Roman School
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκστρατεύω»
Ενεστώτας
Οριστική
εκστρατεύω, εκστρατεύεις, εκστρατεύει, εκστρατεύουμε, εκστρατεύετε, εκστρατεύουν (ή εκστρατεύουνε)
Υποτακτική
να εκστρατεύω, να εκστρατεύεις, να εκστρατεύει, να εκστρατεύουμε, να εκστρατεύετε, να εκστρατεύουν (ή να εκστρατεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκστράτευε – β΄ πληθυντικό: εκστρατεύετε
Μετοχή
εκστρατεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
εκστράτευα, εκστράτευες, εκστράτευε, εκστρατεύαμε, εκστρατεύατε, εκστράτευαν ή εκστρατεύανε
Αόριστος
Οριστική
εκστράτευσα, εκστράτευσες, εκστράτευσε, εκστρατεύσαμε, εκστρατεύσατε, εκστράτευσαν ή εκστρατεύσανε
Υποτακτική
να εκστρατεύσω, να εκστρατεύσεις, να εκστρατεύσει, να εκστρατεύσουμε, να εκστρατεύσετε, να εκστρατεύσουν (ή να εκστρατεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκστράτευσε – β΄ πληθυντικό: εκστρατεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκστρατεύω, θα εκστρατεύεις, θα εκστρατεύει, θα εκστρατεύουμε, θα εκστρατεύετε, θα εκστρατεύουν (ή θα εκστρατεύουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκστρατεύσω, θα εκστρατεύσεις, θα εκστρατεύσει, θα εκστρατεύσουμε, θα εκστρατεύσετε, θα εκστρατεύσουν (ή θα εκστρατεύσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκστρατεύσει, θα έχεις εκστρατεύσει, θα έχει εκστρατεύσει, θα έχουμε εκστρατεύσει, θα έχετε εκστρατεύσει, θα έχουν(ε) εκστρατεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκστρατεύσει, έχεις εκστρατεύσει, έχει εκστρατεύσει, έχουμε εκστρατεύσει, έχετε εκστρατεύσει, έχουν(ε) εκστρατεύσει
Υποτακτική
να έχω εκστρατεύσει, να έχεις εκστρατεύσει, να έχει εκστρατεύσει, να έχουμε εκστρατεύσει, να έχετε εκστρατεύσει, να έχουν(ε) εκστρατεύσει
Μετοχή
έχοντας εκστρατεύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκστρατεύσει, είχες εκστρατεύσει, είχε εκστρατεύσει, είχαμε εκστρατεύσει, είχατε εκστρατεύσει, είχαν(ε) εκστρατεύσει
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκστρατεύω»
Ενεστώτας
Οριστική
εκστρατεύω, εκστρατεύεις, εκστρατεύει, εκστρατεύουμε, εκστρατεύετε, εκστρατεύουν (ή εκστρατεύουνε)
να εκστρατεύω, να εκστρατεύεις, να εκστρατεύει, να εκστρατεύουμε, να εκστρατεύετε, να εκστρατεύουν (ή να εκστρατεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκστράτευε – β΄ πληθυντικό: εκστρατεύετε
Μετοχή
εκστρατεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
εκστράτευα, εκστράτευες, εκστράτευε, εκστρατεύαμε, εκστρατεύατε, εκστράτευαν ή εκστρατεύανε
Αόριστος
Οριστική
εκστράτευσα, εκστράτευσες, εκστράτευσε, εκστρατεύσαμε, εκστρατεύσατε, εκστράτευσαν ή εκστρατεύσανε
να εκστρατεύσω, να εκστρατεύσεις, να εκστρατεύσει, να εκστρατεύσουμε, να εκστρατεύσετε, να εκστρατεύσουν (ή να εκστρατεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκστράτευσε – β΄ πληθυντικό: εκστρατεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκστρατεύω, θα εκστρατεύεις, θα εκστρατεύει, θα εκστρατεύουμε, θα εκστρατεύετε, θα εκστρατεύουν (ή θα εκστρατεύουνε)
Οριστική
θα εκστρατεύσω, θα εκστρατεύσεις, θα εκστρατεύσει, θα εκστρατεύσουμε, θα εκστρατεύσετε, θα εκστρατεύσουν (ή θα εκστρατεύσουνε)
Οριστική
θα έχω εκστρατεύσει, θα έχεις εκστρατεύσει, θα έχει εκστρατεύσει, θα έχουμε εκστρατεύσει, θα έχετε εκστρατεύσει, θα έχουν(ε) εκστρατεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκστρατεύσει, έχεις εκστρατεύσει, έχει εκστρατεύσει, έχουμε εκστρατεύσει, έχετε εκστρατεύσει, έχουν(ε) εκστρατεύσει
να έχω εκστρατεύσει, να έχεις εκστρατεύσει, να έχει εκστρατεύσει, να έχουμε εκστρατεύσει, να έχετε εκστρατεύσει, να έχουν(ε) εκστρατεύσει
Μετοχή
έχοντας εκστρατεύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκστρατεύσει, είχες εκστρατεύσει, είχε εκστρατεύσει, είχαμε εκστρατεύσει, είχατε εκστρατεύσει, είχαν(ε) εκστρατεύσει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου