Martin Capek
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χειρίζομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
χειρίζομαι, χειρίζεσαι, χειρίζεται, χειριζόμαστε, χειρίζεστε, χειρίζονται
να χειρίζομαι, να χειρίζεσαι, να χειρίζεται, να χειριζόμαστε, να χειρίζεστε, να χειρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: χειρίζεστε
Μετοχή
χειριζόμενος, χειριζόμενη, χειριζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
χειριζόμουν, χειριζόσουν, χειριζόταν, χειριζόμαστε, χειριζόσαστε, χειρίζονταν
Αόριστος
Οριστική
χειρίστηκα, χειρίστηκες, χειρίστηκε, χειριστήκαμε, χειριστήκατε, χειρίστηκαν ή χειριστήκανε
Υποτακτική
να χειριστώ, να χειριστείς, να χειριστεί, να χειριστούμε, να χειριστείτε, να χειριστούν (ή να χειριστούνε)
& να χειρισθώ, να χειρισθείς, να χειρισθεί, να χειρισθούμε, να χειρισθείτε, να χειρισθούν (ή να χειρισθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: χειρίσου – β΄ πληθυντικό: χειριστείτε / χειρισθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειρίζομαι, θα χειρίζεσαι, θα χειρίζεται, θα χειριζόμαστε, θα χειρίζεστε, θα χειρίζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειριστώ, θα χειριστείς, θα χειριστεί, θα χειριστούμε, θα χειριστείτε, θα χειριστούν (ή θα χειριστούνε)
Οριστική
θα έχω χειριστεί, θα έχεις χειριστεί, θα έχει χειριστεί, θα έχουμε χειριστεί, θα έχετε χειριστεί, θα έχουν(ε) χειριστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω χειριστεί, έχεις χειριστεί, έχει χειριστεί, έχουμε χειριστεί, έχετε χειριστεί, έχουν(ε) χειριστεί
Υποτακτική
να έχω χειριστεί, να έχεις χειριστεί, να έχει χειριστεί, να έχουμε χειριστεί, να έχετε χειριστεί, να έχουν(ε) χειριστεί
& να έχω χειρισθεί, να έχεις χειρισθεί, να έχει χειρισθεί, να έχουμε χειρισθεί, να έχετε χειρισθεί, να έχουν(ε) χειρισθεί
Μετοχή
χειρισμένος, χειρισμένη, χειρισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα χειριστεί, είχες χειριστεί, είχε χειριστεί, είχαμε χειριστεί, είχατε χειριστεί, είχαν(ε) χειριστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου