Alfredo Martirena
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «απελαύνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
απελαύνω, απελαύνεις, απελαύνει, απελαύνουμε, απελαύνετε, απελαύνουν ή απελαύνουνε
Υποτακτική
να απελαύνω, να απελαύνεις, να απελαύνει, να απελαύνουμε, να απελαύνετε, να απελαύνουν ή να απελαύνουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: απέλαυνε – β΄ πληθυντικό: απελαύνετε
Μετοχή
απελαύνοντας
Παρατατικός
Οριστική
απήλαυνα, απήλαυνες, απήλαυνε, απελαύναμε, απελαύνατε, απήλαυναν ή απελαύνανε
& απέλαυνα, απέλαυνες, απέλαυνε,
απελαύναμε, απελαύνατε, απέλαυναν ή απελαύνανε
Η χρονική αύξηση γράφεται με -η- και διατηρείται μόνο εφόσον τονίζεται
Αόριστος
Οριστική
απήλασα, απήλασες, απήλασε, απελάσαμε, απελάσατε, απήλασαν ή απελάσανε
& απέλασα, απέλασες, απέλασε,
απελάσαμε, απελάσατε, απέλασαν ή απελάσανε
Υποτακτική
να απελάσω, να απελάσεις, να απελάσει, να απελάσουμε, να απελάσετε, να απελάσουν ή να απελάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: απέλασε – β΄ πληθυντικό: απελάσετε ή απελάστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελαύνω, θα απελαύνεις, θα απελαύνει, θα απελαύνουμε, θα απελαύνετε, θα απελαύνουν ή θα απελαύνουνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελάσω, θα απελάσεις, θα απελάσει, θα απελάσουμε, θα απελάσετε, θα απελάσουν ή θα απελάσουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω απελάσει, θα έχεις απελάσει, θα έχει απελάσει, θα έχουμε απελάσει, θα έχετε απελάσει, θα έχουν(ε) απελάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω απελάσει, έχεις απελάσει, έχει απελάσει, έχουμε απελάσει, έχετε απελάσει, έχουν(ε) απελάσει
Υποτακτική
να έχω απελάσει, να έχεις απελάσει, να έχει απελάσει, να έχουμε απελάσει, να έχετε απελάσει, να έχουν(ε) απελάσει
Μετοχή
έχοντας απελάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απελάσει, είχες απελάσει, είχε απελάσει, είχαμε απελάσει, είχατε απελάσει, είχαν(ε) απελάσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
απελαύνομαι, απελαύνεσαι, απελαύνεται, απελαυνόμαστε, απελαύνεστε, απελαύνονται
Υποτακτική
να απελαύνομαι, να απελαύνεσαι, να απελαύνεται, να απελαυνόμαστε, να απελαύνεστε, να απελαύνονται
Μετοχή
απελαυνόμενος, απελαυνόμενη, απελαυνόμενο
Παρατατικός
Οριστική
απελαυνόμουν, απελαυνόσουν, απελαυνόταν, απελαυνόμαστε, απελαυνόσαστε, απελαύνονταν
(& απελαυνόμουνα, απελαυνόσουνα, απελαυνότανε)
Αόριστος
Οριστική
απελάθηκα, απελάθηκες, απελάθηκε, απελαθήκαμε, απελαθήκατε, απελάθηκαν ή απελαθήκανε
Υποτακτική
να απελαθώ, να απελαθείς, να απελαθεί, να απελαθούμε, να απελαθείτε, να απελαθούν ή να απελαθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: απελάσου β΄ πληθυντικό: απελαθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελαύνομαι, θα απελαύνεσαι, θα απελαύνεται, θα απελαυνόμαστε, θα απελαύνεστε, θα απελαύνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελαθώ, θα απελαθείς, θα απελαθεί, θα απελαθούμε, θα απελαθείτε, θα απελαθούν ή θα απελαθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω απελαθεί, θα έχεις απελαθεί, θα έχει απελαθεί, θα έχουμε απελαθεί, θα έχετε απελαθεί, θα έχουν(ε) απελαθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω απελαθεί, έχεις απελαθεί, έχει απελαθεί, έχουμε απελαθεί, έχετε απελαθεί, έχουν(ε) απελαθεί
Υποτακτική
να έχω απελαθεί, να έχεις απελαθεί, να έχει απελαθεί, να έχουμε απελαθεί, να έχετε απελαθεί, να έχουν(ε) απελαθεί
Μετοχή
(απελασμένος, απελασμένη, απελασμένο)
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απελαθεί, είχες απελαθεί, είχε απελαθεί, είχαμε απελαθεί, είχατε απελαθεί, είχαν(ε) απελαθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «απελαύνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
απελαύνω, απελαύνεις, απελαύνει, απελαύνουμε, απελαύνετε, απελαύνουν ή απελαύνουνε
να απελαύνω, να απελαύνεις, να απελαύνει, να απελαύνουμε, να απελαύνετε, να απελαύνουν ή να απελαύνουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: απέλαυνε – β΄ πληθυντικό: απελαύνετε
Μετοχή
απελαύνοντας
Παρατατικός
Οριστική
απήλαυνα, απήλαυνες, απήλαυνε, απελαύναμε, απελαύνατε, απήλαυναν ή απελαύνανε
Η χρονική αύξηση γράφεται με -η- και διατηρείται μόνο εφόσον τονίζεται
Αόριστος
Οριστική
απήλασα, απήλασες, απήλασε, απελάσαμε, απελάσατε, απήλασαν ή απελάσανε
Υποτακτική
να απελάσω, να απελάσεις, να απελάσει, να απελάσουμε, να απελάσετε, να απελάσουν ή να απελάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: απέλασε – β΄ πληθυντικό: απελάσετε ή απελάστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελαύνω, θα απελαύνεις, θα απελαύνει, θα απελαύνουμε, θα απελαύνετε, θα απελαύνουν ή θα απελαύνουνε
Οριστική
θα απελάσω, θα απελάσεις, θα απελάσει, θα απελάσουμε, θα απελάσετε, θα απελάσουν ή θα απελάσουνε
Οριστική
θα έχω απελάσει, θα έχεις απελάσει, θα έχει απελάσει, θα έχουμε απελάσει, θα έχετε απελάσει, θα έχουν(ε) απελάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω απελάσει, έχεις απελάσει, έχει απελάσει, έχουμε απελάσει, έχετε απελάσει, έχουν(ε) απελάσει
να έχω απελάσει, να έχεις απελάσει, να έχει απελάσει, να έχουμε απελάσει, να έχετε απελάσει, να έχουν(ε) απελάσει
Μετοχή
έχοντας απελάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απελάσει, είχες απελάσει, είχε απελάσει, είχαμε απελάσει, είχατε απελάσει, είχαν(ε) απελάσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
απελαύνομαι, απελαύνεσαι, απελαύνεται, απελαυνόμαστε, απελαύνεστε, απελαύνονται
να απελαύνομαι, να απελαύνεσαι, να απελαύνεται, να απελαυνόμαστε, να απελαύνεστε, να απελαύνονται
Μετοχή
απελαυνόμενος, απελαυνόμενη, απελαυνόμενο
Παρατατικός
Οριστική
απελαυνόμουν, απελαυνόσουν, απελαυνόταν, απελαυνόμαστε, απελαυνόσαστε, απελαύνονταν
Αόριστος
Οριστική
απελάθηκα, απελάθηκες, απελάθηκε, απελαθήκαμε, απελαθήκατε, απελάθηκαν ή απελαθήκανε
να απελαθώ, να απελαθείς, να απελαθεί, να απελαθούμε, να απελαθείτε, να απελαθούν ή να απελαθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: απελάσου β΄ πληθυντικό: απελαθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελαύνομαι, θα απελαύνεσαι, θα απελαύνεται, θα απελαυνόμαστε, θα απελαύνεστε, θα απελαύνονται
Οριστική
θα απελαθώ, θα απελαθείς, θα απελαθεί, θα απελαθούμε, θα απελαθείτε, θα απελαθούν ή θα απελαθούνε
Οριστική
θα έχω απελαθεί, θα έχεις απελαθεί, θα έχει απελαθεί, θα έχουμε απελαθεί, θα έχετε απελαθεί, θα έχουν(ε) απελαθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω απελαθεί, έχεις απελαθεί, έχει απελαθεί, έχουμε απελαθεί, έχετε απελαθεί, έχουν(ε) απελαθεί
να έχω απελαθεί, να έχεις απελαθεί, να έχει απελαθεί, να έχουμε απελαθεί, να έχετε απελαθεί, να έχουν(ε) απελαθεί
Μετοχή
(απελασμένος, απελασμένη, απελασμένο)
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απελαθεί, είχες απελαθεί, είχε απελαθεί, είχαμε απελαθεί, είχατε απελαθεί, είχαν(ε) απελαθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου