Ν.
Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: «Εφηβεία
και βία: Βίοι παράλληλοι» [Ασκήσεις συνοπτικής απόδοσης] Ορισμένα γεγονότα βίαιης εφηβικής
παραβατικότητας δημιουργούν την εντύπωση ότι η βία έχει αρχίσει να γίνεται
πλέον ενδημική στη ζωή των εφήβων μας. Πόσο ευσταθεί, όμως, αυτή η εντύπωση; Είναι βέβαια γεγονός ότι οι εκδηλώσεις
βίας είναι μέρος της ζωής των εφήβων: Η σκέψη τους χαρακτηρίζεται από στοιχεία
ιδεαλισμού, αλλά και ριζοσπαστισμού, από μια γενικότερη δηλαδή τάση «να
αλλάξουμε τον κόσμο και να τον αλλάξουμε τώρα». Υπάρχει έτσι στον έφηβο η
διάθεση ν’ αμφισβητεί την εξουσία και να αντιδρά, έστω και με τη βία, τόσο
απέναντι στους φορείς της όποιας εξουσίας (γονείς, δασκάλους, αστυνομικούς,
κρατικά όργανα εν γένει), όσο και απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία της
κοινωνίας. Συχνή είναι και η στράτευση του εφήβου σε ακραίες οργανώσεις,
κινήματα και ομάδες (π.χ. χούλιγκανς). Ωστόσο αυτή είναι απλώς μια παροδική
κατάσταση, η οποία με την ενηλικίωση του εφήβου εξομαλύνεται πλήρως, εφόσον
βέβαια δεν υπάρξουν λανθασμένες αντιδράσεις στη διαχείρισή της. Επομένως, ο
αρνητισμός του εφήβου, που συνδέεται άλλωστε με τη διαδικασία για την ωρίμασή
του και την απόκτηση μιας «ταυτότητας», δεν είναι κατά κανόνα κάτι το
ανησυχητικό. Υπάρχουν όμως σημαντικές διαβαθμίσεις στη
βίαιη επιθετικότητα των εφήβων, ανάλογα με τη γενικότερη περιρρέουσα κοινωνική
ατμόσφαιρα, αλλά και ανάλογα με το ειδικότερο οικογενειακό ή άλλο περιβάλλον
μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ο έφηβος. Ειδικότερα, το κοινά αποδεκτό σύστημα
αξιών της κοινωνίας, όπως αυτό διαχέεται στα επιμέρους μέλη της, συγκροτεί εν
τέλει τους κανόνες εκείνους που διασφαλίζουν την προαγωγή της κοινωνικής
συμβίωσης και της ευνομίας. Η αμφισβήτηση των κανόνων αυτών, έστω και αν είναι
απαραίτητη για την προσαρμογή της κοινωνίας στις νέες εκάστοτε περιστάσεις,
προκαλεί όμως, σε ένα πρώτο στάδιο, καταστάσεις ανομίας και κοινωνικής
αποσταθεροποίησης που εκτρέφουν την εγκληματικότητα. Μάλιστα η βία, όταν
γίνεται στοιχείο της καθημερινότητας και υπερπροβάλλεται από τα μέσα ενημέρωσης
και κοινωνικής δικτύωσης, δημιουργεί στο ευρύτερο κοινό, αλλά ιδίως στους
νέους, έναν εθισμό που συντηρεί και αυξάνει τη βίαιη εγκληματικότητα. Όμως, ανάλογα συμβαίνουν όταν η βία
διεισδύει στο ειδικότερο περιβάλλον των εφήβων και βρίσκει εκεί πρόσφορο έδαφος
ανάπτυξης. Πότε όμως συμβαίνει αυτό; Όταν οι γονείςείναι υπερπροστατευτικοί, αδιάφοροι ή
επιθετικοί με το παιδί τους ή και μεταξύ τους (ενδοοικογενειακή βία), όταν οι
δάσκαλοι περιορίζονται σε μια ξερή αναπαραγωγή γνώσεων, χωρίς να διαμορφώνουν
προσωπικότητες και να εμφυσούν ιδανικά, και όταν ακόμη, σε ένα επόμενο στάδιο,
οι νέοι μας -δίχως άρτιο γνωσιακό εξοπλισμό και όραμα- αποδύονται στον αγώνα να
βρουν απλώς κάποια -οποιαδήποτε!- εργασία για να επιβιώσουν, τότε η μοιραία
εξέλιξη είναι κάποιοι από αυτούς, οι πλέον ευάλωτοι, να καταλήγουν σε ατραπούς
παραβατικότητας (θεωρία της θεσμικής δυσλειτουργίας). Στην πορεία τους αυτή
είναι άλλωστε βέβαιο ότι θα συναντήσουν και άλλους νέους με αντίστοιχα
οικογενειακά, σχολικά ή και εργασιακά προβλήματα. Αποτέλεσμα: Θα συμπήξουν όλοι
μαζί παραβατικές ομάδες και θα επιχειρήσουν έτσι να διεκδικήσουν μιαν «αρνητική
ταυτότητα» στην παρανομία, αντί για τη θετική ταυτότητα που δεν μπόρεσαν να
αποκτήσουν. Ο
Νέστωρ Ε. Κουράκης είναι καθηγητής Νομικής στα Πανεπιστήμια Αθηνών και
Λευκωσίας και τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών. ΘΕΜΑ
1 Να
αποδώσετε συνοπτικά (50-60 λέξεις) το περιεχόμενο της δεύτερης παραγράφου του
κειμένου («Είναι βέβαια γεγονός… κάτι το ανησυχητικό»). Μονάδες
20 Οι
εκδηλώσεις βίας συνιστούν μέρος της εφηβικής ζωής, καθώς οι έφηβοι ως
ιδεαλιστές επιδιώκουν την αλλαγή, ερχόμενοι σε αντιπαράθεση με τους φορείς
εξουσίας. Αμφισβητούν, συνάμα, την επικρατούσα ιδεολογία της κοινωνίας,
ωθούμενοι ακόμη και στην ένταξη σε βίαιες ομάδες. Πρόκειται, ωστόσο, για μια
σύντομη μεταβατική περίοδο, η οποία με τη σωστή διαχείριση οδηγεί ομαλά στην
ωρίμαση και την απόκτηση προσωπικής ταυτότητας. [Λέξεις:
60] ΘΕΜΑ
1 Να
καταγράψετε επιγραμματικά (75-85 λέξεις) τα αίτια της εφηβικής και νεανικής
παραβατικότητας, όπως αυτά παρουσιάζονται από τον συγγραφέα του κειμένου. Μονάδες
20 Οι
έφηβοι ωθούνται στη βία λόγω του ιδεαλισμού τους και της διάθεσης για ανατροπή
των εκάστοτε κυρίαρχων αντιλήψεων. Αμφισβητούν τους φορείς εξουσίας και ενίοτε
εντάσσονται σε οργανώσεις, καθώς βρίσκονται σε διαδικασία ωρίμασης. Παραλλήλως,
τα φαινόμενα βίας, που προκύπτουν κατά την αμφισβήτηση και επαναπροσαρμογή των
κοινωνικών αξιών στα εξελισσόμενα δεδομένα, επηρεάζουν τους νέους, καθώς
προβάλλονται συνεχώς από τα μέσα ενημέρωσης. Επηρεάζονται, συνάμα, από
φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας κι από την αδυναμία επαγγελματικής
αποκατάστασης με αποτέλεσμα να αναζητούν μέσω της ανομίας -ατομικής ή ομαδικής-
μια έστω «αρνητική» ταυτότητα. [Λέξεις:
85]
Ιστορία
Προσανατολισμού: Σύνταγμα 1864 & αρχή της δεδηλωμένης
(πηγές) Με
βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας τα ακόλουθα κείμενα να
αναφερθείτε: α) στα όσα προέβλεπε το Σύνταγμα του 1864, και β) στις συνθήκες
που οδήγησαν στη διατύπωση της αρχής της δεδηλωμένης. Κείμενο
Α Το
νέο Σύνταγμα καθιέρωνε ως μορφή πολιτεύματος τη βασιλευομένη δημοκρατία. Αν και
το Σύνταγμα δεν χρησιμοποιούσε τον σχετικό όρο (ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στο
άρθρο 21 του Συντάγματος του 1952), δίχως άλλο τον υπονοούσε με μια σειρά
διατυπώσεων, που δεν ήταν καθόλου τυχαίες: Έτσι το πρόσωπο του βασιλιά δεν ήταν
πια «ιερόν» και «απαραβίαστον», όπως στο Σύνταγμα του 1844, αλλά «ανεύθυνον»
και «απαραβίαστον» και υπεύθυνοι οι υπουργοί (άρθρο 29) που προσυπέγραφαν όλες
τις πράξεις του (άρθρο 30). Περαιτέρω, η δικαιοσύνη δεν θα «πήγαζε» πια από τον
βασιλιά, αλλά θα απονεμόταν από δικαστές, τους οποίους ο βασιλιάς θα διόριζε
«κατά νόμον». […] Έχει
ενδιαφέρον να τονισθεί ότι η καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής στο Σύνταγμα του
1864 δεν είχε συμβολικό και μόνον περιεχόμενο: ήταν απόρροια μιας συνειδητής
επιλογής, εν γνώσει των πρακτικών συνεπειών της. Έτσι, όπως ανέφερε η έκθεση
της «επί του Πολιτεύματος επιτροπής», η ρητή μνεία της στο άρθρο 21 («άπασαι αι
εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους, ενεργούνται δε καθ’ ον τρόπον ορίζει το
Σύνταγμα») έγινε «όπως έχωσιν αείποτε αι καθεστηκυίαι εξουσίαι υπ’ όψιν την
θαλεράν πηγήν αφ’ ης αρύονται πάσας τας εαυτών δυνάμεις». Νίκος
Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010,
Εκδόσεις Πόλις Κείμενο
Β Το
Σύνταγμα του 1864 περιόριζε τις εξουσίες του βασιλιά μόνο σε εκείνες που του
απονέμονταν ρητά από το ίδιο το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Ο
ανώτατος άρχοντας στερούνταν της δυνατότητας να παρεμβαίνει στη διαδικασία
αναθεώρησης του Συντάγματος, το οποίο περιερχόταν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα
της Εθνοσυνέλευσης, που κατά περίπτωση θα εκλεγόταν ακριβώς για αυτόν τον λόγο.
Ο βασιλιάς αποκλειόταν, επίσης, από το νομοθετικό έργο, καθώς οι αρμοδιότητές
του δεν ξεπερνούσαν την τυπική κύρωση και τη συνακόλουθη δημοσίευση των νόμων,
αφού προηγουμένως οι τελευταίοι είχαν υπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό.
Αντίθετα, στον βασιλιά επιφυλασσόταν το προνόμιο του διορισμού και της απόλυσης
των υπουργών, αλλά μόνο εν μέρει εκείνο της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και της
προκήρυξης εκλογών, δεδομένου ότι το σχετικό διάταγμα έπρεπε να φέρει τις
υπογραφές όλων των υπουργών. Αντώνης
Κλάψης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923,
Εκδόσεις Πεδίο Κείμενο
Γ Ο
Τρικούπης θέλησε να καθιερώσει στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό σύστημα στην πιο
εξελιγμένη μορφή του. Η κυβέρνηση δε θα ήταν απλώς υπεύθυνη απέναντι στη βουλή,
αλλά και θα ασκούσε την εκτελεστική εξουσία. Έλεγε στη βουλή: «Νομίζω ότι η
βουλή αντιπροσώπους αυτής έχει τους υπουργούς‧ούτοιδενείναιμόνονόργανατουστέμματος, αλλάκαιόργανατηςβουλής. Ηκυβέρνησις, εκλεγομένηυπότουστέμματοςκαθ’υπόδειξιντηςπλειονοψηφίαςτηςβουλής, είναιεπιτροπήεργαζομένηυπότονέλεγχοτηςβουλής». Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών Κείμενο
Δ Από
την επαύριο της ισχύος του νέου Συντάγματος έως την καθιέρωση της αρχής της
δεδηλωμένης, το 1875, διορίσθηκαν συνολικά 18 κυβερνήσεις. Οι περισσότερες από
αυτές όφειλαν τον σχηματισμό τους σε θεμιτές και αθέμιτες παρεμβάσεις του
στέμματος, καθώς ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των
Βουλών εκείνης της εποχής, που η σύνθεσή τους διακρινόταν από την πανσπερμία
προσωποπαγών κομμάτων, ομάδων και τάσεων. Και, αντίστροφα, ο Γεώργιος απομάκρυνε
αρκετές κυβερνήσεις από την εξουσία -αν και είχαν καταφέρει να κερδίσουν
(εύθραυστες, είναι αλήθεια) πλειοψηφίες στη Βουλή-, διότι διαφωνούσε με την
πολιτική τους. Νίκος
Αλιβιζάτος, ό.π. Ενδεικτική απάντηση α. Μέσα σε συνθήκες
κυβερνητικής αστάθειας και εμφυλίου πολέμου, η Εθνοσυνέλευση του 1862 χρειάστηκε δύο
ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στην ψήφιση συντάγματος. Ως πολίτευμα ορίστηκε η
βασιλευομένη δημοκρατία αντί της μέχρι τότε συνταγματικής μοναρχίας. Όπως, βέβαια, διευκρινίζει ο Νίκος Αλιβιζάτος
(Κείμενο Α), στο τότε Σύνταγμα δεν αναφερόταν ρητά η μορφή του νέου πολιτεύματος,
κάτι που συνέβη αργότερα στο άρθρο 21 του Συντάγματος του 1952. Η αλλαγή αυτή,
ωστόσο, γινόταν αντιληπτή από επιμέρους διατάξεις, μέσω των οποίων γινόταν σαφές
πως κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτιζαν πλέον οι πολίτες. Επρόκειτο για την αρχή της λαϊκής
κυριαρχίας που κατοχυρώθηκε με το Σύνταγμα του 1864. Σύμφωνα, ειδικότερα, με το
άρθρο 21 του Συντάγματος αυτού, κάθε εξουσία πήγαζε από το Έθνος και εφαρμοζόταν
με βάση τις συνταγματικές επιταγές. Η διατύπωση αυτή ήταν συνειδητή επιλογή της
συντακτικής βουλής, ώστε να γίνεται αντιληπτό από τους εκάστοτε πολιτικούς
αρχηγούς πως αντλούσαν την πολιτική τους δύναμη από το ελληνικό Έθνος. Έτι
περαιτέρω η υποχώρηση της κυρίαρχης θέσης του βασιλιά εκφραζόταν από τον
χαρακτηρισμό του ως προσώπου «ανεύθυνου» και «απαραβίαστου», αλλά όχι «ιερού», όπως
χαρακτηριζόταν στο προηγούμενο Σύνταγμα, εκείνο του 1844. Παραλλήλως, μήτε η
δικαστική εξουσία είχε πηγή της στον βασιλιά, εφόσον αποδιδόταν από δικαστές, τους
οποίους διόριζε εκείνος ακολουθώντας όμως τις σχετικές υποδείξεις του νόμου. Με
το Σύνταγμα του 1864, άλλωστε, κατοχυρώθηκαν μεταξύ άλλων η άμεση, μυστική και
καθολική (για τον ανδρικό πληθυσμό) ψήφος με σφαιρίδια και η ανεξαρτησία της
δικαιοσύνης. Όπως επισημαίνεται από τον
Αντώνη Κλάψη (Κείμενο Β), οι εξουσίες τους βασιλιά περιορίζονταν σε όσες μόνο
του αναγνωρίζονταν με σαφήνεια από το Σύνταγμα και τους νόμους. Ως εκ τούτου, ο
βασιλιάς δεν είχε τη δυνατότητα να εμπλέκεται στη διαδικασία αναθεώρησης του
Συντάγματος, η οποία αφορούσε αποκλειστικά την εκλεγόμενη προς τούτο Εθνοσυνέλευση.
Δεν είχε, επίσης, καμία πρόσβαση στη νομοθετική εξουσία, καθώς ο δικός του ρόλος
ήταν μόνο να επικυρώνει τους νόμους που είχαν ήδη υπογραφεί από τον αρμόδιο
υπουργό, σύμφωνα με το Άρθρο 30 του Συντάγματος, όπως διευκρινίζει ο Νίκος Αλιβιζάτος (Κείμενο Α). Ο βασιλιάς, βέβαια, μπορούσε να διορίζει και να απολύει τους υπουργούς,
αλλά δεν είχε την απόλυτη ευχέρεια να διαλύει προώρως τη Βουλή και να προκηρύσσει
εκλογές, διότι αυτό το διάταγμα θα έπρεπε να έχει υπογραφεί από όλους τους υπουργούς.
Το Σύνταγμα του 1864 κατοχύρωνε, συνάμα, την ελευθερία του συνέρχεσθαι και
συνεταιρίζεσθαι, η οποία άνοιγε το δρόμο για την ελεύθερη συγκρότηση κομμάτων.
Τα κόμματα θεωρήθηκαν απαραίτητα για την έκφραση της βούλησης της κοινής
γνώμης, με το επιχείρημα ότι η εναλλακτική λύση είναι οι συνωμοτικοί κύκλοι ή
οι βιαιοπραγίες. β. Παρά την έντονη αντίδραση
του βασιλιά Γεωργίου Α΄, η Εθνοσυνέλευση επέβαλε την αρχή να προέρχεται η
κυβέρνηση από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό που δεν ορίστηκε με
σαφήνεια, διότι θεωρήθηκε αυτονόητο, ήταν ότι ο βασιλιάς όφειλε να δώσει την
εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε βουλευτή του κόμματος που είχε την εμπιστοσύνη
της πλειοψηφίας της Βουλής. Ο Γεώργιος εκμεταλλεύτηκε αυτήν την ασάφεια, για να
διορίζει κυβερνήσεις της αρεσκείας του, μέχρι την ψήφιση της αρχής της
δεδηλωμένης το 1875. Με βάση, μάλιστα, τις
πληροφορίες που παρέχει ο Νίκος Αλιβιζάτος (Κείμενο Δ), από το 1864 μέχρι
το 1875 είχαν διορισθεί από τον βασιλιά δεκαοκτώ κυβερνήσεις. Το γεγονός αυτό
φανερώνει το μέγεθος του προβλήματος που ερχόταν να θεραπεύσει η αρχή της δεδηλωμένης.
Εξαιτίας, άλλωστε, της δυσκολίας που υπήρχε εκείνη την περίοδο να διασφαλιστεί
η πλειοψηφία στη Βουλή, καθώς υπήρχαν πολλά και ποικίλων τάσεων προσωποπαγή κόμματα,
οι περισσότερες από αυτές τις κυβερνήσεις είχαν προκύψει ύστερα από νόμιμες ή
μη παρεμβάσεις του βασιλιά. Αντιστοίχως, ωστόσο, ο Γεώργιος Α΄ είχε συμβάλει
στην ανατροπή αρκετών κυβερνήσεων, έστω κι αν διέθεταν κάποια σχετική πλειοψηφία,
επειδή ο ίδιος δεν συμφωνούσε με την πολιτική τους. Η
ιδέα για την αρχή της δεδηλωμένης ανήκε στον νέο τότε πολιτικό Χαρίλαο
Τρικούπη, ο οποίος υποστήριξε δημόσια ότι μόνη λύση στο πρόβλημα της πολιτικής
αστάθειας ήταν η συγκρότηση δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, σύμφωνα με το πρότυπο
της Αγγλίας. Για να καταστεί αυτό δυνατόν, έπρεπε ο βασιλιάς να αναθέτει την
εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μόνο σε πολιτικό ο οποίος σαφώς είχε τη
«δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών. Αυτό θα στερούσε από τα
κόμματα μειοψηφίας τη δυνατότητα να σχηματίζουν κυβέρνηση, θα τα ωθούσε σε
συνένωση με τα μεγάλα και θα είχε ως αποτέλεσμα σταθερότερες κυβερνήσεις
πλειοψηφίας. Ο βασιλιάς, υπό την πίεση της αντιπολίτευσης και του επαναστατικού
αναβρασμού του λαού, υιοθέτησε τελικά την άποψη του Τρικούπη, η οποία αποτελεί
τομή στην πολιτική ιστορία της χώρας, καθώς οδήγησε σε μεταβολή του πολιτικού
τοπίου. Σύμφωνα, μάλιστα, με την Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Γ), απώτερος στόχος του Τρικούπη ήταν να
εδραιώσει το κοινοβουλευτικό σύστημα στην πλέον ουσιαστική μορφή του, αποδεσμεύοντας
την εκάστοτε κυβέρνηση από τον έλεγχο του βασιλιά και θέτοντάς τη υπό τον έλεγχο
της βουλής. Η κυβέρνηση που θα διέθετε την πλειοψηφία θα ασκούσε την εκτελεστική
εξουσία έχοντας χρέος να υπηρετεί πρωτίστως τη βουλή, απέναντι στην οποία θα έφερε
ευθύνη, και όχι μόνο τον βασιλιά.
Έκθεση
Γ΄ Λυκείου: Μέριμνα για τα δικαιώματα μαθητών με αναπηρία (Παραγωγή λόγου) Καραγιαννίδου
Κ. Σοφία, Μελέτη ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων για τη
μαθησιακή ένταξη των ΑμεΑ. (2018) Τα άτομα με αναπηρία πρέπει να ζουν σε ένα
περιβάλλον χωρίς φραγμούς, το οποίο θα τους παρέχει τη δυνατότητα της
επικοινωνίας και της συμμετοχής και αλληλεπίδρασης με τα κοινωνικά μέλη.
Αναγκαίος όρος για αυτό είναι η θετική στάση αλλά και οι αντιλήψεις του
ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Δυστυχώς τόσο τα στερεότυπα όσο και οι
προκαταλήψεις ανάγονται σε καθημερινό βίωμα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες για
τον λόγο ότι υφίστανται περιορισμούς και αποκλεισμούς σε διάφορους τομείς της
ζωής τους όπως είναι η εκπαίδευση, η εργασία και η ψυχαγωγία. Οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες έχουν
δικαιώματα τα οποία πρέπει να αναγνωρισθούν ως θεμελιώδη για την ένταξή τους
στην κοινωνία, την ευημερία αλλά και την ανάπτυξη του δυναμικού τους. Στην
περίπτωση που θα τους παρασχεθούν τα δικαιώματα αυτά, θα γίνουν δια βίου
υπεύθυνοι για τις πράξεις και τις συμπεριφορές τους. Σε αντίθετη περίπτωση, θα
είμαστε εμείς οι υπόλοιποι πολίτες υπεύθυνοι για τα άτομα αυτά. Τα άτομα με αναπηρία είναι πολίτες με ίσα
προς όλους δικαιώματα. Μια πρόσφατη ευρωπαϊκή δημοσκόπηση, ωστόσο, δείχνει πως
υπάρχει σοβαρή έλλειψη κατανόησης της αναπηρίας από τον κοινωνικό περίγυρο. Τα
άτομα που έχουν αναπηρία χρειάζεται να αντιμετωπίζονται ως πολίτες με ίσα
δικαιώματα και όχι ως αντικείμενα λύπησης ή φιλανθρωπίας. Είθισται οι πολίτες με αναπηρία να είναι
κοινωνικά αποκλεισμένοι λόγω της ελλιπούς εκπαίδευσης και της ανεργίας,
παράγοντες που οδηγούν στη φτώχεια. Οι πολίτες πρέπει να βρίσκονται σε μια
αδιάλειπτη εγρήγορση και αφύπνιση, ώστε να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της
σημασίας της αναπηρίας και να φροντίσουν να ενημερωθούν για το πώς μπορούν να
βοηθήσουν να γίνει καλύτερη η ζωή τους. Η συνεχής ενημέρωση και επιμόρφωση για
το ζήτημα αυτό δεν αρκεί, χρειάζεται να γίνουν τα λόγια πράξη και να υπάρξει
συλλογική δράση, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που ταλανίζουν κάθε μέρα
τα άτομα με αναπηρία. Σχεδόν τα 2/5 των ατόμων με αναπηρία δεν
ολοκληρώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και λιγότερο από το 10% των ατόμων με
μεγάλη αναπηρία έχουν πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση, η οποία είναι πολύ
σημαντική για την απομάκρυνση των φραγμών στην εύρεση εργασίας. Στη σημερινή κοινωνία τα ΑμεΑ υφίστανται
κοινωνικό ρατσισμό και ανισότητα. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο στην εκπαίδευση και
στην κοινωνία γενικότερα, αλλά και στον επαγγελματικό τομέα. Υπάρχουν πολίτες
που δε συμφωνούν με την ένταξη των ΑμεΑ σε εργασιακές θέσεις για τον λόγο πως
δεν μπορούν να αξιοποιήσουν δυνατότητες με αποτέλεσμα να μην υπάρχει απόδοση
στην εργασία. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι οι ίδιοι εργοδότες, οι οποίοι
αρνούνται να εντάξουν ένα άτομο με αναπηρία στον χώρο της εργασίας. ΘΕΜΑ Πρόσφατα
διαπιστώσατε πως στο σχολείο σας δεν έχει ληφθεί μέριμνα για την απρόσκοπτη μετακίνηση
μαθητών με κινητική αναπηρία σε όλες τις αίθουσες διδασκαλίας και στα
εργαστήρια. Με αφορμή τη διαπίστωση αυτή αποφασίσατε να στείλετε
ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον υπουργό Παιδείας, προκειμένου αφενός
να παρουσιάσετε τεκμηριωμένα το δικαίωμα των ΑμεΑ στην εκπαίδευση, κι αφετέρου
να εξηγήσετε το εύρος των γενικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα ΑμεΑ
(350-400 λέξεις). Διευκρινιστική
οδηγία: Σε
ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οφείλουμε να ορίσουμε σε μια ξεχωριστή
σειρά το θέμα. Παραλλήλως, όπως ακριβώς συμβαίνει στις επίσημες επιστολές,
παρουσιάζουμε στο πλαίσιο του προλόγου με ποια ιδιότητα συντάσσουμε το μήνυμα
και ποιο είναι το αίτημά μας. Θέμα:
Μέριμνα για τα δικαιώματα μαθητών με αναπηρία Αξιότιμε
κ. Υπουργέ Με αφορμή τη διαπίστωση πως το σχολείο μας
δεν διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές για την εξυπηρέτηση μαθητών με κινητική
αναπηρία, θα ήθελα, ως μέλος της σχολικής κοινότητας, να σας επισημάνω την
κρισιμότητα του ζητήματος. Τα άτομα με αναπηρία έρχονται ήδη αντιμέτωπα με
ποικίλα και απαιτητικά προβλήματα στην καθημερινότητά τους, η πρόσβαση στην
εκπαίδευση, όμως, δεν θα έπρεπε να είναι ένα από αυτά. Η απόκτηση ουσιαστικής εκπαίδευσης και
ακολούθως επαγγελματικής κατάρτισης συνιστά μια αναγκαιότητα ιδιαιτέρως
σημαντική για τα άτομα με αναπηρία, διότι μόνο μέσω της απόκτησης σχετικών
δεξιοτήτων μπορούν να αποκατασταθούν επαγγελματικά. Μια αναγκαία αποκατάσταση,
η οποία στη δική τους περίπτωση συνδέεται άρρηκτα με τη διασφάλιση της οικονομικής
αυτονομίας τους και κατ’ επέκταση με την ενίσχυση της αυτοπεποίθησής τους και
την προάσπιση της ατομικής τους αξίας. Η δική τους επαγγελματική αποκατάσταση,
άλλωστε, δεν είναι εξίσου ευχερής με την αποκατάσταση των αρτιμελών νέων, καθώς
οι επιλογές τους είναι σαφώς λιγότερες και οι ευκαιρίες που τους παρέχονται
περιορισμένες. Με δεδομένο, μάλιστα, το γεγονός πως μέρος μόνο των μαθητών με αναπηρία ολοκληρώνει τη δευτεροβάθμια
εκπαίδευση και ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό ακολουθεί ανώτερες σπουδές γίνεται εναργώς
αντιληπτή η αναγκαιότητα παροχής στους μαθητές αυτούς κάθε διευκόλυνσης. Το
δικαίωμα στην εκπαίδευση, που με ευκολία αξιοποιούν οι υπόλοιποι μαθητές, θα έπρεπε
να είναι εξίσου προσβάσιμο και αξιοποιήσιμο από όλους τους νέους με αναπηρία,
ώστε να αποκομίζουν όχι μόνο επαγγελματικά ωφέλιμες γνώσεις, αλλά και την καλλιέργεια
εκείνη που θα τους καταστήσει ενεργούς, σκεπτόμενους και δυναμικούς πολίτες του
μέλλοντος. Ας μην παραβλέπουμε, άλλωστε, πως η απουσία
υποδομών στα σχολεία δεν είναι το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα άτομα με
αναπηρία. Το σύνολο της ζωής τους είναι γεμάτο εξαιρετικά δυσχερείς καταστάσεις
που απαιτούν απόθεμα ψυχικού σθένους και διαρκή στήριξη, προκειμένου να τις υπερκεράσουν.
Οι προκαταλήψεις μέρους του κοινωνικού συνόλου, τα βλέμματα οίκτου, τα -έστω
και ακουσίως- προσβλητικά σχόλια, αλλά και η απροθυμία εργοδοτών να τους προσφέρουν
μια θέση εργασίας δημιουργούν ένα πλέγμα πίεσης, το οποίο προστίθεται στον συνεχή
τους μόχθο για να αντεπεξέλθουν στις καθημερινές δραστηριότητες και απαιτήσεις. Κάθε μορφή αναπηρίας, όποιον αντίκτυπο κι
αν έχει στην καθημερινότητα του ατόμου, συνιστά από μόνη της ένα διαρκές
εμπόδιο και μια διαρκή πηγή συναισθηματικής έντασης. Αν, επομένως, σε αυτή
προστεθεί κι η αδιαφορία της πολιτείας, με απότοκο την αποστέρηση ουσιωδών
δικαιωμάτων, όπως είναι αυτό της εκπαίδευσης, τότε ασκείται στα άτομα με
αναπηρία υπέρμετρη και άδικη πίεση. Χρειάζεται, ως εκ τούτου, να ληφθεί μέριμνα
στους τομείς εκείνους που οι πολίτες και η πολιτεία μπορούν να προσφέρουν την
αρωγή τους. Με εκτίμηση
Ν.
Γλώσσα Α΄ Λυκείου: Ακρόαση,
ακοή και ομιλία: σύντομες σκέψεις για τη σχέση τους με τον διάλογο Κείμενο
1 Ακρόαση,
ακοή και ομιλία: σύντομες σκέψεις για τη σχέση τους με τον διάλογο. Το
παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα άρθρου της Harlene Anderson, ψυχολόγου,
συμβούλου και οικογενειακής θεραπεύτριας, το οποίο ανακτήθηκε από την
ιστοσελίδα http://www.psychological-opinions.gr/el στις 23-03- 2021. (διασκευή) Ο διάλογος είναι μια μορφή συνομιλίας:
μιλάμε ή συνομιλούμε με τον εαυτό μας ή κάποιον άλλον προς μία αναζήτηση
νοήματος και κατανόησης - φωναχτά, σιωπηρά, με ή χωρίς λόγια. Μέσα και διαμέσου
αυτής της διαλογικής αναζήτησης, νοήματα και αντιλήψεις ερμηνεύονται,
επανερμηνεύονται, διευκρινίζονται και αναθεωρούνται συνεχώς. Έτσι δημιουργούνται
δυνατότητες για σκέψη, αίσθηση, συναίσθημα, δράση, κ.λπ. Με άλλα λόγια, ο
μετασχηματισμός είναι εγγενής στον διάλογο. Ο αληθινός διάλογος δεν μπορεί παρά
είναι παραγωγικός. Ο διάλογος προξενεί στους συμμετέχοντες
μια αίσθηση αμοιβαιότητας, γνήσιου σεβασμού και ειλικρινούς ενδιαφέροντος για
τον άλλο, εφόσον απαιτεί συνεργατικό σχεδιασμό σχετικά με την εστίαση, τη
διεργασία και το αποτέλεσμά του. Αυτό είναι μέρος της διαδικασίας της
συν-δημιουργίας νέων εννοιών και δράσεων. Ο διάλογος απαιτεί εμπιστοσύνη και
δεκτικότητα στον συνομιλητή και τη διαφορετικότητά του, καθώς και ανοχή στην
αμφισβήτηση, την επίκριση και τη διαφωνία από την άλλη πλευρά. Είναι σημαντικό
να είμαστε προσεκτικοί για να μην υποθέσουμε αμέσως ότι ξέρουμε τι εννοεί ο
συνομιλητής και να μην συμπληρώνουμε τα κενά ή τις λεπτομέρειες της ιστορίας
του συνομιλητή, ή ό,τι θεωρούμε ότι κρύβεται πίσω από την αφήγηση. Αντίθετα,
χρειάζεται να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη λογική του συνομιλητή, όχι τη
δική μας. Αυτό απαιτεί αποστασιοποίηση, προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι έχουμε
κατανοήσει την οπτική γωνία του άλλου όσο καλύτερα μπορούμε, και να έχουμε
πάντα κατά νου ότι κατανόηση δεν σημαίνει συμφωνία. Ορισμένες πράξεις δεν ενθαρρύνουν το
διάλογο. Για παράδειγμα, διάλογος δεν είναι να προσπαθείτε να πείσετε τον άλλο
να καταλάβει ή να συμφωνήσει μαζί σας. Αν προσπαθείτε να κάνετε κάτι τέτοιο,
τότε δεν είστε σε διάλογο ούτε με τον εαυτό σας ούτε και με τον άλλο. Επίσης,
διάλογος δεν είναι η επιδίωξη για συναίνεση ή σύνθεση. Ομοίως, το να θέτετε ερωτήσεις στις οποίες
νομίζετε ότι ξέρετε την απάντηση ή για να πάρετε την απάντηση που θέλετε, δεν
ενθαρρύνει το διάλογο. Με άλλα λόγια, για να εμπλακείτε πραγματικά σε διάλογο,
πρέπει να είστε σε θέση να αφήσετε τα πάθη, την εμπιστοσύνη και τις αντιλήψεις
σας να αμφισβητηθούν από τους άλλους και από εσάς τους ίδιους. Εν κατακλείδι, η πρόθεση και η ελπίδα
αυτού που προσκαλεί σε διάλογο είναι να προσκαλέσει και να εμπλέξει και τον
εαυτό του και τον άλλον στη διαδικασία. Με δυο λόγια, ο διάλογος απαιτεί τη
δυνατότητα ακρόασης, ομιλίας και ακοής. Κείμενο 2 [Το παρελθόν της Ρίτας] Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από
το μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη «Ενικός αριθμός» (Αθήνα 2002, εκδ. Καστανιώτη).
Συνομιλούν δύο γυναίκες, η μητέρα (Ρίτα) και η κόρη (Ήρα) και αναφέρονται στο
παρελθόν της μητέρας. «Τίποτε
δεν ξέρεις για μένα. Ούτε ενδιαφέρθηκες να μάθεις. Μόνο ο πατέρας σου υπήρχε.
Δε σ’ έβλεπα εγώ πώς τον κοιτούσες; Στα μάτια, σαν σκυλάκι. Εγώ είτε ζούσα είτε
δε ζούσα ένα και το αυτό». «Αυτός
τουλάχιστον μ’ αγαπούσε. Και το έλεγε κιόλας». «Και
λοιπόν; Στα λόγια κολλάς; Ξύπνα, κορόιδο! Αυτοί που λεν ότι μας αγαπάν, αυτοί
μας την κάνουν τη δουλειά. Για ρώτα κι εμένα. Ποιος με ξευτίλισε; Αυτός που
έλεγε ότι μ’ αγαπούσε με ξευτίλισε. Μόλις βρήκε την προίκα, μην το είδατε μην
τον απαντήσατε. Τρεις μήνες αρραβωνιασμένοι είχαμε, στο σπίτι μας μπαινόβγαινε,
η γειτονιά τον ήξερε. Άντε να βγω εγώ στο δρόμο μετά. Περνούσα κι από πίσω μου
μου σούρνανε. Η πείσα, η δείξα η παστρικιά1 …». «Για
ποιον μιλάμε τώρα; Μπερδεύτηκα.». «Για
τον αρραβωνιαστικό μου, που κακό ψόφο να ’χει. Δεν είχε όμως. Ο πατέρας σου, ο
άγιος ο άνθρωπος, πέθανε. Αυτός ζει και βασιλεύει με τη βλαχάρα του». «Μπα;
Είχες κι άλλον αρραβωνιαστικό; Αυτά δεν μας τα ’χες πει.» «Πότε
να σ’ τα πω; Μιλιόσουνα εσύ; Ήρθες μια φορά σαν παιδί να με πλησιάσεις; Σαν να
’χα χολέρα έκανες. Σου χάριζα τα ακριβότερα φουστάνια και μετά τα έβρισκα στα
σκουπίδια». «Σιγά
τα φουστάνια…» Η
Ρίτα βούρκωσε. Την έπνιξε η οργή. «Σιγά
τα φουστάνια, ε; Επειδή τα είχες στοίβες. Για ρώτα κι εμένα που έκανα μετάνοιες
για να ράψω ένα τσιτάκι2. Αχάριστη, ε, αχάριστη.» Η
Ήρα την κοιτούσε. Ε, θα την τρελάνει αυτή η γυναίκα. Όλα τα κατάπιε με
ψυχραιμία, αλλά στο φουστάνι δάκρυσε. Τι να πεις… «Εγώ,
κυρά μου, για να αρραβωνιαστώ κατέβασα την κουρτίνα απ΄ το σαλόνι, της γιαγιάς
μου ένα κέντημα, κοφτό, και την έκανα φουστάνι. Κι ήρθε αυτή η σκρόφα3 η αδελφή
του και τη γνώρισε. “Ωραίο το φουστανάκι σου, μπράβο”, μου είπε. “Τι θα βάλετε
τώρα για κουρτίνα;”. Με χαντάκωσε. Να το σόι μετά να κοιτάει την κουρτίνα και
να χαχανίζει. Μου ’ρθε να πάω μέσα και να κρεμαστώ». 1.
Μειωτικός χαρακτηρισμός που απευθυνόταν σε γυναίκα και σήμαινε ότι έχει
αμφίβολη ηθική. 2.
Φτηνό και κακής ποιότητας ύφασμα. 3.
Στρίγγλα (μειωτικός χαρακτηρισμός που απευθύνεται σε γυναίκα) 1ο ΘΕΜΑ 1ο υποερώτημα Ποιες είναι οι προϋποθέσεις του
διαλόγου, σύμφωνα με το Κείμενο 1, και ποιες πράξεις ή συμπεριφορές δεν
ενθαρρύνουν την ανάπτυξή του; (60-70 λέξεις) Βασικές
προϋποθέσεις του διαλόγου είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας του συνομιλητή
και η ανεκτικότητα απέναντι στην επίκριση ή τη διαφωνία. Η κατανόηση της
οπτικής του άλλου και η αποφυγή βιαστικών εικασιών σχετικά με το νόημα των
λόγων του άλλου. Η κατανόηση, άλλωστε, δεν ταυτίζεται με τη συμφωνία. Η
προσπάθεια, μάλιστα, να πειστεί ή να συμφωνήσει ο άλλος υπονομεύει τον διάλογο.
