Sabine Lindqvist
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκσυγχρονίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εκσυγχρονίζω, εκσυγχρονίζεις, εκσυγχρονίζει, εκσυγχρονίζουμε, εκσυγχρονίζετε, εκσυγχρονίζουν (ή εκσυγχρονίζουνε)
να εκσυγχρονίζω, να εκσυγχρονίζεις, να εκσυγχρονίζει, να εκσυγχρονίζουμε, να εκσυγχρονίζετε, να εκσυγχρονίζουν (ή να εκσυγχρονίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκσυγχρόνιζε – β΄ πληθυντικό: εκσυγχρονίζετε
Μετοχή
εκσυγχρονίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
εκσυγχρόνιζα, εκσυγχρόνιζες, εκσυγχρόνιζε, εκσυγχρονίζαμε, εκσυγχρονίζατε, εκσυγχρόνιζαν ή εκσυγχρονίζανε
Αόριστος
Οριστική
εκσυγχρόνισα, εκσυγχρόνισες, εκσυγχρόνισε, εκσυγχρονίσαμε, εκσυγχρονίσατε, εκσυγχρόνισαν ή εκσυγχρονίσανε
να εκσυγχρονίσω, να εκσυγχρονίσεις, να εκσυγχρονίσει, να εκσυγχρονίσουμε, να εκσυγχρονίσετε, να εκσυγχρονίσουν (ή να εκσυγχρονίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκσυγχρόνισε – β΄ πληθυντικό: εκσυγχρονίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκσυγχρονίζω, θα εκσυγχρονίζεις, θα εκσυγχρονίζει, θα εκσυγχρονίζουμε, θα εκσυγχρονίζετε, θα εκσυγχρονίζουν (ή θα εκσυγχρονίζουνε)
Οριστική
θα εκσυγχρονίσω, θα εκσυγχρονίσεις, θα εκσυγχρονίσει, θα εκσυγχρονίσουμε, θα εκσυγχρονίσετε, θα εκσυγχρονίσουν (ή θα εκσυγχρονίσουνε)
Οριστική
θα έχω εκσυγχρονίσει, θα έχεις εκσυγχρονίσει, θα έχει εκσυγχρονίσει, θα έχουμε εκσυγχρονίσει, θα έχετε εκσυγχρονίσει, θα έχουν(ε) εκσυγχρονίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκσυγχρονίσει, έχεις εκσυγχρονίσει, έχει εκσυγχρονίσει, έχουμε εκσυγχρονίσει, έχετε εκσυγχρονίσει, έχουν(ε) εκσυγχρονίσει
να έχω εκσυγχρονίσει, να έχεις εκσυγχρονίσει, να έχει εκσυγχρονίσει, να έχουμε εκσυγχρονίσει, να έχετε εκσυγχρονίσει, να έχουν(ε) εκσυγχρονίσει
Μετοχή
έχοντας εκσυγχρονίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκσυγχρονίσει, είχες εκσυγχρονίσει, είχε εκσυγχρονίσει, είχαμε εκσυγχρονίσει, είχατε εκσυγχρονίσει, είχαν(ε) εκσυγχρονίσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εκσυγχρονίζομαι, εκσυγχρονίζεσαι, εκσυγχρονίζεται, εκσυγχρονιζόμαστε, εκσυγχρονίζεστε, εκσυγχρονίζονται
να εκσυγχρονίζομαι, να εκσυγχρονίζεσαι, να εκσυγχρονίζεται, να εκσυγχρονιζόμαστε, να εκσυγχρονίζεστε, να εκσυγχρονίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εκσυγχρονίζεστε
Μετοχή
εκσυγχρονιζόμενος, εκσυγχρονιζόμενη, εκσυγχρονιζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
εκσυγχρονιζόμουν, εκσυγχρονιζόσουν, εκσυγχρονιζόταν, εκσυγχρονιζόμαστε, εκσυγχρονιζόσαστε, εκσυγχρονίζονταν
Αόριστος
Οριστική
εκσυγχρονίστηκα, εκσυγχρονίστηκες, εκσυγχρονίστηκε, εκσυγχρονιστήκαμε, εκσυγχρονιστήκατε, εκσυγχρονίστηκαν ή εκσυγχρονιστήκανε
να εκσυγχρονιστώ, να εκσυγχρονιστείς, να εκσυγχρονιστεί, να εκσυγχρονιστούμε, να εκσυγχρονιστείτε, να εκσυγχρονιστούν ή να εκσυγχρονιστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: εκσυγχρονίσου – β΄ πληθυντικό: εκσυγχρονιστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκσυγχρονίζομαι, θα εκσυγχρονίζεσαι, θα εκσυγχρονίζεται, θα εκσυγχρονιζόμαστε, θα εκσυγχρονίζεστε, θα εκσυγχρονίζονται
Οριστική
θα εκσυγχρονιστώ, θα εκσυγχρονιστείς, θα εκσυγχρονιστεί, θα εκσυγχρονιστούμε, θα εκσυγχρονιστείτε, θα εκσυγχρονιστούν ή θα εκσυγχρονιστούνε
Οριστική
θα έχω εκσυγχρονιστεί, θα έχεις εκσυγχρονιστεί, θα έχει εκσυγχρονιστεί, θα έχουμε εκσυγχρονιστεί, θα έχετε εκσυγχρονιστεί, θα έχουν(ε) εκσυγχρονιστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκσυγχρονιστεί, έχεις εκσυγχρονιστεί, έχει εκσυγχρονιστεί, έχουμε εκσυγχρονιστεί, έχετε εκσυγχρονιστεί, έχουν(ε) εκσυγχρονιστεί
να έχω εκσυγχρονιστεί, να έχεις εκσυγχρονιστεί, να έχει εκσυγχρονιστεί, να έχουμε εκσυγχρονιστεί, να έχετε εκσυγχρονιστεί, να έχουν(ε) εκσυγχρονιστεί
Μετοχή
εκσυγχρονισμένος, εκσυγχρονισμένη, εκσυγχρονισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκσυγχρονιστεί, είχες εκσυγχρονιστεί, είχε εκσυγχρονιστεί, είχαμε εκσυγχρονιστεί, είχατε εκσυγχρονιστεί, είχαν(ε) εκσυγχρονιστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου