Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποψιάζομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποψιάζομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sergey Gorshkov
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποψιάζομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
υποψιάζομαι, υποψιάζεσαι, υποψιάζεται, υποψιαζόμαστε, υποψιάζεστε, υποψιάζονται
Υποτακτική
να υποψιάζομαι, να υποψιάζεσαι, να υποψιάζεται, να υποψιαζόμαστε, να υποψιάζεστε, να υποψιάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υποψιάζεστε
Μετοχή
υποψιαζόμενος, υποψιαζόμενη, υποψιαζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
υποψιαζόμουν, υποψιαζόσουν, υποψιαζόταν, υποψιαζόμαστε, υποψιαζόσαστε, υποψιάζονταν
(& υποψιαζόμουνα, υποψιαζόσουνα, υποψιαζότανε, υποψιαζόμασταν, υποψιαζόσασταν, υποψιαζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
υποψιάστηκα, υποψιάστηκες, υποψιάστηκε, υποψιαστήκαμε, υποψιαστήκατε, υποψιάστηκαν ή υποψιαστήκανε
& υποψιάσθηκα, υποψιάσθηκες, υποψιάσθηκε, υποψιασθήκαμε, υποψιασθήκατε, υποψιάσθηκαν ή υποψιασθήκανε
Υποτακτική
να υποψιαστώ, να υποψιαστείς, να υποψιαστεί, να υποψιαστούμε, να υποψιαστείτε, να υποψιαστούν (ή να υποψιαστούνε)
& να υποψιασθώ, να υποψιασθείς, να υποψιασθεί, να υποψιασθούμε, να υποψιασθείτε, να υποψιασθούν (ή να υποψιασθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υποψιάσου – β΄ πληθυντικό: υποψιαστείτε / υποψιασσθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποψιάζομαι, θα υποψιάζεσαι, θα υποψιάζεται, θα υποψιαζόμαστε, θα υποψιάζεστε, θα υποψιάζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποψιαστώ, θα υποψιαστείς, θα υποψιαστεί, θα υποψιαστούμε, θα υποψιαστείτε, θα υποψιαστούν (ή θα υποψιαστούνε)
& θα υποψιασθώ, θα υποψιασθείς, θα υποψιασθεί, θα υποψιασθούμε, θα υποψιασθείτε, θα υποψιασθούν (ή θα υποψιασθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποψιαστεί, θα έχεις υποψιαστεί, θα έχει υποψιαστεί, θα έχουμε υποψιαστεί, θα έχετε υποψιαστεί, θα έχουν(ε) υποψιαστεί
& θα έχω υποψιασθεί, θα έχεις υποψιασθεί, θα έχει υποψιασθεί, θα έχουμε υποψιασθεί, θα έχετε υποψιασθεί, θα έχουν(ε) υποψιασθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποψιαστεί, έχεις υποψιαστεί, έχει υποψιαστεί, έχουμε υποψιαστεί, έχετε υποψιαστεί, έχουν(ε) υποψιαστεί
& έχω υποψιασθεί, έχεις υποψιασθεί, έχει υποψιασθεί, έχουμε υποψιασθεί, έχετε υποψιασθεί, έχουν(ε) υποψιασθεί
Υποτακτική
να έχω υποψιαστεί, να έχεις υποψιαστεί, να έχει υποψιαστεί, να έχουμε υποψιαστεί, να έχετε υποψιαστεί, να έχουν(ε) υποψιαστεί
& να έχω υποψιασθεί, να έχεις υποψιασθεί, να έχει υποψιασθεί, να έχουμε υποψιασθεί, να έχετε υποψιασθεί, να έχουν(ε) υποψιασθεί
Μετοχή
υποψιασμένος, υποψιασμένη, υποψιασμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποψιαστεί, είχες υποψιαστεί, είχε υποψιαστεί, είχαμε υποψιαστεί, είχατε υποψιαστεί, είχαν(ε) υποψιαστεί
& είχα υποψιασθεί, είχες υποψιασθεί, είχε υποψιασθεί, είχαμε υποψιασθεί, είχατε υποψιασθεί, είχαν(ε) υποψιασθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...