Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γ. Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» (Αφηγηματικές Τεχνικές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ύδρα

Γ. Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» (Αφηγηματικές Τεχνικές)

- Ο Γιώργος Ιωάννου είναι πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, με έντονες επιρροές από τη σχολή της Θεσσαλονίκης, που είχε κάνει την εμφάνισή της στα πλαίσια της πρωτοπόρου γενιάς του ’30.
- Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη η μεταπολεμική πεζογραφία «αντλεί περισσότερο από τον προβληματισμό της σύγχρονης ζωής, και επιχειρεί να λυτρωθεί από τους δεσμούς με την προηγούμενη αφηγηματική ή την ηθογραφική παράδοση».
- Κύριο χαρακτηριστικό της σχολής της Θεσσαλονίκης είναι η χρήση του «εσωτερικού μονολόγου». Ο εσωτερικός μονόλογος είναι μια τεχνική που επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων που διασχίζουν την ψυχή του ήρωα.

Απουσία κεντρικού μύθου
Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεν αποτελούν διηγήματα με την παραδοσιακή έννοια, δεν έχουν δηλαδή έναν κεντρικό μύθο με συγκεκριμένη πλοκή και ήρωες. Βασίζονται κυρίως στην ανάπτυξη κάποιας ιδέας ή συναισθηματικής κατάστασης του αφηγητή, που έχει ως πρώτο ερέθισμα την παρατήρηση της εξωτερικής πραγματικότητας.  

Αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, καθώς μας παρουσιάζει πρωτοπρόσωπα προσωπικές του σκέψεις και βιώματα. Επί της ουσίας η αφήγηση αποτελεί μια σειρά σκέψεων, συναισθημάτων και συνειρμών της κυρίαρχης αφηγηματικής φωνής. Έχουμε δηλαδή έναν διαρκή εσωτερικό μονόλογο του αφηγητή που απηχεί τις σκέψεις του ίδιου του συγγραφέα.
Η απουσία μύθου δε μας επιτρέπει να αναζητήσουμε ακριβείς αναλογίες με τους παραδοσιακούς αφηγητές των διηγημάτων και μυθιστορημάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορούμε να ταυτίσουμε απόλυτα τον αφηγητή με τον συγγραφέα. Ο Ιωάννου, άλλωστε, έχει καταστήσει σαφές πως παρά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δεν αποτελούν όλα τα γεγονότα που καταγράφονται στα πεζογραφήματά του προσωπικές του εμπειρίες.

Εστίαση
Η εστίαση της αφήγησης είναι εσωτερική καθώς στα πλαίσια του εσωτερικού μονολόγου δε θα ήταν νοητή η μηδενική εστίαση, που θα δημιουργούσε έναν παντογνώστη αφηγητή. Η θέαση της πραγματικότητας επομένως γίνεται από την οπτική του ανώνυμου αφηγητή, ο οποίος μας παρουσιάζει τις σκέψεις αλλά και τα συναισθήματά του.

Διάσπαση κεντρικού θέματος
Η απουσία μύθου στα πεζογραφήματα του Ιωάννου αναπληρώνεται από την ανάπτυξη κάποιας βασικής ιδέας (θέματος), το οποίο όμως συνήθως διασπάται είτε συνειρμικά είτε συνειδητά, οδηγώντας τον πεζογράφο στη διερεύνηση και επιμέρους θεματικών.
Στο πεζογράφημα «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» οι θεματικές που προσεγγίζονται είναι οι ακόλουθες:
- Η ζωή των προσφύγων στους συνοικισμούς και η ιδιαίτερη ταύτιση του πεζογράφου μαζί τους, μιας και προέρχεται κι ο ίδιος από οικογένεια προσφύγων.  
- Η αποξένωση και η ψυχρότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή των ανθρώπων της μεγαλούπολης.
- Η μοναξιά του αφηγητή-συγγραφέα που τον οδηγεί συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς.

Συνοπτικά:
Η μοναξιά που αισθάνεται ο αφηγητής ζώντας σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη, όπου οι άνθρωποι αδιαφορούν ο ένας για τον άλλον, τον οδηγεί συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει ισχυρότερους δεσμούς μεταξύ τους. Ως παιδί προσφύγων ο συγγραφέας νιώθει μια ιδιαίτερη ταύτιση με τους άλλους πρόσφυγες τους οποίους παρατηρεί με κάθε ευκαιρία, έχοντας πια μάθει να αναγνωρίζει τον τόπο καταγωγής τους από τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά ή από την προφορά τους.
Συνειρμικά ο αφηγητής φτάνει στα γεγονότα της επικαιρότητας και στηλιτεύει το μεταναστευτικό κύμα, που απειλεί τη συνοχή των αγνών και βασανισμένων αυτών ανθρώπων. Ο συγγραφέας μάλιστα δε διστάζει να αποδώσει τη μάστιγα της μετανάστευσης στους έχοντες την εξουσία, οι οποίοι αφού εκμεταλλεύτηκαν τους πρόσφυγες στα πλαίσια του εμφυλίου, τώρα επιχειρούν να τους απομακρύνουν από τη χώρα, οξύνοντας δραματικά το πρόβλημα της ανεργίας, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες για τη δική τους κακοδιαχείριση και απομύζηση των κρατικών πόρων.
Το πεζογράφημα κλείνει με την έκφραση της επιθυμίας του αφηγητή-συγγραφέα να μπορούσε κι εκείνος να ζει μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες στους συνοικισμούς, ώστε να μην χρειάζεται να υπομένει άλλο τη μοναξιά και την αποξένωση από τους ανθρώπους γύρω του.

Επιπλέον θεματικές του κειμένου
«Πρόσφυγές και μετανάστες: ένας κόσμος τόσο επίκαιρος για τη σημερινή εποχή, μας και τόσο οικείος ιδίως για τη χώρα μας. Ο αφηγητής περιπλανάται ανάμεσά τους και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μεταλάβει κάτι από την οδύνη του ξεριζωμού. Αναζητώντας εναγώνια την ταυτότητά του, πιστοποιεί εντέλει πως το αίμα είναι μια μνήμη με πολύμορφη γλώσσα, αλλά, δυστυχώς πολλές φορές με μητριά πατρίδα.»

Ο μεγάλος αριθμός προσφύγων που κατέφτασε στη χώρα μετά την Καταστροφή της Σμύρνης (Σεπτέμβρης 1922) και η κατακόρυφη αύξηση της μετανάστευσης τη δεκαετία του ’50 μετά το τέλος του εμφυλίου.
- Τα παιδιά των προσφύγων αναγκάζονται να γίνουν μετανάστες, μη μπορώντας να επιβιώσουν στην οικονομικά εξαθλιωμένη Ελλάδα.
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξαναγκαστική προσφυγιά και την «οικειοθελή» μετανάστευση είναι κατά τον συγγραφέα δυσδιάκριτη, καθώς θεωρεί πως οι νέοι εξωθούνται να μεταναστεύσουν από τους “εγκληματίες των γραφείων”. Η μετανάστευση δηλαδή θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν η κυβέρνηση δεν ήθελε τόσο πολύ να διώξει τους ανθρώπους αυτούς, με την ελπίδα ότι θα γλιτώσει την κατακραυγή και τις αντιδράσεις για τα δικά της σφάλματα.

- Ενώ οι πρόσφυγες διατηρούν καθαρή τη μνήμη της ιδιαίτερης πατρίδας τους, τα παιδιά τους που γεννιούνται στην Ελλάδα, δεν μπορούν εύκολα να προσδιορίσουν την ταυτότητά τους. Κατάγονται από μια μακρινή πατρίδα, που δεν είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν, αλλά έχουν γεννηθεί και μεγαλώνουν στην Ελλάδα, η οποία αν και δεν είναι η πατρίδα των γονιών τους, είναι εντούτοις η μόνη πατρίδα που τα ίδια γνώρισαν.
- Έτσι, παρόλο που ο Ιωάννου έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, δεν παύει να αναζητά τους δεσμούς του με την Ανατολική Θράκη, τον τόπο καταγωγής των γονιών και των προγόνων του.

Ο χρόνος της αφήγησης
Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, (πρόσωπα αληθινά, φανταστικά ή μορφές τυχαίων συναντήσεων που συλλαμβάνει ο φακός του), θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.
Εφόσον τα γεγονότα της ιστορίας είναι ελάχιστα (ο αφηγητής είναι στο καφενείο και παρατηρεί τους πρόσφυγες, κι έπειτα προχωρά στους κεντρικούς δρόμους της πόλης), καθίσταται σαφές πως η όλη αφήγηση αποτελεί ένα συνονθύλευμα σκέψεων του αφηγητή, που περνά συνειρμικά από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα.

Ο χρόνος της ιστορίας
Το πεζογράφημα ανήκει στη συλλογή «Για ένα φιλότιμο» που εκδόθηκε το 1964 και περιέχει 22 κείμενα τα οποία γράφτηκαν από το 1961 έως το 1964.
Έχοντας υπόψη μας το γεγονός ότι ο συγγραφέας από το 1961 έως το 1963 βρισκόταν στη Λιβύη, όπου δίδασκε στο Γυμνάσιο της Βεγγάζης, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος, ενώ την επόμενη χρονιά βρισκόταν στην Κυνουρία της Αρκαδίας, αντιλαμβανόμαστε πως τα γεγονότα αυτά της περιδιάβασης στους προσφυγικούς συνοικισμούς έχουν συμβεί νωρίτερα. Με δεδομένη, άλλωστε, την αναφορά στο κύμα της μετανάστευσης, που κορυφώθηκε κατά τη δεκαετία του ’50, μπορούμε ίσως να τοποθετήσουμε σ’ αυτή τη δεκαετία την ιστορία του πεζογραφήματος.

Εξομολογητικός τόνος της αφήγησης
Η χρήση του πρώτου προσώπου στην αφήγηση, η απλή γλώσσα και η παράθεση προσωπικών σκέψεων του αφηγητή-συγγραφέα, δημιουργούν μια έντονη αίσθηση οικειότητας στον αναγνώστη και υπογραμμίζουν την εξομολογητική διάθεση του αφηγητή.

Σχήμα κύκλου
Το πεζογράφημα ξεκινά με τον αφηγητή να βρίσκεται σ’ ένα καφενείο στους προσφυγικούς συνοικισμούς και κλείνει με την ευχή να μπορούσε να ζει σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό μαζί με ανθρώπους της ράτσας του.
Με το σχήμα κύκλου ο συγγραφέας αφενός δημιουργεί την αίσθηση ολοκλήρωσης της ιστορίας και αφετέρου στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στο θέμα που τον ενδιαφέρει περισσότερο, δηλαδή στην αρμονική και συντροφική διαβίωση των προσφύγων στους συνοικισμούς, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αδιαφορία και την αποξένωση που βιώνουν οι κάτοικοι της μεγαλούπολης.

Ειρωνεία, χιούμορ και αυτοσαρκασμός
Ο Ιωάννου στα πεζογραφήματά του, ακόμη κι όταν πραγματεύεται επίπονες για τον ίδιο θεματικές, φροντίζει να διανθίζει την αφήγησή του με εύστοχα καυστικές παρατηρήσεις, αλλά και αυτοσαρκαστικά σχόλια.
Με τη βοήθεια του χιούμορ ο συγγραφέας κατορθώνει να ελαφρύνει το κλίμα που δημιουργεί η αναφορά σε επώδυνες ιστορικές ή προσωπικές εμπειρίες.
Στο συγκεκριμένο κείμενο είναι ευδιάκριτη η ειρωνεία του συγγραφέα, όταν αναφέρεται στην επιμονή όλων των Κωνσταντινουπολιτών ότι κατάγονται από την καρδιά της πόλης, έστω κι αν προέρχονται από τα περίχωρά της.
«... τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ’ την καρδιά της Πόλης, κι απ’ το Γαλατά.»

Ειρωνική είναι η διάθεση του συγγραφέα κι όταν σχολιάζει το σύγχρονο τρόπο ζωής στις μεγάλες πόλεις, όπου οι άνθρωποι δε θέλουν να γνωρίζονται μεταξύ τους.
«Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονά σου.»

Η μοναξιά του αφηγητή
Η ευχή του Ιωάννου να μπορούσε να ζει κι ο ίδιος μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες στους συνοικισμούς, προκύπτει αφενός λόγω της κοινής καταγωγής με ορισμένους από αυτούς (είναι κι εκείνος πρόσφυγας) κι αφετέρου από τη διαπίστωση ότι στους συνοικισμούς οι άνθρωποι έχουν διατηρήσει έναν απλούστερο τρόπο διαβίωσης, που χαρακτηρίζεται από συντροφικότητα, ειλικρινές ενδιαφέρον και αμεσότητα στη μεταξύ τους επαφή (ό,τι δηλαδή απουσιάζει από τη μοναχική ζωή του συγγραφέα).
Είναι, πάντως, ενδιαφέρον ότι ο Ιωάννου, όπως σ’ αυτό το κείμενο εκφράζει την επιθυμία να ζούσε μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες, σε άλλα πεζογραφήματα εκφράζει ανάλογη επιθυμία για άλλες ομάδες ανθρώπων.
Στο «Μοτοσικλέτας εγκώμιο» παρατηρώντας τους μοτοσικλετιστές νιώθει πως εκείνοι είναι ευτυχισμένοι κι εκφράζει τη σκέψη πως θα ήθελε κι ο ίδιος να είναι μαζί τους και να ζει μια τόσο ελεύθερη και γεμάτη ζωή.
Αντιστοίχως, στο «Ο λογοτιμήτης» παρατηρώντας τους κρατούμενους μιας φυλακής αισθάνεται ξαφνικά πως εκείνοι μοιάζουν πολύ πιο ευτυχείς και πως δεν έχουν τόση μοναξιά όπως εκείνος, γι’ αυτό και σκέπτεται πως ίσως είναι καλύτερα να βρίσκεται κάποιος σ’ ένα μοναστήρι ή ακόμη και στη φυλακή, κοντά πάντως σε ανθρώπους που έχουν ακολουθήσει τις πραγματικές τους επιθυμίες και δε ζουν μια διαρκή καταπίεση.

Αυτοβιογραφικά στοιχεία
Αν και όλο το πεζογράφημα βασίζεται στις προσωπικές σκέψεις του συγγραφέα, εντούτοις υπάρχουν ορισμένες αναφορές που αποτελούν σαφείς ενδείξεις της προσωπικής του ταυτότητας και παρουσίας.
- «Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο»: Ο Ιωάννου πηγαίνει συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς, γι’ αυτό και αναφέρεται στο ορισμένο καφενείο. Η ανάγκη του επομένως να βρίσκεται κοντά στους άλλους πρόσφυγες δεν είναι μια ευκαιριακή διαπίστωση, αλλά μια επανερχόμενη εσωτερική κατάσταση.
- «Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ»: Ο τόπος γέννησης του Ιωάννου, όπως και των άλλων απογόνων των προσφύγων, είναι η Θεσσαλονίκη. Η πόλη δεν κατονομάζεται καθώς αποτελεί το χώρο όπου διαδραματίζονται οι περισσότερες ιστορίες του συγγραφέα. 
Η γενέτειρά του διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου. Είναι η μεγάλη του αγάπη στην οποία διαρκώς επιστρέφει με την ανάμνηση. Η Θεσσαλονίκη μας δίνεται όχι μόνο ως ο συγκεκριμένος ιστορικός χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, την ιδιαιτερότητα των κατοίκων, ιδίως των προσφύγων, το ανατολίτικο χρώμα, την πολυπολιτισμικότητα, αλλά και ως ο χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, στις εμπειρίες των οποίων συχνά επιστρέφει με τη μνήμη. Εμπειρίες προπάντων από την προπολεμική περίοδο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο.
- «Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους»: Ο Ιωάννου εντάσσει τον εαυτό του στους διεσπαρμένους πρόσφυγες, εννοώντας εκείνους που δεν κατοικούν σε συνοικισμούς, αλλά είναι διάσπαρτοι και ως εκ τούτου απομονωμένοι σε διάφορα σημεία της πόλης.
- «Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει»: Ο Ιωάννου παρόλο που κατάγεται από την Ανατολική Θράκη, δεν έχει επισκεφτεί ποτέ τον τόπο αυτό που γεννήθηκαν οι γονείς του. Εντούτοις νιώθει πως υπάρχουν ισχυροί δεσμοί που τον κρατούν ενωμένο με τον τόπο της καταγωγής του κι αυτό γίνεται αντιληπτό από την εσωτερική επικοινωνία και συγγένεια που αισθάνεται κάθε φορά που συνομιλεί με ανθρώπους που έρχονται από τα μέρη εκείνα.
- «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες»: Ο συγγραφέας νιώθει έντονη μοναξιά, την οποία και δε διστάζει να αποκαλύψει. Να σημειωθεί πως οι μοναχικοί περίπατοι στους μεγάλους δρόμους της Θεσσαλονίκης αποτελούν σταθερή επιλογή του συγγραφέα, όπως αναφέρει σε πολλά πεζογραφήματά του. Είναι για εκείνον ένας τρόπος να βρίσκεται κοντά στους ανθρώπους, έστω κι αν δεν προβαίνει σε άμεση επικοινωνία μαζί τους.
- «Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα»: Ένα από τα παράπονα του Ιωάννου, πέρα από τη μοναξιά που κυριαρχεί στη ζωή του, είναι και το γεγονός ότι ποτέ δεν απέκτησε ένα δικό του σπίτι.

Η τεχνική του φενακισμού
Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Κοτζιά, που είναι ο εισηγητής του όρου, η τεχνική αυτή συνίσταται στην τάση του Ιωάννου να πλησιάζει την αλήθεια χωρίς ποτέ να την αποκαλύπτει.
Η τεχνική αυτή που αναφέρεται ουσιαστικά στους υπαινιγμούς του συγγραφέα, βρίσκει την πληρέστερη εφαρμογή της σε κείμενα όπου ο Ιωάννου μιλά για πολύ προσωπικά του ζητήματα, τα οποία δεν αποκαλύπτει πλήρως.
Στο συγκεκριμένο κείμενο εντοπίζουμε ένα σημείο στο οποίο ο συγγραφέας επιλέγει να μην αποδεχτεί την ιστορική αλήθεια, προτιμώντας την ιδεατή αλήθεια που έχει δημιουργήσει με τη σκέψη του. Καθώς παρατηρεί, δηλαδή, τους πρόσφυγες αισθάνεται σα να ζουν εκ νέου μέσα από αυτούς όλοι εκείνοι οι αρχαίοι λαοί, και παρόλο που αντιλαμβάνεται πως αυτό μπορεί να μην ισχύει, μιας και η σειρά αίματος μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια είναι πιθανό να έχει αλλοιωθεί, προτιμά να μην σκέφτεται αυτό το ενδεχόμενο. Υπαινίσσεται έτσι το ενδεχόμενο οι πρόσφυγες αυτοί να μην έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους προγόνους του, αλλά επιλέγει να το παραγνωρίσει.
«Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμη δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.»

Αφηγηματικοί τρόποι
Ο βασικός τρόπος αφήγησης είναι η μίμηση, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στην οποία συνάμα εντάσσονται οι προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα του αφηγητή, που αποτελούν τον εσωτερικό μονόλογο του πεζογραφήματος.
Επίσης, στα πλαίσια της αφήγησης εντοπίζουμε και σχόλια του αφηγητή, όταν για παράδειγμα αναφέρεται στη μετανάστευση ή στην αποξένωση του σύγχρονου τρόπου ζωής.

Στοιχεία από την εισαγωγή του σχολικού βιβλίου
Ο πεζογράφος Ιωάννου υπήρξε ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος. Από τα φοιτητικά του χρόνια οι πνευματικές του ανησυχίες τον έφεραν κοντά στην ποίηση του Καβάφη, του Σεφέρη, του Έλιοτ κ.ά. Αναγνώστης του Ν. Γ. Πεντζίκη, του Κόντογλου, του Ίωνα Δραγούμη επηρεάστηκε από το έργο τους, γοητεύτηκε από τον Παπαδιαμάντη, αφουγκράστηκε τον εσωτερικό μονόλογο.
Αφομοιώνοντας δημιουργικά τους ήχους όλων αυτών των φωνών ο Ιωάννου διαμόρφωσε τη δική του συγγραφική φυσιογνωμία. Με υλικό αντλημένο από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, από τον κόσμο της προσφυγιάς, από τη δίνη του πολέμου και της Κατοχής και από τις περιπέτειες της μεταπολεμικής περιόδου καταρτίζει το θεματολόγιό του. Η μαρτυρία, το βίωμα, η εξομολόγηση, η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας και του αδιεξόδου τροφοδοτούν τα κείμενά του.
Περιηγητής των πόλεων όπου έζησε, και κυρίως της γενέτειράς του Θεσσαλονίκης, ο Ιωάννου καταγράφει με ακρίβεια και ενάργεια το καθημερινό τους πρόσωπο. Το εξωτερικό σκηνικό κατά κανόνα συνοδεύεται από την εσωτερική του περιπλάνηση στο χώρο της ατομικής και συλλογικής μνήμης. Οι αποτυπώσεις του, οι περιγραφές -άλλοτε λιτές και άλλοτε εμποτισμένες στο ποιητικό κλίμα- η λεπτή παρατήρηση, το σχόλιο, η ανεπιτήδευτη γραφή, η ανάκληση του παρελθόντος αλλά και η διαπραγμάτευση του παρόντος, τον οδηγούν σε νέους τρόπους οργάνωσης του αφηγηματικού υλικού.
Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, (πρόσωπα αληθινά, φανταστικά ή μορφές τυχαίων συναντήσεων που συλλαμβάνει ο φακός του), θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.
Ο αναγνώστης των πεζογραφημάτων του Ιωάννου θέλγεται από την αμεσότητα της γραφής του και αισθάνεται οικείο τον κόσμο που αναδύεται μέσα από τις σελίδες του έργου του. 

Γιώργος Ιωάννου Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ralph Hedley 

Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς

• Το κείμενο αυτό ανήκει στην συλλογή «Για ένα φιλότιμο» που κυκλοφόρησε το 1964. Ο Ιωάννου επομένως γράφει αυτό το κείμενο κοντά στο 1960, γεγονός που γίνεται αντιληπτό και μέσα από το ίδιο πεζογράφημα με την αναφορά στη μετανάστευση, που ήταν το χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 1950.
• Ο Ιωάννου ξεκινά την αφήγησή του παρατηρώντας τα παιδιά του προσφυγικού συνοικισμού να παίζουν μπάλα. Η εικόνα αυτή είναι σημαντική για τον αφηγητή καθώς ο ίδιος, όπως μας αναφέρει στο τέλος του πεζογραφήματος, συγκατοικεί με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για εκείνον και με τους οποίους δεν έχει καμία επικοινωνία. Η εικόνα επομένως των παιδιών που παίζουν, δηλώνει μια αρμονική συνύπαρξη, μια επικοινωνία κι ένα συναισθηματικό δέσιμο που έχει λείψει στη ζωή του συγγραφέα.
• Κάθεται σ’ ένα καφενείο του προσφυγικού συνοικισμού και περιμένει να δεις τους πρόσφυγες να επιστρέφουν από τη δουλειά τους. Η παρατήρησή τους προσφέρει ιδιαίτερη χαρά στον Ιωάννου γιατί του δίνει την ευκαιρία να νιώσει έστω και για λίγο πιο κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Μέσα από τα πρόσωπα των προσφύγων επιστρέφει σε εικόνες και ακούσματα που του δίνουν μια γεύση πατρίδας (Ανατολική Θράκη).
• Η κούραση από την καθημερινή δουλειά κάνει τους πρόσφυγες να φαίνονται πιο αληθινοί, μιας και η εικόνα που έχει ο συγγραφέας για τους πρόσφυγες είναι αυτή ανθρώπων ταλαιπωρημένων, που έχουν διανύσει χιλιόμετρα περπατώντας και όλη αυτή η εξάντληση έχει ζωγραφιστεί στα πρόσωπά τους. Ο Ιωάννου βέβαια δεν είχε δει τους αρχικούς πρόσφυγες να καταφτάνουν από τη Μικρά Ασία το 1922 (ο ίδιος γεννήθηκε το 1927) αλλά έχει ακούσει κι έχει διαβάσει τις σχετικές περιγραφές, γι’ αυτό κι έχει συνδυάσει στο μυαλό του τους πρόσφυγες με ανθρώπους ταλαιπωρημένους από το δύσκολο ταξίδι.
• Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες που βλέπει ο συγγραφέας είναι τα παιδιά των αρχικών προσφύγων και γι’ αυτό έχουν γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, όπως και ο Ιωάννου. Εκείνο όμως που τους διακρίνει από τον Ιωάννου είναι ότι εκείνοι κατοικούν σε προσφυγικούς συνοικισμούς ενώ εκείνος όχι. Ο Ιωάννου δεν είναι παιδί προσφύγων του 1922 και γι’ αυτό οι δικοί του δεν εγκαταστάθηκαν μαζί με τους άλλους σε κάποιον συνοικισμό. Οι παππούδες του Ιωάννου έχουν φύγει από την Ανατολική Θράκη ο ένας το 1913 και ο άλλος λίγο νωρίτερα. Ο πατέρας της μητέρας του είχε φύγει το 1913 όταν οι Τούρκοι, μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων είχαν αρχίσει να ασκούν έντονες πιέσεις στους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης. Ο πατέρας του πατέρα του είχε φύγει λίγο νωρίτερα επειδή σκότωσε έναν Τούρκο που περιτριγύριζε τη γυναίκα του, τη γιαγιά του Ιωάννου δηλαδή. Για το λόγο αυτό ο Ιωάννου συγκαταλέγει τον εαυτό του στους διεσπαρμένους, δηλαδή στους πρόσφυγες που δεν κατοικούν συγκεντρωμένοι σε κάποιον προσφυγικό συνοικισμό αλλά σε διάφορα άλλα σημεία της πόλης.
• Ο Ιωάννου θα ήθελε να κατοικεί κι αυτός σε κάποιον προσφυγικό συνοικισμό γιατί αυτό θα του επέτρεπε να είναι μαζί με ανθρώπους από την ίδια πατρίδα. Παρατηρεί ότι οι πρόσφυγες που κατοικούν συγκεντρωμένοι σε συνοικισμούς διατηρούν καλύτερα και καθαρότερα τα στοιχεία που συνιστούν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της φυλής τους.
• Όταν βλέπει τους πρόσφυγες «εδώ», δηλαδή στα πλαίσια του προσφυγικού συνοικισμού, μαζί με τους συντοπίτες τους, μοιάζουν πιο γνήσιοι, τα χαρακτηριστικά δηλαδή της ράτσας τους τονίζονται περισσότερο και εμφανίζονται πιο έκδηλα. Όταν όμως συναντά τους πρόσφυγες μακριά από τους συνοικισμούς είναι να σα να χάνουν κάτι από την αλήθεια τους και σα να φαίνονται διαφορετικοί. Ίσως γιατί μακριά από τους δικούς τους ανθρώπους δε συμπεριφέρονται με την ίδια άνεση και την ίδια ειλικρίνεια αλλά είναι περισσότερο επιφυλακτικοί και αυτό αφαιρεί κάτι από την ξεχωριστή τους ταυτότητα.
• Ο Ιωάννου έχοντας περάσει πολύ καιρό παρατηρώντας τους πρόσφυγες, μιας και ο ίδιος είναι ένας πρόσφυγας, έχει μάθει να καταλαβαίνει τον ακριβή τόπο καταγωγής τους με μεγάλη ευκολία.
• Ο Καύκασος ή Καυκασία είναι περιοχή στην Ευρασία η οποία συνορεύει στα νότια με το Ιράν, στα νοτιοδυτικά με την Τουρκία, στα δυτικά με τη Μαύρη Θάλασσα, στα ανατολικά με την Κασπία Θάλασσα και στα βόρεια με τη Ρωσία.
• Το Ικόνιο (τούρκικα: Konya) είναι πόλη στην κεντρική Τουρκία στο υψίπεδο της Ανατολίας.
• Με το όνομα Ανατολική Ρωμυλία ονομάστηκε επίσημα η περιοχή της βόρειας Θράκης από τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) με την οποία και μετετράπηκε η θρακική αυτή περιοχή σε αυτόνομη επαρχία. Σήμερα ανήκει στην Βουλγαρία, και εκτείνεται από τη Φιλιππούπολη ως τις ακτές του Εύξεινου πόντου.
• Για τον αφηγητή υπάρχουν οι πρόσφυγες που μπορεί να καταλάβει την καταγωγή τους, χωρίς να κάνει λάθος, όπως είναι οι Πόντιοι, οι Καραμανλήδες (Καραμανία – Ικόνιο), οι Καυκάσιοι, οι Μικρασιάτες και οι Κωνσταντινουπολίτες. Αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που του είναι κάπως πιο δύσκολο, μιας και τα χαρακτηριστικά τους συχνά μοιάζουν με αυτά προσφύγων από άλλες περιοχές, όπως είναι οι Θρακιώτες (Ανατολική Θράκη) που μοιάζουν με αυτούς από τη Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη) και οι Ηπειρώτες που μοιάζουν με αυτούς από το Μοναστήριο ( FYROM).
• Η αναφορά του Ιωάννου ότι ίσως έχει συνηθίσει την προφορά των Θρακιωτών συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι οι δικοί του είναι από την Ανατολική Θράκη, κι επομένως έχει μεγαλώσει ακούγοντας την ομιλία τους.
• Το μπέρδεμα αυτό που αναφέρει ο συγγραφέας (μπερδεύονται – μπερδεύονται – μπερδεύω) έρχεται εν μέρει να υποδηλώσει και την αναγκαία αφομοίωση των προσφύγων που με το πέρασμα του χρόνου αρχίζουν να χάνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και να μοιάζουν περισσότερο με τους ντόπιους πληθυσμούς.
• Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα είναι διαπίστωση. Το γεγονός ότι ο Ιωάννου κάποιες φορές αδυνατεί να διακρίνει τον ακριβή τόπο καταγωγής κάποιων προσφύγων δεν αποτελεί τόσο ένα σφάλμα από μέρους του, όσο μια διαπίστωση ότι οι διαφορές μεταξύ τους έχουν αρχίσει να μειώνονται και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προσφύγων αρχίζουν να υποχωρούν.
• Για τον Ιωάννου η επαφή με τους πρόσφυγες που έρχονται από μέρη που υπήρχαν Έλληνες αλλά και άλλοι σημαντικοί πολιτισμοί από την αρχαιότητα, του προκαλεί μεγάλη συγκίνηση. Είτε όταν μιλά με άτομα που έχουν κοινή με εκείνον καταγωγή είτε όταν απλά προέρχονται από περιοχές με πανάρχαιους πολιτισμούς.
• Καθώς ο Ιωάννου ακούει τους πρόσφυγες αυτούς να μιλούν μέσα του διστακτικά (δειλιάζουν) σχηματίζονται ονόματα που αντιστοιχούν σε αρχαίους πολιτισμούς, τα λέει από μέσα του και σιγά – σιγά βεβαιώνεται ότι πράγματι οι άνθρωποι αυτοί είναι απόγονοι αυτών των λαών που «τάχα» έχουν σβηστεί. Για τον Ιωάννου, όσο κι αν οι λαοί αυτοί έχουν χαθεί πια, κάτι από αυτούς παραμένει στο αίμα των απογόνων τους, στους ανθρώπους δηλαδή που συγγραφέας βλέπει και ακούει γύρω του.
• Ιδίως μάλιστα όταν ο αφηγητής μιλά με κάποιον που κατάγεται από τα ίδια μέρη μ’ εκείνον αισθάνεται σα να γυρίζει επιτέλους στην πατρίδα. Το αίσθημα που φέρνει αυτή η οικειότητα, αυτός ο κοινός δεσμός αίματος, είναι τόσο δυνατό που προκαλεί στον Ιωάννου μια αίσθηση επαφής, μια αίσθηση επιστροφής στα χώματα της Θράκης.
• Ο Ιωάννου, βέβαια, έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη αλλά η συνεχής αναφορά της χαμένης πατρίδας από τους δικούς του και η γνώση ότι η οικογένειά του έχει γεννηθεί εκεί, του δημιουργούν τη βεβαιότητα ότι κι εκείνος ανήκει και προέρχεται από την περιοχή της Θράκης, γι’ αυτό και την αναγνωρίζει ως πατρίδα του κι ας μην έχει γεννηθεί ή μεγαλώσει εκεί.
• Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η ανάγκη νόστου που ξυπνά μέσα του κάθε φορά που συναντά κάποιον από τα μέρη της Θράκης, δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι το αίμα του αναγνωρίζει και αποζητά τον πραγματικό τόπο καταγωγής του.
• Οι Χετταίοι, λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες της Μικράς Ασίας στη 2η χιλιετία π.Χ.
• Φρύγες: Αρχαίος λαός, ινδο-ευρωπαϊκής καταγωγής, οι Φρύγες, κατά το 2.000 π.Χ. προερχόμενοι από τη Μακεδονία εισήλθαν και εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και μετά την κατάλυση της Χετταϊκής Αυτοκρατορίας, ίδρυσαν ανεξάρτητο κράτος, γνωστό με το όνομα Φρυγία
• Λυδοί: Αρχαίος λαός που κατοικούσε στη Λυδία, αρχαία χώρα της Μικράς Ασίας
• Μέσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου έχουν συγκεντρωθεί χιλιάδες Έλληνες από την Μικρά Ασία, δημιουργείται στον Ιωάννου η εντύπωση ότι έρχεται σ’ επαφή με απογόνους όλων των αρχαίων πολιτισμών που κατά καιρούς κατοίκησαν την περιοχή αυτή. Ο Ιωάννου δίνει στους ανθρώπους που συναντά αρχαία ονόματα προερχόμενα από αυτούς τους σημαντικούς πολιτισμούς, ονόματα γεμάτα μυστήριο κι αίγλη, σκεπτόμενος με θαυμασμό ότι σε κάποιους από αυτούς κυλά το αίμα των αρχαίων αυτών λαών. Κατανοεί βέβαια ότι αυτό μπορεί να μην ισχύει και ότι οι άνθρωποι αυτοί ενδέχεται να μην έχουν καμία απολύτως σχέση με τους αρχαίους αυτούς πολιτισμούς αλλά εύχεται η σκέψη του να είναι όντως αληθινή κι εκείνος πράγματι να συναντά απογόνους των ένδοξων αυτών λαών.
• Κι όμως τα τελευταία χρόνια... Από το σημείο αυτό το κείμενο αλλάζει ύφος καθώς ο Ιωάννου αναλογίζεται την κατάσταση που επικράτησε στην χώρα μας τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Ο Ιωάννου στα κείμενά του αν και αναφέρεται αρκετές φορές στον εμφύλιο πόλεμο, ποτέ δεν τον ονοματίζει, σα να μη θέλει να δώσει όνομα σε αυτή την τραγική περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Από το 1946 μέχρι και το 1949 η Ελλάδα έζησε μία από τις χειρότερες στιγμές της με τους Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες και τη χώρα να διχάζεται. Οι μνήμες του πολέμου αυτού συνεχίζουν να στοιχειώνουν τους Έλληνες και όπως ο Ιωάννου έτσι και οι περισσότεροι προτιμούν να μη συζητούν για το θέμα αυτό.
• Μετά τον εμφύλιο πόλεμο από τις αρχές του 1950 στην Ελλάδα ξεκίνησε μια έντονη μεταναστευτική περίοδος. Το γεγονός αυτό ενοχλεί τον Ιωάννου, ο οποίος θεωρεί ότι η ανάγκη για μετανάστευση ήταν τεχνητά δημιουργημένοι από τους κυβερνώντες για να απομακρύνουν από τη χώρα όσο περισσότερους από τους πολεμιστές του εμφυλίου μπορούσαν.
• Η αλήθεια είναι από το τέλος του δευτέρου πολέμου η Ελλάδα, σύμφωνα με το Δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ, έλαβε υπέρογκα χρηματικά ποσά για την ανοικοδόμησή της αλλά εντούτοις τα χρήματα αυτά δεν έφτασαν ποτέ στον απλό λαό, εξαναγκάζοντας χιλιάδες Έλληνες να ζητήσουν την τύχη τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως στη Γερμανία.
• Ο Ιωάννου αισθάνεται ότι ο δεσμός αίματος λειτουργεί αμφίδρομα καθώς όπως εκείνος νιώθει τους άλλους πρόσφυγες δικούς του ανθρώπους, έτσι κι εκείνοι σα να τον αποδέχονται ως δικό τους, δεν δείχνουν να παραξενεύονται κάθε φορά που τους αποχαιρετά, (όταν φεύγει από το καφενείο) και του ανταποδίδουν το χαιρετισμό.
• Πάντως αν και μοιάζει σα να τον αναγνωρίζουν για δικό τους, ποτέ δεν επιμένουν να τον κρατήσουν κοντά τους. Ο δεσμός αίματος που αισθάνεται ο Ιωάννου φτάνει μόνο ως ένα σημείο κοινής αποδοχής, δεν επαρκεί όμως για να δημιουργηθεί μια στενότερη επαφή, μια ζεστή φιλία. Η έλλειψη στενότερης φιλικής επαφής με τους άλλους πρόσφυγες εξυπηρετεί τη μετάβαση του κειμένου στο επόμενο μέρος του που πλέον εισάγει το θέμα της μοναξιάς, μέσα σε μια αποξενωμένη μεγαλούπολη.
• Ο Ιωάννου φεύγει από τους προσφυγικούς συνοικισμούς όπου κάθε τι του φαινόταν ιδιαίτερο κι αγαπητό, για να μπει στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης όπου η πολύβουη κίνηση αποτελεί το σημαντικότερο χαρακτηριστικό.
• Η παρομοίωση της κίνησης των αυτοκινήτων με την κίνηση των αιμοσφαιρίων δίνει με ενάργεια την εικόνα της πόλης που διατρέχεται από μεγάλους δρόμους με συνεχή ροή αυτοκινήτων και ανθρώπων.
• Συνεχίζει την απόδοση της διαρκούς κίνησης στην πόλη με μια ακόμη παρομοίωση, όπου μας λέει ότι όταν καμιά φορά σταματά να περπατά, νιώθει τους άλλους βιαστικούς περαστικούς να σκοντάφτουν και να περιφέρονται γύρω του, όπως το νερό που περνά γύρω από ένα κούτσουρο.
• Οι εικόνες αυτές έρχονται σε αντίθεση με την ήρεμη παρατήρηση των προσφύγων στο καφενείο, που μας έδωσε στην προηγούμενη ενότητα. Εδώ, μέσα στους δρόμους της πόλης όλοι βιάζονται και κινούνται ασταμάτητα. Δεν υπάρχει η δυνατότητα παρατήρησης, συνομιλίας κι επαφής.
• Ακούει τους περαστικούς να περπατούν με ένταση, αδιάφοροι για τους γύρω τους και νιώθει πώς αν γύρει το κορμί του, όλοι αυτοί θα περάσουν από πάνω του.
• Η σκέψη αυτή του φέρνει στο νου το έθιμο της Γονατιστής, όπου ο αφηγητής συνηθίζει να σκύβει βαθιά στο χώμα για να μην ενοχλήσει το πέρασμα των ψυχών.
• Όλη αυτή η κίνηση της πόλης προκαλεί στον Ιωάννου ένα έντονο παράπονο καθώς σκέφτεται ότι ζει ανάμεσα σε ανθρώπους που αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο. Συγκατοικεί με ανθρώπους που δεν θέλουν ούτε καν να γνωρίζουν αυτούς που μένουν πλάι τους, για να μπορούν έτσι, όπως μας λέει ο αφηγητής, να διαπράττουν τις αταξίες τους ευκολότερα. Σε μια μεγαλούπολη που έχει χαθεί η αίσθηση της γειτονιάς και όπου οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, είναι ευκολότερο για τους ανθρώπους να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να λογαριάζουν τη γνώμη ή και τα συναισθήματα των γύρω τους.
• Στην τελευταία παράγραφο του κειμένου ο Ιωάννου επανέρχεται στο κεντρικό θέμα των προσφυγικών συνοικισμών, με την επιθυμία που εκφράζει είτε να ζούσε μαζί με τους συγγενείς του στα προγονικά τους εδάφη ή τουλάχιστον σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό, όπου είναι συγκεντρωμένοι άνθρωποι κοινής καταγωγής.

Παράλληλο Κείμενο: «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» Γιώργος Ιωάννου

Πέρασε η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά στο μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δύο του χτίστη και μια κοπέλα του τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό˙ έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μόνο παλικάρια αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες με παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά και τ’ ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πώς η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν.
... Κοιτάζοντας τις ρημαγμένες γειτονιές, που αυτός τις έβρισκε πάρα πολύ ωραίες, έλεγα διαρκώς μέσα μου: ¨Πότε άραγε θα τιμωρήσουμε κι αυτούς που μας διάλυσαν με τη μετανάστευση;" Πάνω σ' αυτό καθίσαμε για ένα ούζο κάτω από έναν πλάτανο. Σήκωσα το κεφάλι μου και θαύμασα την κορμοστασιά του. Έχει πολλά και γερά κλωνάρια, που σηκώνουν αρμαθιές ολόκληρες...
Το απόσπασμα αυτό από το πεζογράφημα "Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ", έχει αναλογίες με το ακόλουθο απόσπασμα από το πεζογράφημα "Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς": Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν, να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.

Ο Ιωάννου αισθάνεται έντονη αγανάκτηση για την πορεία που πήραν τα γεγονότα στην Ελλάδα μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής, καθώς πιστεύει ότι τόσο ο εμφύλιος πόλεμος, όσο και η εκτεταμένη μετανάστευση που ακολούθησε, δεν ήταν παρά ένα ακόμη μέσο των κρατούντων για να ξεφορτωθούν ανθρώπους που είχαν δικαιώματα και αξιώσεις στην ελληνική κοινωνία. Κι αν ο εμφύλιος πόλεμος υπήρξε μια αναγκαία εξέλιξη που δεν αποτέλεσε αποτέλεσμα μεθόδευσης, πάντως ο συγγραφέας θεωρεί ότι η μετανάστευση ήταν μια κατάσταση για την οποία υπάρχουν ευθύνες, οι οποίες πρέπει κάποτε να αποδοθούν. Η Ελλάδα μετά και το τέλος του εμφυλίου υπήρξε αποδέκτης μεγάλης οικονομικής ενίσχυσης, γεγονός που θα σήμαινε μια πληθώρα ευκαιριών για όλους τους νέους ανθρώπους που είχαν ανάγκη αλλά και μεγάλη διάθεση να εργαστούν. Εντούτοις, παρά την τεράστια εισροή χρημάτων, η κατάσταση που επικράτησε στον εργασιακό τομέα ήταν τόσο απελπιστική ώστε οδήγησε χιλιάδες νέους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη χώρα σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Ο Ιωάννου θεωρεί ότι η ευθύνη για την τεράστια ανεργία βαραίνει τους ιθύνοντες εκείνης της εποχής, οι οποίοι αντί να ενδιαφερθούν για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ενδιαφέρθηκαν μόνο για το πώς θα επωφεληθούν από την οικονομική ενίσχυση που ερχόταν στη χώρα.
Ο συγγραφέας καταγγέλλει τις παρασκηνιακές πράξεις των κρατούντων τόσο για όσα έγιναν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, αλλά κυρίως για την αναλγησία που έδειξαν τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χάσει μεγάλο μέρος της δυναμικής νεολαίας της.

Δείτε επίσης:

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»: «Θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα»: Σε ποια επιστροφή αναφέρεται ο αφηγητής;

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...