Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωνσταντίνος Μάντης: Οι σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ (1974-1989)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Michael Tompsett 
 
Κωνσταντίνος Μάντης: Οι σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ (1974-1989)
 
     Η δυνατότητα των ΗΠΑ να επηρεάζουν την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή του Αιγαίου τις καθιστούσε σημαντικό σύμμαχο για την Ελλάδα, έστω κι αν δεν προσέφεραν τη σύμπραξή τους κατά το κρίσιμο διάστημα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και ακολούθως στις προσπάθειες του ελληνισμού να διακόψει την τουρκική κατοχή μέρους της νήσου. Τόσο οι κυβερνήσεις της φιλοδυτικής Νέας Δημοκρατίας όσο και οι κυβερνήσεις του αρχικώς αντιαμερικανικά διακείμενου ΠΑΣΟΚ κατανοούσαν τον κρίσιμο ρόλο των ΗΠΑ και επιχείρησαν να διασφαλίσουν ουσιώδη οφέλη από τις συναλλαγές μαζί τους, με κύριο μέσο τις διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις επί του ελληνικού εδάφους. Σε αντίθεση, βέβαια, με την ιδεολογικά ανεξάρτητη Νέα Δημοκρατία που αναγνώριζε σταθερά τη σημασία της αμερικανικής στήριξης, το ΠΑΣΟΚ επιδίωξε να παρουσιαστεί στην ελληνική πολιτική σκηνή ως το κόμμα που θα πετύχαινε την «εθνική ανεξαρτησία» από την κηδεμονία των ΗΠΑ, στις οποίες καταλόγιζε την ευθύνη όχι μόνο για το Κυπριακό και τη δικτατορία, αλλά και για τη γενικότερη οικονομική δυσπραγία της Ελλάδας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυτοδεσμευτεί σε μια συγκρουσιακή πολιτική με τις ΗΠΑ προκειμένου να ικανοποιήσει την εκλογική του βάση (Μητσοτάκης, 2006: 61-65 & 110-114).
 
Κυβερνήσεις Νέας Δημοκρατίας (1974-1981)
 
Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ στις αρχές της μεταπολίτευσης  
     Η αδράνεια των ΗΠΑ απέναντι στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο είχε προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια στην ελληνική κοινή γνώμη και είχε απογοητεύσει τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ως εκ τούτου, η κίνηση της αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ αποσκοπούσε, κατά τον Καραμανλή, αφενός στο να ασκηθεί πίεση στις δυτικές δυνάμεις προκειμένου να στηρίξουν τη δοκιμαζόμενη Κύπρο και αφετέρου να ικανοποιηθούν οι αντιδυτικές και αντιαμερικανικές διαθέσεις της ελληνικής κοινής γνώμης (Χατζηβασιλείου, 2000: 299-300).
     Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αμέσως μετά την επικράτησή του στις εκλογές του 1974 γνωστοποίησε πως, πέρα από την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, η χώρα ξεκινούσε την αναθεώρηση των συμφωνιών για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα. Ο Καραμανλής επιδίωκε να εκσυγχρονίσει τις συμφωνίες αυτές κατά τρόπο πιο πρόσφορο για τα ελληνικά συμφέροντα, χωρίς εντούτοις να αποσκοπεί σε κάποιου είδους ρήξη με τις ΗΠΑ. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατανοούσε τα αντιαμερικανικά συναισθήματα της κοινής γνώμης, αντιλαμβανόταν εντούτοις το υψηλός κόστος που θα είχε ένας ριζικός αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα είχε ανάγκη τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, όπως και γενικότερα με τους δυτικούς συμμάχους, προκειμένου να διασφαλίσει τις αμυντικές της δυνατότητες (Σβολόπουλος, 2008: 205-207). 
     Οι ΗΠΑ δεν προχώρησαν σε κάποια ουσιαστική παρέμβαση στο Κυπριακό ζήτημα, εφόσον δεν επιθυμούσαν να διαταράξουν τις σχέσεις τους με την Τουρκία. Τον Φεβρουάριο του 1975, ωστόσο, το Κογκρέσο, παρά την αντίθεση της αμερικανικής κυβέρνησης, επέβαλε τη διακοπή χορήγησης στρατιωτικού υλικού στην Τουρκία, διότι ο χορηγούμενος οπλισμός από τις ΗΠΑ, όπως προέβλεπε η νομοθεσία τους, μπορούσε να αξιοποιηθεί για αμυντικούς σκοπούς και όχι για επιθετικούς, όπως είχε γίνει εις βάρος της Κύπρου. Το εμπάργκο, στη διατήρηση του οποίου συνέβαλαν και οι Έλληνες ομογενείς, παρέμεινε τυπικά σε εφαρμογή μέχρι το καλοκαίρι του 1978, έστω κι αν ενδιαμέσως η κυβέρνηση των ΗΠΑ έβρισκε τρόπους να το παρακάμπτει (Βαληνάκης, 2005: 266-268). Χάρη στο αμερικανικό εμπάργκο, πάντως, η ελληνική κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα κατά την περίοδο 1975-76 να προμηθευτεί στρατιωτικό εξοπλισμό και να διευρύνει τις σχετικές παραγγελίες προκειμένου να αμβλυνθεί η ανισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο (Χατζηβασιλείου, 2000: 300).
 
1975-1976: Διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές βάσεις
     Η ελληνική κυβέρνηση, υπό την πρωθυπουργία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχε διαμηνύσει ήδη από το 1974 στις ΗΠΑ τη βούλησή της να υπάρξει αναθεώρηση των συμφωνιών για τις βάσεις επί ελληνικού εδάφους. Με την κίνηση αυτή η ελληνική πλευρά αποσκοπούσε στην άσκηση πρόσθετης πίεσης στους Αμερικανούς σχετικά με την υπόθεση της Κύπρου, αλλά και στη γενικότερη διασφάλιση της ελληνικής άμυνας. Οι υπάρχουσες συμφωνίες, άλλωστε, δεν ανταποκρίνονταν στους αμυντικούς σχεδιασμούς της χώρας, όπως αυτοί είχαν προκύψει ύστερα από την έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός επιθυμούσε να διατηρηθούν από τις αμερικανικές βάσεις μόνο εκείνες που συνεισέφεραν ουσιωδώς στην ασφάλεια του ελληνικού κράτους, ενώ οι υπόλοιπες θα έπρεπε να καταργηθούν. Σύμφωνα με τον νέο τρόπο θέασης του ζητήματος, οι αμερικανικές βάσεις είχαν λόγο ύπαρξης μόνο αν ενίσχυαν την άμυνα και διασφάλιζαν την ακεραιότητα της χώρας. Υπό το πρίσμα αυτό ξεκίνησαν οι σχετικές διαπραγματεύσεις τον Φεβρουάριο του 1975 και διήρκεσαν μέχρι τον Απρίλιο του ίδιου έτους, οπότε τα δύο κράτη κατέληξαν σε μια πρωταρχική συμφωνία. Οι όροι της συμφωνίας αυτής, όπως καταγράφηκαν σε κοινή δήλωση των δύο κυβερνήσεων, προέβλεπαν τη διακοπή των παρεχόμενων διευκολύνσεων στο λιμάνι της Ελευσίνας, την κατάργηση της βάσης των ΗΠΑ στην περιοχή του Ελληνικού, τη λήψη απόφασης σχετικά με τις υπόλοιπες βάσεις στο πλαίσιο μεταγενέστερων διαπραγματεύσεων, την αλλαγή του νομικού καθεστώτος για το προσωπικό αμερικανικής υπηκοότητας στις βάσεις, καθώς και τον καθορισμό Έλληνα Διοικητή για τις εναπομείνασες σε λειτουργία βάσεις. Σε ό,τι αφορούσε, πάντως, το Ελληνικό, θα συνεχιζόταν η παροχή συγκεκριμένων διευκολύνσεων στις ΗΠΑ -άμεσα συνδεόμενων με την άμυνα του ελληνικού χώρου- εντός των εκεί ελληνικών αεροπορικών εγκαταστάσεων (Βαληνάκης, 2005: 276-279).
     Το επόμενο έτος, ειδικότερα τον Μάρτιο του 1976, η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε στην υπογραφή διμερούς συμφωνίας με την Τουρκία, μέσω της οποίας διασφαλιζόταν η παροχή εντός τεσσάρων ετών εξοπλισμού αξίας που ξεπερνούσε το ένα δισεκατομμύριο δολάρια ως αποζημίωση για τις αμερικανικές βάσεις στο έδαφος της Τουρκίας. Επρόκειτο για μια σαφή προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να παρακάμψει το εμπάργκο που είχε επιβληθεί από το Κογκρέσο. Η συμφωνία αυτή, πάντως, προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τους κινδύνους που ενείχε η στρατιωτική ενίσχυση της Τουρκίας. Η διαμαρτυρία του Έλληνα πρωθυπουργού στηρίχθηκε από ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων κινητοποιήθηκε ιδιαιτέρως η Γαλλία. Οι ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν θετικά στις ελληνικές ενστάσεις και τον Απρίλιο του 1976 συνυπέγραψαν με την Ελλάδα «Κείμενο Αρχών», μέσω του οποίου διασφαλιζόταν στρατιωτική ενίσχυση επτακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων στην Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή διαμόρφωνε μια ισορροπία αμερικανικής ενίσχυσης 7:10 στην Ελλάδα και την Τουρκία, ενισχύοντας τις προοπτικές διαφύλαξης της ειρήνης μεταξύ των δύο κρατών. Την αναλογία αυτή, μάλιστα, τη διατήρησαν οι ΗΠΑ και τα επόμενα χρόνια (Σβολόπουλος, 2008, 207-217).
     Το «Κείμενο Αρχών», που είναι επίσης γνωστό ως συμφωνία Μπίτσιου- Kissinger με βάση τα ονόματα των υπουργών Εξωτερικών που διενέργησαν τις διαπραγματεύσεις, επιβεβαίωνε σημεία της συμφωνίας του προηγούμενου έτους και, συνάμα, προσέθετε νέες παραμέτρους. Οι ΗΠΑ αναγνώριζαν πως οι βάσεις όφειλαν να εξυπηρετούν κατά τρόπο αμοιβαίο τις αμυντικές ανάγκες των δύο κρατών και αποδέχονταν να απαιτείται η έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης για κάθε επιχείρηση που θα διενεργούνταν σε αυτές. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν το γεγονός πως η ελληνοαμερικανική αυτή συμφωνία συμπληρωνόταν από μια επιστολή του Kissinger προς τον Έλληνα ομόλογό του, Δημήτρη Μπίτσιο, στην οποία ο Αμερικανός υπουργός δήλωνε πως οι ΗΠΑ θα αντιτάσσονταν σε οποιαδήποτε προσπάθεια στρατιωτικής επίλυσης των διαφορών ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα. Επρόκειτο για μια σημαντική δέσμευση από την πλευρά των ΗΠΑ αφενός γιατί η ισχυρή σύμμαχος θα προσπαθούσε να αποτρέψει οποιαδήποτε νέα κλιμάκωση στην περιοχή του Αιγαίου και αφετέρου διότι αναγνωριζόταν πως το εθνικά συμφέρον για την Ελλάδα σχετιζόταν με την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα με τις κινήσεις της Τουρκίας (Μητσοτάκης, 2006: 88-91).
 
