Skip Hunt
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θίγω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
θίγω, θίγεις, θίγει, θίγουμε, θίγετε, θίγουν (ή θίγουνε)
Υποτακτική
να θίγω, να θίγεις, να θίγει, να θίγουμε, να θίγετε, να θίγουν (ή να θίγουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: θίγε – β΄ πληθυντικό: θίγετε
Μετοχή
θίγοντας
Παρατατικός
Οριστική
έθιγα, έθιγες, έθιγε, θίγαμε, θίγατε, έθιγαν ή θίγανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
έθιξα, έθιξες, έθιξε, θίξαμε, θίξατε, έθιξαν ή θίξανε
Υποτακτική
να θίξω, να θίξεις, να θίξει, να θίξουμε, να θίξετε, να θίξουν (ή να θίξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: θίξε – β΄ πληθυντικό: θίξετε ή θίξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θίγω, θα θίγεις, θα θίγει, θα θίγουμε, θα θίγετε, θα θίγουν (ή θα θίγουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θίξω, θα θίξεις, θα θίξει, θα θίξουμε, θα θίξετε, θα θίξουν (ή θα θίξουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω θίξει, θα έχεις θίξει, θα έχει θίξει, θα έχουμε θίξει, θα έχετε θίξει, θα έχουν(ε) θίξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω θίξει, έχεις θίξει, έχει θίξει, έχουμε θίξει, έχετε θίξει, έχουν(ε) θίξει
Υποτακτική
να έχω θίξει, να έχεις θίξει, να έχει θίξει, να έχουμε θίξει, να έχετε θίξει, να έχουν(ε) θίξει
Μετοχή
έχοντας θίξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα θίξει, είχες θίξει, είχε θίξει, είχαμε θίξει, είχατε θίξει, είχαν(ε) θίξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
θίγομαι, θίγεσαι, θίγεται, θιγόμαστε, θίγεστε, θίγονται
Υποτακτική
να θίγομαι, να θίγεσαι, να θίγεται, να θιγόμαστε, να θίγεστε, να θίγονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: θίγεστε
Μετοχή
θιγόμενος, θιγόμενη, θιγόμενο
Παρατατικός
Οριστική
θιγόμουν, θιγόσουν, θιγόταν, θιγόμαστε, θιγόσαστε, θίγονταν
(& θιγόμουνα, θιγόσουνα, θιγότανε, θιγόμασταν,
θιγόσασταν, θιγόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
θίχθηκα, θίχθηκες, θίχθηκε, θιχθήκαμε, θιχθήκατε, θίχθηκαν (ή θιχθήκανε)
& θίχτηκα, θίχτηκες, θίχτηκε, θιχτήκαμε,
θιχτήκατε, θίχτηκαν (ή θιχτήκανε)
Υποτακτική
να θιχθώ, να θιχθείς, να θιχθεί, να θιχθούμε, να θιχθείτε, να θιχθούν (ή να θιχθούνε)
& να θιχτώ, να θιχτείς, να θιχτεί, να θιχτούμε, να θιχτείτε, να θιχτούν (ή να θιχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: θίξου - β΄ πληθυντικό: θιχθείτε & θιχτείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θίγομαι, θα θίγεσαι, θα θίγεται, θα θιγόμαστε, θα θίγεστε, θα θίγονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θιχθώ, θα θιχθείς, θα θιχθεί, θα θιχθούμε, θα θιχθείτε, θα θιχθούν (ή θα θιχθούνε)
& θα θιχτώ, θα θιχτείς, θα θιχτεί, θα
θιχτούμε, θα θιχτείτε, θα θιχτούν (ή θα θιχτούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω θιχθεί, θα έχεις θιχθεί, θα έχει θιχθεί, θα έχουμε θιχθεί, θα έχετε θιχθεί, θα έχουν(ε) θιχθεί
& θα έχω θιχτεί, θα έχεις θιχτεί,
θα έχει θιχτεί, θα έχουμε θιχτεί, θα έχετε θιχτεί, θα έχουν(ε) θιχτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω θιχθεί, έχεις θιχθεί, έχει θιχθεί, έχουμε θιχθεί, έχετε θιχθεί, έχουν(ε) θιχθεί
& έχω θιχτεί, έχεις θιχτεί, έχει
θιχτεί, έχουμε θιχτεί, έχετε θιχτεί, έχουν(ε) θιχτεί
Υποτακτική
να έχω θιχθεί, να έχεις θιχθεί, να έχει θιχθεί, να έχουμε θιχθεί, να έχετε θιχθεί, να έχουν(ε) θιχθεί
& να έχω θιχτεί, να έχεις θιχτεί, να έχει θιχτεί, να έχουμε θιχτεί, να έχετε θιχτεί, να έχουν(ε) θιχτεί
Μετοχή
θιγμένος, θιγμένη, θιγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα θιχθεί, είχες θιχθεί, είχε θιχθεί, είχαμε θιχθεί, είχατε θιχθεί, είχαν(ε) θιχθεί
& είχα θιχτεί, είχες θιχτεί, είχε
θιχτεί, είχαμε θιχτεί, είχατε θιχτεί, είχαν(ε) θιχτεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θίγω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
θίγω, θίγεις, θίγει, θίγουμε, θίγετε, θίγουν (ή θίγουνε)
να θίγω, να θίγεις, να θίγει, να θίγουμε, να θίγετε, να θίγουν (ή να θίγουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: θίγε – β΄ πληθυντικό: θίγετε
Μετοχή
θίγοντας
Παρατατικός
Οριστική
έθιγα, έθιγες, έθιγε, θίγαμε, θίγατε, έθιγαν ή θίγανε
Αόριστος
Οριστική
έθιξα, έθιξες, έθιξε, θίξαμε, θίξατε, έθιξαν ή θίξανε
να θίξω, να θίξεις, να θίξει, να θίξουμε, να θίξετε, να θίξουν (ή να θίξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: θίξε – β΄ πληθυντικό: θίξετε ή θίξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θίγω, θα θίγεις, θα θίγει, θα θίγουμε, θα θίγετε, θα θίγουν (ή θα θίγουνε)
Οριστική
θα θίξω, θα θίξεις, θα θίξει, θα θίξουμε, θα θίξετε, θα θίξουν (ή θα θίξουνε)
Οριστική
θα έχω θίξει, θα έχεις θίξει, θα έχει θίξει, θα έχουμε θίξει, θα έχετε θίξει, θα έχουν(ε) θίξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω θίξει, έχεις θίξει, έχει θίξει, έχουμε θίξει, έχετε θίξει, έχουν(ε) θίξει
να έχω θίξει, να έχεις θίξει, να έχει θίξει, να έχουμε θίξει, να έχετε θίξει, να έχουν(ε) θίξει
Μετοχή
έχοντας θίξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα θίξει, είχες θίξει, είχε θίξει, είχαμε θίξει, είχατε θίξει, είχαν(ε) θίξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
θίγομαι, θίγεσαι, θίγεται, θιγόμαστε, θίγεστε, θίγονται
να θίγομαι, να θίγεσαι, να θίγεται, να θιγόμαστε, να θίγεστε, να θίγονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: θίγεστε
Μετοχή
θιγόμενος, θιγόμενη, θιγόμενο
Παρατατικός
Οριστική
θιγόμουν, θιγόσουν, θιγόταν, θιγόμαστε, θιγόσαστε, θίγονταν
Αόριστος
Οριστική
θίχθηκα, θίχθηκες, θίχθηκε, θιχθήκαμε, θιχθήκατε, θίχθηκαν (ή θιχθήκανε)
Υποτακτική
να θιχθώ, να θιχθείς, να θιχθεί, να θιχθούμε, να θιχθείτε, να θιχθούν (ή να θιχθούνε)
& να θιχτώ, να θιχτείς, να θιχτεί, να θιχτούμε, να θιχτείτε, να θιχτούν (ή να θιχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: θίξου - β΄ πληθυντικό: θιχθείτε & θιχτείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θίγομαι, θα θίγεσαι, θα θίγεται, θα θιγόμαστε, θα θίγεστε, θα θίγονται
Οριστική
θα θιχθώ, θα θιχθείς, θα θιχθεί, θα θιχθούμε, θα θιχθείτε, θα θιχθούν (ή θα θιχθούνε)
Οριστική
θα έχω θιχθεί, θα έχεις θιχθεί, θα έχει θιχθεί, θα έχουμε θιχθεί, θα έχετε θιχθεί, θα έχουν(ε) θιχθεί
Οριστική
έχω θιχθεί, έχεις θιχθεί, έχει θιχθεί, έχουμε θιχθεί, έχετε θιχθεί, έχουν(ε) θιχθεί
Υποτακτική
να έχω θιχθεί, να έχεις θιχθεί, να έχει θιχθεί, να έχουμε θιχθεί, να έχετε θιχθεί, να έχουν(ε) θιχθεί
& να έχω θιχτεί, να έχεις θιχτεί, να έχει θιχτεί, να έχουμε θιχτεί, να έχετε θιχτεί, να έχουν(ε) θιχτεί
Μετοχή
θιγμένος, θιγμένη, θιγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα θιχθεί, είχες θιχθεί, είχε θιχθεί, είχαμε θιχθεί, είχατε θιχθεί, είχαν(ε) θιχθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου