Michael Tompsett
Κωνσταντίνος Μάντης: Οι σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ (1974-1989)
Η δυνατότητα των ΗΠΑ να επηρεάζουν την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή του Αιγαίου τις καθιστούσε σημαντικό σύμμαχο για την Ελλάδα, έστω κι αν δεν προσέφεραν τη σύμπραξή τους κατά το κρίσιμο διάστημα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και ακολούθως στις προσπάθειες του ελληνισμού να διακόψει την τουρκική κατοχή μέρους της νήσου. Τόσο οι κυβερνήσεις της φιλοδυτικής Νέας Δημοκρατίας όσο και οι κυβερνήσεις του αρχικώς αντιαμερικανικά διακείμενου ΠΑΣΟΚ κατανοούσαν τον κρίσιμο ρόλο των ΗΠΑ και επιχείρησαν να διασφαλίσουν ουσιώδη οφέλη από τις συναλλαγές μαζί τους, με κύριο μέσο τις διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις επί του ελληνικού εδάφους. Σε αντίθεση, βέβαια, με την ιδεολογικά ανεξάρτητη Νέα Δημοκρατία που αναγνώριζε σταθερά τη σημασία της αμερικανικής στήριξης, το ΠΑΣΟΚ επιδίωξε να παρουσιαστεί στην ελληνική πολιτική σκηνή ως το κόμμα που θα πετύχαινε την «εθνική ανεξαρτησία» από την κηδεμονία των ΗΠΑ, στις οποίες καταλόγιζε την ευθύνη όχι μόνο για το Κυπριακό και τη δικτατορία, αλλά και για τη γενικότερη οικονομική δυσπραγία της Ελλάδας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυτοδεσμευτεί σε μια συγκρουσιακή πολιτική με τις ΗΠΑ προκειμένου να ικανοποιήσει την εκλογική του βάση (Μητσοτάκης, 2006: 61-65 & 110-114).
Κυβερνήσεις
Νέας Δημοκρατίας (1974-1981)
Οι
σχέσεις με τις ΗΠΑ στις αρχές της μεταπολίτευσης
Η
αδράνεια των ΗΠΑ απέναντι στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο είχε προκαλέσει
έντονη δυσαρέσκεια στην ελληνική κοινή γνώμη και είχε απογοητεύσει τον Έλληνα
πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ως εκ τούτου, η κίνηση της αποχώρησης από
το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ αποσκοπούσε, κατά τον Καραμανλή, αφενός στο να
ασκηθεί πίεση στις δυτικές δυνάμεις προκειμένου να στηρίξουν τη δοκιμαζόμενη
Κύπρο και αφετέρου να ικανοποιηθούν οι αντιδυτικές και αντιαμερικανικές
διαθέσεις της ελληνικής κοινής γνώμης (Χατζηβασιλείου, 2000: 299-300).
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αμέσως μετά την επικράτησή του στις εκλογές του 1974 γνωστοποίησε πως, πέρα από την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, η χώρα ξεκινούσε την αναθεώρηση των συμφωνιών για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα. Ο Καραμανλής επιδίωκε να εκσυγχρονίσει τις συμφωνίες αυτές κατά τρόπο πιο πρόσφορο για τα ελληνικά συμφέροντα, χωρίς εντούτοις να αποσκοπεί σε κάποιου είδους ρήξη με τις ΗΠΑ. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατανοούσε τα αντιαμερικανικά συναισθήματα της κοινής γνώμης, αντιλαμβανόταν εντούτοις το υψηλός κόστος που θα είχε ένας ριζικός αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα είχε ανάγκη τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, όπως και γενικότερα με τους δυτικούς συμμάχους, προκειμένου να διασφαλίσει τις αμυντικές της δυνατότητες (Σβολόπουλος, 2008: 205-207).
Οι ΗΠΑ δεν προχώρησαν σε κάποια ουσιαστική παρέμβαση στο Κυπριακό ζήτημα, εφόσον δεν επιθυμούσαν να διαταράξουν τις σχέσεις τους με την Τουρκία. Τον Φεβρουάριο του 1975, ωστόσο, το Κογκρέσο, παρά την αντίθεση της αμερικανικής κυβέρνησης, επέβαλε τη διακοπή χορήγησης στρατιωτικού υλικού στην Τουρκία, διότι ο χορηγούμενος οπλισμός από τις ΗΠΑ, όπως προέβλεπε η νομοθεσία τους, μπορούσε να αξιοποιηθεί για αμυντικούς σκοπούς και όχι για επιθετικούς, όπως είχε γίνει εις βάρος της Κύπρου. Το εμπάργκο, στη διατήρηση του οποίου συνέβαλαν και οι Έλληνες ομογενείς, παρέμεινε τυπικά σε εφαρμογή μέχρι το καλοκαίρι του 1978, έστω κι αν ενδιαμέσως η κυβέρνηση των ΗΠΑ έβρισκε τρόπους να το παρακάμπτει (Βαληνάκης, 2005: 266-268). Χάρη στο αμερικανικό εμπάργκο, πάντως, η ελληνική κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα κατά την περίοδο 1975-76 να προμηθευτεί στρατιωτικό εξοπλισμό και να διευρύνει τις σχετικές παραγγελίες προκειμένου να αμβλυνθεί η ανισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο (Χατζηβασιλείου, 2000: 300).
1975-1976:
Διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές βάσεις
Η ελληνική κυβέρνηση, υπό την πρωθυπουργία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχε διαμηνύσει ήδη από το 1974 στις ΗΠΑ τη βούλησή της να υπάρξει αναθεώρηση των συμφωνιών για τις βάσεις επί ελληνικού εδάφους. Με την κίνηση αυτή η ελληνική πλευρά αποσκοπούσε στην άσκηση πρόσθετης πίεσης στους Αμερικανούς σχετικά με την υπόθεση της Κύπρου, αλλά και στη γενικότερη διασφάλιση της ελληνικής άμυνας. Οι υπάρχουσες συμφωνίες, άλλωστε, δεν ανταποκρίνονταν στους αμυντικούς σχεδιασμούς της χώρας, όπως αυτοί είχαν προκύψει ύστερα από την έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός επιθυμούσε να διατηρηθούν από τις αμερικανικές βάσεις μόνο εκείνες που συνεισέφεραν ουσιωδώς στην ασφάλεια του ελληνικού κράτους, ενώ οι υπόλοιπες θα έπρεπε να καταργηθούν. Σύμφωνα με τον νέο τρόπο θέασης του ζητήματος, οι αμερικανικές βάσεις είχαν λόγο ύπαρξης μόνο αν ενίσχυαν την άμυνα και διασφάλιζαν την ακεραιότητα της χώρας. Υπό το πρίσμα αυτό ξεκίνησαν οι σχετικές διαπραγματεύσεις τον Φεβρουάριο του 1975 και διήρκεσαν μέχρι τον Απρίλιο του ίδιου έτους, οπότε τα δύο κράτη κατέληξαν σε μια πρωταρχική συμφωνία. Οι όροι της συμφωνίας αυτής, όπως καταγράφηκαν σε κοινή δήλωση των δύο κυβερνήσεων, προέβλεπαν τη διακοπή των παρεχόμενων διευκολύνσεων στο λιμάνι της Ελευσίνας, την κατάργηση της βάσης των ΗΠΑ στην περιοχή του Ελληνικού, τη λήψη απόφασης σχετικά με τις υπόλοιπες βάσεις στο πλαίσιο μεταγενέστερων διαπραγματεύσεων, την αλλαγή του νομικού καθεστώτος για το προσωπικό αμερικανικής υπηκοότητας στις βάσεις, καθώς και τον καθορισμό Έλληνα Διοικητή για τις εναπομείνασες σε λειτουργία βάσεις. Σε ό,τι αφορούσε, πάντως, το Ελληνικό, θα συνεχιζόταν η παροχή συγκεκριμένων διευκολύνσεων στις ΗΠΑ -άμεσα συνδεόμενων με την άμυνα του ελληνικού χώρου- εντός των εκεί ελληνικών αεροπορικών εγκαταστάσεων (Βαληνάκης, 2005: 276-279).
Το επόμενο έτος, ειδικότερα τον Μάρτιο του 1976, η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε στην υπογραφή διμερούς συμφωνίας με την Τουρκία, μέσω της οποίας διασφαλιζόταν η παροχή εντός τεσσάρων ετών εξοπλισμού αξίας που ξεπερνούσε το ένα δισεκατομμύριο δολάρια ως αποζημίωση για τις αμερικανικές βάσεις στο έδαφος της Τουρκίας. Επρόκειτο για μια σαφή προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να παρακάμψει το εμπάργκο που είχε επιβληθεί από το Κογκρέσο. Η συμφωνία αυτή, πάντως, προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τους κινδύνους που ενείχε η στρατιωτική ενίσχυση της Τουρκίας. Η διαμαρτυρία του Έλληνα πρωθυπουργού στηρίχθηκε από ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων κινητοποιήθηκε ιδιαιτέρως η Γαλλία. Οι ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν θετικά στις ελληνικές ενστάσεις και τον Απρίλιο του 1976 συνυπέγραψαν με την Ελλάδα «Κείμενο Αρχών», μέσω του οποίου διασφαλιζόταν στρατιωτική ενίσχυση επτακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων στην Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή διαμόρφωνε μια ισορροπία αμερικανικής ενίσχυσης 7:10 στην Ελλάδα και την Τουρκία, ενισχύοντας τις προοπτικές διαφύλαξης της ειρήνης μεταξύ των δύο κρατών. Την αναλογία αυτή, μάλιστα, τη διατήρησαν οι ΗΠΑ και τα επόμενα χρόνια (Σβολόπουλος, 2008, 207-217).
Το «Κείμενο Αρχών», που είναι επίσης γνωστό ως συμφωνία Μπίτσιου- Kissinger με βάση τα ονόματα των υπουργών Εξωτερικών που διενέργησαν τις διαπραγματεύσεις, επιβεβαίωνε σημεία της συμφωνίας του προηγούμενου έτους και, συνάμα, προσέθετε νέες παραμέτρους. Οι ΗΠΑ αναγνώριζαν πως οι βάσεις όφειλαν να εξυπηρετούν κατά τρόπο αμοιβαίο τις αμυντικές ανάγκες των δύο κρατών και αποδέχονταν να απαιτείται η έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης για κάθε επιχείρηση που θα διενεργούνταν σε αυτές. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν το γεγονός πως η ελληνοαμερικανική αυτή συμφωνία συμπληρωνόταν από μια επιστολή του Kissinger προς τον Έλληνα ομόλογό του, Δημήτρη Μπίτσιο, στην οποία ο Αμερικανός υπουργός δήλωνε πως οι ΗΠΑ θα αντιτάσσονταν σε οποιαδήποτε προσπάθεια στρατιωτικής επίλυσης των διαφορών ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα. Επρόκειτο για μια σημαντική δέσμευση από την πλευρά των ΗΠΑ αφενός γιατί η ισχυρή σύμμαχος θα προσπαθούσε να αποτρέψει οποιαδήποτε νέα κλιμάκωση στην περιοχή του Αιγαίου και αφετέρου διότι αναγνωριζόταν πως το εθνικά συμφέρον για την Ελλάδα σχετιζόταν με την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα με τις κινήσεις της Τουρκίας (Μητσοτάκης, 2006: 88-91).
1977-1981:
Διαπραγματεύσεις για μια Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας
Μετά την υπογραφή των προκαταρκτικών συμφωνιών της περιόδου 1975-76 η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε νέο γύρο διαπραγματεύσεων με την αμερικανική το 1977. Στόχος ήταν η υπογραφή μιας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας (DCA) μέσω της οποίας θα διασφαλίζονταν αμοιβαία οι επιδιώξεις των δύο κρατών. Πράγματι, τον Ιούλιο του 1977 υπογράφηκε μια σχετική συμφωνία, η οποία όμως δεν δόθηκε εγκαίρως προς κύρωση. Η Ελλάδα θεώρησε πως αν κυρωνόταν η συμφωνία αυτή από τις ΗΠΑ μαζί με την αντίστοιχη αμερικανοτουρκική, αυτό θα οδηγούσε στην άρση του εμπάργκο για την παροχή οπλισμού στην Τουρκία. Για τον λόγο αυτό η ελληνική πλευρά καθυστέρησε σημαντικά τη διαδικασία. Όταν, ωστόσο, το φθινόπωρο του επόμενου έτους έγινε τελικά η άρση του εμπάργκο, η Ελλάδα αρνήθηκε την κύρωση της δικής της συμφωνίας. Αιτήθηκε, μάλιστα, την ύπαρξη περαιτέρω διαπραγματεύσεων λόγω των νέων δεδομένων που είχαν προκύψει (Βαληνάκης, 2005: 280-283).
Η
ελληνική κυβέρνηση θα συνδέσει από το 1978 το ζήτημα των διαπραγματεύσεων για
τις βάσεις με την πλήρη επαναφορά της χώρας στη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Αίτημά της
ήταν η επιστροφή της στο στρατιωτικό σκέλος να γίνει χωρίς να υπάρξει
διαφοροποίηση στους όρους που σχετίζονταν με τον έλεγχο της περιοχής του
Αιγαίου. Η διαδικασία επανένταξης, ωστόσο, υπήρξε δυσχερής, διότι η Τουρκία
διεκδικούσε να τεθεί μέρος του Αιγαίου υπό τον δικό της επιχειρησιακό έλεγχο,
όρο που, εύλογα, η Ελλάδα δεν μπορούσε να δεχτεί. Επιμέρους προτάσεις των
συμμάχων, οι οποίες βασίζονταν στην απουσία προκαθορισμένων ορίων ελέγχου και
στην εξέταση του ζητήματος αναλόγως των εκάστοτε συνθηκών απορρίφθηκαν από την
ελληνική πλευρά. Η επανένταξη της Ελλάδας θα καταστεί, τελικά, εφικτή μόλις τον
Οκτώβριο του 1980, όταν στην Τουρκία επιβλήθηκε πραξικοπηματικά κυβέρνηση
στρατιωτικών, η οποία υποχώρησε στις πιέσεις των συμμάχων και απέσυρε τις
πρότερες τουρκικές αξιώσεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Ελλάδα αφενός εντασσόταν εκ
νέου στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, υπό τους ίδιους όρους που ίσχυαν και προ
της αποχώρησής της, και αφετέρου είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει τις
διαπραγματεύσεις της με τις ΗΠΑ για τη σύναψη αμυντικής συμφωνίας (Σβολόπουλος,
2008: 207-209).
Ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων, ωστόσο, επηρεάστηκε για μια ακόμη φορά από τις εξελίξεις στην Τουρκία. Το γεγονός ότι τον Μάϊο του 1980 οι ΗΠΑ υπέγραψαν με την Τουρκία Σύμφωνο Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας (DECA) με όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς για την τουρκική πλευρά καθόριζε για την Ελλάδα ως αναγκαίο στόχο την επίτευξη μιας ανάλογα ευνοϊκής συμφωνίας. Τα αιτήματα, ωστόσο, της Ελλάδας δυσχέραιναν τη διαπραγματευτική διαδικασία, καθώς θεωρούνταν μη αποδεκτά από τις ΗΠΑ είτε λόγω νομικών κωλυμάτων είτε επειδή κινούνταν πέρα από τα όσα ήταν διατεθειμένες να προσφέρουν οι ΗΠΑ. Ειδικότερα, η Ελλάδα ζητούσε, μεταξύ άλλων, κάποιου είδους δέσμευση πως θα συνεχιζόταν η αναλογία 7:10 στην παρεχόμενη βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία, την τοποθέτηση Ελλήνων διοικητών στις λειτουργούσες βάσεις, καθώς και τη διασφάλιση των συνόρων της από ενδεχόμενη τουρκική επίθεση (Μητσοτάκης, 2006: 99-101). Η αμερικανική απάντηση στα αιτήματα αυτά ήταν αρνητική, διότι ως προς το πρώτο δεν ήταν εφικτό να υπαγορεύσουν μέσω μιας τέτοιας συμφωνίας τις μελλοντικές αποφάσεις του Κογκρέσου, ως προς το δεύτερο αίτημα το Σύνταγμα των ΗΠΑ δεν επέτρεπε την ανάθεση της διοίκησης αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων σε αλλοεθνή, ενώ, ακόμη και το αίτημα παροχής εγγυήσεων για τα ελληνικά σύνορα συνιστούσε προβληματικό όρο, εφόσον θα ανάγκαζε τις ΗΠΑ να έρθουν σε αντιπαράθεση με μία σημαντική σύμμαχο για εκείνες, την Τουρκία. Έτσι, ενώ οι ΗΠΑ είχαν την εντύπωση πως στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων θα έρχονταν αντιμέτωπες πρωτίστως με οικονομικής υφής αιτήματα, διαπιστώθηκε πως τα κρίσιμα για την Ελλάδα ζητούμενα ήταν δυσκολότερο να διασφαλιστούν. Ως εκ τούτου, οι διαπραγματεύσεις παρατάθηκαν έτι περαιτέρω με αποτέλεσμα τον Ιούνιο του 1981, καθώς οι δύο πλευρές δεν είχαν καταλήξει ακόμη σε έναν αμοιβαία αποδεκτό συμβιβασμό, να διακοπούν οι συνομιλίες με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης. Η Ελλάδα είχε προγραμματίσει βουλευτικές εκλογές για τον Οκτώβριου εκείνου του έτους, οπότε θεωρήθηκε πως το εναπομείναν διάστημα δεν επαρκούσε για την επίλυση των εκκρεμοτήτων, ώστε να προκύψει εγκαίρως η ζητούμενη συμφωνία. Το διεθνές κλίμα, άλλωστε, την περίοδο εκείνη δεν ευνοούσε τις ελληνικές επιδιώξεις, καθώς οι συγκρούσεις στην περιοχή του Περσικού Κόλπου μεταξύ Ιράν και Ιράκ ενίσχυαν τη σημασία της Τουρκίας ως συμμάχου για τις ΗΠΑ (Βαληνάκης, 2005: 285-294).
Οι ΗΠΑ από τη μεριά τους συμφώνησαν με την
αναβολή των διαπραγματεύσεων, διότι είχε αρχίσει να γίνεται αντιληπτό πως το
ΠΑΣΟΚ είχε τη δυναμική να επικρατήσει στις επικείμενες εκλογές. Επρόκειτο,
άλλωστε, για ένα κόμμα το οποίο είχε δηλώσει πως δεν θα αποδεχόταν μια συμφωνία
υπογεγραμμένη από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Υπήρχε, έτσι, η αίσθηση
πως μια κυβερνητική αλλαγή μπορούσε να ανατρέψει το κλίμα συνεννόησης μεταξύ
των δύο κρατών (Μητσοτάκης, 2006: 102-104).
Βήματα
διεύρυνσης των ελληνικών διπλωματικών ερεισμάτων
Οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας επιχείρησαν να ενισχύσουν τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές διπλωματικό πεδίο και να περιορίσουν την εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό το 1975 η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση ένταξης στην ΕΟΚ, το οποίο ευοδώθηκε τελικά τον Μάϊο του 1979 με την υπογραφή της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Παραλλήλως, οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας αποδέσμευσαν τις διπλωματικές τους επαφές από την προϋπόθεση της ύπαρξης κοινού ιδεολογικού και κοινωνικού καθεστώτος με τα κράτη που θα μπορούσαν να συνεργαστούν. Υπ’ αυτό το πρίσμα η Ελλάδα επιδίωξε τη βελτίωση των διπλωματικών της σχέσεων με τα άλλα βαλκανικά κράτη, καθώς και με την ίδια τη Σοβιετική Ένωση, όπως αυτό διαφάνηκε από την επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1979. Τον επόμενο μήνα, μάλιστα, ο Έλληνας πρωθυπουργός επισκέφτηκε και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επισφραγίζοντας την απουσία ιδεολογικών στεγανών στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Αντίστοιχα διπλωματικά ανοίγματα έγιναν από τις ελληνικές κυβερνήσεις και προς τις αραβικές χώρες (Σβολόπουλος, 2000: 324-339).
Κυβερνήσεις
ΠΑΣΟΚ (1981-1989)
Οι θέσεις του ΠΑΣΟΚ για την εξωτερική πολιτική
Το ΠΑΣΟΚ αξιοποίησε και υποδαύλισε προκειμένου να ανέλθει στην εξουσία τα αντιδυτικά και αντιαμερικανικά συναισθήματα της κοινής γνώμης, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και της συνακόλουθης διεκδικητικής τακτικής της Τουρκίας στον χώρο του Αιγαίου. Βασική θέση του Ανδρέα Παπανδρέου, προέδρου του ΠΑΣΟΚ, ήταν πως η Ελλάδα είχε πληγεί από την πολιτική των ΗΠΑ και των δυτικών κρατών γενικότερα. Πρέσβευε, έτσι, την άποψη πως η Ελλάδα όφειλε να συγκροτήσει μια δική της αυτόνομη εξωτερική πολιτική, η οποία θα την οδηγούσε πέρα από τον αμερικανικό και ευρωπαϊκό έλεγχο. Το ΠΑΣΟΚ επιδίωκε να ελαχιστοποιήσει την επίδραση των ΗΠΑ στα ελληνικά εθνικά ζητήματα, αλλά και να μην ενταχθεί η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία -κατά το ΠΑΣΟΚ- εξυπηρετούσε τα αμερικανικά συμφέροντα. Επιδίωκε, συνάμα, να αποδεσμεύσει τη χώρα από το ανταγωνιστικό δίπολο των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ μέσα από νέες συνεργασίες με χώρες διαφορετικής προοπτικής, όπως ήταν εκείνες του Τρίτου Κόσμου. Σταδιακά, ωστόσο, παρά τη συνέχιση της αντιαμερικανικής ρητορικής, που έβρισκε απήχηση στο εκλογικό του κοινό, το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε μια πιο πραγματιστική θεώρηση σχετικά με τις ανάγκες της χώρας και τον ρόλο της αμερικανικής στρατιωτικής και πολιτικής συνδρομής (Ροζάκης, 2000: 371-374).
1981-1983:
Διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές βάσεις
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, επανέλαβε απόψεις που είχε διατυπώσει παλαιότερα ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι βάσεις εξυπηρετούσαν αποκλειστικά τα αμερικανικά συμφέροντα και δεν συνδέονταν με την ελληνική άμυνα ή τους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ, ως εκ τούτου για τη συνέχιση της λειτουργίας τους οι ΗΠΑ όφειλαν να καταβάλουν στην Ελλάδα σημαντικά ανταλλάγματα. Βασικό στοιχείο, συνάμα, της όποιας συμφωνίας θα έπρεπε να ήταν η πρόβλεψη για την απομάκρυνση των βάσεων από το ελληνικό έδαφος. Υπ’ αυτή την έννοια, από την ελληνική οπτική αντικείμενο της διαπραγμάτευσης αποτελούσαν οι όροι λειτουργίας των βάσεων μέχρι την υπό προσδιορισμό στιγμή της κατάργησής τους. Έτσι, η ελληνική πλευρά δεν δίστασε να θέσει αιτήματα, τα οποία ήδη κατά το παρελθόν είχαν δυσχεράνει τις διαπραγματεύσεις, εφόσον θεωρούνταν μη υλοποιήσιμα από τις ΗΠΑ, όπως εγγυήσεις για τα ελληνικά σύνορα στο Αιγαίο, παροχή βοήθειας ανάλογης με εκείνη που λάμβανε η Τουρκία, καθώς και πλήρη ελληνικό έλεγχο επί των βάσεων. Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, δεν είχε ακόμη αντιληφθεί πως οι ΗΠΑ ανησυχούσαν πλέον περισσότερο για τις εξελίξεις στον Περσικό Κόλπο απ’ ό,τι για την Ανατολική Μεσόγειο και πως κατ’ επέκταση η Τουρκία είχε αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη σημασία για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Ήδη το 1981 η Τουρκία είχε διασφαλίσει αύξηση της παρεχόμενης σε αυτή στρατιωτικής βοήθειας και δεχόταν προτάσεις περαιτέρω αύξησης προκειμένου να προσφέρει στις ΗΠΑ πρόσθετες διευκολύνσεις. Όταν, επομένως, τον Νοέμβριο του 1982 η Ελλάδα κατέθεσε τις προτάσεις της στις ΗΠΑ αιτούμενη, μεταξύ άλλων, ανταλλάγματα που άγγιζαν σε ετήσια αξία το 1 δισεκατομμύριο δολάρια, ήταν προφανές πως δεν λάμβανε υπόψη της τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ. Τον Φεβρουάριο του 1983 η αμερικανική κυβέρνηση παρουσίασε τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, στον οποίο η εκτιμώμενη βοήθεια προς την Τουρκία διπλασιαζόταν ενώ η αντίστοιχη προς την Ελλάδα έμενε στάσιμη. Επρόκειτο για μια εξέλιξη που κινητοποίησε την ελληνική μεριά και προκάλεσε την παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού (Βαληνάκης, 2005: 294-303).
1983:
Συμφωνία Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας (DECA)
Παρά
τις δυσκολίες των διαπραγματεύσεων, στις 14 Ιουλίου 1983 οι δύο πλευρές
υπέγραψαν την τελική συμφωνία, έχοντας μόλις τον προηγούμενο μήνα προχωρήσει σε
κρίσιμες αμοιβαίες παραχωρήσεις. Η Ελλάδα είχε δεχτεί να μην υπάρξει στη
συμφωνία ρητή αναφορά στην απομάκρυνση των βάσεων, ενώ οι ΗΠΑ είχαν δεχτεί να
υπάρξει δέσμευσή τους για τη διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή του
Αιγαίου. Η DECA
του
1983 δεν απέδωσε στη χώρα το μέγιστο των ωφελημάτων που θα μπορούσαν να είχαν
επιτευχθεί, διότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν περισσότερο ανήσυχη για το πώς θα
ήταν σε θέση να παρουσιάσει την υπογραφή συμφωνίας στους Έλληνες πολίτες, χωρίς
να φανεί ότι δεν είχε αθετήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Σημαντικός
χρόνος, για παράδειγμα, αναλώθηκε στη διατύπωση του άρθρου XII της συμφωνίας, το οποίο είναι διαφορετικά
διατυπωμένο στο ελληνικό κείμενο και διαφορετικά στο αγγλικό. Ενώ στο ελληνικό
αναφέρει πως η «Συμφωνία αυτή τερματίζεται μετά πέντε χρόνια», στο αγγλικό η
διατύπωση οδηγεί σε διαφορετική ανάγνωση, εφόσον αναφέρει πως «This Agreement is terminable after five years», δύναται, δηλαδή, να τερματιστεί μετά από
πέντε χρόνια. Πρόκειται για μια διαφοροποίηση που αποσκοπούσε στο να επιτρέψει
στην ελληνική κυβέρνηση να παρουσιάσει τη σχετική συμφωνία ως υλοποίηση των
δεσμεύσεών της, έστω κι αν, όπως φάνηκε στη συνέχεια, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν
είχε την πρόθεση να απομακρύνει τις βάσεις από το ελληνικό έδαφος. Με το
πολιτικό κόστος κατά νου, άλλωστε, η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλησε να εντάξει
στη συμφωνία όρους που θα φανέρωναν διάθεση συνεργασίας με τις αμερικανικές δυνάμεις.
Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τους όρους της συμφωνίας του 1977 η DECA του 1983 δεν προέβλεπε
συνεκμετάλλευση των συλλεγόμενων από τις αμερικανικές βάσεις πληροφοριών,
περιόριζε τη δικαιοδοσία του ανώτερου Έλληνα αξιωματικού, ο οποίος θα
ονομαζόταν Αντιπρόσωπος και όχι Διοικητής, ενώ, συνάμα, δεν προέβλεπε την
απασχόληση ελληνικού προσωπικού στις αμερικανικές εγκαταστάσεις (Μητσοτάκης,
2006: 172-187).
Παράγοντες
ψύχρανσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Ελλάδας από το ΠΑΣΟΚ δεν υλοποιήθηκαν ακραίες προεκλογικές θέσεις, όπως ήταν η απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων και η αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Οι πραγματικές ανάγκες της χώρας δεν επέτρεψαν μια τέτοιας έκτασης ρήξη με τον δυτικό κόσμο. Προκειμένου, όμως, να διατηρηθεί η εντύπωση πως το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε μια ανεξάρτητη πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ και τις λοιπές δυτικές δυνάμεις, ώστε να εκπληρωθούν εσωτερικές κομματικές αξιώσεις, ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέφυγε στην τακτική των διαφοροποιήσεων από την κοινή αμερικανική και ευρωπαϊκή στάση. Ένα πρώτο δείγμα αυτής της διαφοροποίησης αποτέλεσε το γεγονός ότι η Ελλάδα αρνήθηκε να ακολουθήσει την πολιτική κυρώσεων και καταδίκης απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς που επέβαλε το 1981 ο Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία, παρά τις συνεχείς παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων από τη μεριά του καθεστώτος. Αντιστοίχως, όταν το 1983 οι σοβιετικοί κατέρριψαν επιβατικό Boeing 747 της Νότιας Κορέας, το οποίο εισήλθε στον εναέριο χώρο τους, με την αιτιολόγηση πως θεωρήθηκε κατασκοπευτικό, η Ελλάδα που κατείχε τότε την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεν συμμερίστηκε τις έντονες αντιδράσεις των ΗΠΑ και των άλλων δυτικών κρατών. Η επιλογή αυτή προκάλεσε ενόχληση στις ΗΠΑ, όπως αντιστοίχως και η πρωτοβουλία του Ανδρέα Παπανδρέου την επόμενη χρονιά να προσχωρήσει στην ομάδα πολιτικών προσώπων που αντιτάσσονταν στη διεύρυνση των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Οι απόψεις της «Πρωτοβουλίας των Έξι» στρέφονταν κατά των ισχυρών δυνάμεων, τις οποίες θεωρούσαν υπεύθυνες για τη συνεχιζόμενη ένταση του ψυχροπολεμικού κλίματος. Οι θέσεις αυτές σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες επικρίσεις που διατύπωνε ο Έλληνας πρωθυπουργός εις βάρος της γενικότερης πολιτικής των ΗΠΑ ενέτειναν την αμερικανική δυσφορία απέναντι στην Ελλάδα. Το 1985, μάλιστα, οι ΗΠΑ απέτρεψαν επισήμως τους πολίτες τους να ταξιδεύσουν στην Ελλάδα, μέσω ταξιδιωτικής οδηγίας, λόγω του κινδύνου τρομοκρατικών ενεργειών. Η επιδείνωση αυτή των ελληνοαμερικανικών σχέσεων άρχισε να περιορίζεται σταδιακά, όταν η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε πορεία βελτίωσης των μεταξύ τους σχέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έπαψαν να έχουν την οξύτητα των προηγούμενων ετών. Η συνεργασία, άλλωστε, μεταξύ των δύο κρατών συνεχίστηκε, εφόσον η ελληνική κυβέρνηση, παρά την αδυναμία επίτευξης μιας νέας συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις το 1988, δέχτηκε την παράταση της παραμονής τους (Ροζάκης, 2000: 371-382).
Συμπεράσματα
Η εύλογη δυσαρέσκεια της Ελλάδας για την αμερικανική στάση στα γεγονότα της Κύπρου εκφράστηκε με διαφορετικό τρόπο από τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και τις ακόλουθες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Η Νέα Δημοκρατία, αν και επιχείρησε να διευρύνει τις πηγές στήριξης της χώρας τόσο μέσα από την ένταξη στην ΕΟΚ όσο και μέσα από την προσέγγιση ακόμη και σοσιαλιστικού προσανατολισμού κρατών, δεν αγνόησε ποτέ την αξία της αμερικανικής συνδρομής, έστω κι αν δυσαρεστούσε την εκλογική της βάση. Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ, αν και δεν κατόρθωσε να υποκαταστήσει τη συνδρομή των ΗΠΑ μέσα από κάποια άλλη συνεργασία, ακολούθησε πολιτική ρήξης με τη δυτική υπερδύναμη προκειμένου να αποκομίσει εκλογικά οφέλη, περιορίζοντας, έτσι, τα κέρδη που θα προσέφερε στη χώρα μια ηπιότερη ή πιο φιλική στάση απέναντι στις ΗΠΑ.
Βιβλιογραφία
Βαληνάκης, Γ. 2005. «Οι σχέσεις με το ΝΑΤΟ», «Οι
σχέσεις με τις ΗΠΑ, 1974-1981» και «Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, 1981-88». Στο Εισαγωγή στην ελληνική εξωτερική πολιτική,
1949-1988, Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
Μητσοτάκης, Κ., 2006. Οι συμπληγάδες της εξωτερικής πολιτικής: Εσωτερικές και διεθνείς
πιέσεις στις ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για τις βάσεις, 1974-1985,
Αθήνα: Πατάκης.
Ροζάκης, Χ., 2000. Η ελληνική εξωτερική πολιτική,
1981-1990. Στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, τμ. ΙΣΤ΄ (σ. 371-391), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Σβολόπουλος, Κ., 2008. Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1945-1981, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της
Εστίας.
Σβολόπουλος,
Κ., 2000. Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, 1974-1981. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τμ. ΙΣΤ΄ (σ. 324-339). Αθήνα:
Εκδοτική Αθηνών.
Χατζηβασιλείου,
Ε., 2000. Η σύσταση και εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος, 1974-1981. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τμ. ΙΣΤ΄
(σ. 294-317). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Κωνσταντίνος Μάντης: Οι σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ (1974-1989)
Η δυνατότητα των ΗΠΑ να επηρεάζουν την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή του Αιγαίου τις καθιστούσε σημαντικό σύμμαχο για την Ελλάδα, έστω κι αν δεν προσέφεραν τη σύμπραξή τους κατά το κρίσιμο διάστημα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και ακολούθως στις προσπάθειες του ελληνισμού να διακόψει την τουρκική κατοχή μέρους της νήσου. Τόσο οι κυβερνήσεις της φιλοδυτικής Νέας Δημοκρατίας όσο και οι κυβερνήσεις του αρχικώς αντιαμερικανικά διακείμενου ΠΑΣΟΚ κατανοούσαν τον κρίσιμο ρόλο των ΗΠΑ και επιχείρησαν να διασφαλίσουν ουσιώδη οφέλη από τις συναλλαγές μαζί τους, με κύριο μέσο τις διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις επί του ελληνικού εδάφους. Σε αντίθεση, βέβαια, με την ιδεολογικά ανεξάρτητη Νέα Δημοκρατία που αναγνώριζε σταθερά τη σημασία της αμερικανικής στήριξης, το ΠΑΣΟΚ επιδίωξε να παρουσιαστεί στην ελληνική πολιτική σκηνή ως το κόμμα που θα πετύχαινε την «εθνική ανεξαρτησία» από την κηδεμονία των ΗΠΑ, στις οποίες καταλόγιζε την ευθύνη όχι μόνο για το Κυπριακό και τη δικτατορία, αλλά και για τη γενικότερη οικονομική δυσπραγία της Ελλάδας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυτοδεσμευτεί σε μια συγκρουσιακή πολιτική με τις ΗΠΑ προκειμένου να ικανοποιήσει την εκλογική του βάση (Μητσοτάκης, 2006: 61-65 & 110-114).
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αμέσως μετά την επικράτησή του στις εκλογές του 1974 γνωστοποίησε πως, πέρα από την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, η χώρα ξεκινούσε την αναθεώρηση των συμφωνιών για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα. Ο Καραμανλής επιδίωκε να εκσυγχρονίσει τις συμφωνίες αυτές κατά τρόπο πιο πρόσφορο για τα ελληνικά συμφέροντα, χωρίς εντούτοις να αποσκοπεί σε κάποιου είδους ρήξη με τις ΗΠΑ. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατανοούσε τα αντιαμερικανικά συναισθήματα της κοινής γνώμης, αντιλαμβανόταν εντούτοις το υψηλός κόστος που θα είχε ένας ριζικός αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα είχε ανάγκη τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, όπως και γενικότερα με τους δυτικούς συμμάχους, προκειμένου να διασφαλίσει τις αμυντικές της δυνατότητες (Σβολόπουλος, 2008: 205-207).
Οι ΗΠΑ δεν προχώρησαν σε κάποια ουσιαστική παρέμβαση στο Κυπριακό ζήτημα, εφόσον δεν επιθυμούσαν να διαταράξουν τις σχέσεις τους με την Τουρκία. Τον Φεβρουάριο του 1975, ωστόσο, το Κογκρέσο, παρά την αντίθεση της αμερικανικής κυβέρνησης, επέβαλε τη διακοπή χορήγησης στρατιωτικού υλικού στην Τουρκία, διότι ο χορηγούμενος οπλισμός από τις ΗΠΑ, όπως προέβλεπε η νομοθεσία τους, μπορούσε να αξιοποιηθεί για αμυντικούς σκοπούς και όχι για επιθετικούς, όπως είχε γίνει εις βάρος της Κύπρου. Το εμπάργκο, στη διατήρηση του οποίου συνέβαλαν και οι Έλληνες ομογενείς, παρέμεινε τυπικά σε εφαρμογή μέχρι το καλοκαίρι του 1978, έστω κι αν ενδιαμέσως η κυβέρνηση των ΗΠΑ έβρισκε τρόπους να το παρακάμπτει (Βαληνάκης, 2005: 266-268). Χάρη στο αμερικανικό εμπάργκο, πάντως, η ελληνική κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα κατά την περίοδο 1975-76 να προμηθευτεί στρατιωτικό εξοπλισμό και να διευρύνει τις σχετικές παραγγελίες προκειμένου να αμβλυνθεί η ανισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο (Χατζηβασιλείου, 2000: 300).
Η ελληνική κυβέρνηση, υπό την πρωθυπουργία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχε διαμηνύσει ήδη από το 1974 στις ΗΠΑ τη βούλησή της να υπάρξει αναθεώρηση των συμφωνιών για τις βάσεις επί ελληνικού εδάφους. Με την κίνηση αυτή η ελληνική πλευρά αποσκοπούσε στην άσκηση πρόσθετης πίεσης στους Αμερικανούς σχετικά με την υπόθεση της Κύπρου, αλλά και στη γενικότερη διασφάλιση της ελληνικής άμυνας. Οι υπάρχουσες συμφωνίες, άλλωστε, δεν ανταποκρίνονταν στους αμυντικούς σχεδιασμούς της χώρας, όπως αυτοί είχαν προκύψει ύστερα από την έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός επιθυμούσε να διατηρηθούν από τις αμερικανικές βάσεις μόνο εκείνες που συνεισέφεραν ουσιωδώς στην ασφάλεια του ελληνικού κράτους, ενώ οι υπόλοιπες θα έπρεπε να καταργηθούν. Σύμφωνα με τον νέο τρόπο θέασης του ζητήματος, οι αμερικανικές βάσεις είχαν λόγο ύπαρξης μόνο αν ενίσχυαν την άμυνα και διασφάλιζαν την ακεραιότητα της χώρας. Υπό το πρίσμα αυτό ξεκίνησαν οι σχετικές διαπραγματεύσεις τον Φεβρουάριο του 1975 και διήρκεσαν μέχρι τον Απρίλιο του ίδιου έτους, οπότε τα δύο κράτη κατέληξαν σε μια πρωταρχική συμφωνία. Οι όροι της συμφωνίας αυτής, όπως καταγράφηκαν σε κοινή δήλωση των δύο κυβερνήσεων, προέβλεπαν τη διακοπή των παρεχόμενων διευκολύνσεων στο λιμάνι της Ελευσίνας, την κατάργηση της βάσης των ΗΠΑ στην περιοχή του Ελληνικού, τη λήψη απόφασης σχετικά με τις υπόλοιπες βάσεις στο πλαίσιο μεταγενέστερων διαπραγματεύσεων, την αλλαγή του νομικού καθεστώτος για το προσωπικό αμερικανικής υπηκοότητας στις βάσεις, καθώς και τον καθορισμό Έλληνα Διοικητή για τις εναπομείνασες σε λειτουργία βάσεις. Σε ό,τι αφορούσε, πάντως, το Ελληνικό, θα συνεχιζόταν η παροχή συγκεκριμένων διευκολύνσεων στις ΗΠΑ -άμεσα συνδεόμενων με την άμυνα του ελληνικού χώρου- εντός των εκεί ελληνικών αεροπορικών εγκαταστάσεων (Βαληνάκης, 2005: 276-279).
Το επόμενο έτος, ειδικότερα τον Μάρτιο του 1976, η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε στην υπογραφή διμερούς συμφωνίας με την Τουρκία, μέσω της οποίας διασφαλιζόταν η παροχή εντός τεσσάρων ετών εξοπλισμού αξίας που ξεπερνούσε το ένα δισεκατομμύριο δολάρια ως αποζημίωση για τις αμερικανικές βάσεις στο έδαφος της Τουρκίας. Επρόκειτο για μια σαφή προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να παρακάμψει το εμπάργκο που είχε επιβληθεί από το Κογκρέσο. Η συμφωνία αυτή, πάντως, προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τους κινδύνους που ενείχε η στρατιωτική ενίσχυση της Τουρκίας. Η διαμαρτυρία του Έλληνα πρωθυπουργού στηρίχθηκε από ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων κινητοποιήθηκε ιδιαιτέρως η Γαλλία. Οι ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν θετικά στις ελληνικές ενστάσεις και τον Απρίλιο του 1976 συνυπέγραψαν με την Ελλάδα «Κείμενο Αρχών», μέσω του οποίου διασφαλιζόταν στρατιωτική ενίσχυση επτακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων στην Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή διαμόρφωνε μια ισορροπία αμερικανικής ενίσχυσης 7:10 στην Ελλάδα και την Τουρκία, ενισχύοντας τις προοπτικές διαφύλαξης της ειρήνης μεταξύ των δύο κρατών. Την αναλογία αυτή, μάλιστα, τη διατήρησαν οι ΗΠΑ και τα επόμενα χρόνια (Σβολόπουλος, 2008, 207-217).
Το «Κείμενο Αρχών», που είναι επίσης γνωστό ως συμφωνία Μπίτσιου- Kissinger με βάση τα ονόματα των υπουργών Εξωτερικών που διενέργησαν τις διαπραγματεύσεις, επιβεβαίωνε σημεία της συμφωνίας του προηγούμενου έτους και, συνάμα, προσέθετε νέες παραμέτρους. Οι ΗΠΑ αναγνώριζαν πως οι βάσεις όφειλαν να εξυπηρετούν κατά τρόπο αμοιβαίο τις αμυντικές ανάγκες των δύο κρατών και αποδέχονταν να απαιτείται η έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης για κάθε επιχείρηση που θα διενεργούνταν σε αυτές. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν το γεγονός πως η ελληνοαμερικανική αυτή συμφωνία συμπληρωνόταν από μια επιστολή του Kissinger προς τον Έλληνα ομόλογό του, Δημήτρη Μπίτσιο, στην οποία ο Αμερικανός υπουργός δήλωνε πως οι ΗΠΑ θα αντιτάσσονταν σε οποιαδήποτε προσπάθεια στρατιωτικής επίλυσης των διαφορών ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα. Επρόκειτο για μια σημαντική δέσμευση από την πλευρά των ΗΠΑ αφενός γιατί η ισχυρή σύμμαχος θα προσπαθούσε να αποτρέψει οποιαδήποτε νέα κλιμάκωση στην περιοχή του Αιγαίου και αφετέρου διότι αναγνωριζόταν πως το εθνικά συμφέρον για την Ελλάδα σχετιζόταν με την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα με τις κινήσεις της Τουρκίας (Μητσοτάκης, 2006: 88-91).
Μετά την υπογραφή των προκαταρκτικών συμφωνιών της περιόδου 1975-76 η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε νέο γύρο διαπραγματεύσεων με την αμερικανική το 1977. Στόχος ήταν η υπογραφή μιας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας (DCA) μέσω της οποίας θα διασφαλίζονταν αμοιβαία οι επιδιώξεις των δύο κρατών. Πράγματι, τον Ιούλιο του 1977 υπογράφηκε μια σχετική συμφωνία, η οποία όμως δεν δόθηκε εγκαίρως προς κύρωση. Η Ελλάδα θεώρησε πως αν κυρωνόταν η συμφωνία αυτή από τις ΗΠΑ μαζί με την αντίστοιχη αμερικανοτουρκική, αυτό θα οδηγούσε στην άρση του εμπάργκο για την παροχή οπλισμού στην Τουρκία. Για τον λόγο αυτό η ελληνική πλευρά καθυστέρησε σημαντικά τη διαδικασία. Όταν, ωστόσο, το φθινόπωρο του επόμενου έτους έγινε τελικά η άρση του εμπάργκο, η Ελλάδα αρνήθηκε την κύρωση της δικής της συμφωνίας. Αιτήθηκε, μάλιστα, την ύπαρξη περαιτέρω διαπραγματεύσεων λόγω των νέων δεδομένων που είχαν προκύψει (Βαληνάκης, 2005: 280-283).
Ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων, ωστόσο, επηρεάστηκε για μια ακόμη φορά από τις εξελίξεις στην Τουρκία. Το γεγονός ότι τον Μάϊο του 1980 οι ΗΠΑ υπέγραψαν με την Τουρκία Σύμφωνο Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας (DECA) με όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς για την τουρκική πλευρά καθόριζε για την Ελλάδα ως αναγκαίο στόχο την επίτευξη μιας ανάλογα ευνοϊκής συμφωνίας. Τα αιτήματα, ωστόσο, της Ελλάδας δυσχέραιναν τη διαπραγματευτική διαδικασία, καθώς θεωρούνταν μη αποδεκτά από τις ΗΠΑ είτε λόγω νομικών κωλυμάτων είτε επειδή κινούνταν πέρα από τα όσα ήταν διατεθειμένες να προσφέρουν οι ΗΠΑ. Ειδικότερα, η Ελλάδα ζητούσε, μεταξύ άλλων, κάποιου είδους δέσμευση πως θα συνεχιζόταν η αναλογία 7:10 στην παρεχόμενη βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία, την τοποθέτηση Ελλήνων διοικητών στις λειτουργούσες βάσεις, καθώς και τη διασφάλιση των συνόρων της από ενδεχόμενη τουρκική επίθεση (Μητσοτάκης, 2006: 99-101). Η αμερικανική απάντηση στα αιτήματα αυτά ήταν αρνητική, διότι ως προς το πρώτο δεν ήταν εφικτό να υπαγορεύσουν μέσω μιας τέτοιας συμφωνίας τις μελλοντικές αποφάσεις του Κογκρέσου, ως προς το δεύτερο αίτημα το Σύνταγμα των ΗΠΑ δεν επέτρεπε την ανάθεση της διοίκησης αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων σε αλλοεθνή, ενώ, ακόμη και το αίτημα παροχής εγγυήσεων για τα ελληνικά σύνορα συνιστούσε προβληματικό όρο, εφόσον θα ανάγκαζε τις ΗΠΑ να έρθουν σε αντιπαράθεση με μία σημαντική σύμμαχο για εκείνες, την Τουρκία. Έτσι, ενώ οι ΗΠΑ είχαν την εντύπωση πως στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων θα έρχονταν αντιμέτωπες πρωτίστως με οικονομικής υφής αιτήματα, διαπιστώθηκε πως τα κρίσιμα για την Ελλάδα ζητούμενα ήταν δυσκολότερο να διασφαλιστούν. Ως εκ τούτου, οι διαπραγματεύσεις παρατάθηκαν έτι περαιτέρω με αποτέλεσμα τον Ιούνιο του 1981, καθώς οι δύο πλευρές δεν είχαν καταλήξει ακόμη σε έναν αμοιβαία αποδεκτό συμβιβασμό, να διακοπούν οι συνομιλίες με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης. Η Ελλάδα είχε προγραμματίσει βουλευτικές εκλογές για τον Οκτώβριου εκείνου του έτους, οπότε θεωρήθηκε πως το εναπομείναν διάστημα δεν επαρκούσε για την επίλυση των εκκρεμοτήτων, ώστε να προκύψει εγκαίρως η ζητούμενη συμφωνία. Το διεθνές κλίμα, άλλωστε, την περίοδο εκείνη δεν ευνοούσε τις ελληνικές επιδιώξεις, καθώς οι συγκρούσεις στην περιοχή του Περσικού Κόλπου μεταξύ Ιράν και Ιράκ ενίσχυαν τη σημασία της Τουρκίας ως συμμάχου για τις ΗΠΑ (Βαληνάκης, 2005: 285-294).
Οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας επιχείρησαν να ενισχύσουν τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές διπλωματικό πεδίο και να περιορίσουν την εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό το 1975 η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση ένταξης στην ΕΟΚ, το οποίο ευοδώθηκε τελικά τον Μάϊο του 1979 με την υπογραφή της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Παραλλήλως, οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας αποδέσμευσαν τις διπλωματικές τους επαφές από την προϋπόθεση της ύπαρξης κοινού ιδεολογικού και κοινωνικού καθεστώτος με τα κράτη που θα μπορούσαν να συνεργαστούν. Υπ’ αυτό το πρίσμα η Ελλάδα επιδίωξε τη βελτίωση των διπλωματικών της σχέσεων με τα άλλα βαλκανικά κράτη, καθώς και με την ίδια τη Σοβιετική Ένωση, όπως αυτό διαφάνηκε από την επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1979. Τον επόμενο μήνα, μάλιστα, ο Έλληνας πρωθυπουργός επισκέφτηκε και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επισφραγίζοντας την απουσία ιδεολογικών στεγανών στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Αντίστοιχα διπλωματικά ανοίγματα έγιναν από τις ελληνικές κυβερνήσεις και προς τις αραβικές χώρες (Σβολόπουλος, 2000: 324-339).
Οι θέσεις του ΠΑΣΟΚ για την εξωτερική πολιτική
Το ΠΑΣΟΚ αξιοποίησε και υποδαύλισε προκειμένου να ανέλθει στην εξουσία τα αντιδυτικά και αντιαμερικανικά συναισθήματα της κοινής γνώμης, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και της συνακόλουθης διεκδικητικής τακτικής της Τουρκίας στον χώρο του Αιγαίου. Βασική θέση του Ανδρέα Παπανδρέου, προέδρου του ΠΑΣΟΚ, ήταν πως η Ελλάδα είχε πληγεί από την πολιτική των ΗΠΑ και των δυτικών κρατών γενικότερα. Πρέσβευε, έτσι, την άποψη πως η Ελλάδα όφειλε να συγκροτήσει μια δική της αυτόνομη εξωτερική πολιτική, η οποία θα την οδηγούσε πέρα από τον αμερικανικό και ευρωπαϊκό έλεγχο. Το ΠΑΣΟΚ επιδίωκε να ελαχιστοποιήσει την επίδραση των ΗΠΑ στα ελληνικά εθνικά ζητήματα, αλλά και να μην ενταχθεί η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία -κατά το ΠΑΣΟΚ- εξυπηρετούσε τα αμερικανικά συμφέροντα. Επιδίωκε, συνάμα, να αποδεσμεύσει τη χώρα από το ανταγωνιστικό δίπολο των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ μέσα από νέες συνεργασίες με χώρες διαφορετικής προοπτικής, όπως ήταν εκείνες του Τρίτου Κόσμου. Σταδιακά, ωστόσο, παρά τη συνέχιση της αντιαμερικανικής ρητορικής, που έβρισκε απήχηση στο εκλογικό του κοινό, το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε μια πιο πραγματιστική θεώρηση σχετικά με τις ανάγκες της χώρας και τον ρόλο της αμερικανικής στρατιωτικής και πολιτικής συνδρομής (Ροζάκης, 2000: 371-374).
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, επανέλαβε απόψεις που είχε διατυπώσει παλαιότερα ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι βάσεις εξυπηρετούσαν αποκλειστικά τα αμερικανικά συμφέροντα και δεν συνδέονταν με την ελληνική άμυνα ή τους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ, ως εκ τούτου για τη συνέχιση της λειτουργίας τους οι ΗΠΑ όφειλαν να καταβάλουν στην Ελλάδα σημαντικά ανταλλάγματα. Βασικό στοιχείο, συνάμα, της όποιας συμφωνίας θα έπρεπε να ήταν η πρόβλεψη για την απομάκρυνση των βάσεων από το ελληνικό έδαφος. Υπ’ αυτή την έννοια, από την ελληνική οπτική αντικείμενο της διαπραγμάτευσης αποτελούσαν οι όροι λειτουργίας των βάσεων μέχρι την υπό προσδιορισμό στιγμή της κατάργησής τους. Έτσι, η ελληνική πλευρά δεν δίστασε να θέσει αιτήματα, τα οποία ήδη κατά το παρελθόν είχαν δυσχεράνει τις διαπραγματεύσεις, εφόσον θεωρούνταν μη υλοποιήσιμα από τις ΗΠΑ, όπως εγγυήσεις για τα ελληνικά σύνορα στο Αιγαίο, παροχή βοήθειας ανάλογης με εκείνη που λάμβανε η Τουρκία, καθώς και πλήρη ελληνικό έλεγχο επί των βάσεων. Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, δεν είχε ακόμη αντιληφθεί πως οι ΗΠΑ ανησυχούσαν πλέον περισσότερο για τις εξελίξεις στον Περσικό Κόλπο απ’ ό,τι για την Ανατολική Μεσόγειο και πως κατ’ επέκταση η Τουρκία είχε αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη σημασία για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Ήδη το 1981 η Τουρκία είχε διασφαλίσει αύξηση της παρεχόμενης σε αυτή στρατιωτικής βοήθειας και δεχόταν προτάσεις περαιτέρω αύξησης προκειμένου να προσφέρει στις ΗΠΑ πρόσθετες διευκολύνσεις. Όταν, επομένως, τον Νοέμβριο του 1982 η Ελλάδα κατέθεσε τις προτάσεις της στις ΗΠΑ αιτούμενη, μεταξύ άλλων, ανταλλάγματα που άγγιζαν σε ετήσια αξία το 1 δισεκατομμύριο δολάρια, ήταν προφανές πως δεν λάμβανε υπόψη της τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ. Τον Φεβρουάριο του 1983 η αμερικανική κυβέρνηση παρουσίασε τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, στον οποίο η εκτιμώμενη βοήθεια προς την Τουρκία διπλασιαζόταν ενώ η αντίστοιχη προς την Ελλάδα έμενε στάσιμη. Επρόκειτο για μια εξέλιξη που κινητοποίησε την ελληνική μεριά και προκάλεσε την παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού (Βαληνάκης, 2005: 294-303).
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Ελλάδας από το ΠΑΣΟΚ δεν υλοποιήθηκαν ακραίες προεκλογικές θέσεις, όπως ήταν η απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων και η αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Οι πραγματικές ανάγκες της χώρας δεν επέτρεψαν μια τέτοιας έκτασης ρήξη με τον δυτικό κόσμο. Προκειμένου, όμως, να διατηρηθεί η εντύπωση πως το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε μια ανεξάρτητη πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ και τις λοιπές δυτικές δυνάμεις, ώστε να εκπληρωθούν εσωτερικές κομματικές αξιώσεις, ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέφυγε στην τακτική των διαφοροποιήσεων από την κοινή αμερικανική και ευρωπαϊκή στάση. Ένα πρώτο δείγμα αυτής της διαφοροποίησης αποτέλεσε το γεγονός ότι η Ελλάδα αρνήθηκε να ακολουθήσει την πολιτική κυρώσεων και καταδίκης απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς που επέβαλε το 1981 ο Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία, παρά τις συνεχείς παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων από τη μεριά του καθεστώτος. Αντιστοίχως, όταν το 1983 οι σοβιετικοί κατέρριψαν επιβατικό Boeing 747 της Νότιας Κορέας, το οποίο εισήλθε στον εναέριο χώρο τους, με την αιτιολόγηση πως θεωρήθηκε κατασκοπευτικό, η Ελλάδα που κατείχε τότε την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεν συμμερίστηκε τις έντονες αντιδράσεις των ΗΠΑ και των άλλων δυτικών κρατών. Η επιλογή αυτή προκάλεσε ενόχληση στις ΗΠΑ, όπως αντιστοίχως και η πρωτοβουλία του Ανδρέα Παπανδρέου την επόμενη χρονιά να προσχωρήσει στην ομάδα πολιτικών προσώπων που αντιτάσσονταν στη διεύρυνση των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Οι απόψεις της «Πρωτοβουλίας των Έξι» στρέφονταν κατά των ισχυρών δυνάμεων, τις οποίες θεωρούσαν υπεύθυνες για τη συνεχιζόμενη ένταση του ψυχροπολεμικού κλίματος. Οι θέσεις αυτές σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες επικρίσεις που διατύπωνε ο Έλληνας πρωθυπουργός εις βάρος της γενικότερης πολιτικής των ΗΠΑ ενέτειναν την αμερικανική δυσφορία απέναντι στην Ελλάδα. Το 1985, μάλιστα, οι ΗΠΑ απέτρεψαν επισήμως τους πολίτες τους να ταξιδεύσουν στην Ελλάδα, μέσω ταξιδιωτικής οδηγίας, λόγω του κινδύνου τρομοκρατικών ενεργειών. Η επιδείνωση αυτή των ελληνοαμερικανικών σχέσεων άρχισε να περιορίζεται σταδιακά, όταν η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε πορεία βελτίωσης των μεταξύ τους σχέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έπαψαν να έχουν την οξύτητα των προηγούμενων ετών. Η συνεργασία, άλλωστε, μεταξύ των δύο κρατών συνεχίστηκε, εφόσον η ελληνική κυβέρνηση, παρά την αδυναμία επίτευξης μιας νέας συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις το 1988, δέχτηκε την παράταση της παραμονής τους (Ροζάκης, 2000: 371-382).
Η εύλογη δυσαρέσκεια της Ελλάδας για την αμερικανική στάση στα γεγονότα της Κύπρου εκφράστηκε με διαφορετικό τρόπο από τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και τις ακόλουθες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Η Νέα Δημοκρατία, αν και επιχείρησε να διευρύνει τις πηγές στήριξης της χώρας τόσο μέσα από την ένταξη στην ΕΟΚ όσο και μέσα από την προσέγγιση ακόμη και σοσιαλιστικού προσανατολισμού κρατών, δεν αγνόησε ποτέ την αξία της αμερικανικής συνδρομής, έστω κι αν δυσαρεστούσε την εκλογική της βάση. Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ, αν και δεν κατόρθωσε να υποκαταστήσει τη συνδρομή των ΗΠΑ μέσα από κάποια άλλη συνεργασία, ακολούθησε πολιτική ρήξης με τη δυτική υπερδύναμη προκειμένου να αποκομίσει εκλογικά οφέλη, περιορίζοντας, έτσι, τα κέρδη που θα προσέφερε στη χώρα μια ηπιότερη ή πιο φιλική στάση απέναντι στις ΗΠΑ.