1977-1981: Διαπραγματεύσεις για μια Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας
     Μετά την υπογραφή των προκαταρκτικών συμφωνιών της περιόδου 1975-76 η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε νέο γύρο διαπραγματεύσεων με την αμερικανική το 1977. Στόχος ήταν η υπογραφή μιας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας (DCA) μέσω της οποίας θα διασφαλίζονταν αμοιβαία οι επιδιώξεις των δύο κρατών. Πράγματι, τον Ιούλιο του 1977 υπογράφηκε μια σχετική συμφωνία, η οποία όμως δεν δόθηκε εγκαίρως προς κύρωση. Η Ελλάδα θεώρησε πως αν κυρωνόταν η συμφωνία αυτή από τις ΗΠΑ μαζί με την αντίστοιχη αμερικανοτουρκική, αυτό θα οδηγούσε στην άρση του εμπάργκο για την παροχή οπλισμού στην Τουρκία. Για τον λόγο αυτό η ελληνική πλευρά καθυστέρησε σημαντικά τη διαδικασία. Όταν, ωστόσο, το φθινόπωρο του επόμενου έτους έγινε τελικά η άρση του εμπάργκο, η Ελλάδα αρνήθηκε την κύρωση της δικής της συμφωνίας. Αιτήθηκε, μάλιστα, την ύπαρξη περαιτέρω διαπραγματεύσεων λόγω των νέων δεδομένων που είχαν προκύψει (Βαληνάκης, 2005: 280-283).
     Η ελληνική κυβέρνηση θα συνδέσει από το 1978 το ζήτημα των διαπραγματεύσεων για τις βάσεις με την πλήρη επαναφορά της χώρας στη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Αίτημά της ήταν η επιστροφή της στο στρατιωτικό σκέλος να γίνει χωρίς να υπάρξει διαφοροποίηση στους όρους που σχετίζονταν με τον έλεγχο της περιοχής του Αιγαίου. Η διαδικασία επανένταξης, ωστόσο, υπήρξε δυσχερής, διότι η Τουρκία διεκδικούσε να τεθεί μέρος του Αιγαίου υπό τον δικό της επιχειρησιακό έλεγχο, όρο που, εύλογα, η Ελλάδα δεν μπορούσε να δεχτεί. Επιμέρους προτάσεις των συμμάχων, οι οποίες βασίζονταν στην απουσία προκαθορισμένων ορίων ελέγχου και στην εξέταση του ζητήματος αναλόγως των εκάστοτε συνθηκών απορρίφθηκαν από την ελληνική πλευρά. Η επανένταξη της Ελλάδας θα καταστεί, τελικά, εφικτή μόλις τον Οκτώβριο του 1980, όταν στην Τουρκία επιβλήθηκε πραξικοπηματικά κυβέρνηση στρατιωτικών, η οποία υποχώρησε στις πιέσεις των συμμάχων και απέσυρε τις πρότερες τουρκικές αξιώσεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Ελλάδα αφενός εντασσόταν εκ νέου στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, υπό τους ίδιους όρους που ίσχυαν και προ της αποχώρησής της, και αφετέρου είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις της με τις ΗΠΑ για τη σύναψη αμυντικής συμφωνίας (Σβολόπουλος, 2008: 207-209).
     Ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων, ωστόσο, επηρεάστηκε για μια ακόμη φορά από τις εξελίξεις στην Τουρκία. Το γεγονός ότι τον Μάϊο του 1980 οι ΗΠΑ υπέγραψαν με την Τουρκία Σύμφωνο Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας (DECA) με όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς για την τουρκική πλευρά καθόριζε για την Ελλάδα ως αναγκαίο στόχο την επίτευξη μιας ανάλογα ευνοϊκής συμφωνίας. Τα αιτήματα, ωστόσο, της Ελλάδας δυσχέραιναν τη διαπραγματευτική διαδικασία, καθώς θεωρούνταν μη αποδεκτά από τις ΗΠΑ είτε λόγω νομικών κωλυμάτων είτε επειδή κινούνταν πέρα από τα όσα ήταν διατεθειμένες να προσφέρουν οι ΗΠΑ. Ειδικότερα, η Ελλάδα ζητούσε, μεταξύ άλλων, κάποιου είδους δέσμευση πως θα συνεχιζόταν η αναλογία 7:10 στην παρεχόμενη βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία, την τοποθέτηση Ελλήνων διοικητών στις λειτουργούσες βάσεις, καθώς και τη διασφάλιση των συνόρων της από ενδεχόμενη τουρκική επίθεση (Μητσοτάκης, 2006: 99-101). Η αμερικανική απάντηση στα αιτήματα αυτά ήταν αρνητική, διότι ως προς το πρώτο δεν ήταν εφικτό να υπαγορεύσουν μέσω μιας τέτοιας συμφωνίας τις μελλοντικές αποφάσεις του Κογκρέσου, ως προς το δεύτερο αίτημα το Σύνταγμα των ΗΠΑ δεν επέτρεπε την ανάθεση της διοίκησης αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων σε αλλοεθνή, ενώ, ακόμη και το αίτημα παροχής εγγυήσεων για τα ελληνικά σύνορα συνιστούσε προβληματικό όρο, εφόσον θα ανάγκαζε τις ΗΠΑ να έρθουν σε αντιπαράθεση με μία σημαντική σύμμαχο για εκείνες, την Τουρκία. Έτσι, ενώ οι ΗΠΑ είχαν την εντύπωση πως στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων θα έρχονταν αντιμέτωπες πρωτίστως με οικονομικής υφής αιτήματα, διαπιστώθηκε πως τα κρίσιμα για την Ελλάδα ζητούμενα ήταν δυσκολότερο να διασφαλιστούν. Ως εκ τούτου, οι διαπραγματεύσεις παρατάθηκαν έτι περαιτέρω με αποτέλεσμα τον Ιούνιο του 1981, καθώς οι δύο πλευρές δεν είχαν καταλήξει ακόμη σε έναν αμοιβαία αποδεκτό συμβιβασμό, να διακοπούν οι συνομιλίες με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης. Η Ελλάδα είχε προγραμματίσει βουλευτικές εκλογές για τον Οκτώβριου εκείνου του έτους, οπότε θεωρήθηκε πως το εναπομείναν διάστημα δεν επαρκούσε για την επίλυση των εκκρεμοτήτων, ώστε να προκύψει εγκαίρως η ζητούμενη συμφωνία. Το διεθνές κλίμα, άλλωστε, την περίοδο εκείνη δεν ευνοούσε τις ελληνικές επιδιώξεις, καθώς οι συγκρούσεις στην περιοχή του Περσικού Κόλπου μεταξύ Ιράν και Ιράκ ενίσχυαν τη σημασία της Τουρκίας ως συμμάχου για τις ΗΠΑ (Βαληνάκης, 2005: 285-294).
     Οι ΗΠΑ από τη μεριά τους συμφώνησαν με την αναβολή των διαπραγματεύσεων, διότι είχε αρχίσει να γίνεται αντιληπτό πως το ΠΑΣΟΚ είχε τη δυναμική να επικρατήσει στις επικείμενες εκλογές. Επρόκειτο, άλλωστε, για ένα κόμμα το οποίο είχε δηλώσει πως δεν θα αποδεχόταν μια συμφωνία υπογεγραμμένη από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Υπήρχε, έτσι, η αίσθηση πως μια κυβερνητική αλλαγή μπορούσε να ανατρέψει το κλίμα συνεννόησης μεταξύ των δύο κρατών (Μητσοτάκης, 2006: 102-104).
 
Βήματα διεύρυνσης των ελληνικών διπλωματικών ερεισμάτων
     Οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας επιχείρησαν να ενισχύσουν τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές διπλωματικό πεδίο και να περιορίσουν την εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό το 1975 η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση ένταξης στην ΕΟΚ, το οποίο ευοδώθηκε τελικά τον Μάϊο του 1979 με την υπογραφή της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Παραλλήλως, οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας αποδέσμευσαν τις διπλωματικές τους επαφές από την προϋπόθεση της ύπαρξης κοινού ιδεολογικού και κοινωνικού καθεστώτος με τα κράτη που θα μπορούσαν να συνεργαστούν. Υπ’ αυτό το πρίσμα η Ελλάδα επιδίωξε τη βελτίωση των διπλωματικών της σχέσεων με τα άλλα βαλκανικά κράτη, καθώς και με την ίδια τη Σοβιετική Ένωση, όπως αυτό διαφάνηκε από την επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1979. Τον επόμενο μήνα, μάλιστα, ο Έλληνας πρωθυπουργός επισκέφτηκε και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επισφραγίζοντας την απουσία ιδεολογικών στεγανών στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Αντίστοιχα διπλωματικά ανοίγματα έγιναν από τις ελληνικές κυβερνήσεις και προς τις αραβικές χώρες (Σβολόπουλος, 2000: 324-339).
 
Κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ (1981-1989)
Οι θέσεις του ΠΑΣΟΚ για την εξωτερική πολιτική
     Το ΠΑΣΟΚ αξιοποίησε και υποδαύλισε προκειμένου να ανέλθει στην εξουσία τα αντιδυτικά και αντιαμερικανικά συναισθήματα της κοινής γνώμης, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και της συνακόλουθης διεκδικητικής τακτικής της Τουρκίας στον χώρο του Αιγαίου. Βασική θέση του Ανδρέα Παπανδρέου, προέδρου του ΠΑΣΟΚ, ήταν πως η Ελλάδα είχε πληγεί από την πολιτική των ΗΠΑ και των δυτικών κρατών γενικότερα. Πρέσβευε, έτσι, την άποψη πως η Ελλάδα όφειλε να συγκροτήσει μια δική της αυτόνομη εξωτερική πολιτική, η οποία θα την οδηγούσε πέρα από τον αμερικανικό και ευρωπαϊκό έλεγχο. Το ΠΑΣΟΚ επιδίωκε να ελαχιστοποιήσει την επίδραση των ΗΠΑ στα ελληνικά εθνικά ζητήματα, αλλά και να μην ενταχθεί η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία -κατά το ΠΑΣΟΚ- εξυπηρετούσε τα αμερικανικά συμφέροντα. Επιδίωκε, συνάμα, να αποδεσμεύσει τη χώρα από το ανταγωνιστικό δίπολο των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ μέσα από νέες συνεργασίες με χώρες διαφορετικής προοπτικής, όπως ήταν εκείνες του Τρίτου Κόσμου. Σταδιακά, ωστόσο, παρά τη συνέχιση της αντιαμερικανικής ρητορικής, που έβρισκε απήχηση στο εκλογικό του κοινό, το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε μια πιο πραγματιστική θεώρηση σχετικά με τις ανάγκες της χώρας και τον ρόλο της αμερικανικής στρατιωτικής και πολιτικής συνδρομής (Ροζάκης, 2000: 371-374).
 
1981-1983: Διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές βάσεις
     Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, επανέλαβε απόψεις που είχε διατυπώσει παλαιότερα ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι βάσεις εξυπηρετούσαν αποκλειστικά τα αμερικανικά συμφέροντα και δεν συνδέονταν με την ελληνική άμυνα ή τους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ, ως εκ τούτου για τη συνέχιση της λειτουργίας τους οι ΗΠΑ όφειλαν να καταβάλουν στην Ελλάδα σημαντικά ανταλλάγματα. Βασικό στοιχείο, συνάμα, της όποιας συμφωνίας θα έπρεπε να ήταν η πρόβλεψη για την απομάκρυνση των βάσεων από το ελληνικό έδαφος. Υπ’ αυτή την έννοια, από την ελληνική οπτική αντικείμενο της διαπραγμάτευσης αποτελούσαν οι όροι λειτουργίας των βάσεων μέχρι την υπό προσδιορισμό στιγμή της κατάργησής τους. Έτσι, η ελληνική πλευρά δεν δίστασε να θέσει αιτήματα, τα οποία ήδη κατά το παρελθόν είχαν δυσχεράνει τις διαπραγματεύσεις, εφόσον θεωρούνταν μη υλοποιήσιμα από τις ΗΠΑ, όπως εγγυήσεις για τα ελληνικά σύνορα στο Αιγαίο, παροχή βοήθειας ανάλογης με εκείνη που λάμβανε η Τουρκία, καθώς και πλήρη ελληνικό έλεγχο επί των βάσεων. Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, δεν είχε ακόμη αντιληφθεί πως οι ΗΠΑ ανησυχούσαν πλέον περισσότερο για τις εξελίξεις στον Περσικό Κόλπο απ’ ό,τι για την Ανατολική Μεσόγειο και πως κατ’ επέκταση η Τουρκία είχε αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη σημασία για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Ήδη το 1981 η Τουρκία είχε διασφαλίσει αύξηση της παρεχόμενης σε αυτή στρατιωτικής βοήθειας και δεχόταν προτάσεις περαιτέρω αύξησης προκειμένου να προσφέρει στις ΗΠΑ πρόσθετες διευκολύνσεις. Όταν, επομένως, τον Νοέμβριο του 1982 η Ελλάδα κατέθεσε τις προτάσεις της στις ΗΠΑ αιτούμενη, μεταξύ άλλων, ανταλλάγματα που άγγιζαν σε ετήσια αξία το 1 δισεκατομμύριο δολάρια, ήταν προφανές πως δεν λάμβανε υπόψη της τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ. Τον Φεβρουάριο του 1983 η αμερικανική κυβέρνηση παρουσίασε τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, στον οποίο η εκτιμώμενη βοήθεια προς την Τουρκία διπλασιαζόταν ενώ η αντίστοιχη προς την Ελλάδα έμενε στάσιμη. Επρόκειτο για μια εξέλιξη που κινητοποίησε την ελληνική μεριά και προκάλεσε την παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού (Βαληνάκης, 2005: 294-303).
 
1983: Συμφωνία Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας (DECA)
     Παρά τις δυσκολίες των διαπραγματεύσεων, στις 14 Ιουλίου 1983 οι δύο πλευρές υπέγραψαν την τελική συμφωνία, έχοντας μόλις τον προηγούμενο μήνα προχωρήσει σε κρίσιμες αμοιβαίες παραχωρήσεις. Η Ελλάδα είχε δεχτεί να μην υπάρξει στη συμφωνία ρητή αναφορά στην απομάκρυνση των βάσεων, ενώ οι ΗΠΑ είχαν δεχτεί να υπάρξει δέσμευσή τους για τη διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή του Αιγαίου. Η DECA του 1983 δεν απέδωσε στη χώρα το μέγιστο των ωφελημάτων που θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί, διότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν περισσότερο ανήσυχη για το πώς θα ήταν σε θέση να παρουσιάσει την υπογραφή συμφωνίας στους Έλληνες πολίτες, χωρίς να φανεί ότι δεν είχε αθετήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Σημαντικός χρόνος, για παράδειγμα, αναλώθηκε στη διατύπωση του άρθρου XII της συμφωνίας, το οποίο είναι διαφορετικά διατυπωμένο στο ελληνικό κείμενο και διαφορετικά στο αγγλικό. Ενώ στο ελληνικό αναφέρει πως η «Συμφωνία αυτή τερματίζεται μετά πέντε χρόνια», στο αγγλικό η διατύπωση οδηγεί σε διαφορετική ανάγνωση, εφόσον αναφέρει πως «This Agreement is terminable after five years», δύναται, δηλαδή, να τερματιστεί μετά από πέντε χρόνια. Πρόκειται για μια διαφοροποίηση που αποσκοπούσε στο να επιτρέψει στην ελληνική κυβέρνηση να παρουσιάσει τη σχετική συμφωνία ως υλοποίηση των δεσμεύσεών της, έστω κι αν, όπως φάνηκε στη συνέχεια, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν είχε την πρόθεση να απομακρύνει τις βάσεις από το ελληνικό έδαφος. Με το πολιτικό κόστος κατά νου, άλλωστε, η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλησε να εντάξει στη συμφωνία όρους που θα φανέρωναν διάθεση συνεργασίας με τις αμερικανικές δυνάμεις. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τους όρους της συμφωνίας του 1977 η DECA του 1983 δεν προέβλεπε συνεκμετάλλευση των συλλεγόμενων από τις αμερικανικές βάσεις πληροφοριών, περιόριζε τη δικαιοδοσία του ανώτερου Έλληνα αξιωματικού, ο οποίος θα ονομαζόταν Αντιπρόσωπος και όχι Διοικητής, ενώ, συνάμα, δεν προέβλεπε την απασχόληση ελληνικού προσωπικού στις αμερικανικές εγκαταστάσεις (Μητσοτάκης, 2006: 172-187).     
 
Παράγοντες ψύχρανσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων
     Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Ελλάδας από το ΠΑΣΟΚ δεν υλοποιήθηκαν ακραίες προεκλογικές θέσεις, όπως ήταν η απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων και η αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Οι πραγματικές ανάγκες της χώρας δεν επέτρεψαν μια τέτοιας έκτασης ρήξη με τον δυτικό κόσμο. Προκειμένου, όμως, να διατηρηθεί η εντύπωση πως το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε μια ανεξάρτητη πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ και τις λοιπές δυτικές δυνάμεις, ώστε να εκπληρωθούν εσωτερικές κομματικές αξιώσεις, ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέφυγε στην τακτική των διαφοροποιήσεων από την κοινή αμερικανική και ευρωπαϊκή στάση. Ένα πρώτο δείγμα αυτής της διαφοροποίησης αποτέλεσε το γεγονός ότι η Ελλάδα αρνήθηκε να ακολουθήσει την πολιτική κυρώσεων και καταδίκης απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς που επέβαλε το 1981 ο Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία, παρά τις συνεχείς παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων από τη μεριά του καθεστώτος. Αντιστοίχως, όταν το 1983 οι σοβιετικοί κατέρριψαν επιβατικό Boeing 747 της Νότιας Κορέας, το οποίο εισήλθε στον εναέριο χώρο τους, με την αιτιολόγηση πως θεωρήθηκε κατασκοπευτικό, η Ελλάδα που κατείχε τότε την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεν συμμερίστηκε τις έντονες αντιδράσεις των ΗΠΑ και των άλλων δυτικών κρατών. Η επιλογή αυτή προκάλεσε ενόχληση στις ΗΠΑ, όπως αντιστοίχως και η πρωτοβουλία του Ανδρέα Παπανδρέου την επόμενη χρονιά να προσχωρήσει στην ομάδα πολιτικών προσώπων που αντιτάσσονταν στη διεύρυνση των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Οι απόψεις της «Πρωτοβουλίας των Έξι» στρέφονταν κατά των ισχυρών δυνάμεων, τις οποίες θεωρούσαν υπεύθυνες για τη συνεχιζόμενη ένταση του ψυχροπολεμικού κλίματος. Οι θέσεις αυτές σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες επικρίσεις που διατύπωνε ο Έλληνας πρωθυπουργός εις βάρος της γενικότερης πολιτικής των ΗΠΑ ενέτειναν την αμερικανική δυσφορία απέναντι στην Ελλάδα. Το 1985, μάλιστα, οι ΗΠΑ απέτρεψαν επισήμως τους πολίτες τους να ταξιδεύσουν στην Ελλάδα, μέσω ταξιδιωτικής οδηγίας, λόγω του κινδύνου τρομοκρατικών ενεργειών. Η επιδείνωση αυτή των ελληνοαμερικανικών σχέσεων άρχισε να περιορίζεται σταδιακά, όταν η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε πορεία βελτίωσης των μεταξύ τους σχέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έπαψαν να έχουν την οξύτητα των προηγούμενων ετών. Η συνεργασία, άλλωστε, μεταξύ των δύο κρατών συνεχίστηκε, εφόσον η ελληνική κυβέρνηση, παρά την αδυναμία επίτευξης μιας νέας συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις το 1988, δέχτηκε την παράταση της παραμονής τους (Ροζάκης, 2000: 371-382).
 
Συμπεράσματα
     Η εύλογη δυσαρέσκεια της Ελλάδας για την αμερικανική στάση στα γεγονότα της Κύπρου εκφράστηκε με διαφορετικό τρόπο από τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και τις ακόλουθες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Η Νέα Δημοκρατία, αν και επιχείρησε να διευρύνει τις πηγές στήριξης της χώρας τόσο μέσα από την ένταξη στην ΕΟΚ όσο και μέσα από την προσέγγιση ακόμη και σοσιαλιστικού προσανατολισμού κρατών, δεν αγνόησε ποτέ την αξία της αμερικανικής συνδρομής, έστω κι αν δυσαρεστούσε την εκλογική της βάση. Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ, αν και δεν κατόρθωσε να υποκαταστήσει τη συνδρομή των ΗΠΑ μέσα από κάποια άλλη συνεργασία, ακολούθησε πολιτική ρήξης με τη δυτική υπερδύναμη προκειμένου να αποκομίσει εκλογικά οφέλη, περιορίζοντας, έτσι, τα κέρδη που θα προσέφερε στη χώρα μια ηπιότερη ή πιο φιλική στάση απέναντι στις ΗΠΑ.
 
Βιβλιογραφία
 
Βαληνάκης, Γ. 2005. «Οι σχέσεις με το ΝΑΤΟ», «Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, 1974-1981» και «Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, 1981-88». Στο Εισαγωγή στην ελληνική εξωτερική πολιτική, 1949-1988, Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
 
Μητσοτάκης, Κ., 2006. Οι συμπληγάδες της εξωτερικής πολιτικής: Εσωτερικές και διεθνείς πιέσεις στις ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για τις βάσεις, 1974-1985, Αθήνα: Πατάκης.
 
Ροζάκης, Χ., 2000. Η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1981-1990. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τμ. ΙΣΤ΄ (σ. 371-391), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
 
Σβολόπουλος, Κ., 2008. Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1945-1981, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
 
Σβολόπουλος, Κ., 2000. Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, 1974-1981. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τμ. ΙΣΤ΄ (σ. 324-339). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
 
Χατζηβασιλείου, Ε., 2000. Η σύσταση και εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος, 1974-1981. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τμ. ΙΣΤ΄ (σ. 294-317). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.

Η διεκδίκηση της γυναικείας ψήφου την περίοδο του Μεσοπολέμου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

 Matt Faulkner illustration


Κωνσταντίνος Μάντης: Η διεκδίκηση της γυναικείας ψήφου την περίοδο του Μεσοπολέμου  

     Οι αλλαγές που επέφεραν στην ελληνική κοινωνία, όπως και στις οικονομικές δομές, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η Μικρασιατική Καταστροφή είχαν ιδιαίτερο αντίκτυπο στις γυναίκες της εποχής και ενίσχυσαν τη δυναμική των φεμινιστικών κινημάτων. Η επαφή των γυναικών με τον χώρο της εργασίας και η αποδέσμευσή τους από τον αποκλειστικά οικιακό ρόλο τους τις οδήγησαν στη συνειδητοποίηση πως αδίκως αποδέχονταν την υποδεέστερη κοινωνική και πολιτική θέση που είχε καθοριστεί για εκείνες. Διεκδίκησαν, έτσι, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ποιοτικότερη εκπαίδευση, εμφανέστερο ρόλο στην κοινωνία και, κυρίως, το δικαίωμα της ψήφου, ώστε να προωθήσουν τις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές που θα οδηγούσαν σε σημαντική βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης. Οι φεμινίστριες της περιόδου αντιλήφθηκαν εγκαίρως πως προϋπόθεση για την ευόδωση των προσπαθειών τους ήταν να αποκτήσει ο αγώνας τους στοιχεία συλλογικότητας. Ό,τι, ωστόσο, παραγνώρισαν ήταν πως οι όποιες νομικές αλλαγές δε θα ήταν επαρκείς για να μεταστρέψουν εξίσου έγκαιρα τις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις στις οποίες εδραζόταν ο προσδιορισμός του κοινωνικού τους ρόλου (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 17-31).     
 
Γυναικείες οργανώσεις της μεσοπολεμικής περιόδου
     Το 1920 ιδρύθηκε από μια ομάδα μορφωμένων γυναικών ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Πρωτοστατούσε στον Σύνδεσμο η Αύρα Θεοδωροπούλου, με σημαντικές συνεργάτιδες, όπως η Άννα Παπαδημητρίου, η Ελένη Πολιτάκη, η Μαρία Δεσύπρη και η Ελένη Ουράνη, η οποία υπέγραφε τα κείμενά της με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Βασικότερη επιδίωξη του Συνδέσμου υπήρξε η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Το γεγονός πως ο Σύνδεσμος ήταν συνδεδεμένος με τη Διεθνή Ένωση υπέρ της γυναικείας ψήφου έδωσε στα μέλη του τη δυνατότητα να αντικρίσουν τα αιτήματά τους από μια ευρύτερη οπτική. Ήρθαν σε επαφή με φεμινίστριες άλλων χωρών και ενημερώθηκαν για τις ποικίλες δυσκολίες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν στο πλαίσιο του δικού τους αγώνα. Τους επέτρεψε, επίσης, να γνωρίσουν πως σε άλλα κράτη οι γυναίκες έλαβαν το δικαίωμα της ψήφου ως αναγνώριση της συμμετοχής τους στη δοκιμασία του πολέμου. Αντιλήφθηκαν, κατ’ αυτό τον τρόπο, πως η ανταπόκριση του ελληνικού κράτους δεν ήταν ανάλογα δίκαιη, παρά τη συμμετοχή των Ελληνίδων στον εθνικό αγώνα του προηγούμενου διαστήματος (Μπουτζουβή, 2003: 290-292).
     Το 1919 αποτέλεσε τη χρονιά σύστασης του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων, το οποίο διαδραμάτιζε συντονιστικό ρόλο για τους συλλόγους και τις οργανώσεις που επιδίωκαν τη βελτίωση της θέσης των γυναικών, ανεξάρτητα από τις όποιες ειδικότερες πολιτικές κατευθύνσεις τους. Το Εθνικό Συμβούλιο ήταν συνδεδεμένο με το Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών αντλώντας, όπως και ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, στοιχεία από τη διεθνή εμπειρία. Τη λειτουργία του στήριζαν, μεταξύ άλλων, η Αικατερίνη Πασπάτη, η Λουκία Ζαΐμη και η Ραλλού Γεωργαντά. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε ο Σοσιαλιστικός Όμιλος Γυναικών, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος με τη Σοσιαλιστική Διεθνή των Γυναικών. Ο Σοσιαλιστικός Όμιλος, αν και δεν αποδεχόταν τον αστικό φεμινισμό, προσέφερε ως ένα βαθμό τη στήριξή του στη συλλογική διεκδίκηση του δικαιώματος των γυναικών στην ψήφο. Τον Σοσιαλιστικό Όμιλο στήριζαν, μεταξύ άλλων, η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Αιμιλία Φοντάνα, η Μαρίκα Μπότση και η Μαρία Αρβανιτάκη. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου συνέχιζε να δραστηριοποιείται και το Λύκειο των Ελληνίδων, το οποίο είχε ιδρυθεί από την Καλιρρόη Παρρέν το 1911. Το Λύκειο, αν και ήταν δικτυωμένο στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής επικράτειας και στήριζε τις γυναίκες μέσω του επιμορφωτικού του ρόλου, δεν κατόρθωσε να υπηρετήσει τις διεκδικήσεις των γυναικών της εποχής. Ο ιδιαίτερα συντηρητικός προσανατολισμός του δεν επέτρεψε την υιοθέτηση επίκαιρων αιτημάτων, όπως ήταν η ισότητα των φύλων (Αβδελά, 2002: 345-349 & Σαμίου, 2004: 68-70).  
    Σημαντική στήριξη καθ’ όλη της διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου αντλούσαν οι γυναικείες οργανώσεις από τη διεθνή εμπειρία, την οποία αξιοποιούσαν αφενός για να κινητοποιήσουν τις γυναίκες και αφετέρου για να υποστηρίξουν τις διεκδικήσεις τους. Στο περιοδικό Ο Αγώνας της Γυναίκας γίνονταν τακτικά δημοσιεύσεις σχετικά με τις επιτεύξεις των γυναικείων οργανώσεων σε άλλα κράτη. Ενδεικτική είναι η παρουσίαση το 1927 από τη Μαρία Σβώλου του Δ΄ Συνεδρίου της Μικρής Αντάντ  Γυναικών, που είχε πραγματοποιηθεί στην Πράγα. Όπως επισήμανε η Σβώλου, η Μικρή Αντάντ ήταν μια διεθνική οργάνωση, η οποία είχε συσταθεί το 1923 από βαλκανικά κράτη που λόγω οικονομικών και γεωγραφικών ομοιοτήτων είχαν παραπλήσιες κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά με τη θέση της γυναίκας. Στον αρχικό πυρήνα των βαλκανικών αυτών κρατών, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, είχαν προστεθεί σταδιακά πρόσθετα γειτονικά κράτη, διότι είχαν εκτιμήσει τις ιδέες και τις δράσεις της οργάνωσης. Έτσι, είχαν ενταχθεί στην οργάνωση η Ρουμανία, η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία. Τη χρονιά του Δ΄ Συνεδρίου η προεδρεία της οργάνωσης είχε δοθεί στην Ελλάδα, οπότε η Αύρα Θεοδωροπούλου ήταν πρόεδρος και η Μαρία Σβώλου γραμματέας. Στο πλαίσιο του συνεδρίου συζητήθηκαν πέρα από φεμινιστικά ζητήματα, θέματα σχετικά με την ειρήνη και την οικονομία, καθώς οι φεμινίστριες ενδιαφέρονταν για κάθε πτυχή της κοινωνικής τους πραγματικότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σύμφωνα με τη Σβώλου, είχε το γεγονός πως στην Πράγα είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ομιλία μιας γυναίκας βουλευτού, μιας και στην Τσεχοσλοβακία οι γυναίκες είχαν ήδη το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Η θέρμη και η εκφραστικότητα των λόγων της σχετικά με τα όσα προσέφεραν οι γυναίκες στην πολιτική προσέφεραν στο κοινό μιας σαφή αποτύπωση ενός προτύπου πολιτικοποιημένης γυναίκας. Στην Πράγα, μάλιστα, ήρθαν σε επαφή με το έργο γυναικών δημοτικών συμβούλων, οι οποίες πρωτοστατούσαν σε κάθε δράση του Δήμου, δείχνοντας με το παράδειγμά τους το εύρος της γυναικείας συνεισφοράς στον τομέα της διοίκησης (Σβώλου: 1928).  
 
Τα επιχειρήματα των γυναικείων οργανώσεων
     Η διεκδίκηση της ψήφου αποτέλεσε για τις φεμινίστριες του Μεσοπολέμου το βασικότερο αίτημά τους, εφόσον χωρίς το δικαίωμα αυτό, όπως οι ίδιες τόνιζαν, παρέμεναν στο περιθώριο της κοινωνίας. Δικαιούνταν, ωστόσο, να ψηφίζουν, καθώς επωμίζονταν όλες τις υποχρεώσεις που αναλογούσαν στους πολίτες, οπότε θα έπρεπε να έχουν και τα αντίστοιχα δικαιώματα. Οι γυναίκες, άλλωστε, στήριζαν το κοινωνικό σύνολο τόσο με την εργασία τους όσο και με την προσφορά των ίδιων τους των παιδιών στην πατρίδα. Έτι περαιτέρω, η διασφάλιση του δικαιώματος της ψήφου θα επέτρεπε στις γυναίκες να αντιμετωπίσουν την ελλιπή πρόσβαση στην εκπαίδευση που βάραινε το φύλο τους και θα κατόρθωναν να βελτιώσουν τη νομοθεσία στα σημεία εκείνα που μεροληπτούσε εις βάρος τους. Θα μπορούσαν, συνάμα, να αξιοποιήσουν το δικαίωμα αυτό προκειμένου να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, μιας και εκείνες γνώριζαν καλύτερα τις ανάγκες τους απ’ ό,τι οι άνδρες. Θα είχαν, επίσης, τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά παθογένειες που τις αφορούσαν άμεσα, όπως ήταν η σωματεμπορία, και θα διεκδικούσαν όσα τους οφείλονταν, όπως ήταν το εύλογο δικαίωμα να λαμβάνουν τον ίδιο μισθό με τους άνδρες εργαζόμενους. Η εξασφάλιση, μάλιστα, των πολιτικών δικαιωμάτων θα ωθούσε συνολικά τις γυναίκες να αντιληφθούν την ιδιαίτερη ευθύνη που συνόδευε τα δικαιώματα αυτά, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της αντίληψής τους για τα κοινωνικά ζητήματα, τη γενικότερη διεύρυνση του πνευματικού τους ορίζοντα, αλλά και την ηθική τους ανύψωση. Θα επωφελούνταν κατ’ επέκταση όχι μόνο οι γυναίκες, αλλά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, εφόσον τα κέρδη από την πνευματική εξύψωση των γυναικών θα διαχέονταν ευρύτερα. Σε μια ελεύθερη και δημοκρατική πολιτεία, άλλωστε, δεν μπορούσε να γίνεται αποδεκτή η εκπροσώπηση μέρους μόνο των πολιτών. Οι νομοθέτες όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη τους τη θέληση όλων των πολιτών, ανδρών και γυναικών (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 55-62).
     Τα επιχειρήματα αυτά παρουσίασε και τεκμηρίωσε η Αύρα Θεοδωροπούλου μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Ο Αγώνας της Γυναίκας. Οι γυναίκες ζητούσαν την ψήφο, διότι κάθε δημοκρατική κοινωνία όφειλε να βασίζεται στη θέληση όλων των πολιτών της. Από τη στιγμή που οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν με απόλυτη ισότητα σε ό,τι αφορούσε τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην πολιτεία, θα έπρεπε να συμβαίνει το ίδιο και με τα δικαιώματά τους. Προκειμένου, άλλωστε, να θεωρηθούν οι πολίτες ελεύθεροι έπρεπε να υπακούν σε νόμους, τους οποίους είχαν θεσπίσει οι ίδιοι μέσω των αντιπροσώπων τους στο κοινοβούλιο. Οι γυναίκες, ωστόσο, καλούνταν να υπακούσουν σε νόμους, για τους οποίους οι ίδιες δεν είχαν ερωτηθεί ποτέ. Δημιουργούνταν, έτσι, μια ανισότητα με ιδιαίτερα βαρύ τίμημα για τις γυναίκες, εφόσον τόσο στο πλαίσιο της οικογένειας όσο και στο πλαίσιο της εργασίας παρέμεναν σταθερά σε μειονεκτική θέση. Η συμβολή των γυναικών, εντούτοις, θα ήταν επωφελής σε πολλούς τομείς λόγω της πείρας που κατείχαν. Στα οικονομικά ζητήματα, για παράδειγμα, για τα οποία καλούνταν η Βουλή να λάβει αποφάσεις, οι γυναίκες θα μπορούσαν να προσφέρουν πολύτιμες γνώσεις, διότι αυτά συνδέονταν πάντοτε με την οικιακή οικονομία στην οποία οι γυναίκες ως νοικοκυρές είχαν σημαντική εμπειρία.
     Υπήρχαν, μάλιστα, ορισμένες πάγιες αντιρρήσεις των ανδρών, οι οποίες, σύμφωνα με τη Θεοδωροπούλου, δεν είχαν ουσιαστική βάση. Η ένσταση, για παράδειγμα, των ανδρών πως όταν οι γυναίκες αποκτούσαν ψήφο θα παραμελούσαν το κύριο καθήκον τους, τη μητρότητα, βασιζόταν σε μια πραγματικότητα που είχε πια ξεπεραστεί. Οι γυναίκες πλέον όφειλαν να εργάζονται για να διασφαλίσουν την επιβίωση των παιδιών τους, αφού ο μισθός του συζύγου τους δεν επαρκούσε. Είχαν, ως εκ τούτου, αφήσει ήδη τον χώρο του σπιτιού και την αποκλειστική ενασχόληση με τα παιδιά τους. Αντιστοίχως, η αιτιολογία πως οι γυναίκες δεν χρειάζονταν την ψήφο, διότι είχαν πάντοτε έναν άνδρα να τις προστατεύει, βασιζόταν σε μια ταπεινωτική για τις γυναίκες προκατάληψη. Κατά τη Θεοδωροπούλου, ήταν απαράδεκτο να διαιωνίζεται η κηδεμονία αυτή που πληρωνόταν πολύ ακριβά από τις γυναίκες, οι οποίες θυσίαζαν τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπειά τους. Υπήρχαν, άλλωστε, μεταξύ των γυναικών πολλές που δεν είχαν σύζυγο ή πατέρα για να τις φροντίσει, όπως συνέβαινε με τις πρόσφυγες που είχαν έρθει κατά χιλιάδες στη χώρα. Η αντίρρηση, παραλλήλως, πως οι γυναίκες δεν κατείχαν την αναγκαία μόρφωση συνιστούσε, για τη Θεοδωροπούλου μη αποδεκτό επιχείρημα, καθώς ήταν σα να τιμωρούνταν οι γυναίκες για την αδιαφορία που έδειχνε το ανδροκρατούμενο κράτος απέναντί τους. Με τη συμμετοχή, ωστόσο, των γυναικών στα κοινά θα καθίστατο εφικτή η ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά της εκπαίδευσης. Μη αποδεκτή θεωρούσε η Θεοδωροπούλου, επίσης, τη συνήθη αντίρρηση πως οι γυναίκες δεν ενδιαφέρονταν για το δικαίωμα της ψήφου. Το γεγονός ότι είχαν ανατραφεί επί αιώνες βρισκόμενες σε κατάσταση υποτέλειας ήταν λογικό να τις έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση αδράνειας. Αν, όμως, τους δινόταν έστω και το ελάχιστο δικαίωμα, όπως ήταν η ψήφος στις δημοτικές εκλογές, τότε ήταν βέβαιο πως θα αφυπνίζονταν και θα επιδίωκαν την πλήρη χειραφέτησή τους στον πολιτικό τομέα (Θεοδωροπούλου, 1928). 
    
Έντυπα στην υπηρεσία των γυναικείων διεκδικήσεων
     Οι γυναίκες της μεσοπολεμικής περιόδου αξιοποίησαν το δικαίωμα που διασφάλισαν μέσω του Συντάγματος του 1911 για την έκδοση περιοδικών και εφημερίδων προκειμένου να στηρίξουν τις διεκδικήσεις τους. Το γεγονός, μάλιστα, πως η δημοσιογραφική δραστηριότητα παρέμενε ανδροκρατούμενη αποτέλεσε πρόσθετο κίνητρο για τη δημιουργία αμιγώς γυναικείων εντύπων. Με τη στήριξη των κυριότερων γυναικείων οργανώσεων της εποχής κυκλοφόρησαν περιοδικά που συνέβαλαν σημαντικά στη διάδοση τόσο των αιτημάτων όσο και των απόψεων των γυναικών για επιμέρους ζητήματα. Το περιοδικό Ο Αγώνας της Γυναίκας του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας αποτέλεσε από το 1923 μέχρι το 1936 το μέσο για τη διάδοση των δραστηριοτήτων του, καθώς και για τη δημοσίευση άρθρων μέσω των οποίων λάμβανε θέση για ζητήματα που αφορούσαν τις γυναίκες. Το περιοδικό Ελληνίς του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων, που κυκλοφορούσε μηνιαίως από το 1921 μέχρι το 1940, φιλοξένησε άρθρα καίριας σημασίας, τα οποία φανέρωναν τις κάποτε αντικρουόμενες απόψεις των γυναικείων οργανώσεων. Η ύπαρξη, άλλωστε, ενός κοινού αιτήματος, αυτού της ψήφου, δε σήμαινε κοινότητα απόψεων μήτε για το πώς θα ευοδωνόταν η διεκδίκησή του μήτε για το ποιος ήταν τελικά ο επιδιωκόμενος ρόλος των γυναικών. Το περιοδικό Σοσιαλιστική Ζωή, τέλος, απέκτησε μια γυναικεία έκδοση το 1928, η οποία υπηρετούνταν από τον Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών. Το περιοδικό αυτό κυκλοφορούσε μέχρι το 1935 και έδωσε τη δυνατότητα στις σοσιαλίστριες να στηρίξουν τη δική τους -σοσιαλιστική- εκδοχή του φεμινισμού, ο οποίος έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη διαμάχη μεταξύ των κοινωνικών τάξεων (Αβδελά, 2002: 345-349 & Σαμίου, 2004: 70-71). 
 
Υπομνήματα, ψηφίσματα και δημόσιες συγκεντρώσεις
     Οι προσπάθειες των γυναικείων οργανώσεων για την αφύπνιση των γυναικών της χώρας και για την προώθηση των διεκδικήσεών τους δεν εξαντλούνταν στην αρθρογραφία. Απευθύνονταν αυτοπροσώπως στους εκάστοτε πολιτικούς ηγέτες της χώρας μέσω επιτροπών, κατέθεταν υπομνήματα, διερευνούσαν τις προθέσεις τους και παρουσίαζαν τις δικές τους θέσεις. Το 1924 ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας κατέθεσε στη Βουλή υπόμνημα στο οποίο καταγράφονταν οι λόγοι για τους οποίους ήταν αναγκαίο να λάβουν οι γυναίκες δικαίωμα ψήφου. Ένα χρόνο μετά, το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο κατέθεσαν ψήφισμα στη Βουλή. Η πρωτοβουλία αυτή ενισχύθηκε με την κατάθεση τροπολογίας από σημαντικό αριθμό βουλευτών για την παραχώρηση του δικαιώματος στις γυναίκες να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές. Η συζήτηση της τροπολογίας έγινε ενώ είχε επιβληθεί στην Ελλάδα η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου και κατέληξε σε θετικό -έστω και με περιορισμούς- αποτέλεσμα για τις γυναίκες. Ειδικότερα, όπως προέβλεπε η τροπολογία που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 29 Αυγούστου 1925, οι γυναίκες που είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους και γνώριζαν ανάγνωση και γραφή μπορούσαν να αποκτήσουν το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές από το 1927 με κυβερνητικό διάταγμα. Οι κυβερνήσεις που διαδέχτηκαν τον Πάγκαλο, εντούτοις, δεν προχώρησαν στην έκδοση του σχετικού διατάγματος, προβάλλοντας το επιχείρημα πως η ψήφος δεν ήταν κάτι που πράγματι απασχολούσε τις Ελληνίδες (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 59-65).
     Οι διαρκείς αυτές καθυστερήσεις εξώθησαν τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων στη διοργάνωση δημόσιας συγκέντρωσης στις 18 Μαρτίου 1928 στο θέατρο «Απόλλων». Στη συγκέντρωση συμμετείχαν γυναίκες από πενήντα οκτώ οργανώσεις, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν η Συνομοσπονδία των Δημοσίων Υπαλλήλων, η Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδος και η Διδασκαλική Ομοσπονδία. Στο συγκεντρωμένο πλήθος είχε την ευκαιρία να μιλήσει η Αύρα Θεοδωροπούλου, ως πρόεδρος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Η Θεοδωροπούλου επιχείρησε να αντικρούσει τη δικαιολογία των πολιτικών σχετικά με την αδιαφορία των γυναικών για τα κοινά επισημαίνοντας πως το ίδιο το γεγονός της συγκέντρωσης αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη πως οι Ελληνίδες είχαν αποκτήσει συνείδηση των δικαιωμάτων τους. Στον αγώνα τους, άλλωστε, είχαν τη στήριξη και των ανδρών, οι οποίοι ήθελαν πια να σταθεί η γυναίκα δίπλα τους ισότιμη και όχι υποταγμένη (Θεοδωροπούλου, 1928).
     Στις 31 Μαρτίου 1929 πραγματοποιήθηκε στο θέατρο «Κεντρικό» η δεύτερη συγκέντρωση των γυναικείων οργανώσεων. Σύμφωνα με την Αύρα Θεοδωροπούλου, η συγκέντρωση αυτή που έλαβε ακόμη μεγαλύτερη στήριξη από την προηγούμενη κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να υπενθυμίσουν οι γυναίκες την εκκρεμούσα υποχρέωση της κυβέρνησης απέναντί τους. Παρά τις συνεχείς συναντήσεις με υπουργούς και πρωθυπουργούς είχαν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια χωρίς να έχει εκδοθεί το διάταγμα που θα επέτρεπε στις γυναίκες να ψηφίσουν. Η Θεοδωροπούλου τόνισε, ωστόσο, πως όσο κι αν κωλυσιεργούσαν οι κυβερνήσεις το χρέος τους δεν μπορούσε να παραγραφεί. Η θέληση των γυναικών δυνάμωνε, όπως και η στήριξη που λάμβαναν. Ήδη οι δήμαρχοι των δύο μεγάλων πόλεων της χώρας, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, είχαν εκφράσει τη συμπαράστασή τους στον αγώνα των γυναικών, εφόσον θεωρούσαν πως οι δήμοι και οι κοινότητες θα επωφελούνταν από τη συμμετοχή των γυναικών. Ενδιαφέρουσα, συνάμα, υπήρξε η ομιλία της Αθηνάς Γιαννιού, η οποία εξέφρασε την άποψη πως τής προκαλούσε έκπληξη η απλοϊκή απάντηση των ανδρών πως η θέση της γυναίκας ήταν στο σπίτι. Η Γιαννιού αναρωτήθηκε πώς φαντάζονταν οι άνδρες το σπίτι αυτό. Ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, σε κάποια έρημο; Οι γυναίκες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέλος του κοινωνικού συνόλου, εργάζονταν, συνεισέφεραν με ποικίλους τρόπους. Δεν μπορούσαν, επομένως, να τις θέτουν οι άνδρες στο περιθώριο της κοινωνίας με το να τους αρνούνται τα δικαιώματα που τους αναλογούσαν. Οι γυναίκες, άλλωστε, υπηρετούσαν πάντοτε τα ευγενέστερα ιδεώδη, με διάθεση αυτοθυσίας και στοργής. Η συμμετοχή τους, άρα, στους Δήμους θα ήταν θετική και θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη των ανδρών (Θεοδωροπούλου, 1929).
 
Τα αποτελέσματα του φεμινιστικού αγώνα
     Κάθε επιμέρους επίτευγμα του φεμινιστικού κινήματος ήταν αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας, επερχόταν με αργούς ρυθμούς και καταγραφόταν πρώτα σε νομικό επίπεδο, χωρίς να επιφέρει κάποια άμεση αλλαγή. Το 1925 διαφάνηκε η δυνατότητα απόκτησης δικαιώματος ψήφου στις δημοτικές εκλογές, σύμφωνα με την τότε επικυρωθείσα τροπολογία «περί δήμων και κοινοτήτων». Το 1927 εντάχθηκε στο έκτο άρθρο του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση, σύμφωνα με την οποία η λέξη «πολίτης» σε αυτό όπως και σε όλα τα άρθρα του Συντάγματος είχε την έννοια του Έλληνα υπηκόου, εκείνου δηλαδή που είχε Ελληνική ιθαγένεια, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας. Πολιτικά δικαιώματα μπορούσαν να αποδοθούν στις γυναίκες με νόμο. Οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις παρά την ιδιαίτερη σημασία τους οδήγησαν με σημαντική καθυστέρηση σε πενιχρά αποτελέσματα. Το κυβερνητικό διάταγμα που παραχωρούσε στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1930, περιλαμβάνοντας τους περιορισμούς σχετικά με την ηλικία και τη μόρφωση. Ως εκ τούτου, το ποσοστό που δυνητικά αποκτούσε το δικαίωμα αυτό ήταν μικρότερο από το 10% των ενήλικων γυναικών (Αβδελά, 2002: 351-352).
     Με βάση στοιχεία που είχε παρουσιάσει το υπουργείο Εσωτερικών, το 1931 από τις 3.128.449 γυναίκες της χώρας, μόλις 301.772 είχαν στοιχειώδη μόρφωση και ήταν άνω των τριάντα ετών. Ωστόσο, μόνο 6.768 από αυτές προχώρησαν τη διαδικασία εγγραφής ώστε να λάβουν εκλογικό βιβλιάριο. Η ιδιαίτερα χαμηλή ανταπόκριση των γυναικών στο δικαίωμα που είχαν αποκτήσει δεν οφειλόταν τόσο ή μόνο στην αδιαφορία τους. Ήταν, συνάμα, απότοκο πλήθους αντιδράσεων από τη μεριά φορέων και παραγόντων που αρνούνταν να αποδεχτούν την αλλαγή που είχε επέλθει. Κρατικοί υπάλληλοι, δήμαρχοι, ιερείς, αλλά ακόμη και οι σύζυγοι επιχειρούσαν -και συχνά το κατόρθωναν- να αποτρέψουν τις γυναίκες από το να αποκτήσουν πρόσβαση στο νέο τους δικαίωμα. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό για τις φεμινίστριες που είχαν αφιερώσει τόσα χρόνια συνεχούς προσπάθειας για τη διασφάλιση της ψήφου. Δεν τις σταμάτησε, ωστόσο, από τη συνέχιση των διεκδικήσεών τους. Το 1933 ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας σε συνεργασία με το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων προχώρησαν στην τελευταία κοινή τους προσπάθεια. Διεκδίκησαν τη δυνατότητα συμμετοχής γυναικών στις δημοτικές εκλογές ως υποψηφίων, πιέζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ακόμη περισσότερο τον ήδη αρνητικά διακείμενο πολιτικό κόσμο της εποχής. Το σχετικό νομοσχέδιο που υποβλήθηκε απορρίφθηκε από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, ενώ αρνητική υπήρξε και η απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μόνο το Πρωτοδικείο Σερρών ενέκρινε την υποψηφιότητα γυναικών στις δημοτικές εκλογές του 1934. Οι υποψήφιες, ωστόσο, δεν κατόρθωσαν να εκλεγούν. Η απόπειρα αυτή υπήρξε, επί της ουσίας, το κύκνειο άσμα του φεμινιστικού κινήματος της μεσοπολεμικής περιόδου, εφόσον δύο χρόνια μετά το δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε. Οι φεμινίστριες συνέχισαν, βέβαια, να διεκδικούν τα δικαιώματά τους μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, αλλά το φάσμα του επικείμενου πολέμου είχε καταστήσει τα αιτήματα για ειρήνη και αφοπλισμό σαφώς πιο κρίσιμα και είχε θέσει στο περιθώριο τις διεκδικήσεις των γυναικών (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 68-73).
 
Οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του φεμινιστικού κινήματος
          Παρά το γεγονός ότι οι επιμέρους γυναικείες οργανώσεις είχαν ως απώτερο στόχο τη διαμόρφωση μιας καλύτερης κοινωνικής πραγματικότητας για τις γυναίκες και για τον λόγο αυτό συνεργάστηκαν σε πολλές δράσεις, οι μεταξύ τους ιδεολογικές διαφορές δεν έπαψαν ποτέ να υφίστανται. Η διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων, για παράδειγμα, δεν αποτέλεσε κύριο ζητούμενο για όλες τις οργανώσεις, έστω και αν έλαβε τη στήριξή τους. Δεν θεωρούσαν, άλλωστε, όλες οι φεμινίστριες πως το δικαίωμα ψήφου έπρεπε να αποδοθεί το συντομότερο δυνατό στις γυναίκες, εφόσον δεν πίστευαν πως ήταν πράγματι έτοιμες συνολικά οι γυναίκες της χώρας να διαχειριστούν μια τέτοια ευθύνη. Τη γοργή απόδοση του δικαιώματος αυτού διεκδίκησε με ιδιαίτερο δυναμισμό ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ο οποίος εκπροσωπούσε την πιο ριζοσπαστική όψη του φεμινιστικού κινήματος. Τα κελεύσματα, ωστόσο, του Συνδέσμου δεν κατόρθωσαν να συγκινήσουν τις γυναίκες των επαρχιακών περιοχών, οι οποίες διατηρούσαν πιο συντηρητική στάση. Το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων, από την άλλη, αν και είχε θέσει ως στόχο του να αποτελέσει το συνεκτικό δεσμό μεταξύ των γυναικείων οργανώσεων, διατήρησε τη μετριοπαθή στάση του. Από την οπτική του Εθνικού Συμβουλίου τα δικαιώματα που διεκδικούσαν οι γυναίκες έπρεπε να αποδοθούν σταδιακά, ώστε να υπάρχει χρόνος προσαρμογής και ομαλής εξέλιξης. Η συντηρητική αυτή οπτική του Εθνικού Συμβουλίου, ωστόσο, προκάλεσε το 1934 την αποχώρηση του Συνδέσμου, εφόσον ήταν πια εμφανής η διαφωνία τους στο ζήτημα της γυναικείας ψήφου.
     Αμφίθυμη απέναντι στο ζήτημα της ψήφου υπήρξε η στάση του Σοσιαλιστικού Ομίλου Γυναικών, ο οποίος αν και συνεργάστηκε με τις άλλες γυναικείες οργανώσεις διαφωνούσε με την τακτική τους. Ερμήνευε τη συνεργασία και τις συνεννοήσεις με τα αστικά κόμματα ως κάτι το μειωτικό, εφόσον, κατά τη δική του εκτίμηση, δημιουργούνταν η εντύπωση πως οι γυναίκες παρακαλούσαν τους άνδρες για να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους. Αντίθετες στις φεμινιστικές διεκδικήσεις στάθηκαν οι κομμουνίστριες της εποχής, καθώς θεωρούσαν περιττή την αυτόνομη δράση των γυναικείων οργανώσεων. Κατά τη δική τους άποψη το γυναικείο ζήτημα θα έβρισκε τη λύση του στο πλαίσιο της κοινωνίας που θα διαμορφωνόταν μετά την εργατική επανάσταση (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 38-53).
 
Συμπεράσματα
     Το γεγονός ότι το φεμινιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου δεν κατόρθωσε να επιτύχει πλήρως τις επιδιώξεις του δεν οφειλόταν μήτε στην έλλειψη προσπάθειας μήτε στην απουσία ουσιαστικών και ορθών επιχειρημάτων. Το κυριότερο εμπόδιο που δεν υπερκεράστηκε ήταν οι για αιώνες παγιωμένες αντιλήψεις της κοινωνίας, οι οποίες δεν ήταν εφικτό να μεταβληθούν με τον ρυθμό που θέλησαν οι φεμινίστριες της εποχής. Η διστακτικότητα των πολιτικών, όπως και η μικρή ανταπόκριση των ίδιων των γυναικών απέναντι στα αιτήματα των φεμινιστριών, οφείλονταν στο αίσθημα ανησυχίας που προκαλούσαν οι επιδιωκόμενες αλλαγές. Η ελληνική κοινωνία δεν ήταν ακόμη επαρκώς έτοιμη να αποδεχτεί την πλήρη χειραφέτηση των γυναικών και τη συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. 
 
Βιβλιογραφία
 
Αβδελά Έ., 2002. «Οι γυναίκες κοινωνικό ζήτημα», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, επιμ. Χρ. Χατζηιωσήφ, Β΄ τόμος, Μέρος 1ο: «Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940», Αθήνα: Βιβλιόραμα, σ. 337-359.
 
Αβδελά Έ. –Ψαρρά Α., 1985. «Εισαγωγή», στο Έ. Αβδελά – Α. Ψαρρά (επιμ.), Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μία ανθολογία, Αθήνα: Γνώση, σ. 17-97.
 
Θεοδωροπούλου Α., 1928. «Γιατί μας χρειάζεται η ψήφος», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τ. 62.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp11988.pdf
 
Θεοδωροπούλου Α., 1928. «Η πρώτη δημόσια συγκέντρωση για τη γυναικεία ψήφο», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τ. 64-65.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp12008.pdf
 
Θεοδωροπούλου Α., 1929. «Η δεύτερη δημόσια συγκέντρωση για την ψήφο της γυναίκας», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τ. 89-90.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp12262.pdf
 
Μπουτζουβή, Α., 2003. «Γυναικείο κίνημα. Όψεις και δράσεις 1909-1922, στο: Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 6, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα-ΔΟΛ, 2003, σ. 283-294.
 
Σαμίου Δ., 2004. «Οι Ελληνίδες 1922-1940: Κοινωνικά ζητήματα και φεμινιστικές διεκδικήσεις», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 7, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 65-76.
 
Σβώλου Μ., 1927. «Το Δ΄ Συνέδριο της Μικρής Αντάντ των Γυναικών», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τ. 46-47. 
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp11794.pdf
    

Κωνσταντίνος Μάντης, Από τη Συνθήκη των Σεβρών στη Συνθήκη της Λωζάννης

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Michael Tompsett

 
Κωνσταντίνος Μάντης, Από τη Συνθήκη των Σεβρών στη Συνθήκη της Λωζάννης
 
     Τα εδαφικά οφέλη που αποκόμισε η Ελλάδα με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920) βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στη συμμετοχή των ελληνικών δυνάμεων τόσο στις πολεμικές επιχειρήσεις των τελευταίων ετών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο πλευρό της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Dakin, 2012: 333-337) όσο και κατά την επέμβαση της ίδιας Συμμαχίας το 1919 στη Νότια Ρωσία ενάντια στο καθεστώς των μπολσεβίκων (Οικονόμου, 1978: 212). Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αξιοποίησε τη βοήθεια που προσέφερε ο ελληνικός στρατός στις συμμαχικές δυνάμεις προκειμένου να διεκδικήσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη για την Ελλάδα. Το αίσιο αποτέλεσμα των διεκδικήσεων αυτών, εντούτοις, υπήρξε προϊόν αφενός της διπλωματικής δεινότητας του Έλληνα πρωθυπουργού κι αφετέρου ευνοϊκών συγκυριών που προέκυψαν κατά το διάστημα των διαπραγματεύσεων από τους κλυδωνισμούς και τις πρόσκαιρες ισορροπίες στις σχέσεις μεταξύ των ισχυρότερων κρατών της Συμμαχίας. Υπ’ αυτή την έννοια η υπογραφή της Συνθήκης δε σήμαινε και την άμεση ή εύκολη εφαρμογή της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος γνώριζε πως η Ελλάδα θα είχε αρκετές δυσκολίες να διαχειριστεί προκειμένου να εφαρμοστούν πράγματι και να γίνουν αποδεκτοί από τους Οθωμανούς οι όροι της Συνθήκης αυτής (Κλάψης, 2019: 325-332).
 
Οι εύθραυστες διπλωματικές ισορροπίες της Συνθήκης των Σεβρών
     Η παραχώρηση στην Ελλάδα της Δυτικής Θράκης -η οποία είχε προηγουμένως παραχωρηθεί από τη Βουλγαρία στους Συμμάχους-, της Ανατολικής Θράκης μέχρι την περιοχή της Τσατάλτζας, των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, της Σμύρνης και μιας περιοχής γύρω από αυτή -υπό την προσωρινή επικυριαρχία των Τούρκων-, αποτέλεσε ένα σημαντικό επίτευγμα της διπλωματικής συνεργασίας Βρετανών και Ελλήνων, το οποίο δυσαρεστούσε τους Ιταλούς και τους Γάλλους. Η απόβαση, άλλωστε, ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, ήδη από το Μάη του 1919, για να αποτραπεί επιθετική κίνηση των ιταλικών δυνάμεων στην περιοχή αυτή, είχε αφυπνίσει των τουρκικό εθνικισμό. Ο στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ, μάλιστα, που στάλθηκε για να επιβλέψει την αποστράτευση των δυνάμεων του τουρκικού στρατού, ανέλαβε την ηγεσία των εθνικιστών (Dakin, 2012: 339-342).  
     Οι Έλληνες έφταναν με τη Συνθήκη των Σεβρών κοντά στην πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, με την επίγνωση, ωστόσο, πως υπήρχαν ακόμη πολλές δυσκολίες να υπερκεραστούν. Η Ελλάδα επικαλούταν, βέβαια, την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, σύμφωνα με τα Δεκατέσσερα σημεία που είχε διακηρύξει ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Γ. Ουίλσον, και οι διεκδικήσεις της επί εδαφών με σημαντικό ελληνικό πληθυσμό αφορούσαν κυρίως περιοχές που ανήκαν στις ηττημένες στον πόλεμο Βουλγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία, αυτό όμως δεν την προφύλασσε από την ύπαρξη αντικρουόμενων συμφερόντων στο πλαίσιο της Συμμαχίας των νικητών. 
     Ο Ελευθέριος Βενιζέλος γνώριζε πως η παρουσία των ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας ήταν επισφαλής, είχε εντούτοις την ελπίδα πως η παρουσία των Γάλλων στην Κιλικία και των Ιταλών στην Αττάλεια θα λειτουργούσε εξισορροπητικά απέναντι στις τουρκικές αντιδράσεις. Βασιζόταν, επίσης, στη στήριξη της Μεγάλης Βρετανίας και προσδοκούσε ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου στη ζώνη της Σμύρνης μέσω εθελοντικής μετανάστευσης Ελλήνων σε αυτήν από τις γύρω περιοχές με παράλληλη -εθελοντική πάντα- αποχώρηση Μουσουλμάνων προς το εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι προσδοκίες αυτές πάντως δεν αναιρούσαν το γεγονός πως η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να επιβάλει τους όρους της Συνθήκης με τη δύναμη των όπλων στον Κεμάλ και τους υποστηρικτές του, οι οποίοι είχαν εξαρχής δηλώσει την άρνησή τους να την αποδεχτούν (Κλάψης, 2019: 294-308).
 
Εκλογική ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου  
     Με την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξήγγειλε τη διεξαγωγή εκλογών προκειμένου να υπάρξει η νόμιμη επικύρωση των διπλωματικών του επιτευγμάτων. Η περαιτέρω παράταση της «Βουλής των Λαζάρων» δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, γι’ αυτό και η προσφυγή στις εκλογές ήταν αναγκαία. Ο Βενιζέλος, άλλωστε, θεωρούσε βέβαιη την επικράτησή του, εφόσον είχε προσφέρει στους Έλληνες την υλοποίηση της κυριότερης εθνικής τους επιδίωξης. Γνώριζε πως οι πολίτες είχαν υποστεί ποικίλες ταλαιπωρίες τα χρόνια που προηγήθηκαν λόγω των πολυετών πολεμικών αναμετρήσεων και του υψηλού οικονομικού κόστους αυτών, αλλά πίστευε πως τα εδαφικά κέρδη θα υπερίσχυαν της τυχόν δυσαρέσκειας. Έτσι, παρά το γεγονός πως καλούταν να αντιμετωπίσει συνεργαζόμενα μεταξύ τους τα αντίπαλα κόμματα, τα οποία είχαν συγκροτήσει τον συνασπισμό της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», δεν ανησυχούσε για το αποτέλεσμα.
     Πέρα από την εκπλήρωση του εθνικού στόχου της Μεγάλης Ιδέας, το κόμμα των Φιλελευθέρων ανέμενε σημαντική εκλογική στήριξη από τις νεοαποκτηθείσες περιοχές της Δυτικής και Ανατολικής Θράκης, καθώς και από την παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στους -θεωρητικά- ελεγχόμενους στρατιώτες. Η αντιπολίτευση, από την άλλη, στήριζε την κριτική της κυρίως στον τυραννικό χαρακτήρα που έλαβαν τα μέτρα εναντίον των αντιβενιζελικών από το 1917 και μετά. Θέμα τερματισμού της πολεμικής δραστηριότητας στη Μικρά Ασία δεν έθετε επισήμως, έστω κι αν κάποιοι πολιτευτές εκμεταλλεύονταν την κόπωση που είχε επέλθει στους πολίτες αναφερόμενοι στην αναγκαιότητα απεμπλοκής του ελληνικού στρατού από την περιοχή αυτή (Κλάψης, 2019: 332-334).
     Είναι γεγονός, πάντως, πως το κόμμα των Φιλελευθέρων προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις των φιλοβασιλικών, οι οποίοι επιχειρούσαν να υπονομεύσουν την προετοιμασία της χώρας για τη συμμετοχή της στον πόλεμο, αναγκάστηκε από το 1917 να λάβει αυστηρά και εμφανώς αντισυνταγματικά μέτρα εις βάρος τους. Με διάταγμα του 1917 επιχείρησε την εκκαθάριση του δικαστικού σώματος, ενώ με νόμους του 1917 και του 1918 ήρε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων για να απολύσει όσους ανήκαν στην αντίπαλη παράταξη. Από τον Ιούνιο του 1917, μάλιστα, είχε ξεκινήσει τις εκτοπίσεις φιλοβασιλικών πολιτικών και τις αποστρατεύσεις φιλοβασιλικών αξιωματικών (Αλιβιζάτος, 2011: 233-235).
     Εκτός, ωστόσο, από τη δυσαρέσκεια που είχε προκληθεί τόσο από  την αυταρχικότητα των στελεχών του κόμματος των Φιλελευθέρων όσο και από τη φορολογική επιβάρυνση για τη μακρόχρονη διατήρηση ενός πολυάριθμου στρατεύματος, ένα ακόμη γεγονός λειτούργησε επιβαρυντικά για τον Βενιζέλο. Στις 12/25 Οκτωβρίου 1920 ο βασιλιάς Αλέξανδρος, που υποκαθιστούσε τον πατέρα του Κωνσταντίνο, πέθανε. Εξέλιξη που άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο επαναφοράς του Κωνσταντίνου και έδινε απρόσμενα στις επικείμενες εκλογές χαρακτήρα αναμέτρησης μεταξύ των δύο ηγετικών προσωπικοτήτων της χώρας. Έτσι, την 1η/11η Νοεμβρίου 1920 η Ηνωμένη Αντιπολίτευση κέρδισε την πλειοψηφία των εδρών -260 από τις 370- ανατρέποντας τις πολιτικές ισορροπίες στη χώρα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποχώρησε λίγες μέρες μετά από την Ελλάδα, αφήνοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους να καρπωθούν τα οφέλη των δικών του επιτυχιών (Dakin, 2012: 342-344). 
 
Επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου
     Μετά τις νικηφόρες για την Ηνωμένη Αντιπολίτευση εκλογές η πρωθυπουργία δόθηκε στον μετριοπαθή και φιλικά προσκείμενο στην Entente Δημήτριο Ράλλη, έστω κι αν η προσωπική του δύναμη στο κοινοβούλιο ήταν μικρή. Ο πολιτικά ισχυρότερος Δημήτριος Γούναρης δεν θεωρήθηκε συνετή επιλογή για την πρωθυπουργική θέση, διότι θα εντείνονταν οι αντιδράσεις από τη μεριά των Συμμάχων. Απώτερος στόχος, άλλωστε, ήταν να γίνει εξαρχής εμφανές στα μέλη της Entente πως η νέα κυβέρνηση δεν επρόκειτο να διαφοροποιήσει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας.
     Η προκήρυξη, ωστόσο, διεξαγωγής δημοψηφίσματος στις 22 Νοεμβρίου/5 Δεκεμβρίου 1920 για την επιστροφή του Κωνσταντίνου είχε προκαλέσει αρνητική εντύπωση στην Entente. Παρά το γεγονός ότι η Μεγάλη Βρετανία εξέφραζε την άποψη πως θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον Κωνσταντίνο, αν η Ελλάδα συνέχιζε κανονικά την πολεμική της δράση στη Μικρά Ασία, η Ιταλία και κυρίως η Γαλλία διαφωνούσαν. Έτσι, τόσο η ανακοίνωση που προέκυψε από τη διασυμμαχική συνδιάσκεψη (13/26 Νοεμβρίου) όσο και η ενημέρωση που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση από τους πρεσβευτές των Δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων μία μέρα πριν από το δημοψήφισμα καθιστούσαν σαφή την προειδοποίηση πως η αποκατάσταση του Κωνσταντίνου στον ελληνικό θρόνο θα τους απάλλασσε από οποιαδήποτε δέσμευση απέναντι στην Ελλάδα και θα οδηγούσε στο να διακόψουν την οικονομική τους υποστήριξη. Παρ’ όλα αυτά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όπως αυτό παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση, εμφάνιζε το 99% όσων ψήφισαν να τάσσονται υπέρ της επιστροφής του εξόριστου βασιλιά (Γιαννουλόπουλος, 1978: 146-150).
     Ο Κωνσταντίνος ήρθε στην Αθήνα στις 6/19 Δεκεμβρίου 1920, έχοντας εκ των προτέρων διαβεβαιώσει τόσο τις Δυνάμεις όσο και τους Έλληνες πολίτες πως δεν επρόκειτο να επιφέρει αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Η τότε ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε πως οι όποιες αντιδράσεις των Συμμάχων θα ήταν παροδικές και δεν θα επηρέαζαν τη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα, εφόσον πρόθεσή της ήταν να ακολουθήσει την πολιτική του Βενιζέλου. Ωστόσο, αν και υπό την πίεση της Μεγάλης Βρετανίας δεν δημοσιοποιήθηκε ο πραγματικός αντίκτυπος της επιστροφής του ανεπιθύμητου Κωνσταντίνου, η Γαλλία και η Ιταλία είχαν βρει την κατάλληλη αφορμή για να θέσουν υπό αμφισβήτηση τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών (Κλάψης, 2019: 339-341).
 
Κυβέρνηση Ν. Καλογερόπουλου και Συνδιάσκεψη του Λονδίνου
     Η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει στρατό στην περιοχή της Μικράς Ασίας οδηγούσε στην ανάγκη να προσδιοριστεί και να αποφασιστεί ο τρόπος δράσης του ελληνικού στρατού. Υπό τις υποδείξεις της στρατιωτικής ηγεσίας επιλέχθηκε η προέλαση των στρατευμάτων με στόχο την κατάληψη των σημαντικών από στρατηγικής άποψης περιοχών Εσκί Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ. Η αναγνωριστική, ωστόσο, προώθηση προς το Εσκί Σεχίρ, τον Ιανουάριο του 1921, αναχαιτίστηκε από τις δυνάμεις των Τούρκων εθνικιστών, γεγονός που φανέρωνε την ενίσχυση και τη βελτίωση της οργάνωσής τους. Η ανησυχητική αυτή εξέλιξη ώθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να προτείνει στην κυβέρνηση του Δ. Ράλλη την υπαναχώρηση του στρατού στα προσδιορισμένα από τη Συνθήκη των Σεβρών όρια, με μόνη εδαφική προσθήκη την περιοχή της κοιλάδας του Μαιάνδρου. Η δεκτικότητα, όμως, του Ράλλη απέναντι στην υπόδειξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα την παρέμβαση του Δ. Γούναρη προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Νικόλαος Καλογερόπουλος, ο οποίος βρισκόταν περισσότερο υπό τον έλεγχό του.
     Ο νέος πρωθυπουργός εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1921, στο πλαίσιο της οποίας γινόταν μια προσπάθεια από τους Συμμάχους να βρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή λύση στο ζήτημα της Μικράς Ασίας. Εκεί ήρθε αντιμέτωπος με τη συνειδητοποίηση πως ουσιαστικός συνομιλητής από την τουρκική πλευρά ήταν η κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας, η οποία τηρούσε αδιάλλακτη στάση και απαιτούσε αφενός την απομάκρυνση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία και αφετέρου τον έλεγχο της Ανατολικής Θράκης. Η συμμαχική πρόταση να ανακηρυχθεί αυτόνομη η περιοχή του Αϊδινίου με χριστιανό διοικητή και με αναλογική συμμετοχή στους αξιωματικούς της εκεί χωροφυλακής από τους ντόπιους και του συμμάχους βρήκε σύμφωνη την ελληνική πλευρά, έστω κι αν οι ελληνικές δυνάμεις θα περιορίζονταν στη Σμύρνη. Οι εθνικιστές της Άγκυρας, ωστόσο, απέρριψαν την πρόταση αυτή (Κλάψης, 2019: 341-344).
     Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου πέρα από το γεγονός πως δεν απέδωσε κάποιο όφελος για την ελληνική πλευρά αποτέλεσε και μια σαφή επιβεβαίωση πως η Γαλλία και η Ιταλία είχαν πια αναθεωρήσει τη στάση τους. Με την υπογραφή μυστικών συμφωνιών με τον απεσταλμένο της Άγκυρας οι δύο χώρες δήλωναν πρόθυμες να αποχωρήσουν από τη Μικρά Ασία με αντάλλαγμα προνομιακές οικονομικές συμφωνίες. Αν και τελικά απορρίφθηκαν οι συμφωνίες αυτές από την εθνοσυνέλευση της Άγκυρας, λόγω της έκτασης των προνομιών που παραχωρούσαν, φανέρωναν ωστόσο την αλλαγή των συσχετισμών εις βάρος της Ελλάδας (Γιαννουλόπουλος, 1978: 164).
 
Κυβέρνηση Δ. Γούναρη και νέες πολεμικές επιχειρήσεις
     Με δεδομένη την απουσία θετικών αποτελεσμάτων στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου η ελληνική κυβέρνηση θεώρησε αναγκαία την προέλαση του στρατού προκειμένου να υπάρξει πίεση σε στρατιωτικό επίπεδο. Προχώρησε, έτσι, σε ευρύτατες απομακρύνσεις βενιζελικών ή και ουδέτερων αξιωματικών από το μάχιμο στράτευμα και στις 10/23 Μαρτίου 1921 ξεκίνησε νέα επίθεση με στόχο την κατάληψη του τόξου Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ. Η σθεναρή πίεση, ωστόσο, των τουρκικών δυνάμεων απέτρεψε την επίτευξη του στόχου αυτού και προκάλεσε αναταράξεις στην πολιτική σκηνή της χώρας. Ο Καλογερόπουλος παραιτήθηκε και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος αποτελούσε ούτως ή άλλως τον αρχηγό της αντιβενιζελικής παράταξης.
     Κατά τη διάρκεια της δικής του πρωθυπουργίας η βενιζελική παράταξη, υπό την προεδρία του Παναγιώτη Δαγκλή, επιχείρησε να διαμορφώσει κλίμα συναίνεσης με την αντιβενιζελική κυβέρνηση, προσφέροντας στήριξη στις αποφάσεις για συνέχιση της πολεμικής δραστηριότητας. Ο Γούναρης, ωστόσο, δεν θεωρούσε πως υπήρχε λόγος να αλλάξει τη στάση του απέναντι στους βενιζελικούς και ενέτεινε τις διώξεις εναντίον τους (Γιαννουλόπουλος, 1978: 164 -167).
     Η ανεπιτυχής επιθετική προσπάθεια του Μαρτίου δεν οδήγησε την ελληνική πλευρά στο να αλλάξει τους στρατιωτικούς της στόχους. Έτσι, παρά το γεγονός πως τα συμμαχικά μέλη της Entente ανήγγειλαν πως θα παραμείνουν ουδέτερα απέναντι στην ελληνοτουρκική σύρραξη και η Μεγάλη Βρετανία έπαψε να προμηθεύει με όπλα την Ελλάδα, αποφασίστηκε νέα επίθεση. Λίγο πριν την έναρξη της νέας αυτής προσπάθειας (27 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1921) οι Σύμμαχοι έθεσαν υπόψη των αντιμαχόμενων μια ακόμη ειρηνευτική πρόταση με μερικές πρόσθετες παραχωρήσεις υπέρ των Τούρκων. Η πρωτοβουλία αυτή, αν και δεν απορρίφθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, δεν απέτρεψε την εκδήλωση της επίθεσης.
     Οι Έλληνες κατόρθωσαν να καταλάβουν τις στρατηγικές περιοχές του Εσκί Σεχίρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν ένα καθοριστικό χτύπημα στις δυνάμεις του Κεμάλ. Αποφάσισαν για τον λόγο αυτό να κινηθούν εναντίον της Άγκυρας με την προσδοκία πως θα συνέτριβαν τους Τούρκους εθνικιστές. Η επίθεση αυτή ξεκίνησε την 1η/14η Αυγούστου, αλλά υπό το βάρος αντικειμενικών δυσκολιών δεν απέδωσε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Οι ελληνικές δυνάμεις υποχώρησαν στις αμέσως προηγούμενες θέσεις τους, έχοντας πια συνειδητοποιήσει πως δεν μπορούν να εξαναγκάσουν με στρατιωτικά μέσα την τουρκική πλευρά να δεχτεί τους προτεινόμενους όρους ειρήνευσης (Κλάψης, 2019: 346-350).
 
Τελευταίες απόπειρες εύρεσης διπλωματικής λύσης
     Οι Βρετανοί αντιλαμβανόμενοι το αδιέξοδο της Ελλάδας επιδίωξαν εκ νέου την επίτευξη ενός συμβιβασμού με τις κεμαλικές δυνάμεις. Σε συνάντηση που είχε ο Δ. Γούναρης με τον υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Curzon, αποδέχτηκε να επιτρέψει στις Δυνάμεις να διαχειριστούν τις διαπραγματεύσεις. Η Γαλλία, ωστόσο, το ίδιο διάστημα (7/20 Οκτωβρίου 1921) υπέγραφε συμφωνία με τον Κεμάλ δεχόμενη να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κιλικία και να ενισχύσει με πολεμικό υλικό τους Τούρκους με τον όρο πως θα της παραχωρούνταν οικονομικά προνόμια στο μέλλον. Η Μεγάλη Βρετανία μη θέλοντας να εξωθήσει την κατάσταση σε διάλυση της Entente προχώρησε σε πολύμηνες διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία προκειμένου να υιοθετήσουν μια κοινή στάση στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής.
     Η ελληνική κυβέρνηση έλαβε την οδηγία να διατηρήσει τις δυνάμεις της στη Μικρά Ασία μέχρι να γίνει η Συνδιάσκεψη στο Παρίσι, τον Μάρτη του 1922, με σαφή διαβεβαίωση πως οι χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής θα βρίσκονταν υπό την προστασία των Συμμάχων. Ωστόσο, παρά το γεγονός πως οι προτάσεις που κατατέθηκαν κάλυπταν σε σημαντικό βαθμό τις τουρκικές απαιτήσεις -απόσυρση των Ελλήνων από τη Σμύρνη, εκκένωση της Κωνσταντινούπολης από τις συμμαχικές δυνάμεις, περιορισμός των ελληνικών συνόρων στη Θράκη- οι Τούρκοι αρνούνταν οποιαδήποτε συζήτηση, αν δεν προηγούταν μια άνευ όρων απομάκρυνση των ελληνικών στρατευμάτων (Dakin, 2012: 350-352). 
 
Έσχατες κινήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων
     Η αδυναμία εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης σε συνδυασμό με τις σημαντικές οικονομικές δυσκολίες του κράτους οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση την άνοιξη του 1922, ύστερα από πρόταση του υπουργού Οικονομικών Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, στην επιβολή αναγκαστικού εσωτερικού δανεισμού με τη διχοτόμηση των χαρτονομισμάτων. Το μισό χαρτονόμισμα ανταλλασσόταν με ομολογίες του δημοσίου και το άλλο μισό, έχοντας πια μισή αξία, παρέμενε στον κάτοχό του. Κατ’ αυτό τον τρόπο η χώρα αντιμετώπιζε προσωρινά την έλλειψη ρευστότητας.
     Παραλλήλως, το Μάη του 1922 ο Παπούλας παραιτήθηκε από τη διοίκηση της στρατιάς της Μικράς Ασίας και τη θέση του ανέλαβε ο αντιστράτηγος Γιώργος Χατζανέστης. Ενώ, τον ίδιο μήνα, παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία ο Δ. Γούναρης και αντικαταστάθηκε στις 9/22 Μαΐου από τον Πρωτοπαπαδάκη. Η αστάθεια που επικρατούσε τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο πολιτικό μέτωπο ήταν εμφανής και δικαιολογούσε εν μέρει την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, τον Ιούλιο του 1922, να προχωρήσει σε μετακινήσεις στρατευμάτων προς την Ανατολική Θράκη προκειμένου να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Σχέδιο, ωστόσο, που εγκαταλείφθηκε λόγω της ξεκάθαρης αντίθεσης των Συμμάχων σε αυτό.
     Την ίδια, άλλωστε, περίοδο η κυβέρνηση αποδέχτηκε την πρόταση του Ύπατου Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη, για τη δημιουργία ενός αυτόνομου κράτους στην περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας. Στις 18/30 Ιουλίου ο Στεργιάδης προχώρησε στην ανακήρυξη της Ιωνίας σε αυτόνομη περιοχή, αλλά η ανταπόκριση των κατοίκων ήταν ελάχιστη, καταδικάζοντας την όλη προσπάθεια σε αποτυχία (Κλάψης, 2019: 352-355).
 
Κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου
     Στις 13/26 Αυγούστου 1922 ο Κεμάλ εξαπέλυσε επίθεση σε μεγάλο μήκος του ελληνικού μετώπου εξαναγκάζοντας τον ελληνικό στρατό σε οπισθοχώρηση. Παρά τη σθεναρή αντίσταση ορισμένων μεραρχιών, όπως ήταν εκείνες των συνταγματαρχών Στ. Γονατά και Ν. Πλαστήρα, η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη. Στις 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι έχοντας ήδη εισέλθει στη Σμύρνη ξεκίνησαν σφαγές χριστιανών και δύο μέρες μετά κατέκαψαν την πόλη (Dakin, 2012: 355-357). 
Η είδηση της ήττας των ελληνικών στρατευμάτων προκάλεσε αγανάκτηση στην κοινή γνώμη. Στις 28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Ν. Τριανταφυλλάκος, ο οποίος είχε διατελέσει αρμοστής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη. Στον Πειραιά άρχισαν να καταφτάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες, ενώ η χώρα βρισκόταν σε δεινή οικονομική θέση.
     Αν και ήταν δεδομένη πια η απώλεια της Μικράς Ασίας παρέμενε το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης που αποτελούσε πάγιο αίτημα της κεμαλικής πλευράς. Στις 6/19 Σεπτεμβρίου 1922 αποχώρησαν και οι τελευταίες ελληνικές δυνάμεις από τη Μικρά Ασία, αφήνοντας πλέον τη διευθέτηση της κατάστασης στις διπλωματικές πρωτοβουλίες. Οι συμμαχικές χώρες ήρθαν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους λόγω της απροθυμίας των Βρετανών να συναινέσουν στην παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στον Κεμάλ. Στις 10/23 Σεπτεμβρίου, ωστόσο, ύστερα από επίμονη πίεση της Γαλλίας, οι Σύμμαχοι καλούσαν την τουρκική πλευρά σε διαπραγματεύσεις για τη διασφάλιση της ειρήνης, προσφέροντάς τους την Ανατολική Θράκη (Γιαννουλόπουλος, 1978: 248-250).
 
Επανάσταση στρατού και στόλου
     Στους κόλπους των στρατευμάτων που επέστρεψαν από το μέτωπο διαμορφώθηκε μια επαναστατική ομάδα με στόχο την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου και την αναζήτηση των υπευθύνων της καταστροφής. Ο βενιζελικός Νικόλαος Πλαστήρας από τη Χίο και ο μετριοπαθής βασιλικός Στυλιανός Γονατάς από τη Μυτιλήνη, με την προσχώρηση και στελεχών του ναυτικού, αποφάσισαν την κατάληψη της Αθήνας. Αν και αρχική πρόθεση υπήρξε ο αιφνιδιασμός του βασιλιά, ο Στυλιανός Γονατάς φρόντισε να ριχτούν με αεροπλάνο επαναστατικές προκηρύξεις στην πρωτεύουσα στις 13/26 Σεπτεμβρίου, γνωστοποιώντας τα αιτήματα των στρατιωτικών: α) παραίτηση του Κωνσταντίνου, β) διάλυση της Βουλής, γ) σχηματισμός κυβέρνησης που να εμπνέει εμπιστοσύνη στην Entente, και δ) ενίσχυση του μετώπου στη Θράκη. Με τις δυνάμεις των επαναστατών να βρίσκονται το ίδιο βράδυ στο Λαύριο, τα περιθώρια αντίδρασης ήταν μικρά. Ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε την επόμενη μέρα επιτρέποντας τη δίχως βία επικράτηση του κινήματος (Γιαννουλόπουλος, 1978: 251-253).
     Το κίνημα, αν και πέτυχε, δεν μπορούσε να ανατρέψει τη ροή των γεγονότων. Έτσι, στις 28 Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου 1922 η επαναστατική κυβέρνηση ενημερωνόταν πως η Ανακωχή του πολέμου που είχε υπογραφεί στα Μουδανιά της Προποντίδας προέβλεπε την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τις ελληνικές δυνάμεις. Η ελληνική πλευρά δεν είχε το περιθώριο αντίδρασης και ξεκίνησε τη διαδικασία αποχώρησης λίγες μόλις μέρες μετά. Αποχώρηση, μάλιστα, που ενίσχυε σημαντικά το ρεύμα προσφύγων προς τον ελληνικό χώρο.
     Μια από τις πρώτες πράξεις της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν η παραπομπή σε δίκη πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων που θεωρήθηκαν υπεύθυνα για την καταστροφή με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Παρά τις πιέσεις από άλλες χώρες και κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία να μην προχωρήσει η επιβολή θανατικής ποινής, οι πρώην πρωθυπουργοί Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, οι πρώην υπουργοί Γ. Μπαλτάτζης και Ν. Θεοτόκης, όπως και ο Γ. Χατζανέστης που υπήρξε ο τελευταίος διοικητής του στρατεύματος εκτελέστηκαν στις 15/28 Νοεμβρίου στο Γουδί. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη Μεγάλη Βρετανία, επιδεινώνοντας την ήδη δύσκολη διπλωματική θέση της Ελλάδας (Κλάψης, 2019: 357-362).
     Η «Δίκη των Εξ» αποτέλεσε εξαρχής σαφή προσπάθεια να αποδοθεί η ευθύνη για την κατάρρευση του μετώπου αφενός σε λάθη της στρατιωτικής ηγεσίας και αφετέρου στη διπλωματική απομόνωση της χώρας από την Entente εξαιτίας της επιστροφής του Κωνσταντίνου, την οποία είχε επιδιώξει η τότε πολιτική ηγεσία (Γιαννουλόπουλος, 1987: 257-259).
 
Συνδιάσκεψη Ειρήνης στη Λωζάννη
     Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε, ύστερα από πρόσκληση της επαναστατικής κυβέρνησης, να ηγηθεί της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στη Λωζάννη τον Νοέμβριο του 1922. Με δεδομένη την απώλεια της Ανατολικής Θράκης, στόχος του ήταν να αντικρούσει τις τουρκικές αξιώσεις για τη Δυτική Θράκη και για τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Χωρίς καμία ουσιαστική στήριξη ο Βενιζέλος επιδίωξε συμφωνίες που θα ωφελούσαν την Ελλάδα, όπως υπήρξε η πρωτοβουλία του για την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία προκειμένου να διευκολυνθεί η στέγαση των προσφύγων στον ελληνικό χώρο. Η πρωτοβουλία του υπήρξε επιτυχής, αφού πρώτα διευθετήθηκε το ζήτημα σχετικά με την παραμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, στο οποίο ο Βενιζέλος είχε τη στήριξη και των άλλων αντιπροσωπειών. Στις 17/30 Ιανουαρίου 1923 η Ελλάδα και η Τουρκία υπέγραψαν τη Σύμβαση για την Ανταλλαγή Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών.
     Η ελληνική πλευρά αντιμετώπισε με δυναμικό τρόπο και την επίμονη αξίωση της Τουρκίας να της καταβληθούν πολεμικές αποζημιώσεις. Υπό την απειλή πως θα χρησιμοποιήσει την αναδιοργανωμένη από τον υποστράτηγο Θεόδωρο Πάγκαλο στρατιά του Έβρου για να καταλάβει την Ανατολική Θράκη, η ελληνική αντιπροσωπεία ανάγκασε την Τουρκία να παραιτηθεί από την είσπραξη πολεμικών αποζημιώσεων.
     Με τους επιτυχείς χειρισμούς του Βενιζέλου το τελικό κείμενο της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) αναγνώριζε την ελληνική κυριαρχία στη Δυτική Θράκη, ορίζοντας ως σύνορο με την Τουρκία τον ποταμό Έβρο, όπως και στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, με την εξαίρεση της Ίμβρου και της Τενέδου. Ο Βενιζέλος είχε κατορθώσει να αντιμετωπίσει την απαίτηση των Τούρκων για διενέργεια δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη, θέτοντας ανάλογο αίτημα για τις περιοχές της Καλλίπολης και της Κωνσταντινούπολης (Κλάψης, 2019: 362-372).
 
Συμπεράσματα
     Η πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας με τη Συνθήκη των Σεβρών είχε ως έρεισμα προσωρινές διπλωματικές και στρατιωτικές ισορροπίες, οι οποίες πιθανώς, αν είχαν εξεταστεί πιο αντικειμενικά και χωρίς την πίεση των εθνικών προσδοκιών, θα οδηγούσαν σε διαφορετικές και πιο περιορισμένες αξιώσεις από την ελληνική πλευρά. Επρόκειτο, ωστόσο, για το όραμα δεκαετιών με υψηλό συναισθηματικό φορτίο που δεν επέτρεπε πάντοτε τις ψύχραιμες εκτιμήσεις των δεδομένων. Ύστερα, πάντως, από τη μεγάλη ήττα στο μικρασιατικό μέτωπο ο ρεαλισμός και η ικανότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου να αξιοποιεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό κάθε διαπραγματευτικό μέσο πίεσης συνέβαλαν ώστε να μην υπάρξουν ακόμη σημαντικότερες απώλειες για την Ελλάδα. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο ίδιος πολιτικός που ζήτησε όσο περισσότερα μπορούσε στις Σέβρες κατόρθωσε να συγκρατήσει το μέγεθος των απωλειών στη Λωζάννη, συμβιβαζόμενος έγκαιρα με την πραγματικότητα της αμετάκλητης κατάρρευσης της Μεγάλης Ιδέας.
 
Βιβλιογραφία
 
Αλιβιζάτος, Ν., 2011. Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010. Αθήνα: Πόλις
 
Γιαννουλόπουλος, Ι., 1978. Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και η επάνοδος του Κωνσταντίνου. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (σ. 146-172). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
 
Γιαννουλόπουλος, Ι., 1978. Η Επανάσταση του 1922, η Δίκη των Εξ και η Συνθήκη της Λωζάννης. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (σ. 248-259). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
 
Κλάψης, Α., 2019. Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923. Αθήνα: Πεδίο.
 
Οικονόμου, Ν., 1978. Η εκστρατεία της Ουκρανίας. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (σ. 112). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
 
Dakin, D., 2012. Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...