Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανατρέφω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανατρέφω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Anne Geddes 
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανατρέφω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ανατρέφω, ανατρέφεις, ανατρέφει, ανατρέφουμε, ανατρέφετε, ανατρέφουν (ή ανατρέφουνε)
& αναθρέφω, αναθρέφεις, αναθρέφει, αναθρέφουμε, αναθρέφετε, αναθρέφουν (ή αναθρέφουνε)
Υποτακτική
να ανατρέφω, να ανατρέφεις, να ανατρέφει, να ανατρέφουμε, να ανατρέφετε, να ανατρέφουν (ή να ανατρέφουνε)
& να αναθρέφω, να αναθρέφεις, να αναθρέφει, να αναθρέφουμε, να αναθρέφετε, να αναθρέφουν (ή να αναθρέφουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάτρεφε ή ανάθρεφε – β΄ πληθυντικό: ανατρέφετε ή αναθρέφετε
Μετοχή
ανατρέφοντας ή αναθρέφοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ανέτρεφα, ανέτρεφες, ανέτρεφε, ανατρέφαμε, ανατρέφατε, ανέτρεφαν ή ανατρέφανε
(& ανάτρεφα, ανάτρεφες, ανάτρεφε)
& ανέθρεφα, ανέθρεφες, ανέθρεφε, αναθρέφαμε, αναθρέφατε, ανέθρεφαν ή αναθρέφανε
(& ανάθρεφα, ανάθρεφες, ανάθρεφε)
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
ανέθρεψα, ανέθρεψες, ανέθρεψε, αναθρέψαμε, αναθρέψατε, ανέθρεψαν ή αναθρέψανε
(& ανάθρεψα, ανάθρεψες, ανάθρεψε)
Υποτακτική
να αναθρέψω, να αναθρέψεις, να αναθρέψει, να αναθρέψουμε, να αναθρέψετε, να αναθρέψουν (ή να αναθρέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάθρεψε – β΄ πληθυντικό: αναθρέψτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανατρέφω, θα ανατρέφεις, θα ανατρέφει, θα ανατρέφουμε, θα ανατρέφετε, θα ανατρέφουν (ή θα ανατρέφουνε)
& θα αναθρέφω, θα αναθρέφεις, θα αναθρέφει, θα αναθρέφουμε, θα αναθρέφετε, θα αναθρέφουν (ή θα αναθρέφουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναθρέψω, θα αναθρέψεις, θα αναθρέψει, θα αναθρέψουμε, θα αναθρέψετε, θα αναθρέψουν (ή θα αναθρέψουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναθρέψει, θα έχεις αναθρέψει, θα έχει αναθρέψει, θα έχουμε αναθρέψει, θα έχετε αναθρέψει, θα έχουν(ε) αναθρέψει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναθρέψει, έχεις αναθρέψει, έχει αναθρέψει, έχουμε αναθρέψει, έχετε αναθρέψει, έχουν(ε) αναθρέψει
Υποτακτική
να έχω αναθρέψει, να έχεις αναθρέψει, να έχει αναθρέψει, να έχουμε αναθρέψει, να έχετε αναθρέψει, να έχουν(ε) αναθρέψει
Μετοχή
έχοντας αναθρέψει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναθρέψει, είχες αναθρέψει, είχε αναθρέψει, είχαμε αναθρέψει, είχατε αναθρέψει, είχαν(ε) αναθρέψει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ανατρέφομαι, ανατρέφεσαι, ανατρέφεται, ανατρεφόμαστε, ανατρέφεστε, ανατρέφονται
& αναθρέφομαι, αναθρέφεσαι, αναθρέφεται, αναθρεφόμαστε, αναθρέφεστε, αναθρέφονται
Υποτακτική
να ανατρέφομαι, να ανατρέφεσαι, να ανατρέφεται, να ανατρεφόμαστε, να ανατρέφεστε, να ανατρέφονται
& να αναθρέφομαι, να αναθρέφεσαι, να αναθρέφεται, να αναθρεφόμαστε, να αναθρέφεστε, να αναθρέφονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανατρέφεστε ή αναθρέφεστε
Μετοχή
ανατρεφόμενος, ανατρεφόμενη, ανατρεφόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
ανατρεφόμουν, ανατρεφόσουν, ανατρεφόταν, ανατρεφόμαστε, ανατρεφόσαστε, ανατρέφονταν
(& ανατρεφόμουνα, ανατρεφόσουνα, ανατρεφότανε, ανατρεφόμασταν, ανατρεφόσασταν, ανατρεφόντουσαν)
& αναθρεφόμουν, αναθρεφόσουν, αναθρεφόταν, αναθρεφόμαστε, αναθρεφόσαστε, αναθρέφονταν
(& αναθρεφόμουνα, αναθρεφόσουνα, αναθρεφότανε, αναθρεφόμασταν, αναθρεφόσασταν, αναθρεφόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
ανατράφηκα, ανατράφηκες, ανατράφηκε, ανατραφήκαμε, ανατραφήκατε, ανατράφηκαν (ή ανατραφήκανε)
& αναθράφηκα, αναθράφηκες, αναθράφηκε, αναθραφήκαμε, αναθραφήκατε, αναθράφηκαν (ή αναθραφήκανε)
Υποτακτική
να ανατραφώ, να ανατραφείς, να ανατραφεί, να ανατραφούμε, να ανατραφείτε, να ανατραφούν (ή να ανατραφούνε)
& να αναθραφώ, να αναθραφείς, να αναθραφεί, να αναθραφούμε, να αναθραφείτε, να αναθραφούν (ή να αναθραφούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αναθρέψου β΄ πληθυντικό: ανατραφείτε (αναθραφείτε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανατρέφομαι, θα ανατρέφεσαι, θα ανατρέφεται, θα ανατρεφόμαστε, θα ανατρέφεστε, θα ανατρέφονται
& θα αναθρέφομαι, θα αναθρέφεσαι, θα αναθρέφεται, θα αναθρεφόμαστε, θα αναθρέφεστε, θα αναθρέφονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανατραφώ, θα ανατραφείς, θα ανατραφεί, θα ανατραφούμε, θα ανατραφείτε, θα ανατραφούν (ή θα ανατραφούνε)
& θα αναθραφώ, θα αναθραφείς, θα αναθραφεί, θα αναθραφούμε, θα αναθραφείτε, θα αναθραφούν (ή θα αναθραφούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ανατραφεί, θα έχεις ανατραφεί, θα έχει ανατραφεί, θα έχουμε ανατραφεί, θα έχετε ανατραφεί, θα έχουν(ε) ανατραφεί
& θα έχω αναθραφεί, θα έχεις αναθραφεί, θα έχει αναθραφεί, θα έχουμε αναθραφεί, θα έχετε αναθραφεί, θα έχουν(ε) αναθραφεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανατραφεί, έχεις ανατραφεί, έχει ανατραφεί, έχουμε ανατραφεί, έχετε ανατραφεί, έχουν(ε) ανατραφεί
& έχω αναθραφεί, έχεις αναθραφεί, έχει αναθραφεί, έχουμε αναθραφεί, έχετε αναθραφεί, έχουν(ε) αναθραφεί
Υποτακτική
να έχω ανατραφεί, να έχεις ανατραφεί, να έχει ανατραφεί, να έχουμε ανατραφεί, να έχετε ανατραφεί, να έχουν(ε) ανατραφεί
& να έχω αναθραφεί, να έχεις αναθραφεί, να έχει αναθραφεί, να έχουμε αναθραφεί, να έχετε αναθραφεί, να έχουν(ε) αναθραφεί
Μετοχή
αναθρεμμένος, αναθρεμμένη, αναθρεμμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανατραφεί, είχες ανατραφεί, είχε ανατραφεί, είχαμε ανατραφεί, είχατε ανατραφεί, είχαν(ε) ανατραφεί
& είχα αναθραφεί, είχες αναθραφεί, είχε αναθραφεί, είχαμε αναθραφεί, είχατε αναθραφεί, είχαν(ε) αναθραφεί
 
Σημείωση: Από τα σύνθετα του τρέφω μόνο το ανατρέφω χρησιμοποιείται επίσης στον ανεπίσημο προφορικό λόγο και με τον τύπο αναθρέφω, ενώ τα υπόλοιπα διατηρούν τον λόγιο τύπο του ρήματος: διατρέφω (όχι: *διαθρέφω), εκτρέφω (όχι: *εκθρέφω).

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...