Marwane Pallas
Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Σχεδίασμα Γ'
Ο Διονύσιος Σολωμός έχοντας
δουλέψει σχεδόν 11 χρόνια (1833-1844) το Β΄ σχεδίασμα των Ελεύθερων
Πολιορκημένων, ξεκινά μια νέα επεξεργασία του ποιήματος, σε δεκαπεντασύλλαβο
στίχο ξανά, χωρίς όμως τις ομοιοκαταληξίες.
1
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και
στη δόξα,
Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν
πάντα τα παιδιά σου
Με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’
έχουν τα μάτια,
Τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες
στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σου τριγύρισε τ’
αθάνατα ποδάρια
(Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με
φύλλα του Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα,
δεν είδα,
Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα
κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη
‘ναι κρυμμένα·
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω
τη φωνή σου,
Κι ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου
να τη χαρίσω;
Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το
ξερό χορτάρι.
(Η Θεά απαντάει εις τον
ποιητή και τον προστάζει να ψάλει την πολιορκία του Μεσολογγίου).
Στο Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων ο
ποιητής έχει το μοναδικό προνόμιο της επικοινωνίας με την προσωποποιημένη
Μητέρα Πατρίδα. Ο πρώτος κιόλας στίχος αποτελεί αποστροφή προς τη μητέρα
πατρίδα στην οποία ο ποιητής εκφράζει την απορία του για τη δυνατότητα και την
τιμή που του δίνεται να αντικρίσει τη θεϊκή μορφή της.
Η πατρίδα προσφωνείται μητέρα, για να τονιστεί το
ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο που αισθάνονταν όλοι οι Έλληνες με την ελληνική γη
είτε ζούσαν στα ελάχιστα απελευθερωμένα εδάφη της είτε στα ακόμη υποδουλωμένα.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει την πατρίδα μεγαλόψυχη,
διαπνεόμενη δηλαδή από ανωτερότητα και γενναιοδωρία, τόσο στις στιγμές του
πόνου όσο και της δόξας. Η Ελλάδα και το ελληνικό έθνος διατηρούν την
αξιοπρέπεια και το μεγαλείο της ψυχής τους σε κάθε περίσταση, ακόμη και στις
πιο δύσκολες. Τρανό παράδειγμα, άλλωστε, αποτελεί η στάση των πολιορκημένων
Μεσολογγιτών, οι οποίοι παρόλο που βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ έναν βέβαιο θάνατο
στα χέρια του εχθρού, δεν καταδέχονται να σκεφτούν το ενδεχόμενο της παράδοσης.
Με πρωτόγνωρο ψυχικό σθένος αποφασίζουν να πεθάνουν μαχόμενοι, θυσιάζοντας κάθε
πιθανότητα επιβίωσης στο ιδανικό της ελευθερίας. Έτσι, οι απλοί άνθρωποι του
Μεσολογγίου ξεπερνούν κάθε φόβο και γίνονται ήρωες και διαχρονικά σύμβολα του
ανθρώπινου πόθου για ελευθερία και αξιοπρέπεια.
Η εμφάνιση της θεϊκής μητέρας μπροστά στον ποιητή
του προκαλεί έκπληξη καθώς αναλογίζεται πως το προνόμιο αυτής της θέασης
παρέχεται στον ίδιο κι όχι στα υπόλοιπα παιδιά της πατρίδας που με αυτοθυσία
αγωνίζονται και πολεμούν. Ο ποιητής, αν και αισθάνεται αγάπη υπέρμετρης έντασης
για την πατρίδα, δε βρίσκεται σε κάποιο πεδίο μάχης, παραμένει ένας παρατηρητής
του αγώνα, που προσδοκά με όλη τη θέρμη της καρδιάς του μιαν αίσια έκβαση και
μια γοργή απελευθέρωση των Ελλήνων. Εκείνο, επομένως, που τον διακρίνει από
τους Έλληνες που πολεμούν και θυσιάζονται για την πατρίδα, είναι η ποιητική του
ιδιότητα, το γεγονός δηλαδή πως μπορεί με το έργο του να υμνήσει και να
διασώσει στη συλλογική μνήμη την ιερή θυσία των πολιορκημένων Μεσολογγιτών.
Στον ποιητή, λοιπόν, προσφέρεται η δυνατότητα να
αντικρίσει τη μητέρα πατρίδα προκειμένου να λάβει από εκείνη το πρόσταγμα να
υμνήσει την πολιορκία του Μεσολογγίου. Έτσι, ο ποιητής αποκτά μια ξεχωριστή
τιμή, αναγνωρίζοντας ωστόσο πως οι υπόλοιποι Έλληνες ζουν διαρκώς στο κρυφό
μυστήριο, στην ιδιαίτερη δηλαδή κατάσταση ψυχής όπου κάθε τους σκέψη και κάθε
τους όνειρο προσβλέπει στην απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Είτε συνειδητά (λογισμός) είτε ασύνειδα (όνειρο) οι
Έλληνες διακατέχονται απ’ τον ασίγαστο πόθο της ελευθερίας που κατευθύνει κάθε
τους πράξη, διακρίνονται όμως από τον ποιητή, καθώς εκείνος έχει τη δυνατότητα
με το ποιητικό του έργο να εξυμνήσει τις ηρωικές τους προσπάθειες και να τους
προσφέρει τον έπαινο που τους αρμόζει.
Η εμφάνιση της «Θεάς» πατρίδας, όπως την προσφωνεί
ο ποιητής, δίνεται με τρόπο που καθιστά σαφή την υπερκόσμια υπόσταση της θεϊκής
μορφής. Εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά στον ποιητή, χωρίς εκείνος ν’ ακούσει το
περπάτημά της ή να τη δει να τον πλησιάζει, κι αμέσως το δάσος κυκλώνει τα
πόδια της με φύλλα, με κλαδιά, όπως αυτά που δίνονται στους εκκλησιαζόμενους
την Κυριακή των Βαΐων -μια εβδομάδα πριν την Ανάσταση-, πρόκειται για κλαδιά
δάφνης, μυρτιάς ή φοίνικα.
Ο ποιητής θέλοντας ν’ αποδώσει τη γαλήνη και την
ομορφιά της θεϊκής μορφής την παρομοιάζει με τον ουρανό, που σε κάθε δεδομένη
στιγμή αποκαλύπτει κάποια μέρη της εικόνας και του κάλλους του κι άλλα τα
κρύβει. Έτσι, σαν ουρανός, τη μορφή και το κάλλος του οποίου δεν μπορεί κανείς
ν’ αντικρίσει διαμιάς, στεκόταν μπροστά στον ποιητή η θεϊκή μορφή της πατρίδας,
με τη γαλήνη και την ηρεμία που ταιριάζει σ’ όποιον έχει εμπιστοσύνη στη δύναμη
και την αξία του.
Ενδιαφέρον έχει η επιλογή του ποιητή να παρουσιάσει
το δάσος να τριγυρίζει τα πόδια της Θεάς με φύλλα των Βαΐων και της Λαμπρής,
καθώς η ηρωική έξοδος των πολιορκημένων έγινε το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων
(10 Απριλίου 1826) και η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου άρχισε να γίνεται
γνωστή στους υπόλοιπους Έλληνες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας. Είναι
σα να τοποθετεί έμμεσα ο ποιητής τη συνομιλία του με τη μητέρα πατρίδα τη μέρα
της ηρωικής εξόδου, λαμβάνοντας έτσι το πρόσταγμα να ψάλει την πολιορκία του
Μεσολογγίου όταν πια έχει ολοκληρωθεί η θυσία των Μεσολογγιτών.
Ο ποιητής εντυπωσιασμένος απ’ την εμφάνιση της
θεϊκής πατρίδας αισθάνεται την ανάγκη ν’ ακούσει τη φωνή της, ώστε να τη
μοιραστεί μ’ όλον τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται βέβαια
πόσο σημαντικό είναι το προνόμιο που του προσφέρεται με τη θέαση της μητέρας
πατρίδας, γι’ αυτό και θέλει να μοιραστεί με τους υπόλοιπους Έλληνες την εύνοια
αυτή μεταφέροντάς τους τα λόγια της θεϊκής μορφής. Η αγάπη του, άλλωστε, για
την πατρίδα γίνεται εμφανής μέσα από έναν στίχο που τον συναντάμε και στο Β΄
Σχεδίασμα, αλλά και στον Κρητικό: «Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και
το ξερό χορτάρι.»
Ο ποιητής αγαπά και δοξάζει κάθε σημείο της
πατρίδας του, ακόμη κι εκείνα που δεν έχουν την ομορφιά, που εύλογα θα
συγκινούσε κάθε άνθρωπο. Κι είναι τελικά η μεγάλη αυτή αγάπη του ποιητή για την
Ελλάδα που θα του διασφαλίσει το κάλεσμα της μητέρας πατρίδας να ψάλει την
πολιορκία του Μεσολογγίου. Έτσι, σε αντίθεση με την αρχαία παράδοση που ήθελε
τους ποιητές να ζητούν τη συνδρομή των μουσών για να ξεκινήσουν το τραγούδι
τους -Όμηρος, Ησίοδος-, ο Σολωμός βρισκόμενος σε μια κατάσταση διαρκούς
ενδιαφέροντος κι ανησυχίας για την πολύπαθη πατρίδα του, λαμβάνει το πρόσταγμα
απ’ την ίδια την Πατρίδα ως αναγνώριση για την προσήλωσή του στον ιερό αγώνα
της απελευθέρωσης,
2
Έργα και λόγια,1 στοχασμοί, -στέκομαι και κοιτάζω-
Λουλούδια μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν
χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με
το χάρο. –
Μες στα χαράματα συχνά, και μες
στα μεσημέρια,
Και σα θολώσουν τα νερά, και τ’
άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές,
τα πέλαγα κι οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι
Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το
καλυβάκι·
Κι αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα
στήθια μένουν·
Αθάνατη ‘σαι, που ποτέ, βροντή,
δεν ησυχάζεις;»
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός,
τούτα ‘π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Και με λιβάνια δέχεται και φώτα
τον καημό τους
Ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό
ξωκλήσι.
Το μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
«Ψαρού,
τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξεις άμε.»
Μες στα χαράματα συχνά, και μες
στα μεσημέρια,
Κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν
πληθύνουν τ’ άστρα,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές,
τα πέλαγα κι οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’
αγκίστρι τη ζωή του,
Το πέταξε, τ’ αστόχησε, και
περιτριγυρνώντας:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι
Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το
καλυβάκι·
Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα
στήθη μένουν
Αθάνατή ‘σαι, που, βροντή, ποτέ
δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’
εμέ να κλάψεις.»
Στο δεύτερο απόσπασμα του
ποιήματος ο Σολωμός επιχειρεί ουσιαστικά να αποδώσει την ένταση της πολεμικής
δραστηριότητας που συγκλόνιζε το πολιορκούμενο Μεσολόγγι, θέλοντας έτσι να
αιτιολογήσει την ανάγκη να υμνηθεί η τραγική αυτή εμπειρία των Μεσολογγιτών.
Στους τρεις πρώτους στίχους
μάλιστα ο ποιητής εκφράζει με μια ιδιαίτερη παρομοίωση το μεγαλείο των
πολιορκημένων, οι οποίοι παρά το γεγονός ότι είναι αντιμέτωποι με τόσες
δυσκολίες, όχι μόνο δεν υποκύπτουν στο φόβο τους, αλλά σχεδιάζουν μια ηρωική
έξοδο, που σχεδόν βέβαια θα τους φέρει σε θανάσιμο κίνδυνο, θα τους γλιτώσει
όμως απ’ τον ατιμωτικό αφανισμό λόγω της πείνας και της εξαθλίωσης.
Ο ποιητής λοιπόν παρατηρεί τις πράξεις
και τα σχέδια, του συλλογισμούς, των πολιορκημένων, που του φαίνονται σα
χιλιάδες πανέμορφα λουλούδια, όλων των χρωμάτων. Λουλούδια που προσκαλούν με το
κάλλος τους τις μέλισσες να λάβουν απ’ αυτά τη γύρη τους, πράξεις δηλαδή που
στέκονται ως πηγή ζωής και αναδημιουργίας, ως άριστα παραδείγματα για τον αγώνα
των υπόλοιπων Ελλήνων.
Οι πολιορκούμενοι γνωρίζουν πως
αν παραμείνουν εγκλωβισμένοι στο Μεσολόγγι δεν έχουν καμία ελπίδα επιβίωσης,
γι’ αυτό και θα τολμήσουν μια συλλογική έξοδο που ίσως διασφαλίσει τη σωτηρία
σε όσους, ελάχιστους, κατορθώσουν να περάσουν στ’ απέναντι νησιά και στις γύρω
περιοχές.
Το Μεσολόγγι δέχεται σφοδρή
επίθεση που δε σταματά ποτέ, από το ξημέρωμα έως το μεσημέρι κι από το απόγευμα
ως αργά τη νύχτα, τ’ ακρογιάλια και τα βουνά σείονται από τους βομβαρδισμούς
και τους πυροβολισμούς. Μια συντονισμένη επίθεση από Τούρκους, Γάλλους,
Αιγύπτιους και Άγγλους συγκλονίζει το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Όπως
χαρακτηριστικά διακρίνει ο ποιητής τη συμμετοχή κάθε εθνότητας στην πολιορκία,
χρησιμοποιούνται άλογα των Αιγυπτίων, σφαίρες των Τούρκων, κανόνια των Άγγλων
και ο νους, η οργάνωση όλης της επίθεσης γίνεται από τους Γάλλους που είχαν
αναλάβει την εκπαίδευση του τουρκικού στρατού.
Η ένταση αυτής της επίθεσης θα
δοθεί δύο φορές στο πλαίσιο του αποσπάσματος μέσα από τη μαρτυρία ενός ξένου
ναύτη κι ενός Έλληνα ψαρά. Η διπλή μαρτυρία λειτουργεί ενισχυτικά για την
αντικειμενικότητα και την αλήθεια της περιγραφής, ενώ συνάμα παρουσιάζει με
μεγαλύτερη ενάργεια τον αντίκτυπο της άγριας επίθεσης που δεχόταν το Μεσολόγγι.
Μέσα από τα λόγια του ξένου ναύτη
βλέπουμε πως το Μεσολόγγι έμοιαζε μ’ ένα «καλυβάκι» σε σχέση με το «πέλαγος»,
την πληθώρα των εχθρικών δυνάμεων που το πολιορκούσαν. Ένας αγώνας άνισος που
πολύ γρήγορα φέρνει τους πολιορκημένους Έλληνες σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Οι
ελάχιστοι πολεμιστές μένουν άοπλοι (ξέσκεποι) απέναντι στους πάνοπλους εχθρούς
τους, τη στιγμή που η επίθεση συνεχιζόταν με ασίγαστη ένταση, κάνοντας τον ξένο
ναύτη ν’ αναρωτηθεί αν η βροντή του πολέμου είναι αθάνατη γι’ αυτό και ποτέ δεν
κοπάζει.
Από τη βιαιότητα της επίθεσης
ταράζονται κι οι κάτοικοι των γύρων νησιών (των Επτανήσων), οι οποίοι θρηνούν
για την τύχη των πολιορκημένων, παρακαλούν για χάρη τους και συνάμα δειλιάζουν
μπροστά στο πλήθος των εχθρών και στο μένος με το οποίο προσπαθούν να κάμψουν
την αντίσταση των Μεσολογγιτών. Οι κάτοικοι μάλιστα των Επτανήσων καταφεύγουν
στους μεγάλους ναούς, αλλά και στα μικρά ξωκλήσια τους για να προσευχηθούν για
την τύχη των Μεσολογγιτών.
Ενώ, δεν παύουν να υπάρχουν κι οι
αντίθετες φωνές, το «μίσος» εκείνων που δε βλέπουν θετικά την προσπάθεια των
Μεσολογγιτών. Το θέμα αυτό το παρουσιάζει εκτενέστερα ο Σολωμός στη Γυναίκα της
Ζάκυθος, όπου η ηρωίδα εκφράζει με κάθε τρόπο την απέχθειά της για τις
Μεσολογγίτισσες που τολμούν να ζητήσουν βοήθεια για τους πεινασμένους
συμπατριώτες τους. Η φράση που χρησιμοποιεί ο ποιητής «Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’
άφησες, αλλού να ρίξεις άμε», είναι χαρακτηριστική για την απροθυμία που
έδειχναν πολλοί Έλληνες στα Επτάνησα να βοηθήσουν με οποιονδήποτε τρόπο τους
Μεσολογγίτες. Στα υπό αγγλική κατοχή Επτάνησα υπήρχαν αρκετοί Έλληνες που
θεωρούσαν την ελληνική επανάσταση ως πηγή μάταιης αναστάτωσης που ενδεχομένως
θα μπορούσε να επηρεάσει και τη δική τους κατάσταση.
Τα ίδια λόγια που ειπώθηκαν από τον
ξένο ναύτη ακούγονται εκ νέου, αυτή τη φορά απ’ το στόμα ενός Έλληνα ψαρά, που
με πόνο βλέπει το Μεσολόγγι να δονείται απ’ τους συνεχείς βομβαρδισμούς. Ο
ψαράς αισθανόμενος πλήρη αδυναμία να κατανοήσει όλη αυτή την αγριότητα των
εχθρών, καλεί την «πανερημιά», την απουσία, της γνώσης του να κλάψει μαζί του. Η
έκκληση αυτή του γέρου ψαρά φανερώνει την απόγνωση που αισθάνεται κάθε άνθρωπος
απέναντι στη βιαιότητα του πολέμου, όπου μη μπορώντας να κάνει κάτι για να
σταματήσει ή να αποτρέψει αυτόν τον παραλογισμό και μη μπορώντας να καταλάβει
σε τι ωφελεί αυτός ο όλεθρος, ξεσπά σε θρήνο.
3
Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’
έγινε πνοή τους
..............κι εμπόδισμα δεν
είναι
Στες κορασιές να τραγουδούν και
στα παιδιά να παίζουν.
Στο τρίτο απόσπασμα ο ποιητής
τονίζει το βαθμό στον οποίοι οι πολιορκημένοι Μεσολογγίτες έχουν πια συνηθίσει
την εμπόλεμη αυτή κατάσταση. Αντί να τους βαραίνει ο πόλεμος, αντί να τους
εμποδίζει και να τους δυσανασχετεί έχει γίνει πια κομμάτι της ζωής τους, έχει
γίνει ως ένα βαθμό ό,τι τους παρακινεί σε δράση. Έτσι, ενώ κάποιος θα περίμενε
ότι μέσα στην πόλη του Μεσολογγίου οι κάτοικοι θα βρίσκονταν σε μια διαρκή
επιβεβλημένοι αδράνεια, η ζωή μοιάζει ν’ ακολουθεί τους κανονικούς της ρυθμούς,
με τις κοπέλες να τραγουδούν και τα παιδιά να παίζουν.
4
Από το μαύρο σύγνεφο κι από τη
μαύρη πίσσα,
.............................................................
Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
Ο στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Τα παλικάρια τα καλά, μ’ απάνου
τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το
Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της
αντρείας,
Κι ο ουρανός καμάρωνε, κι η γη
χεροκροτούσε·
Κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως
μιλούσε,
Κι εσκόρπα τα τρισεύγενα
λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη, και
σεβαστή, κι αγία!»
Σ’ ένα από τα ωραιότερα
αποσπάσματα του Γ΄ Σχεδιάσματος ο Σολωμός παρουσιάζει τους νέους Μεσολογγίτες
να στέκουν μαζί κάτω από τον στύλο στον οποίο κυματίζει η ελληνική σημαία.
Μέσα στη σκοτεινιά, μέσα απ’ το
μαύρο σύννεφο που καλύπτει τον ουρανό εμφανίζεται σαν ήλιος, σαν αιθέρας που
φέρει όλο τον κόσμο, ο στύλος που έχει πάνω του την ελληνική σημαία.
Ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής
παρουσιάζει το στύλο με την ελληνική σημαία τονίζει τη μεγάλη αξία που αποδίδει
στο σύμβολο του ελληνικού έθνους. Έτσι, ο στύλος με τη σημαία λειτουργεί όχι
μόνο ως πηγή φωτός μέσα στο σκοτάδι των δυσκολιών που ταλανίζει τους
πολιορκημένους Μεσολογγίτες, αλλά μοιάζει συνάμα μ’ έναν αόρατο άνεμο που κρατά
επάνω του ολόκληρο τον κόσμο.
Η ελληνική σημαία δεν είναι ένα
απλό σύμβολο, είναι η πεμπτουσία όλων εκείνων που έχουν απόλυτη αξία για τους
Έλληνες, είναι το σύμβολο της πατρίδας και της θρησκείας, το σύμβολο της
ελευθερίας, το σύμβολο για τον ιερό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Γι’ αυτό κι ο ποιητής παρουσιάζει τη σημαία
να μιλά σ’ όσους είναι γύρω της και ν’ απλώνει το Σταυρό, μέσα στον αέρα της
ανδρείας και της γενναιότητας που διαπνέει το Μεσολόγγι. Ακόμη κι ο ουρανός
καμάρωνε αντικρίζοντας το ιερό αυτό σύμβολο, ακόμη κι η γη χειροκροτούσε,
συμπληρώνοντας έτσι τη συγκίνηση και την υπερηφάνεια των νέων Μεσολογγιτών που
δέχονταν το μήνυμα της ελληνικής σημαίας.
Οι διαδοχικές προσωποποιήσεις:
της σημαίας, του ουρανού και της γης, δίνουν τη μέγιστη δυνατή παραστατικότητα
στην ιδιαίτερα συγκινητική αυτή σκηνή όπου οι νέοι του Μεσολογγίου αποτίνουν
φόρο τιμής στην ελληνική σημαία και αποκαλύπτουν ουσιαστικά τη μεγάλη αγάπη που
έχουν για την πατρίδα τους. Ο λόγος για τον οποίο αντέχουν τις πολλαπλές
δοκιμασίες της πολιορκίας, δεν είναι άλλος από τον πόθο που έχουν για την
απελευθέρωση της Ελλάδας κι από τη βαθιά πίστη πως η πατρίδα τους αξίζει κάθε
δυνατή θυσία.
Τα λόγια, άλλωστε, με τα οποία
προσφωνούν το ιερό σύμβολο του ελληνικού έθνους είναι ενδεικτικά: η σημαία
είναι όμορφη -το ωραιότερο σύμβολο στα μάτια κάθε Έλληνα που με συγκίνηση
αντικρίζει τη γαλανόλευκη σημαία με το σταυρό της χριστιανοσύνης-, πλούσια
-εμπεριέχονται σ’ αυτή μια σειρά από έννοιες που μπορούν να γεμίσουν με αγάπη
κι ευδαιμονία την ψυχή κάθε Έλληνα-, άπαρτη -οι Έλληνες κάθε στιγμή είναι
έτοιμοι να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους για να προστατεύσουν τη σημαία της
πατρίδας τους-, σεβαστή, κι αγία -η ελληνική σημαία αποτελεί εύλογα ένα από τα
ιερότερα σύμβολα του ελληνικού έθνους και κάθε Έλληνας την αντικρίζει με το
μέγιστο δυνατό σεβασμό.
6
Ο Πειρασμός
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον
ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη
γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και
κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά
χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη
μόσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι
αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα
πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και
κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’
ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’
ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και
κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η
πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της
μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα
σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και
θάλασσα να πνένε,
Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο
λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει
μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό
φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά2 ντυμένη με το φως του.
Στην ενότητα αυτή, που αντίστοιχή
της, με αρκετές ομοιότητες, υπάρχει και στο Β΄ Σχεδίασμα, ο ποιητής παρουσιάζει
ό,τι εύλογα αποδίδει κι ο τίτλος του αποσπάσματος, τον πειρασμό δηλαδή που
συνιστά η φύση μ’ όλες τις ομορφιές της για τους πολιορκημένους, οι οποίοι
έχουν πάρει την απόφαση να θυσιάσουν τη ζωή τους.
Οι Μεσολογγίτες αποφάσισαν να
τελέσουν την ηρωική τους έξοδο και ουσιαστικά την ύστατη αυτοθυσία στις 10
Απρίλη, κάτι που σήμαινε πως τη στιγμή που η άνοιξη χάριζε στη φύση όλες τις
ομορφιές της, οι πολιορκημένοι Έλληνες θα έπρεπε να βρουν τη δύναμη να
απαρνηθούν τη ζωή τους. Ο πειρασμός, επομένως, που προέκυπτε γι’ αυτούς απ’ την
αναγεννημένη φύση, ήταν μια εξαιρετικά μεγάλη δοκιμασία που όφειλαν να
υπερνικήσουν προκειμένου να φτάσουν στην επίτευξη του στόχου τους. Έτσι, πέρα
από την πείνα, την εξαθλίωση και το φόβο του θανάτου, οι Μεσολογγίτες είχαν
τώρα να παλέψουν και με το ανυπέρβλητο κάλλος της φύσης που ήταν το δίχως άλλο
ένα ισχυρό κάλεσμα της ίδιας της ζωής.
Η άνοιξη έχει κοσμήσει τη φυσικό περιβάλλον με
κάθε δυνατή ομορφιά, δημιουργώντας μια εικόνα άφατης μαγείας, ένα κάλεσμα για
την απόλαυση της ζωής και μια σαφή υπενθύμιση για την υπέρτατη αξία που έχει το
δώρο της ζωής που οι Έλληνες του Μεσολογγίου είναι τώρα έτοιμοι να το
θυσιάσουν.
Ο Απρίλης, ο μήνας της άνοιξης
που φέρνει μαζί του την ανθοφορία, την ηλιοφάνεια και το στόλισμα της φύσης,
στήνει χορό με τον έρωτα, με τη φυσική αυτή δύναμη που ενορχηστρώνει την
αναγέννηση της φύσης. Παντού κυριαρχεί η ομορφιά κι η ευδαιμονία του
ανοιξιάτικου τοπίου, όπου καθετί αποπνέει θελκτικά αρώματα κι αποτελεί μια
κατάφαση της ζωής.
Μέσα από τη σκιά που δημιουργούν
τα φυτά που έχουν πια φουντώσει κρύβονται δροσιές κι αρώματα, ακούγεται ένα
πρωτάκουστο κελάιδισμα, ένα λιποθυμισμένο κελάιδισμα, ενός νέου πουλιού που μ’
όλη τη γλύκα της πρωτόφαντης ζωής απευθύνει το ερωτικό του κάλεσμα.
Νερά καθαρά, γλυκά και χαριτωμένα
περνούν μέσα από τα σκιώδη μέρη και παίρνουν μαζί τους μέρος απ’ τα αρώματα των
λουλουδιών, αφήνοντάς τους ως αντάλλαγμα μέρος απ’ τη δροσιά τους. Κι έτσι όπως
ξεχύνονται στο φως, δείχνοντας την καθαρότητα, αλλά και τον πλούτο της πηγής
τους, κελαρύζουν όπως θα έκαναν χαρούμενα αηδόνια που πετούν εδώ κι εκεί.
Η κίνηση των τρεχούμενων νερών
που αλληλεπιδρούν με το τοπίο γύρω τους, βρίσκεται σε πλήρη συσχέτιση με το
γενικότερο ανάβρυσμα της ζωής στη γη, στον ουρανό αλλά και στο κύμα.
Στον αντίποδα των τρεχούμενων
νερών βρίσκεται το νερό της λίμνης που είναι ακίνητο και άσπρο, διαυγές, σε όλη
την έκταση κι όλο το βάθος της λίμνης, το οποίο δίνει την ευκαιρία σε μια
πεταλούδα να παίξει με τον ίσκιο της πετώντας πάνω απ’ τα ατάραχα νερά. Η
πεταλούδα που είχε κοιμηθεί μέσα σ’ έναν άγριο κρίνο, γεμίζοντας μ’ ευωδιές τον
ύπνο της και τώρα χαίρεται το ανέμελο παιχνίδι με τα ήσυχα νερά της λίμνης.
Ο ποιητής έξαφνα με μια αποστροφή
προς τον αλαφροΐσκιωτο, τον ρωτά τι είδε απόψε, τι είδε εκείνος που δεν
μπόρεσαν να δουν οι άλλοι άνθρωποι, προετοιμάζοντας έτσι τη μαγική εμφάνιση της
θεϊκής μορφής μες απ’ το φως του φεγγαριού.
Η απάντηση του αλαφροΐσκιωτου
-που δε διακρίνεται εμφανώς απ’ τα λόγια του ποιητή- έρχεται να διευρύνει την
εξαίσια εικόνα ομορφιάς που έχει ήδη παρουσιάσει ο ποιητής, τονίζοντας πως η
νύχτα που πέρασε ήταν γεμάτη θαύματα και μάγια, μια νύχτα δηλαδή που
συνοδεύτηκε από κάτι που ξεπερνά τ’ ανθρώπινα μέτρα.
Έτσι, την ώρα που δεν έπνεε ούτε
το ελάχιστο αεράκι, ούτε τόσο όσο δημιουργούν τα μικρά φτερά μιας μέλισσας, όταν
πετά πλάι σ’ ένα λουλουδάκι, το καθρέφτισμα του φεγγαριού, γύρω από κάτι που
παρέμενε ατάραχο μες στη λίμνη, ανακατώθηκε αίφνης και ξεπρόβαλε από εκεί μια
όμορφη κοπέλα, ντυμένη με το φως του φεγγαριού.
Η θαυμαστή εμφάνιση της
«φεγγαροντυμένης», μιας θεϊκής μορφής που αποτελεί για τον ποιητή μια ακόμη
έκφανση του κάλλους της φύσης, παρ’ όλο που δε θα παρουσιαστεί εκτενέστερα
στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, θα αξιοποιηθεί από τον ποιητή σε μια άλλη
ποιητική του σύνθεση, στον Κρητικό.
7
Έρμα ‘ν’ τα μάτια, που καλείς,
χρυσέ ζωής αέρα.
Το κάλεσμα του αέρα, το κάλεσμα
του χρυσού αέρα της ζωής μένει χωρίς ανταπόκριση καθώς πολλοί από τους
Μεσολογγίτες έχουν πια χάσει τη ζωή τους απ’ την πείνα και τη γενικότερη
εξαθλίωση. Τα μάτια τους έτσι ένα έρμα, δεν έχουν πια ίχνος ζωής, για να
νιώσουν την ομορφιά της ζωής, για να νιώσουν τη χαρά και την υπόσχεση
ευδαιμονίας που μεταφέρει ο «χρυσός» αέρας.
9
Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ
δεν ησυχάζουν,
Κι όσ’ άνθια θρέφει και καρπούς
τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Αν και δεν είναι σαφές ποιος
διατυπώνει τα λόγια αυτά, είναι βέβαιο πως απευθύνονται σε κάποιον από τους
πολιορκημένους Μεσολογγίτες.
Το πρόσωπο που μιλά εκφράζει τη
διαρκή συναισθηματική ένταση στην οποία βρίσκεται παρομοιάζοντας τα σπλάχνα του
με την αεικίνητη θάλασσα. Ενώ συνάμα επισημαίνει στο συνομιλητή του το πλήθος
των εχθρικών αρμάτων που έχουν περικυκλώσει το Μεσολόγγι, τα οποία είναι
ισάριθμα με τ’ άνθη και τους καρπούς που έχει η γύρω τους περιοχή.
Όπως είναι εύλογο όσοι βίωναν τη
στενή αυτή πολιορκία και βρίσκονταν αντιμέτωποι μ’ ένα τέτοιο πλήθος εχθρών,
ζούσαν σε μια διαρκή κατάσταση φόβου και εσωτερικής έντασης, μιας κι έπρεπε να
συμβιβαστούν με την ιδέα του ίδιου τους του θανάτου.
10
Φεύγω τ’ αλόγου την ορμή και του
σπαθιού τον τρόμο.
Τ' ονείρου μάταια πιθυμιά, κι
όνειρο αυτή ‘ν’ η ίδια!
Εγύρισε η παράξενη του κόσμου
ταξιδεύτρα,
Μου ‘πε με θείο χαμόγελο βρεμένο
μ’ ένα δάκρυ:
Κόψ’ το νερό στη μάνα του, μπάσ’
το στο περιβόλι,
Στο περιβόλι της ψυχής το
μοσχαναθρεμμένο.
Το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιείται
στο απόσπασμα αυτό δημιουργεί την αίσθηση πως ακούμε τα λόγια του ποιητή, σα να
είναι κι αυτός ένας από τους πολιορκημένους που ζει τις ίδιες ακριβώς
καταστάσεις.
Το πρόσωπο που μιλά (είτε είναι ο
ποιητής είτε κάποιος από τους Μεσολογγίτες) μας περιγράφει τις δυσκολίες που
βιώνει καθώς αναγκάζεται να αποφεύγει τον ορμητικό καλπασμό του εχθρικού αλόγου
και τον τρόμο που προκαλεί το εχθρικό σπαθί, ενώ παράλληλα εξαιτίας των
συνθηκών στις οποίες ζει μάταια επιθυμεί ακόμη και τον ύπνο, ακόμη και την
παρηγοριά ενός ονείρου. Είναι μάλιστα τόσο δύσκολο ν’ αποκοιμηθεί, ώστε η
επιθυμία του να ονειρευτεί μοιάζει κι η ίδια με όνειρο.
Σ’ αυτές τις συνθήκες της ψυχικής
και σωματικής κόπωσης βλέπει μπροστά του τη θεϊκή γυναικεία μορφή, πιθανότατα
του 1ου αποσπάσματος, που με συγκίνηση του ζητά να αξιοποιήσει τις δύσκολες
αυτές εμπειρίες του ως μέσο παραδειγματισμού και εκπαίδευσης για τις ψυχές των
νέων ανθρώπων.
Με μια φράση παρμένη από την
έκφραση του λαού, η θεϊκή μορφή του ζητά να «κόψει το νερό στη μάνα του», να
φτάσει στην πηγή όλων όσων βιώνει κι αντί να τ’ αφήσει να χάνονται ανώφελα να
τα διοχετεύσει στο περιβόλι της ψυχής, το μοσχαναθρεμμένο (καλομαθημένο). Η
έκκληση αυτή ενισχύει την άποψη πως αποδέκτης των λόγων αυτών είναι ο ποιητής,
καθώς μέσα από το έργο του έχει πράγματι τη δυνατότητα να μεταδώσει ένα
σημαντικό μάθημα στους νεότερους και εν γένει σ’ όσους δεν έχουν βιώσει
αντίστοιχες δυσκολίες στη ζωή τους.
Έτσι το παράδειγμα της θυσίας των
Μεσολογγιτών θα μπορέσει να λειτουργήσει ως ένα διαχρονικό μήνυμα ηρωισμού για
όλους τους Έλληνες, οι οποίοι θα δεχτούν στην ψυχή τους τη δύναμη και το
μεγαλείο εκείνων που θυσιάστηκαν με τον πιο βίαιο τρόπο στο όνομα της
ελευθερίας.
11
Μία
των γυναικών προσφεύγει εις το στοχασμό του θανάτου ως μόνη σωτηρία της με τη
χαρά την οποίαν αισθάνεται το πουλάκι,
Οπού ‘δε σκιάς παράδεισο και τηνέ χαιρετάει
Με του φτερού το σάλαγο και με κανέναν ήχο,
εις
τη στιγμήν οπού είναι κοπιασμένο από μακρινό ταξίδι, εις τη φλόγα καλοκαιρινού
ήλιου.
Οι δυσκολίες που καλούνται να
αντιμετωπίσουν οι πολιορκημένοι είναι το δίχως άλλο υπεράνθρωπες, υπό την
έννοια πως ζουν σε μια πόλη χωρίς καθόλου τρόφιμα, εξαθλιωμένοι και χωρίς καμία
ελπίδα να γλιτώσουν απ’ αυτό το μαρτύριο. Έτσι, για μια από τις Μεσολογγίτισσες
η σκέψη του θανάτου μοιάζει πια περισσότερο ως σωτηρία, ως η μόνη διαφυγή από
την απάνθρωπη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει.
Τη σκέψη του θανάτου μας την
παρουσιάζει με μια εξαίσια παρομοίωση ο ποιητής, παραλληλίζοντας τη χαρά που
πηγάζει για τη Μεσολογγίτισσα απ’ την προσδοκία του θανάτου με τη χαρά που
αισθάνεται ένα πουλάκι, το οποίο πετάει κατάκοπο για πολλή ώρα κάτω απ’ τον
καλοκαιρινό ήλιο, τη στιγμή που βλέπει μια σκιά. Η σκιά φαντάζει για το
κουρασμένο πουλί σαν παράδεισος κι αυτό εκφράζει τον ενθουσιασμό του χαιρετώντας
τη με τη φτερούγα του.
12
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες
αντρογυναίκες
Γύρου στη φλόγα π’ άναψαν,
και θλιβερά τη θρέψαν
Μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά
κρεβάτια,
Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να
ρίξουν δάκρυ·
Και ‘γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και
τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι
φούχτες να γιομίσουν.
Βασική επιθυμία του Σολωμού ήταν
να τιμήσει της γυναίκες του Μεσολογγίου, οι οποίες επέδειξαν εξαιρετικό θάρρος
και απίστευτη ψυχική δύναμη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Άντεξαν την πείνα,
υπέμειναν τις κακουχίες και τις απώλειες, όπως και οι άντρες, χωρίς ποτέ να
λυγίσουν, όπως θα περίμενε κανείς πως θα αντιδρούσαν οι γυναίκες μπροστά σε
τόσο δύσκολες καταστάσεις.
Έτσι, μέσα από τα μάτια ενός
Μεσολογγίτη βλέπουμε τα παιδιά και τις αντρογυναίκες -τις γυναίκες που
επιδεικνύουν αρετές και χαρακτηριστικά που αρμόζουν κυρίως στους άντρες- να
στέκουν γύρω από μια φωτιά στην οποία έκαψαν όλα τους τα αγαπημένα αντικείμενα,
αλλά και τα σεμνά, τα τίμια κρεβάτια τους, προκειμένου να τα γλιτώσουν απ’ τη
λεηλασία που θ’ ακολουθούσε την είσοδο των εχθρών στο Μεσολόγγι. Οι γυναίκες
κοιτάζουν τη φωτιά να καίει ό,τι κάποτε αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της
καθημερινότητάς τους, να καίει ό,τι τους έδενε με τη ζωή, χωρίς κλάματα, χωρίς
καν έναν αναστεναγμό. Ατάραχες και αδιαφορώντας για τις σπίθες της φωτιάς που
πέφτουν στα ρούχα και τα μαλλιά τους, το μόνο που περιμένουν είναι να τελειώσει
η φωτιά το έργο της ώστε να γεμίσουν τις χούφτες τους με τη στάχτη από τα
υπάρχοντά τους.
Ο συμβολισμός αυτής της φωτιάς
είναι εξαιρετικής σημασίας καθώς έχοντας κάψει πια τα αγαπημένα τους
αντικείμενα επισφραγίζουν την απόφασή τους να προχωρήσουν στην ηρωική έξοδο,
που το πιθανότερο είναι πως θα τους στοιχίσει τη ζωή. Το γεγονός, μάλιστα, ότι
πλάι τους έχουν τα παιδιά τους, δείχνει πως οι γυναίκες αυτές, οι μανάδες του
Μεσολογγίου, είχαν αποφασίσει όχι μόνο να θυσιάσουν τη δική τους ζωή, αλλά και
τη ζωή των παιδιών τους.
13
Είν’ έτοιμα στην
άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι
ελεύθεροι να μείνουν,
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με
το χάρο.
Το 13ο απόσπασμα μας φέρνει
ελάχιστες στιγμές πριν την πραγματοποίηση της ηρωικής εξόδου των Ελλήνων απ’ το
Μεσολόγγι, όπου οι πολιορκημένοι είναι έτοιμοι να ξεχυθούν στο αναρίθμητο
πλήθος των εχθρικών όπλων δίνοντας την ύστατη μάχη.
Είναι βέβαια σημαντικό να
τονιστεί πως εκείνο που διεκδικούν δεν είναι το δικαίωμα να ζήσουν, αλλά το
δικαίωμα να είναι ελεύθεροι, κι αυτό θα το κερδίσουν είτε κατορθώσουν να
φτάσουν στ’ απέναντι νησιά με τους υπόλοιπους Έλληνες είτε πέσουν μαχόμενοι. Κι
εδώ ακριβώς είναι το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, το μεγαλείο της ελληνικής
ψυχής, που θέτει την ελευθερία υψηλότερα κι από την ίδια τη ζωή. Οι
Μεσολογγίτες προτιμούν να πεθάνουν παρά να συνεχίσουν να βρίσκονται υπό τον
έλεγχο των εχθρών τους. Οι Μεσολογγίτες επιθυμούν να είναι ελεύθεροι και τίποτε
δεν μπορεί και δεν πρόκειται να τους σταματήσει απ’ το να κερδίσουν ξανά την
ελευθερία τους. Ούτε το πλήθος των εχθρών τους τρομάζει, ούτε ο φόβος του
θανάτους τους αποτρέπει, ούτε η ομορφιά της ζωής τους δελεάζει.
1. Για την ερμηνεία των στίχων
1-3 κοίταξε το εισαγωγικό σημείωμα. Ολόκληρο το απ. 2 να συσχετιστεί με το
απόσπασμα 5 του Β' Σχεδιάσματος.
μητέρα: κοίταξε
Σχεδ. Β', απ. 12.
τα μάτια τούτα:
τα μάτια του ποιητή.
πούλουδο:
λουλούδι.
τόπι: κανόνι και
η μπάλα του κανονιού.
τα νησιά: τα
Επτάνησα.
το μίσος: οι
στίχοι 16-17 αναφέρονται σε ανθρώπους που δεν είχαν συνειδητοποιήσει τη σημασία
του αγώνα. Το θέμα το ξαναβρίσκουμε στη Γυναίκα
της Ζάκυθος.
Ψαρού: η γυναίκα του ψαρά. Εδώ (ειρωνικά) η πόλη του Μεσολογγίου, επειδή οι περισσότεροι από τους κατοίκους της ασχολούνται με το ψάρεμα.
στύλος: το κοντάρι της σημαίας.
Ψαρού: η γυναίκα του ψαρά. Εδώ (ειρωνικά) η πόλη του Μεσολογγίου, επειδή οι περισσότεροι από τους κατοίκους της ασχολούνται με το ψάρεμα.
στύλος: το κοντάρι της σημαίας.
ανάκουοτος:
πρωτάκουστος.
αλαφροΐσκιωτος:
κατά τη λαϊκή πίστη, εκείνος που έχει την ιδιότητα και την ικανότητα να βλέπει
τον αόρατο κόσμο των ξωτικών, «ν' ακούει και να βλέπει όλα τα
μυστικά της φύσης».
2. Για την ερμηνεία του οράματος
και το συμβολισμό της «φεγγαροντυμένης» διατυπώθηκαν πολλές απόψεις:
παρασταίνει την ομορφιά της ζωής και της φύσης, είναι μορφή αντίστοιχη με τις
νεράιδες, η αναδυόμενη Αφροδίτη, η θεά Ελευθερία - Ελλάδα κ.ά. Πάντως, πρέπει
να έχουμε υπόψη ότι, όπως προκύπτει από παραλλαγές του στίχου, πρόκειται για
θεϊκή μορφή και ότι την ξαναβρίσκουμε στα ποιήματα του Σολωμού Λάμπρος και Κρητικός.
άναψαν: για να
κάψουν τ' αγαπημένα τους πράγματα, πριν από την έξοδο.
έτοιμα: ενν. τα
σπαθιά.