Όπως, αντιστοίχως, κι η καθοδήγηση με ερωτήσεις που οδηγούν σε συγκεκριμένες
απαντήσεις. [Λέξεις:
72] 2ο υποερώτημα Να επισημάνετε με ποιον τρόπο εισάγονται
οι 3 πρώτες παράγραφοι του Κειμένου 1 και να εξηγήσετε ποιον ρόλο διαδραματίζει
η εισαγωγή αυτή στη διασφάλιση της νοηματικής αλληλουχίας. Οι
τρεις (3) πρώτες παράγραφοι του κειμένου εισάγονται με ρηματική φράση,
παρόμοιας δομής και μορφής, στην οποία υποκείμενο κάθε φορά είναι η κύρια
έννοια «διάλογος»: -
Ο διάλογος είναι … -
Ο διάλογος προξενεί … -
Ο διάλογος απαιτεί … Το
δομικό αυτό σχήμα (σχεδόν αυτούσια επαναφορά) διαμορφώνει τη νοηματική
αλληλουχία του κειμένου, εφόσον εισάγει διαδοχικά και παρατακτικά τρεις βασικές
παραμέτρους του διαλόγου, ως πράξης και συμπεριφοράς. Ειδικότερα, στην 1η
παράγραφο ο διάλογος προσδιορίζεται ως μορφή σκέψης και επικοινωνίας και
δίδονται οι βασικές του ιδιότητες (αναζήτηση, ερμηνεία, αναθεώρηση, παραγωγή
ιδεών)· στη 2η παράγραφο παρουσιάζεται η επίδραση του διαλόγου στους
συμμετέχοντες και τα είδη συμπεριφοράς που προκαλεί (αμοιβαιότητα, σεβασμός,
ενδιαφέρον)· στην 3η παράγραφο αναλύονται οι προϋποθέσεις του λειτουργικού και
παραγωγικού διαλόγου. Με
αυτόν τον τρόπο το φαινόμενο του διαλόγου περιγράφεται επαρκώς και το κείμενο
κερδίζει σε συνεκτικότητα – γίνεται εύληπτο για τον αναγνώστη. 3ο υποερώτημα Να μεταγράψετε στο απαντητικό σου φύλλο
τον παρακάτω πίνακα, έχοντας συμπληρώσει τα κενά για το κάθε αφηρημένο
ουσιαστικό του κειμένου, που έχει υπογράμμιση, με το παράγωγο ρήμα ή το
παράγωγο επίθετο ή και τα δύο. Τι
προσφέρει, κατά τη γνώμη σας, η διαδοχική χρήση αφηρημένων ουσιαστικών στο
κείμενο;
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΡΗΜΑ
ΕΠΙΘΕΤΟ
παραδειγμα:διάλογος
διαλέγομαι
διαλογικός
αντιλήψεις
αντιλαμβάνομαι
αίσθηση
εμπιστοσύνη
επίκριση
επικριτικός
αφήγηση
συναίνεση
συναινώ
σύνθεση
ακρόασης
αντιλήψεις
– αντιλαμβάνομαι – αντιληπτικός αίσθηση
– αισθάνομαι – αισθησιακός εμπιστοσύνη
– εμπιστεύομαι – εμπιστευτικός επίκριση
– επικρίνω – επικριτικός αφήγηση
– αφηγούμαι – αφηγηματικός συναίνεση
– συναινώ – συναινετικός σύνθεση
– συνθέτω – συνθετικός ακρόασης
– ακροώμαι – ακροαματικός Η
διαδοχική χρήση αφηρημένων ουσιαστικών προσδίδει στο κείμενο πυκνότητα, εφόσον
τα νοήματα περισσότερο παρατάσσονται παρά αναλύονται με ρηματικές φράσεις και
προτάσεις και η έμφαση δίνεται στα είδη πράξεων και συμπεριφορών και όχι στους
δράστες. Παράλληλα, το ύφος λόγου καθίσταται δηλωτικό και τυπικό, εφόσον τα αφηρημένα
ουσιαστικά δεν εκφράζουν, στο συγκεκριμένο κείμενο, συνυποδηλωτικές σημασίες. 2Ο
ΘΕΜΑ Σε ένα άρθρο 350-400 λέξεων καλείστε να
παρουσιάσετε αφενός τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου ο διάλογος
να είναι αποτελεσματικός και να διεξάγεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κι
αφετέρου το πώς μπορούν να καλλιεργηθούν στους νέους οι ζητούμενες ποιότητες,
προκειμένου να καταστούν κατάλληλοι συνομιλητές. Διάλογος: προϋποθέσεις και παιδευτική
προετοιμασία Η διενέργεια ενός αποτελεσματικού και
παραγωγικού διαλόγου δεν είναι επιτεύξιμη χωρίς να πληρούνται ορισμένες καίριες
προϋποθέσεις από όλους τους συμμετέχοντες σε αυτόν. Ένας διάλογος, για παράδειγμα,
μεταξύ φανατισμένων και μισαλλόδοξων ατόμων δεν μπορεί να επιφέρει κάποιο αποτέλεσμα.
Απαιτείται, ως εκ τούτου, μια έγκαιρη παιδευτική προετοιμασία των ατόμων,
προκειμένου να αποκτούν τις ζητούμενες αρετές ενός καλού συνομιλητή. Μια πρώτη καίριας σημασίας προϋπόθεση για
τη συμμετοχή σε μια γόνιμη συζήτηση είναι η δεκτικότητα του ατόμου απέναντι στη
διαφορετικότητα τόσο των απόψεων όσο και της προσωπικότητας του συνομιλητή του.
Ζητούμενο είναι να μπορεί το άτομο να ακούει προσεκτικά την αντίθετη ή τη
διαφορετική άποψη επιδιώκοντας να κατανοήσει τον ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας και
αντίληψης των πραγμάτων από τον συνομιλητή του. Η προσεκτική αυτή ακρόαση δεν
αποσκοπεί, άλλωστε, στην υιοθέτηση της άλλης άποψης, αλλά στη σε βάθος διερεύνησή
της, προκειμένου να εντοπιστούν τα αληθή και τα ορθά στοιχεία που πιθανώς
εμπεριέχονται σε αυτή. Αντίστοιχη διερεύνηση, μάλιστα, οφείλει να
διενεργήσει ο συνομιλητής, ώστε να κατανοήσει και να ελέγξει τις απόψεις του ατόμου.
Ό,τι έπεται συνεπάγεται την ύπαρξη μιας ακόμη βασικής προϋπόθεσης για τη
συμμετοχή στο διάλογο, τη δεκτικότητα των ατόμων στην αμφισβήτηση και στον
αυστηρό έλεγχο των απόψεων και των επιχειρημάτων τους. Έτσι, μετά την προσεκτική
ακρόαση των αντιτιθέμενων απόψεων οι συνομιλητές οφείλουν να δεχτούν, χωρίς να
δυσανασχετούν, την αντίκρουση των ιδεών τους και τον πιθανό, ακόμη, κλονισμό
επιχειρημάτων που ίδιοι ίσως θεωρούσαν στέρεων και πληρέστατων. Συμμετοχή σε διάλογο, ούτως ή άλλως, σημαίνει
την αποδοχή σε μια απαιτητική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας οι απόψεις ελέγχονται,
ερμηνεύονται και εξελίσσονται. Ο διάλογος εκ των πραγμάτων οδηγεί σε αλλαγές,
εφόσον καμία άποψη δεν αποτελεί έκφραση μιας απόλυτης και αμφισβητήσιμης αλήθειας.
Οφείλουν, άρα, οι συνομιλητές να είναι πρόθυμοι να θέσουν υπό αμφισβήτηση ακόμη
και τον ίδιο τους τον εαυτό, καθώς μέσω του διαλόγου ενδέχεται να αναδυθούν νέες
ιδέες και διαφοροποιημένες απόψεις. Προκειμένου, εντούτοις, να είναι τα άτομα έτοιμα
και σε θέση να ανταποκριθούν στις προκλήσεις και τις απαιτήσεις του διαλόγου,
χρειάζεται να έχουν λάβει από νωρίς κατάλληλη αγωγή. Τόσο οι γονείς όσο και οι
εκπαιδευτικοί οφείλουν να αναδείξουν το πολύπλευρο της αλήθειας, ώστε να αποτρέψουν
τους νέους από την παγίδα του δογματισμού. Οφείλουν, συνάμα, να παρέχουν
πολλαπλές ευκαιρίες διαλόγου και εποικοδομητικών συζητήσεων, προκειμένου να μάθουν
αφενός να στηρίζουν τις απόψεις τους κι αφετέρου να εξοικειωθούν με το ενδεχόμενο
ανατροπής των επιχειρημάτων τους. Παραλλήλως, μάλιστα, απαιτείται από τους φορείς
αγωγής να προβάλλουν ορθά πρότυπα διαλογικών διαδικασιών, για να εδραιώσουν στη
σκέψη των νέων το σύνολο των αρετών εκείνων που διακρίνουν έναν ώριμο συνομιλητή. Όσο σημαντικός είναι ο διάλογος για τις διαπροσωπικές
ανάγκες και για τη δημοκρατία τόσο απαιτητικός είναι στην πραγμάτωσή του, εφόσον
προϋποθέτει τη δυνατότητα των συμμετεχόντων να επιδεικνύουν σεβασμό, αδογμάτιστη
σκέψη και συγκροτημένη σκέψη. Αρετές, δηλαδή, που κατακτούνται με συστηματική
προσπάθεια και πολύχρονη καθοδήγηση. 3ο ΘΕΜΑ Να καταγράψετε τέσσερις γλωσσικές
επιλογές μέσω των οποίων διαφαίνεται η έντονη συναισθηματική κατάσταση της
μητέρας στο Κείμενο 2 και να αιτιολογήσετε την ειδικότερη νοηματική λειτουργίας
κάθε επιμέρους επιλογής. Με
τη χρήση σχήματος αντίθεσης «Εγώ
είτε ζούσα είτε δε ζούσα ένα και το αυτό» η μητέρα εκφράζει εμφατικά το
παράπονό της πως η κόρης της δεν έδειχνε ποτέ ενδιαφέρον για εκείνη και τα
συναισθήματά της, εφόσον ό,τι την ενδιέφερε κυρίως ήταν ο πατέρας της. Ενώ, με
τη χρήση επανάληψης «Ποιος με
ξευτίλισε; Αυτός που έλεγε ότι μ’ αγαπούσε με ξευτίλισε.» αποδίδει την πικρία
της για το γεγονός πως ένας άνθρωπος που είχε εμπιστευτεί την έκανε να
αισθανθεί βαθιά ταπείνωση. Αίσθημα που αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα ακριβώς μέσω
της επανάληψής του. Με τη χρήση, άλλωστε, μεταφορικού
λόγου «που κακό ψόφο να ’χει» φανερώνει τη διάρκεια του αισθήματος
αγανάκτησης και αντιπάθειας που αισθάνεται για τον πρώην αρραβωνιαστικό της,
τον επώδυνο θάνατο του οποίου εμφανίζεται να εύχεται ως αναγκαία τιμωρία.
Επιπροσθέτως, με την αξιοποίηση υβριστικού
λόγου «Κι ήρθε αυτή η σκρόφα, η αδελφή του» καθιστά εναργέστερα εμφανές το
αίσθημα οργής που συνεχίζει να την ταλανίζει λόγω της ταπείνωσης που είχε
βιώσει στη νεανική της ηλικία. 4ο ΘΕΜΑ Ποια σχέση εντοπίζεις ανάμεσα στα λόγια
και τις πράξεις των ανθρώπων στο Κείμενο 2; Πώς η σχέση αυτή επηρεάζει τη μοίρα των ηρωίδων, κατά τη γνώμη σου;
Να αναπτύξεις την απάντησή σου σε 100 -
150 λέξεις. Ο
διάλογος ανάμεσα στις δύο ηρωίδες (τη μαμά Ρίτα και την κόρη της) αποκαλύπτει
τη βαθιά διάσταση ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις των ανθρώπων. Κατ’ αρχάς η
μητέρα επισημαίνει στην κόρη ότι η αγάπη δεν κρίνεται από τα λόγια («Και λοιπόν…
κολλάς;») - εννοώντας, προφανώς, ότι κρίνεται από τις πράξεις. Επιπλέον,
τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις των ανθρώπων, που
αγγίζει το όριο της υποκρισίας [«Αυτοί που λεν ότι… τη δουλειά»: αξιοπρόσεκτο
το απλό, καθημερινό λεξιλόγιο («κορόιδο»), οι λαϊκές εκφράσεις («μας κάνουν τη
δουλειά») και το οικείο ύφος], κάνοντας μία αναδρομή στο ίδιο της το παρελθόν
κα αναφέροντας κάποιον που έλεγε ότι την αγαπούσε και την είχε αρραβωνιαστεί
αλλά τη χώρισε, διότι δεν διέθετε προίκα («Για ρώτα κι εμένα… η παστρικιά»:
αξιοπρόσεκτο το επιθετικό ύφος και οι χαρακτηρισμοί που αντανακλούν τη δύσκολη
για τη γυναίκα κοινωνική πραγματικότητα της εποχής). Με τόνους ιδιαίτερα
πικρούς και σκληρούς «η σκρόφα η αδελφή του», «Μου ’ρθε να πάω μέσα και να
κρεμαστώ») αφηγείται τον εξευτελισμό που αισθάνθηκε την ημέρα των αρραβώνων,
όταν η οικογένεια του γαμπρού αντιλήφθηκε ότι είχε μετατρέψει μία κουρτίνα σε
φόρεμα και το είχε φορέσει («Εγώ, κυρά μου … και να κρεμαστώ»). Αυτή
η διάσταση λόγων και πράξεων των ανθρώπων, και ο τρόπος με τον οποίον την
προσλαμβάνει η καθεμία από τις δύο ηρωίδες, επηρεάζει βαθύτατα τον ψυχισμό τους
και καθορίζει τη μοίρα τους: -
η κόρη έχει ανάγκη να επιβεβαιώνει τα αισθήματα των άλλων προς αυτή με τα λόγια
τους, γι’ αυτό και επισημαίνει ότι ο πατέρας της την αγαπούσε και το έλεγε
(«Αυτός τουλάχιστον… κιόλας»), ενώ ο κειμενικός δείκτης «τουλάχιστον»
υποδεικνύει ότι πιστεύει πως η μητέρα της δεν την αγαπούσε και ούτε το έλεγε· -
η μητέρα από την άλλη πλευρά δίνει έμφαση και σημασία μόνο στις πράξεις, γι’
αυτό και κατηγορεί την κόρη για αχαριστία εφόσον απέρριπτε τα δώρα της («Η Ρίτα
βούρκωσε… αχάριστη, ε, αχάριστη»), που γι’ αυτήν αποτελούν πράξεις αγάπης. Δύο
πλάσματα πληγωμένα από το παρελθόν τους και εγκλωβισμένα σε μία αλυσίδα
παρεξηγήσεων. «Το
θέμα προέρχεται και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων
Διαβαθμισμένης Δυσκολίας που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων
Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ)
και είναι διαδικτυακά στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής
(Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».