Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιάννης Ρίτσος «Αδίκως»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Rembrandt van Rijn

 
Γιάννης Ρίτσος «Αδίκως»
 
Κουρασμένα πρόσωπα, κουρασμένα χέρια.
Η κουρασμένη μνήμη. Κι αυτή
η ερημική βαρηκοΐα. Βράδιασε
Τα παιδιά μεγάλωσαν. Έφυγαν.
Απάντηση πια δεν περιμένεις. Κι άλλωστε
δεν έχεις να ρωτήσεις τίποτε. Αδίκως
τόσα και τόσα χρόνια παιδευόσουν να κολλήσεις
σ’ αυτή τη χαρτονένια προσωπίδα
ένα επιδοκιμαστικό χαμόγελο. Κλείσε τα μάτια.
 
                                                                        Αθήνα, 16. I. 88
 
Γιάννης Ρίτσος, «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», Κέδρος

Το ποίημα «Αδίκως», το οποίο έχει ως βασική του θεματική τη συναισθηματική κατάσταση ενός ηλικιωμένου ανθρώπου, γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο, όταν ο ίδιος ήταν εβδομήντα εννέα ετών, δύο χρόνια, δηλαδή, πριν από τον θάνατό του. Η αίσθηση απογοήτευσης που διατρέχει το ποίημα, αν και δεν είναι κατ’ ανάγκη δηλωτική της ζωής κάθε ηλικιωμένου ανθρώπου, εκφράζει, ωστόσο, την πικρία που αισθάνονται τα τελευταία χρόνια της ζωής τους αρκετοί άνθρωποι.  
 
«Κουρασμένα πρόσωπα, κουρασμένα χέρια.
Η κουρασμένη μνήμη. Κι αυτή
η ερημική βαρηκοΐα.»
 
Με την επανάληψη της μετοχής «κουρασμένος» το ποιητικό υποκείμενο προτάσσει και δίνει έμφαση στο κύριο χαρακτηριστικό της ηλικίας του∙ την αίσθηση της κούρασης. Ό,τι αντικρίζει κι ό,τι βιώνει μοιάζει να έχει καταβληθεί από την εξάντληση, η οποία οφείλεται αφενός στο πέρασμα των χρόνων κι αφετέρου στην εσωτερική αίσθηση εγκατάλειψης. Κούραση στο σώμα, μα κούραση και στο πνεύμα. Η προσωποποιημένη μνήμη -μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η επαφή με το παρελθόν και τη νεότητα- έχει κι εκείνη κουραστεί από την προσπάθεια να ανακαλεί τα περασμένα. Η μνήμη, άλλωστε, καλείται να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση, εφόσον μόνο εκείνη μπορεί να καλύπτει τη μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου. Όπως με σαφήνεια δηλώνεται, η βαρηκοΐα του ποιητικού υποκειμένου είναι «ερημική», καθώς ό,τι δυσκολεύει την επικοινωνία του με τους άλλους δεν είναι η αδυναμία του να ακούσει, αλλά η απουσία τους. Το ποιητικό υποκείμενο έχει αφεθεί μόνο του με τις αναμνήσεις του, και κατ’ επέκταση με τον μηρυκασμό των όσων τον έχουν πληγώσει.  
 
«Βράδιασε
Τα παιδιά μεγάλωσαν. Έφυγαν.
Απάντηση πια δεν περιμένεις. Κι άλλωστε
δεν έχεις να ρωτήσεις τίποτε.»
 
Η αίσθηση της κούρασης δηλώνεται ήδη από τους αρχικούς στίχους και, συνάμα, υποδηλώνεται με τον μικροπερίοδο λόγο, μέσω του οποίου διαφαίνεται η αδυναμία του ποιητικού υποκειμένου να εκφράσει οτιδήποτε πέραν του απολύτως αναγκαίου.
Ο ερχομός της νύχτας επιτείνει σε κυριολεκτικό επίπεδο το αίσθημα μοναξιάς, ενώ σε συμβολικό επίπεδο προϊδεάζει για το επικείμενο τέλος της ζωής. Τα παιδιά που για χρόνια αποτέλεσαν το επίκεντρο της ζωής του ποιητικού υποκειμένου έχουν πια μεγαλώσει, κι έχουν φύγει. Η «φυγή» των παιδιών, αν και αποτελεί μια φυσιολογική εξέλιξη, συνιστά στοιχείο που πληγώνει το ποιητικό υποκείμενο, εφόσον θα επιθυμούσε την παρουσία και τη συντροφιά τους. Έχοντας απομείνει μόνος δεν περιμένει πια απάντηση από κανέναν, αλλά δεν έχει και κάτι να ρωτήσει, καθώς, επί της ουσίας, το ενδιαφέρον του ποιητικού υποκειμένου για τα όσα διαδραματίζονται γύρω του έχει ατονήσει δραματικά. Η μοναξιά, η αίσθηση της κούρασης, η απουσία συναναστροφών, όλα μαζί έχουν συμβάλει στο να μην ενδιαφέρεται πια το ποιητικό υποκείμενο για τα της ζωής.
 
«Αδίκως
τόσα και τόσα χρόνια παιδευόσουν να κολλήσεις
σ’ αυτή τη χαρτονένια προσωπίδα
ένα επιδοκιμαστικό χαμόγελο. Κλείσε τα μάτια.»
 
Υπό το βάρος της μοναξιάς το ποιητικό υποκείμενο αναλογίζεται τα χρόνια που πέρασαν και συνειδητοποιεί πως «αδίκως», όπως δηλώνεται και στον τίτλο του ποιήματος, βασάνισε μια ολόκληρη ζωή τον εαυτό του, για να μη δυσαρεστήσει τους άλλους και, κυρίως, τους οικείους του. «Τόσα και τόσα χρόνια» το ποιητικό υποκείμενο πάλευε να «κολλήσει», στο πλαίσιο μιας μεταφορικής εικόνας, ένα επιδοκιμαστικό χαμόγελο στη «χαρτονένια προσωπίδα» που υπήρξε το πρόσωπό του. Πάλεψε να αποδεχτεί με επιδοκιμασία τις ποικίλες αλλαγές που είδε να συμβαίνουν γύρω του, έστω κι αν του ήταν δυσάρεστες∙ πάλεψε να αποδεχτεί με επιδοκιμασία τις επιλογές των παιδιών του, έστω κι αν στο τέλος αισθάνθηκε εγκαταλελειμμένος από εκείνα∙ πάλεψε να αποδεχτεί με επιδοκιμασία τις απόψεις και τις αντιλήψεις των άλλων, για να μην τους ενοχλήσει και απομακρυνθούν, έστω κι αν στο τέλος απέμεινε μόνος του. Η ζωή του υπήρξε μια συνεχής και κοπιώδης προσπάθεια να μη φανεί δογματικός, ενοχλητικός ή καταπιεστικός στους άλλους, μα το μόνο που κέρδισε ήταν η μοναξιά και η εγκατάλειψη.
Η συνειδητοποίηση πως ό,τι έλαβε ως αντάλλαγμα για τις τόσες και τόσες υποχωρήσεις του ήταν η αδιαφορία των άλλων πικραίνει βαθιά το ποιητικό υποκείμενο. Εκείνος ανάγκαζε τον εαυτό του να «επιδοκιμάζει» τους άλλους, σβήνοντας καθ’ οδόν τις δικές του απόψεις, τις αντιρρήσεις, τα θέλω και, εν τέλει, τον εαυτό του, κι εκείνοι δεν σκέφτηκαν ποτέ πως ίσως θα έπρεπε να του σταθούν περισσότερο στα γηρατειά του, εκφράζοντας έτσι την ευγνωμοσύνη τους. Το μόνο που απομένει, επομένως, στο ποιητικό υποκείμενο είναι η προσμονή του τέλους∙ μια προσμονή που την εκφράζει εμφατικά με τη χρήση προστακτικής έγκλισης («Κλείσε τα μάτια»). Μια προσταγή στον εαυτό του, η οποία σε κυριολεκτικό επίπεδο σημαίνει πως είναι ώρα να σταματήσει να σκέφτεται και να αποκοιμηθεί, μα σε μεταφορικό επίπεδο συνιστά μια συνειδητή αποδοχή του τέλους∙ του θανάτου.

Γιάννης Ρίτσος «Το σβησμένο φανάρι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Joahn Vitali 

 
Γιάννης Ρίτσος «Το σβησμένο φανάρι»
 
Θα ‘θελα – λεει – ν’ αφήσω στον καθένα σας αυτό
     το βλέμμα
του ήρεμου θαυμασμού μπροστά στο λιόγερμα. Θα
     ‘θελα ακόμη
να σας αφήσω το περίλυπο άκουσμα
της έρημης φωνής του ιχθυοπώλη στα πρωινά του
     Ιουλίου
και το βόμβο της μέλισσας μέσα σ’ ένα τριαντάφυλλο
ή το άηχο «αχ» μιας λευκής πεταλούδας πλάι στο
     μωβ λουλούδι.
Περισσότερο απ’ όλα θα ‘θελα να σας αφήσω τον
     τρόπο
της αλλαγής των χρωμάτων προς το ασημί και το
     ρόδινο
όταν η πόρτα κλείνει και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια
κι ωστόσο οι καθρέφτες διατηρούν ανέπαφη
την εικόνα της θάλασσας, γι’ αυτό γαλανίζουν τα
     σεντόνια
στο μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι των νεκρών. Θα ‘θελα,
     αλλά
τούτη την ώρα με πρόλαβε ο Αόρατος,
ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών, μου ‘σβησε το
     φανάρι
και πια δε βλέπω ούτε να δείξω τίποτα κι ούτε να
     περπατήσω.
 
                                                                                    Καρλόβασι, 31.VIII. 87
 
Γιάννης Ρίτσος, «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», Κέδρος
 
Πρόθεση του ποιητή στη σύντομη αυτή σύνθεση είναι να καταγράψει πτυχές της ανθρώπινης σοφίας -και ειδικότερα της συνειδητοποίησης πως η ευδαιμονία βρίσκεται στις πλέον απλές καθημερινές εμπειρίες-, όπως οι σκέψεις αυτές γεννώνται στην ψυχή ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. Κατά τρόπο σκόπιμα ειρωνικό, ωστόσο, ο ηλικιωμένος ήρωας του ποιήματος δεν προλαβαίνει να μεταδώσει τις με κόπο αποκτημένες γνώσεις και διαπιστώσεις του, διότι τον εμποδίζει ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών χρόνος που σβήνει το φανάρι του νου του.
 
«Θα ‘θελα – λεει – ν’ αφήσω στον καθένα σας αυτό
     το βλέμμα
του ήρεμου θαυμασμού μπροστά στο λιόγερμα.»

Η πρώτη από τις σκέψεις του ήρωα, όπως μεταφέρονται στον αναγνώστη με τη μεσολάβηση του ποιητικού υποκειμένου ("-λέει"), σχετίζεται με την επιθυμία του να αφήσει ως παρακαταθήκη σε κάθε άνθρωπο τον ήρεμο θαυμασμό στο βλέμμα ενός ατόμου που γνωρίζει πώς πραγματικά να εκτιμήσει την ομορφιά ενός ηλιοβασιλέματος. Η οπτική αυτή εικόνα, της δύσης του ήλιου, μπορεί να λάβει στη σκέψη κάθε ανθρώπου μια διαφορετική μορφή αγνού κάλλους, μιας και ο χρωματισμός του ουρανού από τον γοργά βυθιζόμενο ήλιο τείνει να έχει χιλιάδες παραλλαγές, με σταθερό, βέβαια, γνώρισμα την ομορφιά του τοπίου.
Ο ήρωας του ποιήματος θεωρεί τον θαυμασμό του ηλιοβασιλέματος βασικό στοιχείο στην προσπάθεια κάθε ανθρώπου να γνωρίσει και να εκτιμήσει αφενός την ομορφιά της φύσης κι αφετέρου τη γοητεία της ζωής στις πιο απλές -και, συνάμα, εντυπωσιακές- εκδοχές της. Το να αφεθεί κάποιος στη γοητεία ενός ηλιοβασιλέματος δεν κοστίζει κάτι, προσφέρει αντιθέτως μια ουσιαστική αίσθηση θαυμασμού και ευδαιμονίας.
 
«Θα
     ‘θελα ακόμη
να σας αφήσω το περίλυπο άκουσμα
της έρημης φωνής του ιχθυοπώλη στα πρωινά του
     Ιουλίου»
 
Με μια ηχητική εικόνα ο ήρωας του ποιήματος επιλέγει το επόμενο στοιχείο της παρακαταθήκης του στους νεότερους ανθρώπους. Θα ήθελε, λοιπόν, να μεταδώσει στους άλλους το πόσο περίλυπη ακούγεται η έρημη φωνή του ιχθυοπώλη στη ραστώνη των πρωινών του Ιουλίου. Στο πλαίσιο ενός θερμού μήνα, με τους δρόμους των μικρών πόλεων να είναι άδειοι από ανθρώπους, καθώς εκείνοι είτε απουσιάζουν στις διακοπές τους είτε απολαμβάνουν ακόμη τον ύπνο τους, το άκουσμα της φωνής ενός ανθρώπου που εργάζεται υπό δύσκολες συνθήκες λειτουργεί ως αναγκαία υπόμνηση πως η καθημερινότητα βασίζεται σε μια αδιάσπαστη αλυσίδα εργατικότητας –ακόμη κι αν κάποτε το λησμονούν οι νεότεροι.
Η φωνή του ιχθυοπώλη δεν αλλάζει επί της ουσίας, εκείνο που αλλάζει είναι η πρόσληψή της από τους άλλους. Έτσι, ενώ κατά το προηγούμενο διάστημα εντάσσεται στο πολύβουο της πόλης και εκλαμβάνεται ως μέρος ενός πολυάσχολου συνόλου, τα ήρεμα πρωινά του θέρους ακούγεται εν μέρει παράταιρη, γι’ αυτό και μοιάζει περίλυπη. Η αξία της, ωστόσο, παραμένει σημαντική, εφόσον το έργο του ιχθυοπώλη παραμένει καίριο για την επιβίωση των συνανθρώπων του.
 
«και το βόμβο της μέλισσας μέσα σ’ ένα τριαντάφυλλο
ή το άηχο «αχ» μιας λευκής πεταλούδας πλάι στο
     μωβ λουλούδι.»
 
Με δύο σύντομες ηχητικές εικόνες ο ήρωας του ποιήματος μεταδίδει τη γοητεία της φύσης και εντοπίζει την ομορφιά στον μικρόκοσμο του φυσικού περιβάλλοντος, προκειμένου να φανερώσει το πόσο εύκολα μπορεί κανείς να προσπεράσει -χωρίς ποτέ να προσέξει- τη ζωτική ευδαιμονία που υπάρχει παντού γύρω μας. Η μέλισσα μέσα σ’ ένα τριαντάφυλλο, δεν γίνεται οπτικά αντιληπτή, αλλά αν δώσει κάποιος επαρκή προσοχή θα ακούσει τον βόμβο της, και θα συνειδητοποιήσει τον ενθουσιασμό με τον οποίο επιτελεί το σημαντικό της έργο. Αντιστοίχως, τη στιγμή που μια λευκή πεταλούδα βρίσκεται πλάι σ’ ένα μωβ λουλούδι, παρ’ όλο που κάποιος θα έβλεπε και πιθανώς θα θαύμαζε την όμορφη χρωματική αντίθεση, εκείνο που δεν θα πρόσεχε είναι η χαρά της πεταλούδας∙ το πώς η ίδια προσλαμβάνει τη συνύπαρξή της με το ζωοδόχο για εκείνη άνθος. Πρόκειται για ένα πηγαίο αίσθημα ευδαιμονίας το οποίο δηλώνεται με έναν αναστεναγμό («αχ»), ο οποίος όμως είναι άηχος για το άμαθο αυτί των ανθρώπων. Η φύση προσφέρει σε κάθε της δημιούργημα ό,τι εκείνο έχει ανάγκη, έστω κι αν οι άνθρωποι δεν εκτιμούν την έκταση της μέριμνάς της.
  
«Περισσότερο απ’ όλα θα ‘θελα να σας αφήσω τον
     τρόπο
της αλλαγής των χρωμάτων προς το ασημί και το
     ρόδινο
όταν η πόρτα κλείνει και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια
κι ωστόσο οι καθρέφτες διατηρούν ανέπαφη
την εικόνα της θάλασσας, γι’ αυτό γαλανίζουν τα
     σεντόνια
στο μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι των νεκρών.»
 
Η σημαντικότερη διαπίστωση που θα ήθελε ο ήρωας του ποιήματος να μεταδώσει στους νεότερους είναι το γεγονός πως όταν κλείνει η πόρτα και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια, τα χρώματα μέσα σε αυτά συνεχίζουν να αλλάζουν, διότι παραμένει εντός τους μια απρόσμενη πηγή φωτισμού. Τα χρώματα γίνονται ασημένια και ρόδινα, καθώς οι καθρέφτες μέσα στα δωμάτια διατηρούν «ανέπαφη την εικόνα της θάλασσας»∙ με τους καθρέφτες να διαδραματίζουν μετωνυμικά τη λειτουργία της μνήμης, η οποία παρά το πέρασμα των χρόνων διατηρεί ακόμη και τις τελευταίες της στιγμές ακέραιες τις αναμνήσεις από τα ταξίδια κι από τα όσα έχει αντικρίσει και βιώσει. Η ανάμνηση της θάλασσας είναι εκείνη που προσφέρει στα σεντόνια τη δυνατότητα να αποκτούν το χρώμα του ουρανού, ακόμη και μέσα στο σκοτάδι. Με την αναφορά, μάλιστα, στο «γαμήλιο κρεβάτι των νεκρών» ο ήρωας του ποιήματος επιχειρεί να αναδείξει ακριβώς τη δυνατότητα της μνήμης να διατηρεί τα όσα έχει βιώσει ένας άνθρωπος ακόμη και μέχρι την ύστατη στιγμή της ζωής του.
Το πέρασμα του χρόνου περιορίζει μεν δραστικά τη δυνατότητα του ατόμου να αποκτά νέες εμπειρίες, δεν κατορθώνει εντούτοις να του στερήσει την ανάμνηση όσων έζησε τα προηγούμενα χρόνια. Έχουν, άρα, ιδιαίτερη αξία οι εμπειρίες, τα βιώματα, τα ταξίδια και οι αναμνήσεις που δημιουργεί το άτομο την περίοδο της ακμής του, καθώς όλα αυτά θα μπορούν να φωτίζουν αργότερα τα χρόνια του γήρατος και της ακούσιας αδράνειας.
 
«Θα ‘θελα,
     αλλά
τούτη την ώρα με πρόλαβε ο Αόρατος,
ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών, μου ‘σβησε το
     φανάρι
και πια δε βλέπω ούτε να δείξω τίποτα κι ούτε να
     περπατήσω.»
 
Ο ήρωας του ποιήματος θα ήθελε να μεταδώσει στους νεότερους όλα αυτές τις καίριες συνειδητοποιήσεις του, αλλά δεν έχει πια τη δυνατότητα μήτε να τους δείξει τίποτε μήτε να κινηθεί, ώστε να τους προσεγγίσει, μιας και επήλθε το τέλος του. Ο «Αόρατος», ο «Πανταχού και Πάντοτε Παρών» χρόνος ή θάνατος έσβησε το φανάρι του νου του και τού στέρησε την ευκαιρία να μεταλαμπαδεύσει σε άλλους όσα εκείνος έμαθε και αντιλήφθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Η παρέμβαση αυτή του θανάτου έχει τη δική της ιδιαίτερη σημασία, εφόσον στην πραγματικότητα ο ήρωας του ποιήματος γνωρίζει πως οι άνθρωποι δύσκολα αξιοποιούν και αποδέχονται τις έτοιμες γνώσεις των άλλων. Χρειάζεται να διανύσουν οι ίδιοι τη ζωή και να μάθουν -έστω και αργά- εκείνα που οι άλλοι ήδη γνώριζαν. Ο ήρωας δεν κατορθώνει να μεταδώσει τις γνώσεις του, αλλά ακόμη κι αν προλάβαινε θα διαπίστωνε πως ελάχιστη απήχηση θα είχαν στους νεότερους, οι οποίοι θα διεκδικούσαν επίμονα το μερίδιό τους σε υλικά αποκτήματα, και δεν θα συγκινούνταν από τις «μικρές χαρές» της καθημερινής ζωής.

Γιάννης Ρίτσος «Τα αιώνια»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Christopher Johnson 

 
Γιάννης Ρίτσος «Τα αιώνια»
 
Αυτές τις ίδιες ακριβώς σημερινές εφημερίδες τις δια-
     βάσαμε
και πέρσι και πρόπερσι και πριν πενήντα χρόνια, κι
     ίσως
μετά διακόσια χρόνια τις ίδιες θα διαβάζουν –
πόλεμοι, καταποντισμοί, λοιμοί, λιμοί. Ένα ποτήρι
πέφτει και σπάει. Τα πρωινά, οι γυναίκες
βγάζουνε στην αυλή για να τα λιάσουν, μαζί με τα
     σεντόνια,
και τα δικά μας δεκανίκια, γιατί κι αυτά μουχλιά-
     ζουν και σαπίζουν
κι αντί να σε στηρίζουν πια, θα πρέπει εσύ να τα στη-
     ρίζεις.
 
Γιάννης Ρίτσος, «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», Κέδρος
 
Τα διαχρονικά, τα «αιώνια» και διαρκώς παρόντα στη ζωή των ανθρώπων προβλήματα συνιστούν το θεματικό κέντρο του ποιήματος αυτού. Ο Γιάννης Ρίτσος εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός πως οι πόλεμοι, οι καταστροφές, η πείνα και οι μεταδοτικές ασθένειες ταλανίζουν συνεχώς την ανθρωπότητα, χωρίς να διαφαίνεται κάποια πιθανή επίλυση των προβλημάτων αυτών.
 
«Αυτές τις ίδιες ακριβώς σημερινές εφημερίδες τις δια-
     βάσαμε
και πέρσι και πρόπερσι και πριν πενήντα χρόνια, κι
     ίσως
μετά διακόσια χρόνια τις ίδιες θα διαβάζουν –
πόλεμοι, καταποντισμοί, λοιμοί, λιμοί.»
 
Με τη χρήση επιθετικών και επιρρηματικού προσδιορισμού ο ποιητής επιχειρεί να τονίσει το γεγονός πως τις «ίδιες ακριβώς», τις «σημερινές» εφημερίδες τις έχει διαβάσει ξανά τόσο εκείνος όσο και οι συγκαιρινοί του όλα τα προηγούμενα χρόνια, αφού τα όσα αναφέρουν επαναλαμβάνονται αέναα. Προκειμένου, μάλιστα, να τονίσει το στοιχείο της επανάληψης αξιοποιεί πολυσύνδετο σχήμα («και πέρσι και πρόπερσι και πριν πενήντα χρόνια…»), προχωρώντας σε μια όχι και τόσο παρακινδυνευμένη πρόβλεψη πως «ίσως» και «μετά διακόσια χρόνια» οι άνθρωποι θα συνεχίζουν να διαβάζουν ακριβώς τα ίδια δυσάρεστα νέα: «πόλεμοι, καταποντισμοί, λοιμοί, λιμοί». Με το ασύνδετο σχήμα και με την παρήχηση που προκύπτει με τις ομόηχες λέξεις (λοιμός – λιμός) καταγράφεται το πλαίσιο των αρνητικών αυτών ειδήσεων που υπενθυμίζουν αδιάκοπα την απουσία ουσιαστικής εξέλιξης στην ανθρωπότητα. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πολεμούν μεταξύ τους, συνεχίζουν να έρχονται αντιμέτωποι με μεγάλες καταστροφές, συνεχίζουν να έρχονται αντιμέτωποι με νέες μεταδοτικές ασθένειες, αλλά και με την πείνα που μαστίζει σημαντικό μέρος της ανθρωπότητας. Πρόκειται για μια πραγματικότητα οικεία σε όλους, η οποία -ατυχώς- δεν χάνει ποτέ την επικαιρότητά της, αφού επαναλαμβάνεται με τρομακτική συνέπεια.
Οι απλοί πολίτες -όπως ο ποιητής-, ωστόσο, αν και αντιλαμβάνονται τον φαύλο αυτό κύκλο που ταλαιπωρεί αδιάκοπα την ανθρωπότητα, αισθάνονται, συνάμα, αδύναμοι απέναντι στα δεινά αυτά, καθώς δεν γνωρίζουν πώς θα μπορούσαν να συμβάλουν στον τερματισμό τους.
 
«Ένα ποτήρι / πέφτει και σπάει.»
 
Ο ήχος του ποτηριού που σπάει λειτουργεί ως το λογοτεχνικό εκείνο εύρημα που επιτρέπει στο ποιητικό υποκείμενο να στρέψει την προσοχή του από τη διεθνή πραγματικότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται στις εφημερίδες, στο εσωτερικό του σπιτιού του, και κατ’ επέκταση στο καθημερινό περιβάλλον των απλών ανθρώπων.
 
«Τα πρωινά, οι γυναίκες
βγάζουνε στην αυλή για να τα λιάσουν, μαζί με τα
     σεντόνια,
και τα δικά μας δεκανίκια, γιατί κι αυτά μουχλιά-
     ζουν και σαπίζουν
κι αντί να σε στηρίζουν πια, θα πρέπει εσύ να τα στη-
     ρίζεις.»
 
Κάθε πρωί οι γυναίκες βγάζουν και απλώνουν στην αυλή τα σεντόνια για να τα λιάσουν και να τα διατηρήσουν έτσι φρέσκα και καθαρά. Μια καθημερινή «ιεροτελεστία» αναγκαία για τη διατήρηση της καθαριότητας και της υγιεινής στο εσωτερικό του σπιτιού. Η καθημερινή ζωή, άλλωστε, συνεχίζεται έστω κι αν σε άλλες χώρες γίνονται πόλεμοι ή συμβαίνουν μεγάλες καταστροφές.
Οι γυναίκες, όμως, δεν φροντίζουν να εκθέσουν στον ήλιο μόνο τα σεντόνια, αλλά και τα δεκανίκια που χρειάζονται οι άνθρωποι για να συνεχίσουν την καθημερινή τους πορεία. Με τα δεκανίκια ο ποιητής παρουσιάζει ένα παραστατικό σύμβολο των πεποιθήσεων, αντιλήψεων, προσδοκιών και ελπίδων που επιτρέπουν σε κάθε απλό άνθρωπο να συνεχίζει τη ζωή του παρά τη διαρκή ύπαρξη παγκόσμιων ανεπίλυτων προβλημάτων. Είναι με τη βοήθεια της εσωτερικής ελπίδας -ή μιας ιδεολογίας ή μιας πίστης- πως τα πράγματα θα βελτιωθούν, που βρίσκει ο άνθρωπος το κουράγιο να μην εγκαταλείπει τον καθημερινό του αγώνα. Τα δεκανίκια, όμως, αυτά είναι ευάλωτα, όπως και καθετί άλλο, στη φθορά του χρόνου. «Μουχλιάζουν» και «σαπίζουν» τα δεκανίκια, όπως ακριβώς φθείρεται μια πεποίθηση ή μια ελπίδα, γι’ αυτό χρειάζεται καθημερινή φροντίδα προκειμένου να αντέξουν. Είναι, κατά τη γνώμη του ποιητή, αναγκαίο να διατηρούν οι άνθρωποι σε καλή κατάσταση τα πνευματικά και συναισθηματικά τους δεκανίκια, διότι σε διαφορετική περίπτωση, αντί να στηρίζουν εκείνα την πορεία του ανθρώπου, θα αναγκάζεται ο ίδιος να τα στηρίζει, αναλώνοντας σημαντική ψυχική ενέργεια, για να αντεπεξέλθει στην καθημερινότητά του.
Παρά το γεγονός ότι οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούν να τερματίσουν έναν πόλεμο, να θεραπεύσουν μια μεταδοτική ασθένεια ή να αντιμετωπίσουν την πείνα σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αφεθούν στην απελπισία και να εγκαταλείψουν την ελπίδα τους. Τα στηρίγματά τους∙ όσα τους δίνουν τη δύναμη να συνεχίζουν τη ζωή τους∙ όσα τους κρατούν σε καλή ψυχολογική κατάσταση είναι πολύτιμα, διότι χωρίς αυτά η ζωή γίνεται σαφώς πιο δύσκολη. Κάθε άνθρωπος, επομένως, οφείλει να συντηρεί και να φροντίζει τα δικά του «δεκανίκια», προκειμένου να μη χαθεί από την ανθρωπότητα η ελπίδα και η πίστη πως ο «αγώνας» απέναντι στα παγκόσμια δεινά μπορεί κάποτε να ευοδωθεί και να αποδώσει τους ζητούμενους καρπούς.

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δρέπω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Nancy Razon 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δρέπω»
 
(δρέπω = κόβω, μαζεύω, απολαμβάνω)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δρέπω, δρέπεις, δρέπει, δρέπομεν, δρέπετε, δρέπουσι(ν)
Υποτακτική
δρέπω, δρέπς, δρέπ, δρέπωμεν, δρέπητε, δρέπωσι(ν)
Ευκτική
δρέποιμι, δρέποις, δρέποι, δρέποιμεν, δρέποιτε, δρέποιεν
Προστακτική
---, δρέπε, δρεπέτω, ---, δρέπετε, δρεπόντων (ή δρεπέτωσαν)
Απαρέμφατο
δρέπειν
Μετοχή
δρέπων, δρέπουσα, δρέπον
 
Παρατατικός
Οριστική
δρεπον, δρεπες, δρεπε, δρέπομεν, δρέπετε, δρεπον
 
Μέλλοντας
Οριστική
δρέψω, δρέψεις, δρέψει, δρέψομεν, δρέψετε, δρέψουσι(ν)
Ευκτική
δρέψοιμι, δρέψοις, δρέψοι, δρέψοιμεν, δρέψοιτε, δρέψοιεν
Απαρέμφατο
δρέψειν
Μετοχή
δρέψων, δρέψουσα, δρέψον
 
Αόριστος
Οριστική
δρεψα, δρεψας, δρεψε(ν), δρέψαμεν, δρέψατε, δρεψαν
Υποτακτική
δρέψω, δρέψς, δρέψ, δρέψωμεν, δρέψητε, δρέψωσι(ν)
Ευκτική
δρέψαιμι, δρέψαις ή δρέψειας, δρέψαι ή δρέψειε(ν), δρέψαιμεν, δρέψαιτε, δρέψαιεν ή δρέψειαν
Προστακτική
---, δρέψον, δρεψάτω, ---, δρέψατε, δρεψάντων (ή δρεψάτωσαν)
Απαρέμφατο
δρέψαι
Μετοχή
δρέψας, δρέψασα, δρέψαν
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
δραπον, δραπες, δραπε(ν), δράπομεν, δράπετε, δραπον
Υποτακτική
δράπω, δράπς, δράπ, δράπωμεν, δράπητε, δράπωσι(ν)
Ευκτική
δράποιμι, δράποις, δράποι, δράποιμεν, δράποιτε, δράποιεν
Προστακτική
---, δράπε, δραπέτω, ---, δράπετε, δραπόντων (ή δραπέτωσαν)
Απαρέμφατο
δραπεν
Μετοχή
δραπών, δραποσα, δραπόν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δρέπομαι, δρέπ ή δρέπει, δρέπεται, δρεπόμεθα, δρέπεσθε, δρέπονται
Υποτακτική
δρέπωμαι, δρέπ, δρέπηται, δρεπώμεθα, δρέπησθε, δρέπωνται
Ευκτική
δρεποίμην, δρέποιο, δρέποιτο, δρεποίμεθα, δρέποισθε, δρέποιντο
Προστακτική
---, δρέπου, δρεπέσθω, ---, δρέπεσθε, δρεπέσθων ή δρεπέσθωσαν
Απαρέμφατο
δρέπεσθαι
Μετοχή
δρεπόμενος
δρεπομένη
δρεπόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
δρεπόμην, δρέπου, δρέπετο, δρεπόμεθα, δρέπεσθε, δρέποντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
δρέψομαι, δρέψ ή δρέψει, δρέψεται, δρεψόμεθα, δρέψεσθε, δρέψονται
Ευκτική
δρεψοίμην, δρέψοιο, δρέψοιτο, δρεψοίμεθα, δρέψοισθε, δρέψοιντο
Απαρέμφατο
δρέψεσθαι
Μετοχή
δρεψόμενος
δρεψομένη
δρεψόμενον
 
Μέλλοντας
Οριστική
δρεψομαι, δρεψ ή δρεψε, δρεψεται, δρεψομεθα, δρεψεσθε, δρεψονται
Ευκτική
δρεψοίμην, δρεψοο, δρεψοτο, δρεψοίμεθα, δρεψοσθε, δρεψοντο
Απαρέμφατο
δρεψεσθαι
Μετοχή
δρεψούμενος
δρεψουμένη
δρεψούμενον
 
Αόριστος
Οριστική
δρεψάμην, δρέψω, δρέψατο, δρεψάμεθα, δρέψασθε, δρέψαντο
Υποτακτική
δρέψωμαι, δρέψ, δρέψηται, δρεψώμεθα, δρέψησθε, δρέψωνται
Ευκτική
δρεψαίμην, δρέψαιο, δρέψαιτο, δρεψαίμεθα, δρέψαισθε, δρέψαιντο
Προστακτική
---, δρέψαι, δρεψάσθω, ---, δρέψασθε, δρεψάσθων ή δρεψάσθωσαν
Απαρέμφατο
δρέψασθαι
Μετοχή
δρεψάμενος
δρεψαμένη
δρεψάμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
δρέφθην, δρέφθης, δρέφθη, δρέφθημεν, δρέφθητε, δρέφθησαν
Υποτακτική
δρεφθ, δρεφθς, δρεφθ, δρεφθμεν, δρεφθτε, δρεφθσι(ν)
Ευκτική
δρεφθείην, δρεφθείης, δρεφθείη, δρεφθείημεν ή δρεφθεμεν, δρεφθείητε ή δρεφθετε, δρεφθείησαν ή δρεφθεεν
Προστακτική
---, δρέφθητι, δρεφθήτω, ---, δρέφθητε, δρεφθέντων ή δρεφθήτωσαν
Απαρέμφατο
δρεφθναι
Μετοχή
δρεφθείς
δρεφθεσα
δρεφθέν
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...