Remy Cogghe
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ρίχνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ρίχνω, ρίχνεις, ρίχνει, ρίχνουμε, ρίχνετε, ρίχνουν (ή ρίχνουνε)
Υποτακτική
να ρίχνω, να ρίχνεις, να ρίχνει, να ρίχνουμε, να ρίχνετε, να ρίχνουν (ή να ρίχνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ρίχνε – β΄ πληθυντικό: ρίχνετε
Μετοχή
ρίχνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έριχνα, έριχνες, έριχνε, ρίχναμε, ρίχνατε, έριχναν ή ρίχνανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
έριξα, έριξες, έριξε, ρίξαμε, ρίξατε, έριξαν ή ρίξανε
Υποτακτική
να ρίξω, να ρίξεις, να ρίξει, να ρίξουμε, να ρίξετε, να ρίξουν (ή να ρίξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ρίξε – β΄ πληθυντικό: ρίξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ρίχνω, θα ρίχνεις, θα ρίχνει, θα ρίχνουμε, θα ρίχνετε, θα ρίχνουν (ή θα ρίχνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ρίξω, θα ρίξεις, θα ρίξει, θα ρίξουμε, θα ρίξετε, θα ρίξουν (ή θα ρίξουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ρίξει, θα έχεις ρίξει, θα έχει ρίξει, θα έχουμε ρίξει, θα έχετε ρίξει, θα έχουν(ε) ρίξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ρίξει, έχεις ρίξει, έχει ρίξει, έχουμε ρίξει, έχετε ρίξει, έχουν(ε) ρίξει
Υποτακτική
να έχω ρίξει, να έχεις ρίξει, να έχει ρίξει, να έχουμε ρίξει, να έχετε ρίξει, να έχουν(ε) ρίξει
Μετοχή
έχοντας ρίξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ρίξει, είχες ρίξει, είχε ρίξει, είχαμε ρίξει, είχατε ρίξει, είχαν(ε) ρίξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ρίχνομαι, ρίχνεσαι, ρίχνεται, ριχνόμαστε, ρίχνεστε, ρίχνονται
Υποτακτική
να ρίχνομαι, να ρίχνεσαι, να ρίχνεται, να ριχνόμαστε, να ρίχνεστε, να ρίχνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ρίχνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
ριχνόμουν, ριχνόσουν, ριχνόταν, ριχνόμαστε, ριχνόσαστε, ρίχνονταν
(& ριχνόμουνα, ριχνόσουνα, ριχνότανε,
ριχνόμασταν, ριχνόσασταν, ριχνόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
ρίχτηκα, ρίχτηκες, ρίχτηκε, ριχτήκαμε, ριχτήκατε, ρίχτηκαν (ή ριχτήκανε)
& ρίχθηκα, ρίχθηκες, ρίχθηκε, ριχθήκαμε,
ριχθήκατε, ρίχθηκαν (ή ριχθήκανε)
Υποτακτική
να ριχτώ, να ριχτείς, να ριχτεί, να ριχτούμε, να ριχτείτε, να ριχτούν (ή να ριχτούνε)
& να ριχθώ, να ριχθείς, να ριχθεί, να ριχθούμε, να ριχθείτε, να ριχθούν (ή να ριχθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ρίξου - β΄ πληθυντικό: ριχτείτε / ριχθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ρίχνομαι, θα ρίχνεσαι, θα ρίχνεται, θα ριχνόμαστε, θα ρίχνεστε, θα ρίχνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ριχτώ, θα ριχτείς, θα ριχτεί, θα ριχτούμε, θα ριχτείτε, θα ριχτούν (ή θα ριχτούνε)
& θα ριχθώ, θα ριχθείς, θα ριχθεί, θα
ριχθούμε, θα ριχθείτε, θα ριχθούν (ή θα ριχθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ριχτεί, θα έχεις ριχτεί, θα έχει ριχτεί, θα έχουμε ριχτεί, θα έχετε ριχτεί, θα έχουν(ε) ριχτεί
& θα έχω ριχθεί, θα έχεις ριχθεί,
θα έχει ριχθεί, θα έχουμε ριχθεί, θα έχετε ριχθεί, θα έχουν(ε) ριχθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ριχτεί, έχεις ριχτεί, έχει ριχτεί, έχουμε ριχτεί, έχετε ριχτεί, έχουν(ε) ριχτεί
& έχω ριχθεί, έχεις ριχθεί, έχει
ριχθεί, έχουμε ριχθεί, έχετε ριχθεί, έχουν(ε) ριχθεί
Υποτακτική
να έχω ριχτεί, να έχεις ριχτεί, να έχει ριχτεί, να έχουμε ριχτεί, να έχετε ριχτεί, να έχουν(ε) ριχτεί
