστούν για εκείνη, και οι
πολίτες αυτοί δεν θα είχαν τέτοιο θάρρος και τέτοια αποφασιστικότητα, αν δεν
καλούνταν να πολεμήσουν για μια πόλη τέτοιας σημασίας και σπουδαιότητας.
3.
«καί οὐκ
ἄν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη»: Πώς παρουσιάζεται από το ρήτορα η
σχέση «λόγων - ἔργων»
στη φράση αυτή;
Στα περισσότερα σημεία του Ἐπιταφίου η σχέση «λόγων - ἔργων» είναι αντιθετική. Υπάρχει μεταξύ
τους μια δυσαρμονία που απομακρύνει τους μεν από τα δε. Εδώ όμως λόγος και έργα
ταυτίζονται και βρίσκονται σε ισορροπία. Ο λόγος δεν περιέχει ωραιολογίες,
υπερβολές και κομπασμούς, δεν εκπορεύεται από υπέρμετρη εγκωμιαστική διάθεση,
αλλά βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις ηρωικές πράξεις των νεκρών. Είναι προφανής
η προσπάθεια του Περικλή να μην παρουσιάσει αποκλειστικά τους Αθηναίους ως τους
μόνους από τους Έλληνες που χαρακτηρίζονται από αυτή την ισορροπία λόγων -
έργων. Για τους νεκρούς όμως που τιμούνται με τη παρούσα τελετή ισχύει κάτι το
μοναδικό, γιατί αυτοί με τα κατορθώματα τους έχουν καταφέρει να συγκεράσουν
κατά τρόπο «ἰσόρροπον»
τα λόγια με τα έργα. Είναι πάντως άξιο παρατήρησης ότι τα έργα αυτά δεν
αναφέρονται συγκεκριμένα, αλλά θα προσδιοριστούν με την επίδειξη υψηλού και
γενναίου φρονήματος εκ μέρους του Αθηναίου στο πεδίο της μάχης. Φρόνημα που
δικαιολογημένα δημιούργησε τη μεγάλη φήμη των Αθηναίων μεταξύ όλων των Ελλήνων.
Ίσως στο σημείο αυτό να υπαινίσσεται τους Λακεδαιμονίους οι οποίοι
παρουσιάζονται με φήμη η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στα έργα. Γιατί στους
Σπαρτιάτες υπερίσχυε ο λόγος σε σύγκριση με τα έργα. Στο Α, 69, 4 ο Θουκυδίδης
επισημαίνει σχετικά: «ἡσυχάζετε
μέν γάρ μόνοι Ἑλλήνων,
ὦ Λακεδαιμόνιοι, οὐ τῇ δυνάμει τινά, ἀλλά τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι, καί μόνοι οὐκ ἀρχομένην τήν αὔξησιν τῶν ἐχθρῶν, διπλασιουμένην δέ καταλύοντες.
καίτοι ἐλέγεσθε ἀσφαλεῖς εἶναι, ὧν ἄρα ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει».
4.
Ποια είναι η έννοια της φράσης «ἀνδρός ἀρετή»;
Οι τιμώμενοι νεκροί απέδειξαν την
ανδρεία και τη γενναιότητά τους στο πεδίο της μάχης με την υπέρτατη πράξη
αυτοθυσίας. Η ἀρετή
του ἀνδρός είναι η γενναιότητά του, εφόσον
βασικό μέρος των υποχρεώσεών του είναι η προφύλαξη της πατρίδας του σε
περίπτωση κινδύνου. Στο πλαίσιο, άρα, μιας πολεμικής σύγκρουσης μέγιστη αρετή ενός
άνδρα είναι να σταθεί αντάξιος της θέσης και των υποχρεώσεών του και να
πολεμήσει με ανδρεία, χωρίς να δειλιάσει απέναντι στον άμεσο κίνδυνο για τη ζωή
του. Έτσι, αν ο όρος «αρετή» λαμβάνει διαφορετική έννοια σε άλλες περιστάσεις,
όταν σχετίζεται με τον πόλεμο και τις μάχες ταυτίζεται κυρίως με την έννοια της
γενναιότητας.
5.
Ποιο γεγονός αποδεικνύει την ανδραγαθία των νεκρών, σύμφωνα με τον Περικλή;
Να επισημάνετε το σχετικό απόσπασμα και να αναλύσετε τις ιδέες που περιέχει.
«δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή.»
Η θυσία για την πατρίδα αποτέλεσε το
γεγονός που απέδειξε την ανδραγαθία των νεκρών, οι οποίοι ανεξάρτητα από την
ηλικία, το προσωπικό τους ήθος ή την οικονομική τους κατάσταση επέλεξαν να
μείνουν στη μάχη και να πεθάνουν για χάρη της πατρίδας τους. Πρόκειται για την
υπέρτατη θυσία, εφόσον έθεσαν το κοινό όφελος και την κοινή σωτηρία πάνω από τη
δική τους ζωή ή το δικό τους συμφέρον. Κατόρθωσαν, έτσι, να κερδίσουν τη δόξα
του πατριώτη και του γενναίου άνδρα, ανεξάρτητα από το πώς είχαν ζήσει ως
εκείνη τη στιγμή, αφού η αυτοθυσία τους αποτέλεσε εξαγνιστικό για εκείνους
γεγονός.
6.
Ποια είναι η σημασία του θανάτου για την πατρίδα, από ηθική άποψη;
Σύμφωνα με τον Περικλή, ο θάνατος για
την πατρίδα λειτουργεί με τρόπο εξαγνιστικό για όσες αδυναμίες επέδειξαν οι
νεκροί κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ως άνθρωποι είναι φυσικό να παρουσίασαν
και αυτοί ελαττώματα στην ιδιωτική και δημόσια ζωή που όμως επισκιάζονται
πλήρως από την υπέρτατη πράξη της αυτοθυσίας. Κι αν ακόμη στην ιδιωτική τους
ζωή τους «ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν», προκάλεσαν δηλαδή κάποια
βλάβη, «κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν», προσέφεραν υπηρεσίες πολύ
υψηλότερες στην κοινή υπόθεση της πόλης. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον
οποίο παρατίθενται οι αντιθέσεις «ἀγαθῷ - κακόν», «κοινῶς - ἐκ τῶν ἰδίων», «ὠφέλησαν - ἔβλαψαν». Ενώ δηλαδή ο Θουκυδίδης
διατυπώνει μια γενική κρίση, μια άποψη που ισχύει διαχρονικά, δε χρησιμοποιεί
χρόνο ενεστώτα αλλά αόριστο. Έτσι η άποψη για την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία
δεν παρουσιάζεται ως δυνατή αλλά ως συντελεσμένο γεγονός που δεν επιδέχεται
αμφισβήτηση. (Βλ. Ι. Θ. Κακριδής ό.π., σ. 81).
7.
Ποιες κατηγορίες νεκρών διακρίνει ο ρήτορας και τι αναφέρει για καθεμιά;
Ο ρήτορας επιδιώκει να αναδείξει πως
παρά τις μεταξύ τους διαφορές όλοι όσοι θυσιάστηκαν για την πόλη τους απέδειξαν
τόσο το θάρρος τους όσο και την αφοσίωσή τους στην κοινή τους πατρίδα.
Αναφέρεται, έτσι, σε εκείνους που ήταν νέοι και σε εκείνους που ήταν
μεγαλύτεροι «Καὶ
πιστεύω ὅτι τὸ τέλος τους τώρα ἐπιβεβαιώνει τὴ γενναιότητα τοῦ ἄνδρα, ὡς πρῶτο μήνυμα καὶ ὕστατη ἐπισφράγιση». Στο πλαίσιο της αναφοράς αυτής
ο ρήτορας δίνει έμφαση στο γεγονός πως επιβεβαιώθηκε η γενναιότητα των αγωνιστών
είτε ήταν πρώτο φανέρωμα λόγω του νεαρού της ηλικίας τους ήταν η ύστατη πράξη τους
λόγω της μεγάλης ηλικίας τους.
Αναφέρεται, επίσης, ο ρήτορας σε
εκείνους που είχαν ορισμένα ελαττώματα στον χαρακτήρα τους «Διότι, ναί, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἄλλη ἄποψη ὑστεροῦν, δίκαιο εἶναι ἡ παλληκαριά τους στὸν πόλεμο γιὰ τὴν πατρίδα νὰ μετράει πρῶτο. Ἔσβησαν ἐντελῶς τὸ κακὸ διαμέσου τοῦ καλοῦ καὶ μὲ αὐτὸ ὠφέλησαν τὴν κοινὴ προσπάθεια περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι τὴν ἔβλαψαν μὲ τὰ λάθη στὸν ἰδιωτικὸ βίο τους». Σε αυτή την κατηγορία θα
μπορούσαν να αναφερθούν και οι πολίτες των οποίων ο χαρακτήρας ήταν άρτιος. Ο
ρήτορας, ωστόσο, επικεντρώνεται μόνο σε εκείνους που επιδείκνυαν στην προσωπική
τους ζωή την τάση να κάνουν λάθη, προκειμένου να επισημάνει πως κάθε τους λάθος
και κάθε ζημία που προκάλεσαν με τα λάθη τους έχει διαγραφεί χάρη στη
γενναιότητα και την αυτοθυσία τους για χάρη της πατρίδας.
Τέλος, ο ρήτορας διαχωρίζει τους πολίτες
σε πλούσιους και φτωχούς, τονίζοντας πως κανένας τους δεν δείλιασε, έστω κι αν
θα είχε προσωπικούς λόγους να θελήσει να αποφύγει τη μάχη «Κανένας τους δὲν δείλιασε. οὔτε πλούσιος, προτιμώντας νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ἀπολαμβάνει τὰ πλούτη του, οὔτε φτωχός, ἐλπίζοντας ἀκόμη πὼς θὰ μποροῦσε νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴ φτώχεια καὶ νὰ πλουτίσει, δὲν προσπάθησε νὰ ἀναβάλει τὸ κακό».
8.
Γιατί ο πλούτος και η φτώχια, κατά τον Περικλή, μπορεί να αποτρέψει τους
πολεμιστές από τη θυσία;
Τόσο η ύπαρξη πλούτου όσο και η απουσία
του μπορεί, σύμφωνα με τον Περικλή, να λειτουργήσει αποτρεπτικά στη θέληση ενός
πολίτη να προχωρήσει στην υπέρτατη πράξη θυσίας. Ο πολίτης εκείνος που είναι
πλούσιος ενδέχεται να θελήσει να διαφυλάξει τη ζωή του προκειμένου να απολαύσει
τα πλούτη του και την εύκολη ζωή που αυτά του προσφέρουν. Ο φτωχός πολίτης, από
την άλλη, ενδέχεται να επιδιώξει να ζήσει προκειμένου μέσω της εργασίας και της
συνεχούς προσπάθειας να αποκτήσει κι εκείνος πλούτη και να κατορθώσει, έτσι, να
γνωρίσει μια πιο άνετη ζωή.
9.
Να αναφέρετε τις απόψεις που διατύπωσε ο Περικλής για τον πλούτο και τη
φτώχια στο κεφάλαιο 40 και να τις συγκρίνετε με όσες περιέχονται στο κεφάλαιο
42 για το ίδιο θέμα.
Κεφάλαιο
40. «Τὸν πλοῦτο τὸν χρησιμοποιοῦμε περισσότερο ὡς εὐκαιρία γιὰ δράση παρὰ ὡς ἀφορμὴ γιὰ κομπασμό, καὶ τὸ θεωροῦμε ντροπὴ νὰ μὴν παραδέχεται κανεὶς πὼς εἶναι φτωχός, χειρότερη ὅμως ντροπὴ νὰ μὴν προσπαθεῖ μὲ τὴν ἐργασία νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴ φτώχεια.»
Κεφάλαιο
42. «Κανένας τους δὲν δείλιασε. οὔτε πλούσιος, προτιμώντας νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ἀπολαμβάνει τὰ πλούτη του, οὔτε φτωχός, ἐλπίζοντας ἀκόμη πὼς θὰ μποροῦσε νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴ φτώχεια καὶ νὰ πλουτίσει, δὲν προσπάθησε νὰ ἀναβάλει τὸ κακό.»
Οι απόψεις που εκφράζει ο Περικλής για
τη φτώχεια είναι ίδιες και στα δύο κεφάλαια, εφόσον εκείνος που είναι φτωχός
οφείλει και επιδιώκει να αποφύγει την κατάσταση αυτή μέσω της εργασίας και της συνεχούς
προσπάθειας. Οι απόψεις του, ωστόσο, για τον πλούτο παρουσιάζουν μια ουσιώδη
διαφορά, εφόσον στο Κεφάλαιο 40 παρουσιάζει την ύπαρξη πλούτου ως αφορμή για
κοινωφελή δράση, ενώ στο Κεφάλαιο 42 δίνει έμφαση στην καλοπέραση που
διασφαλίζει ο πλούτος στα άτομα. Γίνεται, έτσι, αντιληπτό πως στην αρχική του
αναφορά ο Περικλής είχε παραλείψει τα οφέλη του πλούτου για το πλούσιο άτομο
και είχε επικεντρωθεί στο πώς τον αξιοποιούν προς όφελος της πόλης τους, θέλοντας
να τονίσει το ήθος των Αθηναίων. Στο Κεφάλαιο 42, ωστόσο, καθώς παρουσιάζει τις
ποικίλες διαφορές μεταξύ των πολιτών δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει πως οι
πλούσιοι απολαμβάνουν μια πιο ευχάριστη ζωή.
10.
Να επισημάνετε το σημείο στο οποίο δηλώνεται η μεγάλη σημασία που απέδιδαν
οι Αθηναίοι στην τιμωρία των εχθρών και να δικαιολογήσετε την άποψη του ρήτορα.
«Πιὸ ποθητὴ ἀπὸ αὐτὰ θεώρησαν τὴν τιμωρία τῶν ἐχθρῶν καὶ συνάμα πίστεψαν πὼς ἀπ’ ὅλους τοὺς κινδύνους αὐτὸς εἶναι ὁ ὡραιότερος καὶ θέλησαν, ἀναλαμβάνοντάς τον, νὰ τιμωρήσουν τὸν ἐχθρό, καὶ τὰ ἄλλα νὰ τὰ ἀφήσουν.»
Ο ρήτορας επισημαίνει πως για τους Αθηναίους
αγωνιστές ήταν πιο σημαντική η τιμωρία των εχθρών παρά η συνέχιση της ίδιας τους
της ζωής είτε ήταν πλούσιοι για να απολαμβάνουν τα πλούτη τους είτε ήταν φτωχοί
για να επιδιώξουν τον πλουτισμό τους. Εμφανίζει, δηλαδή, τους πολίτες να θεωρούν
πως η προστασία της πόλης τους και η σθεναρή αντιμετώπιση εκείνων που τολμούν
να την απειλούν είναι ο «ωραιότερος» αγώνας, εφόσον τους δίνει την ευκαιρία να
πολεμήσουν και να θυσιαστούν για ό,τι είναι πιο πολύτιμο για εκείνους, για την
πόλη τους.
Αν οι πολίτες προτιμούσαν να εγκαταλείψουν τη μάχη για να ασχοληθούν με την προσωπική τους ζωή, θα έθεταν τότε σε κίνδυνο την πόλη τους και κατ’ επέκταση τόσο την ύπαρξή τους όσο και τις περιουσίες τους. Θα ήταν, άρα, μια ανώφελη επιλογή ο εγωκεντρισμός, εφόσον χωρίς την πόλη τους δεν έχουν τίποτε οι ίδιοι και δεν μπορούν να επιδιώξουν το προσωπικό τους όφελος. Μόνο αν διασωθεί η πόλη μπορεί να υπάρξει συνέχεια της ζωής για τους πολίτες. Έχουν, άρα, οι πολίτες της Αθήνας πλήρη επίγνωση του γεγονότος πως η προστασία της πατρίδας τους υπερέχει έναντι οποιασδήποτε άλλης επιδίωξης, εφόσον αν πέσει η πόλη τους, καταρρέει και η δική τους ζωή.
11.
Από ποιους παράγοντες εξαρτάται η έκβαση των πολεμικών γεγονότων κατά τον
Θουκυδίδη; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας παραπέμποντας σε στοιχεία του
κειμένου.
Οι προκείμενοι νεκροί ρίχτηκαν στους
πολεμικούς κινδύνους «ἐλπίδι
τό ἀφανές τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες». Δεν ήταν βέβαιοι δηλαδή
για τη θετική έκβασή τους αλλά έτρεφαν γι’ αυτήν ελπίδες. Ούτε όμως τους
αντιμετώπιζαν με μοιρολατρική διάθεση. Απεναντίας έδειχναν γενναιότητα σώματος
και ψυχής χωρίς να υποκύπτουν στις όποιες δυσκολίες, επειδή γνώριζαν ότι η νίκη
θα μπορούσε να προέλθει μόνο με τη διατήρηση υψηλού φρονήματος. Το αποτέλεσμα
ενός αγώνα, σύμφωνα με το Θουκυδίδη είναι δυνατόν μερικές φορές να κριθεί από
παράγοντες που δεν σταθμίζονται, που δεν μπορούν να προβλεφθούν από τον
άνθρωπο. Η τύχη παρεμβάλλεται και τρέπει τα πράγματα προς κατευθύνσεις που δεν
μπορούν να προσδιορισθούν από τον άνθρωπο. «Οι φιλόσοφοι, που είχαν αποκαλύψει
το βασίλειο του Φυσικού Νόμου, δεν είχαν γράψει μάταια για το Θουκυδίδη. Η τύχη
σημαίνει γι’ αυτόν ό,τι σημαίνει και για μας, δε σημαίνει παρέμβαση εξωτερικής
θελήσεως η πείσματος, απλούστατα παριστάνει ένα στοιχείο που δεν μπορούσε να
προειπωθεί. Αναγνωρίζει τη δράση του αγνώστου, δεν αναγνωρίζει τη δράση κρυφών
δυνάμεων και περιορίζει το άγνωστο στο ελάχιστο της σημασίας του για την
ανθρώπινη ζωή. Ο μεγάλος φιλόσοφος Δημόκριτος από τα Άβδηρα είχε πει: «Η τύχη
είναι ένα είδωλο που οι άνθρωποι συνηθίζουν να το δέχονται λόγω της πνευματικής
τους αδυναμίας. Πραγματικά η τύχη σπάνια συγκρούεται με τη σοφία. Στα πιο πολλά
προβλήματα της ζωής μια διάνοια διαυγής μπορεί ν’ ασκήσει τη μαντεία με
επιτυχία. Τα λόγια αυτά του Δημόκριτου πρέπει να χρησίμευαν σαν απόφθεγμα για
το Θουκυδίδη». (John B. Bury, ό.π, σσ. 111-112).
12. Να αναλύσετε την αντίθεση ανάμεσα
στο «ἀφανές»
και στο «ὁρώμενον»
σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ρήτορας.
«Τὸ ἄδηλο τῆς ἐπιτυχίας στὸν ἀγώνα τὸ ἐναπόθεσαν στὴν ἐλπίδα, στὴ δράση ὅμως, γι’ αὐτὸ ποὺ τὸ ἔβλεπαν πιὰ μπροστά τους, ἔκριναν πὼς εἶχαν χρέος νὰ στηριχτοῦν στὸν ἑαυτό τους».
Για τους πολεμιστές της Αθήνας η τελική
έκβαση της μάχης αποτελούσε κάτι το άδηλο -αφανές-, εφόσον δεν μπορούσαν να
γνωρίζουν, αν η πόλης τους θα κερδίσει ή θα χάσει. Έτσι, για το άδηλο αυτό
αποτέλεσμα είχαν απλώς την ελπίδα μιας αίσιας κατάληξης. Εκείνο, όμως, που
έβλεπαν μπροστά τους, τις δυνάμεις, δηλαδή, του εχθρού θεώρησαν πως μπορούν να
το αντιμετωπίσουν μόνο με το να βασιστούν στο δικό τους θάρρος και στην
αποφασιστικότητά τους. Ρίχτηκαν, έτσι, στη μάχη με γενναιότητα, έστω κι αν δεν
υπήρχε κανένας τρόπος να γνωρίζουν ποιο θα είναι το αποτέλεσμα.
Η αντίθεση, επομένως, αυτή που προβάλλει από τη μία το απρόβλεπτο της τελικής κατάληξης κι από την άλλη την προσπάθεια του ατόμου, εντοπίζεται σε κάθε «αγώνα» των ανθρώπων είτε αυτός είναι κυριολεκτικός είτε μεταφορικώς, εφόσον οι άνθρωποι ποτέ δεν γνωρίζουν το τελικό αποτέλεσμα για ό,τι κι αν προσπαθήσουν.
13.
«καί δι’ ἐλαχίστου
καιροῦ
τύχης ἅμα
ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἤ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν»: Να αναλύσετε το περιεχόμενο της
φράσης αναφέροντας τις πιο πιθανές ερμηνείες της.
Η συγκεκριμένη φράση μπορεί να
μεταφραστεί και κατ’ επέκταση να γίνει κατανοητή με διάφορους τρόπους, χωρίς να
υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα για το πώς την εννοούσε ο ίδιος ο ρήτορας.
Ενδεικτικά η φράση αυτή μπορεί να αποδοθεί, μεταξύ άλλων, με τους εξής τρόπους:
α) Σύμφωνα με τη μετάφραση του σημαντικότατου Έλληνα πολιτικού, Ελευθέριου Βενιζέλου: «συγχρόνως εις στιγμήν ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετήλλαξαν βίον, όχι τρέμοντας από φόβον, αλλά περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης».
Αν η φράση μεταφραστεί κατ’ αυτό τον τρόπο τότε την καθορισμένα από τη μοίρα στιγμή του θανάτου τους οι τιμώμενοι νεκροί δεν αισθάνονταν φόβο -όπως θα ήταν λογικό εξαιτίας του άμεσου κινδύνου-, αλλά βρίσκονταν στο απόγειο του ηρωισμού τους.
β) Η ίδια φράση, ωστόσο, μπορεί να μεταφραστεί διαφορετικά αν η λέξη «δόξα» λάβει το νόημα της κρίσης, της εικασίας ή της γνώμης που έχουν οι άλλοι, καθώς τότε ενδέχεται να λάβει το νόημα ότι πεθαίνοντας γλίτωσαν από την εντύπωση των άλλων ότι νιώθουν φόβο παρά από τον φόβο. Τη στιγμή του θανάτου τους, δηλαδή, εκείνοι δεν ένιωθαν πράγματι φόβο, εφόσον βρίσκονταν σε στιγμή έξαρσης του θάρρους τους, οι άλλοι, ωστόσο, θα θεωρούσαν δεδομένο πως εκείνοι φοβούνται, αφού το συναίσθημα αυτό είναι συνδεδεμένο με τον κίνδυνο της μάχης.
γ) Παραπλήσια είναι η ερμηνεία ότι πέθαναν καθώς επιδίωκαν την αιώνια δόξα, αφού θα απαλλάσσονταν από τη ντροπή να τους θεωρούν δειλούς. Οι Αθηναίοι, άλλωστε, δεν φοβούνται, όμως μόνο η θυσία και ο θάνατος μπορεί να το αποδείξει περίτρανα αυτό. Έτσι, με τον θάνατο οι πολεμιστές εκείνοι δεν απαλλάχτηκαν από τον πραγματικό φόβο, αφού δεν αισθάνθηκαν ποτέ κάτι τέτοιο˙ απαλλάχτηκαν από την εντύπωση των άλλων ότι φοβούνται.
14.
Γιατί ο έπαινος των νεκρών από τον Περικλή δεν περιέχει καμιά αναφορά σε
συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα;
Είναι γεγονός ότι θα περίμενε κανείς
από τον Περικλή να αναφερθεί σε συγκεκριμένα πολεμικά γεγονότα τα οποία είχαν
ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους κάποιοι άνθρωποι. Εν τούτοις ο ρήτορας
αποφεύγει αυτή τη συγκεκριμενοποίηση προσώπων και γεγονότων, γιατί σκοπός του
είναι να εξάρει την ψυχική διάθεση με την οποία ο Αθηναίος ρίχνεται στους
πολεμικούς κινδύνους. Έτσι λοιπόν και για τους προκείμενους νεκρούς δεν
αναφέρει τις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους, δεν
περιγράφει τις μάχες όπου έλαβαν μέρος αλλά εξαίρει την απαράμιλλη γενναιότητα
και το άκαμπτο φρόνημά τους προ των κινδύνων που ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν, με
σκοπό να διατηρήσουν το μεγαλείο της πόλης τους και την ελευθερία.
15.
Στο κεφάλαιο 42 η αυτοθυσία παρουσιάζεται ως η υψίστη αρετή του ανθρώπου.
Πιστεύετε ότι η αρετή αυτή έχει την ίδια θέση στην ιεράρχηση των αξιών από
το σύγχρονο άνθρωπο;
Κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας λόγω
των συχνών πολεμικών συγκρούσεων, καθώς και του ολιγάριθμου των πολιτών, η
έννοια της αυτοθυσίας προς όφελος της πόλης αποτελούσε κατ’ ανάγκη την ύψιστη
αρετή του τότε ανθρώπου. Οι πολίτες, άλλωστε, γνώριζαν πως όφειλαν να
αγωνιστούν με γενναιότητα για να προφυλάξουν τις οικογένειές τους, την
ελευθερία τους και το μέλλον της πόλης τους. Σήμερα, ωστόσο, οι άνθρωποι έχουν
αντιληφθεί το μάταιο των πολεμικών αναμετρήσεων και την αξία της διακρατικής
συνεργασίας, οπότε θεωρούν πως είναι προτιμότερο να προωθούν την ειρηνική
επίλυση των διαφορών και να βασίζονται περισσότερο στις αμοιβαία επωφελείς
συνεργασίες. Ως εκ τούτου η έννοια της αυτοθυσίας έχει υποχωρήσει σημαντικά
στον άξονα των σύγχρονων αξιών. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως αν ένα σύγχρονο
κράτος δεχτεί επίθεση θα παραμείνει αδρανές. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, η
φιλοπατρία συνεχίζει να αποτελεί ουσιώδη αξία, εφόσον μια πολεμική ήττα μπορεί
να σημάνει την απώλεια της ελευθερίας ενός λαού, καθώς και σημαντικές
οικονομικές επιπτώσεις. Γι’ αυτό, έστω κι αν όλοι πλέον συμφωνούν πως οι
πόλεμοι είναι μια αναχρονιστική παθογένεια, αν βρεθούν αντιμέτωποι με μια
εχθρική ενέργεια αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν την πατρίδα, την οικογένεια και
την ελευθερία τους.
16.
Να γράψετε τις προτάσεις ή φράσεις του κειμένου που αναπτύσσουν κλιμακωτά
την εκδήλωση της ανδρείας των πεσόντων και να εκτιμήσετε τα πλεονεκτήματα αυτού
του τρόπου εξύμνησης της αρετής τους.
Ο Περικλής προκειμένου να εξυμνήσει την
ανδρεία των νεκρών του πολέμου και την αξία της αυτοθυσίας τους αξιοποιεί
πλήθος αντιθέσεων και κλιμακωτά ενισχύει τη χρήση ρημάτων για να δηλώσει τη
δράση τους, μειώνοντας τη χρήση μετοχών. Πιο αναλυτικά, στο ξεκίνημα του
επαίνου των νεκρών ο ρήτορας δηλώνει την εξίσωση μεταξύ των επαινετικών για
εκείνους λόγων και των πράξεών τους («καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη»). Στη δική τους, δηλαδή,
περίπτωση αίρεται η αντίθεση μεταξύ λόγων και ἔργων, η οποία διατρέχει το σύνολο του
επιτάφιου λόγου. Με μια ακόμη αντίθεση επισημαίνει την αξία της ανδρείας τους είτε
αυτή αποτέλεσε πρώτο φανέρωμα, στην περίπτωση των νεότερων, είτε τελευταία
επισφράγιση του θάρρους τους, στην περίπτωση των μεγαλύτερων («δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή»).
Η αυτοθυσία, άλλωστε, των νεκρών
αποτέλεσε επαρκές ανδραγάθημα, ώστε να εξαγνιστούν πλήρως και να διαγραφεί κάθε
πιθανό ελάττωμα της προσωπικότητάς τους, όπως αυτό δηλώνεται μέσω μιας
αντίθεσης και μιας μετοχής («ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες»). Με τη θυσία τους, συνάμα,
ωφέλησαν τελικά την πόλη περισσότερο απ’ όσο ενδεχομένως την έβλαψαν με λάθη
που έκαναν στην ιδιωτική τους ζωή, όπως αυτό δηλώνεται με μια ακόμη αντίθεση,
αλλά και με τη χρήση ρημάτων σε χρόνο αόριστο μέσω των οποίων τονίζεται η
μοναδικότητα των γεγονότων («κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν»).
Οι νεκροί του πολέμου, μάλιστα, είτε
υπήρξαν πλούσιοι είτε φτωχοί -αντίθεση- θεώρησαν ως κατά πολύ προτιμότερο το να
τιμωρήσουν τους εχθρούς της πόλης τους, φανερώνοντας, έτσι, την αφοσίωσή τους στην
πατρίδα τους, όπως αυτό δηλώνεται με τη χρήση επιθέτων συγκριτικού και
υπερθετικού βαθμού, καθώς και με την αξιοποίηση μετοχών («τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες»). Η
γενναιότητά τους, έτι περαιτέρω, δεν κάμφθηκε από το γεγονός ότι αγνοούσαν την
κατάληξη της μάχης. Το άδηλο της πιθανής κατάληξης αντιθέτως τους ενέπνευσε
περισσότερο κουράγιο να βασιστούν στον εαυτό τους και στο θάρρος τους προκειμένου
να αντιμετωπίσουν τον εχθρό, όπως αυτό δηλώνεται με μια ακόμη αντίθεση («ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς
τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι»).
Ο έπαινος των νεκρών κορυφώνεται με
νέες αντιθέσεις και με τη χρήση μόνο ρημάτων πλέον προκειμένου να τονιστεί
εμφατικά η δράση και αποφασιστικότητά τους. Οι τιμώμενοι νεκροί απέφυγαν την
κατηγορία της δειλίας μέσα από την επίμονη αγωνιστικότητά τους και πέθαναν σε
στιγμή που έφτανε στο απόγειο η δόξα τους και όχι ο φόβος τους («τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου
ἔφυγον, τὸ δ’ ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι’ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης
μᾶλλον ἢ τοῦ δέους
ἀπηλλάγησαν»).
Η αξιοποίηση των αντιθέσεων προκειμένου
να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα η διατύπωση του επαίνου των νεκρών επιτρέπει
στον ρήτορα να παρουσιάσει τις ποικίλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των πολιτών της Αθήνας
και τελικά να αναδείξει την κοινή αγάπη και αφοσίωση όλων στην πατρίδα τους.
Ανεξάρτητα από την ηλικία, την οικονομική τους κατάσταση και το ήθος τους, όλοι
οι πολίτες, χάρη στη δυνατότητα της Αθήνας να εναρμονίζει κάθε αντίθεση,
πολέμησαν με παρόμοια γενναιότητα για την πόλη τους. Με αυτόν, λοιπόν, τον
τρόπο επαίνου ο ρήτορας κατορθώνει για μια ακόμη φορά να συνδυάσει την εξύμνηση
της πόλης με την εξύμνηση των νεκρών πολιτών της.
Θουκυδίδη, Επιτάφιος Περικλή, Κεφάλαιο 42
42. «Δι’ ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ’ οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς. καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν. τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ’ αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἀφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ’ ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι’ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν».
42. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς μίλησα διεξοδικότερα γιὰ τὴν πόλη, γιὰ νὰ σᾶς δώσω νὰ καταλάβετε ὅτι δὲν ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὰ ἴδια πράγματα ἐμεῖς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν τίποτα ὅμοιο μὲ αὐτὰ ἐδῶ, καὶ συνάμα γιὰ νὰ στηρίξω σὲ ὁλοφάνερες ἀποδείξεις τὸ ἐγκώμιο ποὺ ἔπλεξα σὲ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους μιλῶ. Καὶ πραγματικά, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἐγκωμίου ἔχει εἰπωθεῖ. Διότι ὅσα ὑμνητικὰ εἶπα γιὰ τὴν πόλη εἶναι τὰ κοσμήματα μὲ τὰ ὁποῖα τὴν στόλισαν τὰ ἀνδραγαθήματα τούτων τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ὅμοιών τους, καὶ δὲν εἶναι πολλοὶ οἱ Ἕλληνες πού, ὅπως συμβαίνει μὲ αὐτοὺς ἐδῶ, τὰ ὑμνητικὰ λόγια θὰ ἀποδεικνύονταν ἰσόρροπα μὲ τὶς πράξεις τους. Καὶ πιστεύω ὅτι τὸ τέλος τους τώρα ἐπιβεβαιώνει τὴ γενναιότητα τοῦ ἄνδρα, ὡς πρῶτο μήνυμα καὶ ὕστατη ἐπισφράγιση. Διότι, ναί, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἄλλη ἄποψη ὑστεροῦν, δίκαιο εἶναι ἡ παλληκαριά τους στὸν πόλεμο γιὰ τὴν πατρίδα νὰ μετράει πρῶτο. Ἔσβησαν ἐντελῶς τὸ κακὸ διαμέσου τοῦ καλοῦ καὶ μὲ αὐτὸ ὠφέλησαν τὴν κοινὴ προσπάθεια περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι τὴν ἔβλαψαν μὲ τὰ λάθη στὸν ἰδιωτικὸ βίο τους. Κανένας τους δὲν δείλιασε. οὔτε πλούσιος, προτιμώντας νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ἀπολαμβάνει τὰ πλούτη του, οὔτε φτωχός, ἐλπίζοντας ἀκόμη πὼς θὰ μποροῦσε νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴ φτώχεια καὶ νὰ πλουτίσει, δὲν προσπάθησε νὰ ἀναβάλει τὸ κακό. Πιὸ ποθητὴ ἀπὸ αὐτὰ θεώρησαν τὴν τιμωρία τῶν ἐχθρῶν καὶ συνάμα πίστεψαν πὼς ἀπ’ ὅλους τοὺς κινδύνους αὐτὸς εἶναι ὁ ὡραιότερος καὶ θέλησαν, ἀναλαμβάνοντάς τον, νὰ τιμωρήσουν τὸν ἐχθρό, καὶ τὰ ἄλλα νὰ τὰ ἀφήσουν. Τὸ ἄδηλο τῆς ἐπιτυχίας στὸν ἀγώνα τὸ ἐναπόθεσαν στὴν ἐλπίδα, στὴ δράση ὅμως, γι’ αὐτὸ ποὺ τὸ ἔβλεπαν πιὰ μπροστά τους, ἔκριναν πὼς εἶχαν χρέος νὰ στηριχτοῦν στὸν ἑαυτό τους, καὶ θεώρησαν προτιμότερο νὰ ἀντισταθοῦν καὶ νὰ πάθουν παρὰ νὰ σωθοῦν ὑποχωρώντας. ἀπέφυγαν τὴν ντροπὴ νὰ τοὺς ποῦν δειλούς, κράτησαν γερὰ στὸν ἀγώνα καί, σὲ ἐλάχιστο χρόνο ποὺ τὸν ὅρισε ἡ τύχη, στὸ μεσουράνημα τῆς δόξας καὶ ὄχι τοῦ φόβου, ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωή.
