Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: «Να αναγεννηθεί η σχέση δασκάλου-μαθητή…» (Ερωτήματα Β΄ Θέματος)
Η δίψα για γνώση και η λαχτάρα για κατανόηση αποτελούν μια μοναδική μάχη και ένα εξαιρετικό ιδεώδες στη ζωή του ανθρώπου, αποτελούν μια αυξανόμενη δύναμη που πηγάζει από την ίδια τη ζωή. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο ρόλος του δασκάλου για το σκοπό αυτό ήταν και παραμένει κυρίαρχος. Κατά συνέπεια, μια κοινωνία που δεν τιμά τους δασκάλους της είναι ελαττωματική και ο δάσκαλος που δεν αντιλαμβάνεται το ρόλο του στη διαμόρφωση της εθνικής κουλτούρας παύει να είναι λειτουργός…
Το προνόμιο του δασκάλου, κατά τον G. Steiner, είναι: να αφυπνίζει σ’ ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα δυνάμεις και όνειρα που είναι πέρα από τα δικά του, να παρακινεί τους άλλους να αγαπήσουν αυτά που εκείνος αγαπάει και να κάνει το εσωτερικό του παρόν δικό τους μέλλον.
Το να διδάσκεις με μεράκι σημαίνει να αφυπνίζεις στο μαθητή την αμφιβολία και να τον προγυμνάζεις για τη διαφωνία. Άλλωστε, η δημοκρατία είναι θεσμοθετημένη αμφισβήτηση και διαπλάθεται μέσα από την αγωγή του πολίτη, προσηλωμένη στο δημοκρατικό ιδεώδες που βασίζεται στο διάλογο και τη διαφωνία…
Ο σφυγμός της διδασκαλίας είναι κατεξοχήν η ικανότητα να πείσεις, υιοθετώντας το διάλογο και ενισχύοντας την άλλη άποψη. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να ξεχνάει ότι απευθύνεται στη νόηση, στη φαντασία, στο νευρικό σύστημα και στον εσωτερικό κόσμο του ακροατή του. Συνεπώς καθετί είναι αντικείμενο διδασκαλίας γιατί παρέχει τροφή στη σκέψη.
Η γνήσια διδασκαλία σημαίνει ξύπνημα και ξάνοιγμα του νου και δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνικό ή οικογενειακό σύστημα χωρίς διδασκαλία. Ενεργοποιεί το βίο που δεν μένει ανεξέταστος, δηλαδή το δίκαιο βίο.
Στην πατρίδα μας ο σεβασμός στο δάσκαλο είναι μια ξεπερασμένη αξία και οι συμπεριφορές των μαθητών στην τυπική εκπαίδευση δίνουν το χαρακτήρα της εποχής μας, που δεν είναι τίποτε άλλο από «εποχή της ανευλάβειας».
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η απομάκρυνση από την πατριαρχική σχέση δασκάλου-μαθητή είναι ένας λόγος. Η ανώριμη πολιτικοποίηση των μαθητών, τα ΜΜΕ, η απελευθέρωση και το ξεθώριασμα των αξιών της κοινωνίας μας συμπληρώνει το μαθησιακό περιβάλλον της ανευλάβειας.
Οι συμπεριφορές της κοινωνίας μας ενσωματώνονται και στην εκπαιδευτική διαδικασία, χωρίς να αφήνουν ανεπηρέαστο και το δάσκαλο. Το αποτέλεσμα είναι εμφανές: το μεράκι στην αποστολή του, σιγά-σιγά, να αποτελεί «απολεσθέν θέλγητρο».
Έτσι το δίπολο δάσκαλος-μαθητής υπόκειται στην αλλοίωση της σχέσης που είχε σφυρηλατηθεί εδώ και αιώνες, με τα θετικά και τα αρνητικά της στοιχεία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ιστορία της σχέσης δασκάλου-μαθητή τη σκιάζει και ανυπακοή και προδοσία, και από τα δύο μέρη. Πάντως, όσον αφορά στην αφομοίωση της ηθικής στάσης, μόνο η πραγματική ζωή του δασκάλου μπορεί να αποτελέσει το παράδειγμα.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά. Άλλοτε, η μνήμη θεωρούνταν (και είναι) η μητέρα των μουσών, το ανθρώπινο χάρισμα που καθιστά εφικτή κάθε μάθηση. Σήμερα ζούμε την εποχή του διαδικτύου που αντιστρατεύεται τη μνήμη. Για τις νέες μορφές μάθησης, που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, δεν έχουν θέση η πίστη και η προδοσία, η αγάπη και η εξέγερση. Όλα συμβάλλουν στην απώθηση της γοητείας της σκέψης, δηλαδή το να μεταφράζεις την ύπαρξη σαν απεριόριστη ροή σκέψης.
Η αναγέννηση της σχέσης δασκάλου-μαθητή, σε μια εποχή μετάβασης στην οποία έχει εισέλθει η κοινωνία μας, είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της νέας κουλτούρας που θα ενσωματώνει το παλιό, θα κατανοεί το καινούργιο και θα έχει ανοικτό το βλέμμα σε ένα μέλλον προσδοκιών…
Το ερώτημα που κυριαρχεί είναι: η χαρισματική αίγλη του εμπνευσμένου δασκάλου θα αντέξει στο χρόνο;
Η απάντηση, κατά την άποψή μου, είναι ναι, τόσο στις αίθουσες διδασκαλίας όσο και σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής πράξης. Οι πολιτικοί ηγέτες έχουν ρόλο παιδευτικό, τόσο με το λόγο όσο και με τις στάσεις τους για το «κοινό καλό». Αρκεί να κατανοήσουν ότι η διδασκαλία είναι μια ανοιχτή πρόσκληση στη διορθωτική διαφωνία…
Καθηγητής Χρήστος Β. Μασσαλάς-π. Πρύτανης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Εφημερίδα, Το Βήμα, 24/4/2012
Β ΘΕΜΑ
Τα ερωτήματα σχετίζονται με: τον εντοπισμό και την ερμηνευτική προσέγγιση σκοπών, στάσεων, βασικών θέσεων και προθέσεων του/ των συντάκτη/συντακτών των κειμένων, καθώς και την τεκμηρίωση της βασικής ιδέας του κειμένου.
Β1.α. Να προσδιορίσετε τις βασικές θέσεις του αρθρογράφου, όπως αυτές καταγράφονται στον πρόλογο του κειμένου.
Β1.α. Οι βασικές θέσεις του αρθρογράφου, οι οποίες σχηματίζουν, συνάμα, ένα επιχείρημα είναι οι εξής:
-η αξία του ρόλου που διαδραματίζει στην κάλυψη της ανάγκης αυτής ο δάσκαλος,
Διττό συμπέρασμα:
- η απώλεια της τιμητικής ιδιότητας του λειτουργού από τους δασκάλους εκείνους που δεν κατανοούν την αληθινή διάσταση του ρόλου τους.
Β1.β. Ο αρθρογράφος αξιοποιεί με μεταφορικό τρόπο αρκετά ουσιαστικά και επίθετα -υψηλής συναισθηματικής φόρτισης-, για να τονίσει εμφατικά την ανάγκη των ατόμων για γνώση (δίψα, λαχτάρα, μοναδική μάχη, εξαιρετικό ιδεώδες, δύναμη). Ο μεγάλος αριθμός των σχετικών ουσιαστικών και επιθέτων εξηγείται παράλληλα και από το γεγονός πως στη συνέχεια του άρθρου δεν θα επανέλθει στη βασική αυτή ιδέα, την οποία εκλαμβάνει ως δεδομένη. Από την άλλη, αξιοποιεί από ένα επίθετο ή ουσιαστικό ιδιαίτερης φόρτισης για τις επόμενες βασικές θέσεις του, τις οποίες, άλλωστε, θα παρουσιάσει εκτενέστερα στο άρθρο του. Έτσι, ο ρόλος του δασκάλου χαρακτηρίζεται «κυρίαρχος», η κοινωνία που δεν τιμά τους δασκάλους «ελαττωματική» και ο δάσκαλος που δεν αντιλαμβάνεται το ρόλο του χάνει την ιδιότητα του «λειτουργού».
Β2. Ποια είναι η στάση του αρθρογράφου απέναντι στις μορφές μάθησης που προκύπτουν μέσω των νέων τεχνολογιών; Με ποιες γλωσσικές επιλογές / εκφραστικά μέσα δηλώνει τη στάση αυτή;
Β2. Ο αρθρογράφος αντικρίζει με αρνητικό τρόπο τις μορφές μάθησης που προκύπτουν από τη χρήση των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση. Φροντίζει, μάλιστα, να μεταδώσει την αρνητική του αυτή άποψη με τη χρήση ποικίλων γλωσσικών επιλογών και εκφραστικών μέσων, σε μια απόπειρα να ευαισθητοποιήσει ως προς αυτό το ζήτημα τον αποδέκτη.
- Με τη διαδικασία σύγκρισης – αντίθεσης μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, τονίζει πως η σύγχρονη εποχή του διαδικτύου «αντιστρατεύεται» τη μνήμη.
- Επισημαίνει πως στις νέες μορφές μάθησης δεν έχουν θέση τα αντιθετικά ζεύγη (πίστη – προδοσία, αγάπη – εξέγερση) που διακρίνουν τη ζωντανή και εξελισσόμενη σχέση μεταξύ δασκάλου και μαθητή.
- Με τη χρήση μεταφορών και παρομοίωσης καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι νέες αυτές μορφές μάθησης απωθούν τη «γοητεία» της σκέψης και τη διαδικασία του να «μεταφράζει» κανείς την ύπαρξη «σαν απεριόριστη ροή σκέψης», εφόσον αδρανοποιούν τη μνήμη και τη σκέψη των μαθητών.
Τα ερωτήματα σχετίζονται με: την αναγνώριση και την ερμηνευτική προσέγγιση του τρόπου σύνδεσης και οργάνωσης ιδεών, προτάσεων, παραγράφων ή διαφόρων σημειωτικών τρόπων σε ένα κείμενο, αφού λάβουν οι μαθητές και οι μαθήτριες υπόψη το επικοινωνιακό πλαίσιο και τα κοινωνικά συμφραζόμενα.
Β3. Στις τέσσερις πρώτες παραγράφους που ακολουθούν τον πρόλογο, ο αρθρογράφος εναλλάσσει το σχήμα ορισμού «είναι», «σημαίνει». Σε τι αποσκοπεί με τη συνεχή αυτή χρήση ορισμών;
Β3. Ο αρθρογράφος στις τέσσερις πρώτες παραγράφους ορίζει κατά σειρά τα ξεχωριστά προνόμια των δασκάλων, την αξία του να διδάσκει κανείς με μεράκι, το χαρακτήρα της ζωντανής διδασκαλίας και αλληλεπίδρασης (ο σφυγμός της διδασκαλίας), καθώς και την ουσία της γνήσιας διδασκαλίας. Η χρήση των ορισμών αυτών αποσκοπεί αφενός στο να φανερώσει στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό την ευθύνη, τη δύναμη και την αξία της διδασκαλίας, ώστε να μην υποτιμούν τους δασκάλους, κι αφετέρου να υπενθυμίσει στους ίδιους τους δασκάλους τον πραγματική διάσταση του λειτουργήματός τους. Συνάμα, οι ορισμοί αξιοποιούνται προκειμένου να στηρίξουν/αποδείξουν τις αρχικές αυτές θέσεις του γράφοντος, μιας και μέσω των ορισμών αυτών αναδεικνύεται πληρέστερα το περιεχόμενο των όσων ισχυρίζεται στην εισαγωγική παράγραφο του κειμένου.
Β4. Ο αρθρογράφος αξιοποιεί τη χρήση μιας κοινής θεματικής στις εισαγωγικές περιόδους ενός ακόμη πλέγματος παραγράφων. Να τις εντοπίσετε και να αιτιολογήσετε την επιλογή του συγκεκριμένου τρόπου για τη διασφάλιση της μεταξύ τους συνοχής.
Β4. Ο αρθρογράφος επιδιώκοντας να εξηγήσει γιατί έχουμε περάσει στην «εποχή της ανευλάβειας» -όπως την αποκαλεί ο Steiner-, θέτει το ερώτημα «Γιατί συμβαίνει αυτό;» και ακολούθως διαμορφώνει τέσσερις παραγράφους στις οποίες εντάσσει τη θεματική της αλλαγής και της αλλοίωσης. Ειδικότερα, η πρώτη παράγραφος εισάγεται με τη φράση «Η απομάκρυνση από την πατριαρχική σχέση δασκάλου-μαθητή», η δεύτερη, με σχήμα λιτότητας, τονίζει πως ο δάσκαλος «επηρεάζεται» από τις νέες συμπεριφορές της κοινωνίας, καθώς αυτές περνούν στην εκπαιδευτική διαδικασία, η τρίτη παράγραφος αναφέρεται στην «αλλοίωση της σχέσης» ανάμεσα στον δάσκαλο και το μαθητή, ενώ η τέταρτη καταγράφει τη «δραματική αλλαγή» που έχει επέλθει στα εκπαιδευτικά πράγματα.
Τα ερωτήματα σχετίζονται με: την αξιολόγηση της συνάφειας ιδεών, επιχειρημάτων, τίτλων, υπότιτλων, εικόνων κ.ά. με μια θέση, άποψη ή ζήτημα που θέτει το κείμενο και της αποδεικτικής τους αξίας.
Β5. Με ποιες βασικές θέσεις του γράφοντος, θεωρείτε, ότι σχετίζεται ο τίτλος του κειμένου; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας ελέγχοντας τη γλωσσική μορφή του τίτλου.
Β5. Η αξιοποίηση της προτρεπτικής υποτακτικής στο πλαίσιο του τίτλου, μέσω της οποίας ο αρθρογράφος ζητά την «αναγέννηση» της ξεχωριστής σχέσης ανάμεσα στον δάσκαλο και το μαθητή, μάς παραπέμπει αφενός στον ιδιαίτερο ρόλο του λειτουργήματος που υπηρετεί ο δάσκαλος και αφετέρου στη σταδιακή υποχώρηση του σεβασμού που του αποδίδεται από το κοινωνικό σύνολο. Ο αρθρογράφος, αν και αφήνει τη δευτερεύουσα πρόταση του τίτλου χωρίς εξάρτηση, οπότε εναπόκειται στον αναγνώστη να ερμηνεύσει αν το ζητούμενο αυτό συνιστά υποχρέωση, αναγκαιότητα ή απλή προσδοκία, μεταδίδει δραστικά το αίτημα για την αναδιαμόρφωση της σχέσης δασκάλου-μαθητή, ώστε η εκπαιδευτική διαδικασία να πραγματώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Β6. Ο αρθρογράφος παραθέτει τις απόψεις του γνωστού κριτικού λογοτεχνίας G. Steiner στο πλαίσιο της δεύτερης παραγράφου; Ποια θέση επιχειρεί να τεκμηριώσει και κατά πόσο θεωρείτε ότι το επιτυγχάνει.
Β6. Με την αξιοποίηση των απόψεων του G. Steiner, ο αρθρογράφος επιδιώκει να αναδείξει την ιδιαίτερη αξία του λειτουργήματος των εκπαιδευτικών. Επιδίωξη που έχει διττό στόχο, καθώς πρωτίστως επιχειρεί να αποκαταστήσει το υπονομευμένο κύρος των δασκάλων στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού, και δευτερευόντως να υπενθυμίσει στους εκπαιδευτικούς την ιδιαίτερη ευθύνη του λειτουργήματός του.
Τα ερωτήματα σχετίζονται με: τον εντοπισμό και τη συσχέτιση συγκεκριμένων κειμενικών δεικτών που οργανώνουν το κείμενο ως σημασιοδοτημένη κατασκευή -δηλαδή, οι μαθητές/-τριες να εντοπίζουν μέσα στο κείμενο δείκτες (π.χ. λεξιλόγιο, ρηματικά πρόσωπα, στίξη, εκφραστικά μέσα, τρόπους σύνταξης, κ.ά.) και να αναγνωρίζουν τη λειτουργία τους στο κείμενο.
Β7. Με ποια σημεία στίξης επιχειρεί ο αρθρογράφος να διασφαλίσει την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη;
Β7. Ο αρθρογράφος αξιοποιεί κατ’ επανάληψη τα αποσιωπητικά στο κείμενό του -στον τίτλο, αλλά και στο τέλος τεσσάρων παραγράφων- καθώς και δύο φορές το ερωτηματικό, απευθύνοντας μέσω αυτών ένα κάλεσμα συμμετοχής στους αναγνώστες του. Η χρήση των αποσιωπητικών, μέσω των οποίων κυρίως επιζητείται η κινητοποίηση της σκέψης και του προβληματισμού στο συγκεκριμένο κείμενο, γίνεται κατά ιδιάζοντα τρόπο, εφόσον τα σημεία στα οποία τίθενται -πλην του τίτλου- δεν υπάρχει κάποια σαφής διαδικασία αποσιώπησης. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει πως πρόθεση του γράφοντος είναι να υποδείξει στους αναγνώστες σημεία στα οποία θα μπορούσαν οι ίδιοι να συνεχίσουν περεταίρω τον συλλογισμό του με πρόσθετα επιχειρήματα και ιδέες.
Β8. Το διαπιστωτικό ύφος του προλόγου υποχωρεί στον επίλογο, όπως αυτό προκύπτει από επιμέρους γλωσσικές επιλογές. Να αιτιολογήσετε τη διαφοροποίηση αυτή.
Β8. Στον πρόλογο του κειμένου ο συγγραφέα διατυπώνει τις σκέψεις του με εμφατικό τρόπο και καταλήγει σε συμπεράσματα χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης του συλλογισμού του. Θεωρεί δεδομένη την αξία της γνώσης και του διδακτικού έργου, όπως αντιστοίχως και προβληματική την έλλειψη σεβασμού απέναντι στους θεράποντες της διδασκαλίας ή την αδυναμία εκείνων να κατανοήσουν πόσο σημαντικό είναι το λειτούργημά τους. Στον επίλογο, αντιθέτως, όταν έρχεται η στιγμή να απαντήσει σε ένα ερώτημα που αφορά το μέλλον (η χαρισματική αίγλη του εμπνευσμένου δασκάλου θα αντέξει στο χρόνο;), ο γράφων εμφανίζεται λιγότερο βέβαιος και αποφασιστικός στις διατυπώσεις του (κατά την άποψή μου). Η αβεβαιότητα αυτή, ωστόσο, είναι κατανοητή, εφόσον καλείται να εικάσει για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο μέλλον, οπότε δεν θέλει να δώσει την εντύπωση πως είναι απόλυτος, μιας και υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να διαψευστεί.
Τα ερωτήματα σχετίζονται με: την αξιοποίηση του πλαισίου των κειμένων (κοινωνικού, ιστορικού, πολιτιστικού, του χώρου και του χρόνου) με σκοπό την κατανόηση των λόγων και των ενεργειών των υποκειμένων (ατομικών και συλλογικών) που αναφέρονται στα κείμενα, και των σχέσεων μεταξύ τους.
Β9. Τι εννοεί ο αρθρογράφος με τη φράση «η δημοκρατία είναι θεσμοθετημένη αμφισβήτηση»; Να αναπτύξετε τη σκέψη του σε 50-60 λέξεις.
Β9. Στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας -για την οποία προετοιμάζει ο δάσκαλος του μαθητές- η αμφισβήτηση είναι όχι μόνο αποδεκτή, αλλά επιδιώκεται κιόλας, εφόσον συνιστά δομικό υλικό της δημοκρατίας. Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν απόλυτες απόψεις και τίποτε δεν αποφασίζεται χωρίς διάλογο και αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών αντιλήψεων και ιδεών. Ο δάσκαλος, επομένως, θα πρέπει να επιδιώκει την αμφισβήτηση των λόγων του και να παρακινεί τους μαθητές σε μια γόνιμη και με σεβασμό τελούμενη αντιπαράθεση.
Β10. Η γνήσια διδασκαλία, κατά τον γράφοντα, «ενεργοποιεί το βίο που δεν μένει ανεξέταστος, δηλαδή το δίκαιο βίο». Να εξηγήσετε σε 70-80 λέξεις το νόημα της διαπίστωσης αυτής.
Β10. Μέσω της γνήσιας διδασκαλίας -είτε αυτή πραγματώνεται στο πλαίσιο του σχολείου είτε της οικογένειας- οι νέοι αποκτούν επίγνωση της σημασίας που έχει ο έλεγχος των πράξεών τους και κατ’ επέκταση η ανάληψη προσωπικής ευθύνης. Προκειμένου, άλλωστε, να κατορθώσουν οι άνθρωποι να ζήσουν έναν «δίκαιο» βίο, οφείλουν να κατανοούν πως είναι πάντοτε υπόλογοι για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Η επίγνωση αυτή, μάλιστα, δε θα πρέπει να τους προκαλεί δυσαρέσκεια, εφόσον η συναίσθηση της ηθικής ευθύνης διασφαλίζει τη διατήρηση της αρμονικής κοινωνικής συνύπαρξης.