& να έχω ριχθεί, να έχεις ριχθεί, να έχει ριχθεί, να έχουμε ριχθεί, να έχετε ριχθεί, να έχουν(ε) ριχθεί
Μετοχή
ριγμένος, ριγμένη, ριγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ριχτεί, είχες ριχτεί, είχε ριχτεί, είχαμε ριχτεί, είχατε ριχτεί, είχαν(ε) ριχτεί
& είχα ριχθεί, είχες ριχθεί, είχε
ριχθεί, είχαμε ριχθεί, είχατε ριχθεί, είχαν(ε) ριχθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ρίχνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ρίχνω, ρίχνεις, ρίχνει, ρίχνουμε, ρίχνετε, ρίχνουν (ή ρίχνουνε)
να ρίχνω, να ρίχνεις, να ρίχνει, να ρίχνουμε, να ρίχνετε, να ρίχνουν (ή να ρίχνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ρίχνε – β΄ πληθυντικό: ρίχνετε
Μετοχή
ρίχνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έριχνα, έριχνες, έριχνε, ρίχναμε, ρίχνατε, έριχναν ή ρίχνανε
Αόριστος
Οριστική
έριξα, έριξες, έριξε, ρίξαμε, ρίξατε, έριξαν ή ρίξανε
να ρίξω, να ρίξεις, να ρίξει, να ρίξουμε, να ρίξετε, να ρίξουν (ή να ρίξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ρίξε – β΄ πληθυντικό: ρίξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ρίχνω, θα ρίχνεις, θα ρίχνει, θα ρίχνουμε, θα ρίχνετε, θα ρίχνουν (ή θα ρίχνουνε)
Οριστική
θα ρίξω, θα ρίξεις, θα ρίξει, θα ρίξουμε, θα ρίξετε, θα ρίξουν (ή θα ρίξουνε)
Οριστική
θα έχω ρίξει, θα έχεις ρίξει, θα έχει ρίξει, θα έχουμε ρίξει, θα έχετε ρίξει, θα έχουν(ε) ρίξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ρίξει, έχεις ρίξει, έχει ρίξει, έχουμε ρίξει, έχετε ρίξει, έχουν(ε) ρίξει
να έχω ρίξει, να έχεις ρίξει, να έχει ρίξει, να έχουμε ρίξει, να έχετε ρίξει, να έχουν(ε) ρίξει
Μετοχή
έχοντας ρίξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ρίξει, είχες ρίξει, είχε ρίξει, είχαμε ρίξει, είχατε ρίξει, είχαν(ε) ρίξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ρίχνομαι, ρίχνεσαι, ρίχνεται, ριχνόμαστε, ρίχνεστε, ρίχνονται
να ρίχνομαι, να ρίχνεσαι, να ρίχνεται, να ριχνόμαστε, να ρίχνεστε, να ρίχνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ρίχνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
ριχνόμουν, ριχνόσουν, ριχνόταν, ριχνόμαστε, ριχνόσαστε, ρίχνονταν
Αόριστος
Οριστική
ρίχτηκα, ρίχτηκες, ρίχτηκε, ριχτήκαμε, ριχτήκατε, ρίχτηκαν (ή ριχτήκανε)
Υποτακτική
να ριχτώ, να ριχτείς, να ριχτεί, να ριχτούμε, να ριχτείτε, να ριχτούν (ή να ριχτούνε)
& να ριχθώ, να ριχθείς, να ριχθεί, να ριχθούμε, να ριχθείτε, να ριχθούν (ή να ριχθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ρίξου - β΄ πληθυντικό: ριχτείτε / ριχθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ρίχνομαι, θα ρίχνεσαι, θα ρίχνεται, θα ριχνόμαστε, θα ρίχνεστε, θα ρίχνονται
Οριστική
θα ριχτώ, θα ριχτείς, θα ριχτεί, θα ριχτούμε, θα ριχτείτε, θα ριχτούν (ή θα ριχτούνε)
Οριστική
θα έχω ριχτεί, θα έχεις ριχτεί, θα έχει ριχτεί, θα έχουμε ριχτεί, θα έχετε ριχτεί, θα έχουν(ε) ριχτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ριχτεί, έχεις ριχτεί, έχει ριχτεί, έχουμε ριχτεί, έχετε ριχτεί, έχουν(ε) ριχτεί
Υποτακτική
να έχω ριχτεί, να έχεις ριχτεί, να έχει ριχτεί, να έχουμε ριχτεί, να έχετε ριχτεί, να έχουν(ε) ριχτεί
& να έχω ριχθεί, να έχεις ριχθεί, να έχει ριχθεί, να έχουμε ριχθεί, να έχετε ριχθεί, να έχουν(ε) ριχθεί
Μετοχή
ριγμένος, ριγμένη, ριγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ριχτεί, είχες ριχτεί, είχε ριχτεί, είχαμε ριχτεί, είχατε ριχτεί, είχαν(ε) ριχτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου