John Henry
Ανδρέας
Λασκαράτος «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς» [Ερωτήσεις σχολικού]
Τα
μυστήρια της Κεφαλονιάς
[απόσπασμα]
Στο παραπάνω βιβλίο που εκδόθηκε το
1856 ο συγγραφέας παρουσιάζει τα κοινωνικά ήθη της πατρίδας του και προτείνει
μεταρρυθμίσεις τολμηρές για την εποχή του. Οι σκέψεις του είναι διατυπωμένες σε
άρθρα που αναφέρονται στην οικογένεια, τη θρησκεία και την πολιτική. Οι
αντίπαλοί του έπεισαν το δεσπότη της Κεφαλλονιάς να τον αφορίσει.
Η
ΠΡΟΙΚΑ
Τίποτις πουλιό ενάρετο από τες θυσίες
ενός γονή, για να πανδρέψει τη θυγατέρα του· μα κάθε αρετή έχει και τα όριά
της, περασμένα τα οποία η αρετή εκείνη χάνει το χαρακτήρα της, και βαθμηδόν
προχωρώντας γένεται έγκλημα. Ο Κεφαλονίτης εις τες θυσίες οπού κάνει για να
παντρέψει τη θυγατέρα του προσθέτει και τη θυσία της θυγατέρας του· επειδή
θυσιάζει τη θυγατέρα του την ίδια εις την απόφαση τού να την υπανδρέψει!
Το προικιό είναι η αιτία της θυσίας.
Ένα προικιό είναι απαραίτητο, ένα προικιό πρέπει να υπάρξει, επειδή τούτο είν’
εκείνο που στην Κεφαλονιά κάνει τον κύριο σκοπό του γάμου· οι γονείς ως επί το
πλείστον δεν ημπορούνε ναν το δώσουνε χωρίς μεγάλες θυσίες. Βαλμένοι ανάμεσα
στο Πρέπει και την αδυναμίαν της εκτελέσεως, νομίζουνε ναν τους είναι
συγχωρημένο ν’ απανωτιάσουνε το προικιό, λείποντες από τα χρέη τους τα πλέον
ιερά με τες θυγατέρες τους.
Έτσι, ο γονής αρνείται κάθε έξοδο δια
την ανατροφήν της κόρης του· κάθε έξοδο δια την ψυχαγωγίαν της· κάθε έξοδο δια
την ευπρέπειαν των φορεμάτων της. Η θροφή της είναι από τες φθηνότερες· και ο
γιατρός δεν έρχεται ποτέ στην αρχή της αρρώστιας της!... Μα δε φθάνει· ετούτη
έχει χρέος να δουλέψει το σπίτι!... και ο γονής οικονομάει κι εδώθε το έξοδο
της δούλας, κάνοντας δούλα τη θυγατέρα του, δια να προσθέσει στο προικιό της
και τούτηνε την οικονομία!
Οι ελεεινές τούτες οικονομίες, οι
οποίες δια να γενούνε τάλαρα εζουπήξανε τες ψυχικές δύναμες του παιδιού μας,
μαζώνουνται όμως εις το ύστερο, και κάνουν’ ένα ποσόν, αρκετό να κινήσει την
κερδοσκοπία ενός γαμπρού. Ο γαμπρός μας έρχεται τότε και παίρνει τα αργύρια
εκείνα, τιμή της ψυχοχτονίας οπού ο γονής έκαμε εις τη θυγατέρα του, και τα οποία
παρασταίνουνε στο γαμπρό την αξία της ανθρωπιάς οπού ήθελ’ έχει η γυναίκα του,
αν ήθελε ξοδευθούνε σ’ εδαύτη!
Έτσι, το θηλυκό τούτο το αδικημένο
ξαναρχίζει ως και στο σπίτι του ανδρός της την παλιά της τέχνη, και βάνεται κι
εκεί να κάμει τη δούλα!..
Προς τι λοιπόν η παντρειά της; Προς τι
οι τόσες θυσίες; Προς τι η απανθρωπία των γονέων;
«Ναι, ήθελε μου πούνε οι γονείς, αλλ’
αν δεν κάμομε έτσι, οι θυγατέρες μας, μένουν ανύπανδρες· επειδή ο μόνος όρος
οπού μας βάνουνε οι γαμπροί είναι τα χρήματα, και όποια δεν έχει χρήματα δεν ‘πανδρεύεται.
Όταν ήθελε ανασταίνομε γουρούνια για
πούλημα, ήθελ’ είναι λογικό το φοβέρισμα και ο φόβος. Ο πουλητής, τω όντι,
πρέπει να κοιτάει την ευχαρίστηση του αγοραστή. Και τότες, αν ο αγοραστής ήθελ’
έχει χρεία για γουρούνια παχιά, παχιά έπρεπε να ‘ναι τα γουρούνια μας· αν ήθελε
τα χρειάζεται μεγάλα, μεγάλα· και αν, για μία περίσταση εξαιρετική, ήθελε τα
χρειάζεται στραβά και κουτσά, τα γουρούνια μας έπρεπε να ‘ναι στραβά και
κουτσά. Πραγματικώς, η αρρώστια του σκοτιού δίνει περσότερη τιμή εις τες χήνες·
και όποιος έχει χήνες για πούλημα κάνει καλά ναν τους προμηθεύει την αρρώστια
εκείνη· το ευνούχισμα περσότερη τιμή στους κοκόρους· και όσοι ανασταίνουνε
κοκόρους για δόσιμο κάνουν καλά ναν τους καπονίζουνε, κτλ. Τέτοια είναι η φύση
και οι όροι του εμπορίου.
Αλλ’ όταν πρόκειται δια τα παιδιά μας,
το πράμα αλλάζει. Τα παιδιά μας δεν πρέπει ναν τα μεταχειριζόμασθε ως πράγματα εμπορεύσιμα.
Εμείς δεν πρέπει ν’ ανασταίνομε τα παιδιά μας για το κόμοδο ενός τρίτου. Εμείς
πρέπει ν’ ανασταίνομε τα παιδιά μας για τον εαυτό τους. Ο γάμος είναι βέβαια
ένα από τα συμβάντα τα πλέον αξιοσημείωτα, ίσως κιόλας το πλέον αξιοσημείωτο
της ζωής τους· ακολούθως πρέπει πάντα να ‘χομε κατά νουν ως και τούτο στην
ανατροφή που τους δίνουμε· λέω ακόμη περσότερο, λέω ότι πρέπει ναν τα
αναθρέφομε διά τον γάμον αλλά καθόσον ο γάμος ημπορεί ναν τα ωφελήσει· καθόσον
ο γάμος ημπορεί να καλυτερέψει ακόμη περσότερο την καλή θέση εις την οποία
χρεωστούμε ναν τα βάλομε, διαμέσου μιας ανατροφής όσο ‘μπορούμε καλύτερης.
Και όμως δεν κάνουμ’ έτσι. Εμείς εξεναντίας
θυσιάζουμε την ανατροφή, δηλαδή την ανθρωπιά των παιδιώνε μας, εις την ιδέα της
υπανδρείας τους!...
Εμείς χτηνοποιούμε το παιδί μας, για να
σωρέψομε τάλαρα, ναν τα δώσομε, μαζί με το παιδί μας το χτηνοποιημένο, εις
όποιονε θέλει ναν τα πάρει και τα δύο!...
Θυσιάζοντες την ανθρωπιά στην ιδέα του
γάμου, θυσιάζουμε εκείνο που δε δίνει καιρό, σ’ εκείνο που δίνει καιρό· εκείνο
που αν δεν το κάμομ’ εμείς δε γένεται, εις άλλο που ‘μπορεί να γένει και χωρίς
εμάς. Θυσιάζουμε το βέβαιο εις το αβέβαιο· το κύριον εις το εξαρτούμενο.
Θυσιάζουμε τέλος πάντων το παιδί μας και τη συνείδησή μας εις την χτηνώδη
φιλαργυρία ενός κερδοσκόπου αγνώστου!... και όλο τούτο γιατί; Γιατί έτσι
εσυνηθίστηκε!...
Έτσι εσυνηθίστηκε!... Μα κάποτε οι
συνήθειες έχουνε μιαν αιτία, και στην περίστασή μας αιτία είναι η καμία
συμπάθεια μεταξύ θηλυκών και γονέων! Ένα θηλυκό παιδί ήθελε προτιμήσει να
πεθάνει καλύτερα παρά να μείνει να περάσει τη ζωή του με τους γονέους του!...
Ένας πατέρας, μία μάνα, ήθελε προτιμηθούνε κάθε άλλο δυστύχημα παρά ναν τους
μείνει ένα θηλυκό στο σπίτι!...
Και γιατί πάλε τούτο;
Επειδή ένας κύκλος φαύλος προλήψεων
κάνει το σύστημα των οικογενειών μας. Ο γονής, για να πανδρέψει τη θυγατέρα
του, νομίζει ναν του είναι συγχωρημένο να ‘βγάλει το προικιό της έως μέσα από
τα σπλάγχνα της. Ενώ το θηλυκό εκείνο το τυραννεμένο, το κακοβλεμμένο, το
υβρισμένο, δεν βλέπει άλλο μέσος ελευθερώσεως από τη σκλαβιά του παρά το
γάμο!... Έτσι, η τυραννία γένεται αιτία της απαιτήσεως της υπανδρείας, ενώ η
απαίτηση τούτη γένεται πάλιν αιτία της τυραννίας!...
Εγώ πιστεύω ότι, αν εμεταχειριζόμεθα
τες θυγατέρες μας με περσότερην αγάπη, το σπίτι μας ήθελε πάψει να είναι
ωθηστικό για δαύτες. Τότες με το πνεύμα τους αναπτυγμένο καλύτερα, ήθελ’ έχουνε
γνώριση και πείρα του κόσμου, κι ερχόμενη η ώρα της υπανδρείας τους, ήθελ’
έχουν υπομονή και γνώση διά να διαλέξουν το σύντροφό τους. Ήθελε δεχτούν
εκείνον, οπού ήθελε κρίνουνε κατάλληλον να κάμει την ευδαιμονίαν τους, και
ήθελε απορρίψουνε τον κερδοσκόπο που δεν ήθελε βλέπει σ’ εδαύτες παρά το προικιό
τους...
πουλιό: περισσότερο, πια.
περασμένα: περιορισμένα.
κάνει
τον κύριο σκοπό:
θεωρείται κύριος σκοπός.
απανωτιάζω: τοποθετώ απανωτά, στιβάζω.
λείποντες
από τα χρέη τους:
παραλείποντας τις υποχρεώσεις τους.
εζουπήξανε: έλιωσαν, εξάντλησαν.
τιμή: το αντίτιμο.
όταν
ήθελε ανασταίνομε: αν θα
μεγαλώναμε.
σκότι, το: συκώτι.
δόσιμο: πούλημα.
καπονίζω
(από το καπόνι):
ευνουχίζω κόκορα για πάχυνση.
κόμοδο: (λ. ιταλ.) άνεση, ευκολία.
καθόσον: εφόσον, αν.
του
είναι συγχωρημένο: του
επιτρέπεται.
ωθηστικός: αποκρουστικός, μισητός.
γνώριση: γνώση.
Ερωτήσεις:
1. Πώς
παρουσιάζει ο Λασκαράτος τη ζωή της γυναίκας στο πατρικό και στο συζυγικό σπίτι;
Ο Λασκαράτος καταγράφει με πολύ
παραστατικό τρόπο την εξαιρετικά δεινή κατάσταση που βιώνει μια νεαρή γυναίκα
αρχικά στο πατρικό της σπίτι και στη συνέχεια στο συζυγικό. Τονίζει, μάλιστα,
πως βασική αιτία όλων των δυσκολιών που αντιμετωπίζει μια γυναίκα, είναι η
ανάγκη διασφάλισης της προίκας της, την οποία οι γονείς θέλουν και προσπαθούν
να την εξοικονομήσουν εις βάρος του κοριτσιού τους. Όπως χαρακτηριστικά
σχολιάζει ο συγγραφέας, ανάμεσα στις θυσίες που είναι διατεθειμένοι να κάνουν
οι γονείς για να παντρέψουν την κόρη τους, είναι να θυσιάσουν και την ίδια∙ και
τη θυσιάζουν πραγματικά, αφού της στερούν τα πάντα, προκειμένου να συγκεντρωθεί
το αναγκαίο ποσό για την προίκα.
Ειδικότερα, ο Λασκαράτος επισημαίνει
πως οι γονείς αρνούνται να ξοδέψουν ακόμη και το πιο μικρό ποσό για την
ανατροφή της κόρης τους. Αρνούνται, λοιπόν, να δαπανήσουν χρήματα για την ψυχαγωγία
της κόρης τους, αρνούνται να ξοδέψουν χρήματα για να της διασφαλίσουν κομψά
ρούχα, αρνούνται να πληρώσουν γιατρό όταν η κόρη τους είναι άρρωστη και της προσφέρουν
για φαγητό τις πιο φτηνές τροφές. Μια απάνθρωπη αντιμετώπιση, η οποία όμως δεν
αρκεί, εφόσον οι γονείς θεωρούν πως μπορούν να εξοικονομήσουν ακόμη περισσότερα
χρήματα με το να βάζουν την κόρη τους να δουλεύει στο σπίτι τους σαν να είναι
υπηρέτρια, γλιτώνοντας έτσι και τα έξοδα που θα έκαναν, αν είχαν μια πραγματική
υπηρέτρια.
Με όλες αυτές τις οικονομίες και τις στερήσεις,
οι γονείς εξαντλούν ψυχολογικά τις αντοχές της κόρης τους, μόνο και μόνο για να
συγκεντρωθεί το ποσό εκείνο που θα φανεί ικανό να προσελκύσει το ενδιαφέρον ενός
γαμπρού. Πρόκειται, όπως καυστικά τονίζει ο Λασκαράτος, για το αντίτιμο που
αναλογεί στη δολοφονία της ψυχής του παιδιού τους.
Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως τα βάσανα
της κοπέλας θα τελείωναν με τον γάμο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, διότι
ακόμη κι όταν παντρεύεται συνεχίζει να ζει ως υπηρέτρια, ως δούλα, απλώς το
κάνει αυτό σ’ ένα διαφορετικό περιβάλλον.
2. Πώς
κρίνει την αγωγή των κοριτσιών και τι προτείνει για τη βελτίωσή της;
Ο Λασκαράτος μέσα από το κείμενό του
αναδεικνύει την τελείως αναποτελεσματική και επιζήμια τακτική που ακολουθείται
στο ζήτημα της αγωγής των κοριτσιών, τα οποία επί της ουσίας μεγαλώνουν
στερούμενα κάθε πιθανής ευχαρίστησης και εργαζόμενα σκληρά σαν να είναι οι
δούλες των γονιών τους. Ο συγγραφέας τονίζει πως σε ό,τι αφορά τα κορίτσια δεν
δαπανάται από τους γονείς ούτε το ελάχιστο ποσό για την ψυχαγωγία και την
καλαισθησία της εμφάνισής τους∙ δεν δαπανάται γενικώς κανένα ποσό σχετικό με
την ανατροφή τους, ενώ αντιθέτως γίνεται από νωρίς σαφές πως αυτά είναι
υποχρεωμένα να εργάζονται καθημερινά στο σπίτι των γονιών τους, προκειμένου να
συνεισφέρουν στην εξοικονόμηση των αναγκαίων χρημάτων για την προίκα τους.
Το αποτέλεσμα αυτής της τακτικής -του να
αντιμετωπίζονται δηλαδή τα κορίτσια σαν να είναι προϊόντα προς πώληση- είναι να
τους δημιουργείται απέχθεια για το πατρικό τους σπίτι, να εξαντλούνται οι
ψυχικές τους αντοχές και τελικά να μην αποκτούν καμία ψυχική, πνευματική και
συναισθηματική ποιότητα, όπως θα γινόταν, αν οι γονείς τους τις αντιμετώπιζαν
με καλύτερο τρόπο και φρόντιζαν πιο ουσιαστικά για την ανατροφή τους.
Ο συγγραφέας, μάλιστα, επισημαίνει πως
δεν θα έπρεπε οι γονείς να ανατρέφουν τις κοπέλες με μόνο προορισμό το γάμο και
να τις υποβάλλουν σε τόσες στερήσεις και να τις αντιμετωπίζουν σαν να είναι
δούλες∙ οι γονείς θα πρέπει να ανατρέφουν τα παιδιά κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να
γίνονται όσο καλύτεροι άνθρωποι μπορούν κι αυτό για χάρη του ίδιου τους του
εαυτού, κι όχι για την ευχαρίστηση και την εξυπηρέτηση κάποιου άλλου. Οι
κοπέλες, λοιπόν, θα πρέπει να ανατρέφονται για να γίνουν οι ίδιες όσο καλύτερες
είναι εφικτό, κι ο γάμος δεν θα πρέπει να αποτελεί από μόνος του τον μοναδικό τους
σκοπό. Ο γάμος θα πρέπει να γίνεται προκειμένου να βελτιώσει ακόμη περισσότερο
την καλή τους θέση και την ποιότητα της προσωπικότητάς τους, κι όχι για να τις καταστήσει
δούλες σ’ ένα άλλο σπιτικό.
Η εικόνα που παρουσιάζει ο Λασκαράτος
είναι ιδιαίτερα σκληρή, εφόσον καθιστά σαφές πως οι γονείς με την τακτική που
ακολουθούν αποκτηνώνουν τις κόρες τους, τους στερούν τη δυνατότητα να βιώσουν
έστω και κάποια ευχαρίστηση στη ζωή τους, και το μόνο που τις μαθαίνουν
ουσιαστικά είναι πως προορίζονται για να υπηρετούν πάντοτε κάποιον. Έτσι, ενώ δεν
γίνεται λόγος για την παρακολούθηση συστηματικής εκπαίδευσης ή για σπουδές,
εφόσον αυτά αφορούσαν μόνο τα αγόρια, τα οποία μάλιστα οι Επτανήσιοι τα
έστελναν στη γειτονική Ιταλία να σπουδάσουν, ο συγγραφέας προτείνει μια πιο
ανθρώπινη στάση απέναντι στις κοπέλες.
Προτείνει, δηλαδή, να αντιμετωπίζουν οι
γονείς με περισσότερη αγάπη τις κόρες τους, ώστε να μην τους δημιουργείται αυτή
η απέχθεια για το πατρικό τους και να μην αποζητούν κι εκείνες το γάμο, για να
γλιτώσουν από την τυραννία των γονιών τους. Προσθέτει, επίσης, πως αν τις αντιμετωπίζουν
με αγάπη και τους προσφέρουν μια καλύτερη ανατροφή, θα αναπτυχθούν περισσότερο
σε πνευματικό επίπεδο και θα αποκτήσουν καλύτερη πείρα και καλύτερη γνώση για
τον κόσμο. Δεν θα αισθάνονται την ανάγκη να φύγουν όσο γίνεται πιο γρήγορα από
το σπίτι τους, και θα έχουν έτσι το χρόνο, τη γνώση και την υπομονή να
διαλέξουν οι ίδιες τον κατάλληλο σύζυγο γι’ αυτές. Θα έχουν τη δυνατότητα να
διαλέξουν ένα σύζυγο που θα μπορέσει να τις κάνει ευτυχισμένες κι όχι κάποιον
που τις προσεγγίζει μόνο κερδοσκοπικά για να οικειοποιηθεί την προίκα τους.
3. Νομίζετε
ότι οι απόψεις του Λασκαράτου έχουν κάτι να πουν στην εποχή μας;
Στη σύγχρονη εποχή, όπως είναι λογικό,
έχουν αλλάξει πολλά και οι συνθήκες που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι νέες
γυναίκες είναι πλέον τελείως διαφορετικές. Τώρα πια οι γυναίκες σπουδάζουν,
εργάζονται κι έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν αυτόνομα την προσωπικότητα
και το μέλλον τους. Είναι οι ίδιες υπεύθυνες για τις σημαντικές επιλογές της ζωής
τους, κι ο γάμος προκύπτει μόνο ύστερα από δική τους επιθυμία, όταν οι ίδιες θεωρήσουν
πως είναι έτοιμες για μια τέτοια δέσμευση. Το κείμενο, επομένως, του Λασκαράτου
μοιάζει να μην έχει κάποια συσχέτιση με τη σύγχρονη εποχή.
Εντούτοις, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη
πως ακόμη και σήμερα, ιδίως σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου οι κοινωνίες είναι
κλειστές και οι άνθρωποι βιώνουν ένα είδος κοινωνικού εγκλωβισμού,
παρατηρούνται φαινόμενα που μας θυμίζουν τις συνθήκες που περιγράφει ο
συγγραφέας. Οι κοπέλες βρίσκονται αντιμέτωπες με μια έντονη πίεση από τον
κοινωνικό τους περίγυρο να παντρευτούν και συχνά τους δημιουργείται η εντύπωση
πως μόνο αν παντρευτούν θα έχουν πράγματι κερδίσει το σεβασμό και την πλήρη
αποδοχή της τοπικής κοινωνίας. Πρόκειται, βέβαια, για μια διαφορετική μορφή
πίεσης απέναντι στις νέες γυναίκες, οι οποία δεν αποκτά ποτέ την τόσο απόλυτη
καταπίεση που βίωναν οι κοπέλες στα χρόνια του Λασκαράτου.
Ανδρέας
Λασκαράτος (1811-1900)
Γεννήθηκε στο Ληξούρι. Στην Κέρκυρα,
όπου παρακολούθησε μαθήματα στην Ιόνιο Ακαδημία, είχε δάσκαλο τον Κάλβο.
Γνώρισε επίσης το Σολωμό. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και Γαλλία και διορίστηκε
ειρηνοδίκης στην πατρίδα του. Μετά τον αφορισμό για το βιβλίο του Τα Μυστήρια
της Κεφαλονιάς (1856) αντιμετώπισε πολλούς εξευτελισμούς και ταπεινώσεις και
αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ζάκυνθο και από εκεί στο Λονδίνο. Οι κατατρεγμοί
του τελείωσαν, όταν ένα χρόνο πριν από το θάνατο του με τη μεσολάβηση ενός
φωτισμένου και φιλελεύθερου δεσπότη λύθηκε ο αφορισμός του.
Έργα του: I. Ποιήματα: Ληξούρι εις τους
1836. Στιχουργήματα διάφορα, (1872). II. Πεζά: Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς
(1856), Ιδού ο άνθρωπος (1886), Άπαντα, (3 τόμοι, 1959).