Αν οι πολίτες προτιμούσαν να εγκαταλείψουν τη μάχη για να ασχοληθούν με την προσωπική τους ζωή, θα έθεταν τότε σε κίνδυνο την πόλη τους και κατ’ επέκταση τόσο την ύπαρξή τους όσο και τις περιουσίες τους. Θα ήταν, άρα, μια ανώφελη επιλογή ο εγωκεντρισμός, εφόσον χωρίς την πόλη τους δεν έχουν τίποτε οι ίδιοι και δεν μπορούν να επιδιώξουν το προσωπικό τους όφελος. Μόνο αν διασωθεί η πόλη μπορεί να υπάρξει συνέχεια της ζωής για τους πολίτες. Έχουν, άρα, οι πολίτες της Αθήνας πλήρη επίγνωση του γεγονότος πως η προστασία της πατρίδας τους υπερέχει έναντι οποιασδήποτε άλλης επιδίωξης, εφόσον αν πέσει η πόλη τους, καταρρέει και η δική τους ζωή.
Η αντίθεση, επομένως, αυτή που προβάλλει από τη μία το απρόβλεπτο της τελικής κατάληξης κι από την άλλη την προσπάθεια του ατόμου, εντοπίζεται σε κάθε «αγώνα» των ανθρώπων είτε αυτός είναι κυριολεκτικός είτε μεταφορικώς, εφόσον οι άνθρωποι ποτέ δεν γνωρίζουν το τελικό αποτέλεσμα για ό,τι κι αν προσπαθήσουν.
α) Σύμφωνα με τη μετάφραση του σημαντικότατου Έλληνα πολιτικού, Ελευθέριου Βενιζέλου: «συγχρόνως εις στιγμήν ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετήλλαξαν βίον, όχι τρέμοντας από φόβον, αλλά περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης».
Αν η φράση μεταφραστεί κατ’ αυτό τον τρόπο τότε την καθορισμένα από τη μοίρα στιγμή του θανάτου τους οι τιμώμενοι νεκροί δεν αισθάνονταν φόβο -όπως θα ήταν λογικό εξαιτίας του άμεσου κινδύνου-, αλλά βρίσκονταν στο απόγειο του ηρωισμού τους.
β) Η ίδια φράση, ωστόσο, μπορεί να μεταφραστεί διαφορετικά αν η λέξη «δόξα» λάβει το νόημα της κρίσης, της εικασίας ή της γνώμης που έχουν οι άλλοι, καθώς τότε ενδέχεται να λάβει το νόημα ότι πεθαίνοντας γλίτωσαν από την εντύπωση των άλλων ότι νιώθουν φόβο παρά από τον φόβο. Τη στιγμή του θανάτου τους, δηλαδή, εκείνοι δεν ένιωθαν πράγματι φόβο, εφόσον βρίσκονταν σε στιγμή έξαρσης του θάρρους τους, οι άλλοι, ωστόσο, θα θεωρούσαν δεδομένο πως εκείνοι φοβούνται, αφού το συναίσθημα αυτό είναι συνδεδεμένο με τον κίνδυνο της μάχης.
γ) Παραπλήσια είναι η ερμηνεία ότι πέθαναν καθώς επιδίωκαν την αιώνια δόξα, αφού θα απαλλάσσονταν από τη ντροπή να τους θεωρούν δειλούς. Οι Αθηναίοι, άλλωστε, δεν φοβούνται, όμως μόνο η θυσία και ο θάνατος μπορεί να το αποδείξει περίτρανα αυτό. Έτσι, με τον θάνατο οι πολεμιστές εκείνοι δεν απαλλάχτηκαν από τον πραγματικό φόβο, αφού δεν αισθάνθηκαν ποτέ κάτι τέτοιο˙ απαλλάχτηκαν από την εντύπωση των άλλων ότι φοβούνται.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου