Κωνσταντίνος Μάντης: Η διεκδίκηση της γυναικείας
ψήφου την περίοδο του Μεσοπολέμου
Οι αλλαγές που επέφεραν στην ελληνική
κοινωνία, όπως και στις οικονομικές δομές, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η
Μικρασιατική Καταστροφή είχαν ιδιαίτερο αντίκτυπο στις γυναίκες της εποχής και
ενίσχυσαν τη δυναμική των φεμινιστικών κινημάτων. Η επαφή των γυναικών με τον
χώρο της εργασίας και η αποδέσμευσή τους από τον αποκλειστικά οικιακό ρόλο τους
τις οδήγησαν στη συνειδητοποίηση πως αδίκως αποδέχονταν την υποδεέστερη
κοινωνική και πολιτική θέση που είχε καθοριστεί για εκείνες. Διεκδίκησαν, έτσι,
κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ποιοτικότερη εκπαίδευση, εμφανέστερο ρόλο στην
κοινωνία και, κυρίως, το δικαίωμα της ψήφου, ώστε να προωθήσουν τις αναγκαίες
θεσμικές αλλαγές που θα οδηγούσαν σε σημαντική βελτίωση της κοινωνικής τους
θέσης. Οι φεμινίστριες της περιόδου αντιλήφθηκαν εγκαίρως πως προϋπόθεση για
την ευόδωση των προσπαθειών τους ήταν να αποκτήσει ο αγώνας τους στοιχεία
συλλογικότητας. Ό,τι, ωστόσο, παραγνώρισαν ήταν πως οι όποιες νομικές αλλαγές
δε θα ήταν επαρκείς για να μεταστρέψουν εξίσου έγκαιρα τις βαθιά ριζωμένες
αντιλήψεις στις οποίες εδραζόταν ο προσδιορισμός του κοινωνικού τους ρόλου
(Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 17-31).
Γυναικείες
οργανώσεις της μεσοπολεμικής περιόδου
Το 1920 ιδρύθηκε από μια ομάδα μορφωμένων γυναικών ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Πρωτοστατούσε στον Σύνδεσμο η Αύρα Θεοδωροπούλου, με σημαντικές συνεργάτιδες, όπως η Άννα Παπαδημητρίου, η Ελένη Πολιτάκη, η Μαρία Δεσύπρη και η Ελένη Ουράνη, η οποία υπέγραφε τα κείμενά της με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Βασικότερη επιδίωξη του Συνδέσμου υπήρξε η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Το γεγονός πως ο Σύνδεσμος ήταν συνδεδεμένος με τη Διεθνή Ένωση υπέρ της γυναικείας ψήφου έδωσε στα μέλη του τη δυνατότητα να αντικρίσουν τα αιτήματά τους από μια ευρύτερη οπτική. Ήρθαν σε επαφή με φεμινίστριες άλλων χωρών και ενημερώθηκαν για τις ποικίλες δυσκολίες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν στο πλαίσιο του δικού τους αγώνα. Τους επέτρεψε, επίσης, να γνωρίσουν πως σε άλλα κράτη οι γυναίκες έλαβαν το δικαίωμα της ψήφου ως αναγνώριση της συμμετοχής τους στη δοκιμασία του πολέμου. Αντιλήφθηκαν, κατ’ αυτό τον τρόπο, πως η ανταπόκριση του ελληνικού κράτους δεν ήταν ανάλογα δίκαιη, παρά τη συμμετοχή των Ελληνίδων στον εθνικό αγώνα του προηγούμενου διαστήματος (Μπουτζουβή, 2003: 290-292).
Το 1919 αποτέλεσε τη χρονιά σύστασης του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων, το οποίο διαδραμάτιζε συντονιστικό ρόλο για τους συλλόγους και τις οργανώσεις που επιδίωκαν τη βελτίωση της θέσης των γυναικών, ανεξάρτητα από τις όποιες ειδικότερες πολιτικές κατευθύνσεις τους. Το Εθνικό Συμβούλιο ήταν συνδεδεμένο με το Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών αντλώντας, όπως και ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, στοιχεία από τη διεθνή εμπειρία. Τη λειτουργία του στήριζαν, μεταξύ άλλων, η Αικατερίνη Πασπάτη, η Λουκία Ζαΐμη και η Ραλλού Γεωργαντά. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε ο Σοσιαλιστικός Όμιλος Γυναικών, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος με τη Σοσιαλιστική Διεθνή των Γυναικών. Ο Σοσιαλιστικός Όμιλος, αν και δεν αποδεχόταν τον αστικό φεμινισμό, προσέφερε ως ένα βαθμό τη στήριξή του στη συλλογική διεκδίκηση του δικαιώματος των γυναικών στην ψήφο. Τον Σοσιαλιστικό Όμιλο στήριζαν, μεταξύ άλλων, η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Αιμιλία Φοντάνα, η Μαρίκα Μπότση και η Μαρία Αρβανιτάκη. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου συνέχιζε να δραστηριοποιείται και το Λύκειο των Ελληνίδων, το οποίο είχε ιδρυθεί από την Καλιρρόη Παρρέν το 1911. Το Λύκειο, αν και ήταν δικτυωμένο στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής επικράτειας και στήριζε τις γυναίκες μέσω του επιμορφωτικού του ρόλου, δεν κατόρθωσε να υπηρετήσει τις διεκδικήσεις των γυναικών της εποχής. Ο ιδιαίτερα συντηρητικός προσανατολισμός του δεν επέτρεψε την υιοθέτηση επίκαιρων αιτημάτων, όπως ήταν η ισότητα των φύλων (Αβδελά, 2002: 345-349 & Σαμίου, 2004: 68-70).
Σημαντική στήριξη καθ’ όλη της διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου αντλούσαν οι γυναικείες οργανώσεις από τη διεθνή εμπειρία, την οποία αξιοποιούσαν αφενός για να κινητοποιήσουν τις γυναίκες και αφετέρου για να υποστηρίξουν τις διεκδικήσεις τους. Στο περιοδικό Ο Αγώνας της Γυναίκας γίνονταν τακτικά δημοσιεύσεις σχετικά με τις επιτεύξεις των γυναικείων οργανώσεων σε άλλα κράτη. Ενδεικτική είναι η παρουσίαση το 1927 από τη Μαρία Σβώλου του Δ΄ Συνεδρίου της Μικρής Αντάντ Γυναικών, που είχε πραγματοποιηθεί στην Πράγα. Όπως επισήμανε η Σβώλου, η Μικρή Αντάντ ήταν μια διεθνική οργάνωση, η οποία είχε συσταθεί το 1923 από βαλκανικά κράτη που λόγω οικονομικών και γεωγραφικών ομοιοτήτων είχαν παραπλήσιες κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά με τη θέση της γυναίκας. Στον αρχικό πυρήνα των βαλκανικών αυτών κρατών, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, είχαν προστεθεί σταδιακά πρόσθετα γειτονικά κράτη, διότι είχαν εκτιμήσει τις ιδέες και τις δράσεις της οργάνωσης. Έτσι, είχαν ενταχθεί στην οργάνωση η Ρουμανία, η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία. Τη χρονιά του Δ΄ Συνεδρίου η προεδρεία της οργάνωσης είχε δοθεί στην Ελλάδα, οπότε η Αύρα Θεοδωροπούλου ήταν πρόεδρος και η Μαρία Σβώλου γραμματέας. Στο πλαίσιο του συνεδρίου συζητήθηκαν πέρα από φεμινιστικά ζητήματα, θέματα σχετικά με την ειρήνη και την οικονομία, καθώς οι φεμινίστριες ενδιαφέρονταν για κάθε πτυχή της κοινωνικής τους πραγματικότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σύμφωνα με τη Σβώλου, είχε το γεγονός πως στην Πράγα είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ομιλία μιας γυναίκας βουλευτού, μιας και στην Τσεχοσλοβακία οι γυναίκες είχαν ήδη το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Η θέρμη και η εκφραστικότητα των λόγων της σχετικά με τα όσα προσέφεραν οι γυναίκες στην πολιτική προσέφεραν στο κοινό μιας σαφή αποτύπωση ενός προτύπου πολιτικοποιημένης γυναίκας. Στην Πράγα, μάλιστα, ήρθαν σε επαφή με το έργο γυναικών δημοτικών συμβούλων, οι οποίες πρωτοστατούσαν σε κάθε δράση του Δήμου, δείχνοντας με το παράδειγμά τους το εύρος της γυναικείας συνεισφοράς στον τομέα της διοίκησης (Σβώλου: 1928).
Τα επιχειρήματα των γυναικείων
οργανώσεων
Η διεκδίκηση της ψήφου αποτέλεσε για τις φεμινίστριες του Μεσοπολέμου το βασικότερο αίτημά τους, εφόσον χωρίς το δικαίωμα αυτό, όπως οι ίδιες τόνιζαν, παρέμεναν στο περιθώριο της κοινωνίας. Δικαιούνταν, ωστόσο, να ψηφίζουν, καθώς επωμίζονταν όλες τις υποχρεώσεις που αναλογούσαν στους πολίτες, οπότε θα έπρεπε να έχουν και τα αντίστοιχα δικαιώματα. Οι γυναίκες, άλλωστε, στήριζαν το κοινωνικό σύνολο τόσο με την εργασία τους όσο και με την προσφορά των ίδιων τους των παιδιών στην πατρίδα. Έτι περαιτέρω, η διασφάλιση του δικαιώματος της ψήφου θα επέτρεπε στις γυναίκες να αντιμετωπίσουν την ελλιπή πρόσβαση στην εκπαίδευση που βάραινε το φύλο τους και θα κατόρθωναν να βελτιώσουν τη νομοθεσία στα σημεία εκείνα που μεροληπτούσε εις βάρος τους. Θα μπορούσαν, συνάμα, να αξιοποιήσουν το δικαίωμα αυτό προκειμένου να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, μιας και εκείνες γνώριζαν καλύτερα τις ανάγκες τους απ’ ό,τι οι άνδρες. Θα είχαν, επίσης, τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά παθογένειες που τις αφορούσαν άμεσα, όπως ήταν η σωματεμπορία, και θα διεκδικούσαν όσα τους οφείλονταν, όπως ήταν το εύλογο δικαίωμα να λαμβάνουν τον ίδιο μισθό με τους άνδρες εργαζόμενους. Η εξασφάλιση, μάλιστα, των πολιτικών δικαιωμάτων θα ωθούσε συνολικά τις γυναίκες να αντιληφθούν την ιδιαίτερη ευθύνη που συνόδευε τα δικαιώματα αυτά, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της αντίληψής τους για τα κοινωνικά ζητήματα, τη γενικότερη διεύρυνση του πνευματικού τους ορίζοντα, αλλά και την ηθική τους ανύψωση. Θα επωφελούνταν κατ’ επέκταση όχι μόνο οι γυναίκες, αλλά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, εφόσον τα κέρδη από την πνευματική εξύψωση των γυναικών θα διαχέονταν ευρύτερα. Σε μια ελεύθερη και δημοκρατική πολιτεία, άλλωστε, δεν μπορούσε να γίνεται αποδεκτή η εκπροσώπηση μέρους μόνο των πολιτών. Οι νομοθέτες όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη τους τη θέληση όλων των πολιτών, ανδρών και γυναικών (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 55-62).
Τα επιχειρήματα αυτά παρουσίασε και τεκμηρίωσε η Αύρα Θεοδωροπούλου μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Ο Αγώνας της Γυναίκας. Οι γυναίκες ζητούσαν την ψήφο, διότι κάθε δημοκρατική κοινωνία όφειλε να βασίζεται στη θέληση όλων των πολιτών της. Από τη στιγμή που οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν με απόλυτη ισότητα σε ό,τι αφορούσε τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην πολιτεία, θα έπρεπε να συμβαίνει το ίδιο και με τα δικαιώματά τους. Προκειμένου, άλλωστε, να θεωρηθούν οι πολίτες ελεύθεροι έπρεπε να υπακούν σε νόμους, τους οποίους είχαν θεσπίσει οι ίδιοι μέσω των αντιπροσώπων τους στο κοινοβούλιο. Οι γυναίκες, ωστόσο, καλούνταν να υπακούσουν σε νόμους, για τους οποίους οι ίδιες δεν είχαν ερωτηθεί ποτέ. Δημιουργούνταν, έτσι, μια ανισότητα με ιδιαίτερα βαρύ τίμημα για τις γυναίκες, εφόσον τόσο στο πλαίσιο της οικογένειας όσο και στο πλαίσιο της εργασίας παρέμεναν σταθερά σε μειονεκτική θέση. Η συμβολή των γυναικών, εντούτοις, θα ήταν επωφελής σε πολλούς τομείς λόγω της πείρας που κατείχαν. Στα οικονομικά ζητήματα, για παράδειγμα, για τα οποία καλούνταν η Βουλή να λάβει αποφάσεις, οι γυναίκες θα μπορούσαν να προσφέρουν πολύτιμες γνώσεις, διότι αυτά συνδέονταν πάντοτε με την οικιακή οικονομία στην οποία οι γυναίκες ως νοικοκυρές είχαν σημαντική εμπειρία.
Υπήρχαν, μάλιστα, ορισμένες πάγιες αντιρρήσεις των ανδρών, οι οποίες, σύμφωνα με τη Θεοδωροπούλου, δεν είχαν ουσιαστική βάση. Η ένσταση, για παράδειγμα, των ανδρών πως όταν οι γυναίκες αποκτούσαν ψήφο θα παραμελούσαν το κύριο καθήκον τους, τη μητρότητα, βασιζόταν σε μια πραγματικότητα που είχε πια ξεπεραστεί. Οι γυναίκες πλέον όφειλαν να εργάζονται για να διασφαλίσουν την επιβίωση των παιδιών τους, αφού ο μισθός του συζύγου τους δεν επαρκούσε. Είχαν, ως εκ τούτου, αφήσει ήδη τον χώρο του σπιτιού και την αποκλειστική ενασχόληση με τα παιδιά τους. Αντιστοίχως, η αιτιολογία πως οι γυναίκες δεν χρειάζονταν την ψήφο, διότι είχαν πάντοτε έναν άνδρα να τις προστατεύει, βασιζόταν σε μια ταπεινωτική για τις γυναίκες προκατάληψη. Κατά τη Θεοδωροπούλου, ήταν απαράδεκτο να διαιωνίζεται η κηδεμονία αυτή που πληρωνόταν πολύ ακριβά από τις γυναίκες, οι οποίες θυσίαζαν τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπειά τους. Υπήρχαν, άλλωστε, μεταξύ των γυναικών πολλές που δεν είχαν σύζυγο ή πατέρα για να τις φροντίσει, όπως συνέβαινε με τις πρόσφυγες που είχαν έρθει κατά χιλιάδες στη χώρα. Η αντίρρηση, παραλλήλως, πως οι γυναίκες δεν κατείχαν την αναγκαία μόρφωση συνιστούσε, για τη Θεοδωροπούλου μη αποδεκτό επιχείρημα, καθώς ήταν σα να τιμωρούνταν οι γυναίκες για την αδιαφορία που έδειχνε το ανδροκρατούμενο κράτος απέναντί τους. Με τη συμμετοχή, ωστόσο, των γυναικών στα κοινά θα καθίστατο εφικτή η ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά της εκπαίδευσης. Μη αποδεκτή θεωρούσε η Θεοδωροπούλου, επίσης, τη συνήθη αντίρρηση πως οι γυναίκες δεν ενδιαφέρονταν για το δικαίωμα της ψήφου. Το γεγονός ότι είχαν ανατραφεί επί αιώνες βρισκόμενες σε κατάσταση υποτέλειας ήταν λογικό να τις έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση αδράνειας. Αν, όμως, τους δινόταν έστω και το ελάχιστο δικαίωμα, όπως ήταν η ψήφος στις δημοτικές εκλογές, τότε ήταν βέβαιο πως θα αφυπνίζονταν και θα επιδίωκαν την πλήρη χειραφέτησή τους στον πολιτικό τομέα (Θεοδωροπούλου, 1928).
Έντυπα στην υπηρεσία των γυναικείων διεκδικήσεων
Οι γυναίκες της μεσοπολεμικής περιόδου αξιοποίησαν το δικαίωμα που διασφάλισαν μέσω του Συντάγματος του 1911 για την έκδοση περιοδικών και εφημερίδων προκειμένου να στηρίξουν τις διεκδικήσεις τους. Το γεγονός, μάλιστα, πως η δημοσιογραφική δραστηριότητα παρέμενε ανδροκρατούμενη αποτέλεσε πρόσθετο κίνητρο για τη δημιουργία αμιγώς γυναικείων εντύπων. Με τη στήριξη των κυριότερων γυναικείων οργανώσεων της εποχής κυκλοφόρησαν περιοδικά που συνέβαλαν σημαντικά στη διάδοση τόσο των αιτημάτων όσο και των απόψεων των γυναικών για επιμέρους ζητήματα. Το περιοδικό Ο Αγώνας της Γυναίκας του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας αποτέλεσε από το 1923 μέχρι το 1936 το μέσο για τη διάδοση των δραστηριοτήτων του, καθώς και για τη δημοσίευση άρθρων μέσω των οποίων λάμβανε θέση για ζητήματα που αφορούσαν τις γυναίκες. Το περιοδικό Ελληνίς του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων, που κυκλοφορούσε μηνιαίως από το 1921 μέχρι το 1940, φιλοξένησε άρθρα καίριας σημασίας, τα οποία φανέρωναν τις κάποτε αντικρουόμενες απόψεις των γυναικείων οργανώσεων. Η ύπαρξη, άλλωστε, ενός κοινού αιτήματος, αυτού της ψήφου, δε σήμαινε κοινότητα απόψεων μήτε για το πώς θα ευοδωνόταν η διεκδίκησή του μήτε για το ποιος ήταν τελικά ο επιδιωκόμενος ρόλος των γυναικών. Το περιοδικό Σοσιαλιστική Ζωή, τέλος, απέκτησε μια γυναικεία έκδοση το 1928, η οποία υπηρετούνταν από τον Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών. Το περιοδικό αυτό κυκλοφορούσε μέχρι το 1935 και έδωσε τη δυνατότητα στις σοσιαλίστριες να στηρίξουν τη δική τους -σοσιαλιστική- εκδοχή του φεμινισμού, ο οποίος έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη διαμάχη μεταξύ των κοινωνικών τάξεων (Αβδελά, 2002: 345-349 & Σαμίου, 2004: 70-71).
Υπομνήματα, ψηφίσματα και δημόσιες
συγκεντρώσεις
Οι προσπάθειες των γυναικείων οργανώσεων για την αφύπνιση των γυναικών της χώρας και για την προώθηση των διεκδικήσεών τους δεν εξαντλούνταν στην αρθρογραφία. Απευθύνονταν αυτοπροσώπως στους εκάστοτε πολιτικούς ηγέτες της χώρας μέσω επιτροπών, κατέθεταν υπομνήματα, διερευνούσαν τις προθέσεις τους και παρουσίαζαν τις δικές τους θέσεις. Το 1924 ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας κατέθεσε στη Βουλή υπόμνημα στο οποίο καταγράφονταν οι λόγοι για τους οποίους ήταν αναγκαίο να λάβουν οι γυναίκες δικαίωμα ψήφου. Ένα χρόνο μετά, το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο κατέθεσαν ψήφισμα στη Βουλή. Η πρωτοβουλία αυτή ενισχύθηκε με την κατάθεση τροπολογίας από σημαντικό αριθμό βουλευτών για την παραχώρηση του δικαιώματος στις γυναίκες να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές. Η συζήτηση της τροπολογίας έγινε ενώ είχε επιβληθεί στην Ελλάδα η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου και κατέληξε σε θετικό -έστω και με περιορισμούς- αποτέλεσμα για τις γυναίκες. Ειδικότερα, όπως προέβλεπε η τροπολογία που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 29 Αυγούστου 1925, οι γυναίκες που είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους και γνώριζαν ανάγνωση και γραφή μπορούσαν να αποκτήσουν το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές από το 1927 με κυβερνητικό διάταγμα. Οι κυβερνήσεις που διαδέχτηκαν τον Πάγκαλο, εντούτοις, δεν προχώρησαν στην έκδοση του σχετικού διατάγματος, προβάλλοντας το επιχείρημα πως η ψήφος δεν ήταν κάτι που πράγματι απασχολούσε τις Ελληνίδες (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 59-65).
Οι διαρκείς αυτές καθυστερήσεις εξώθησαν τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων στη διοργάνωση δημόσιας συγκέντρωσης στις 18 Μαρτίου 1928 στο θέατρο «Απόλλων». Στη συγκέντρωση συμμετείχαν γυναίκες από πενήντα οκτώ οργανώσεις, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν η Συνομοσπονδία των Δημοσίων Υπαλλήλων, η Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδος και η Διδασκαλική Ομοσπονδία. Στο συγκεντρωμένο πλήθος είχε την ευκαιρία να μιλήσει η Αύρα Θεοδωροπούλου, ως πρόεδρος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Η Θεοδωροπούλου επιχείρησε να αντικρούσει τη δικαιολογία των πολιτικών σχετικά με την αδιαφορία των γυναικών για τα κοινά επισημαίνοντας πως το ίδιο το γεγονός της συγκέντρωσης αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη πως οι Ελληνίδες είχαν αποκτήσει συνείδηση των δικαιωμάτων τους. Στον αγώνα τους, άλλωστε, είχαν τη στήριξη και των ανδρών, οι οποίοι ήθελαν πια να σταθεί η γυναίκα δίπλα τους ισότιμη και όχι υποταγμένη (Θεοδωροπούλου, 1928).
Στις 31 Μαρτίου 1929 πραγματοποιήθηκε στο θέατρο «Κεντρικό» η δεύτερη συγκέντρωση των γυναικείων οργανώσεων. Σύμφωνα με την Αύρα Θεοδωροπούλου, η συγκέντρωση αυτή που έλαβε ακόμη μεγαλύτερη στήριξη από την προηγούμενη κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να υπενθυμίσουν οι γυναίκες την εκκρεμούσα υποχρέωση της κυβέρνησης απέναντί τους. Παρά τις συνεχείς συναντήσεις με υπουργούς και πρωθυπουργούς είχαν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια χωρίς να έχει εκδοθεί το διάταγμα που θα επέτρεπε στις γυναίκες να ψηφίσουν. Η Θεοδωροπούλου τόνισε, ωστόσο, πως όσο κι αν κωλυσιεργούσαν οι κυβερνήσεις το χρέος τους δεν μπορούσε να παραγραφεί. Η θέληση των γυναικών δυνάμωνε, όπως και η στήριξη που λάμβαναν. Ήδη οι δήμαρχοι των δύο μεγάλων πόλεων της χώρας, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, είχαν εκφράσει τη συμπαράστασή τους στον αγώνα των γυναικών, εφόσον θεωρούσαν πως οι δήμοι και οι κοινότητες θα επωφελούνταν από τη συμμετοχή των γυναικών. Ενδιαφέρουσα, συνάμα, υπήρξε η ομιλία της Αθηνάς Γιαννιού, η οποία εξέφρασε την άποψη πως τής προκαλούσε έκπληξη η απλοϊκή απάντηση των ανδρών πως η θέση της γυναίκας ήταν στο σπίτι. Η Γιαννιού αναρωτήθηκε πώς φαντάζονταν οι άνδρες το σπίτι αυτό. Ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, σε κάποια έρημο; Οι γυναίκες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέλος του κοινωνικού συνόλου, εργάζονταν, συνεισέφεραν με ποικίλους τρόπους. Δεν μπορούσαν, επομένως, να τις θέτουν οι άνδρες στο περιθώριο της κοινωνίας με το να τους αρνούνται τα δικαιώματα που τους αναλογούσαν. Οι γυναίκες, άλλωστε, υπηρετούσαν πάντοτε τα ευγενέστερα ιδεώδη, με διάθεση αυτοθυσίας και στοργής. Η συμμετοχή τους, άρα, στους Δήμους θα ήταν θετική και θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη των ανδρών (Θεοδωροπούλου, 1929).
Τα αποτελέσματα του φεμινιστικού αγώνα
Κάθε επιμέρους επίτευγμα του φεμινιστικού κινήματος ήταν αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας, επερχόταν με αργούς ρυθμούς και καταγραφόταν πρώτα σε νομικό επίπεδο, χωρίς να επιφέρει κάποια άμεση αλλαγή. Το 1925 διαφάνηκε η δυνατότητα απόκτησης δικαιώματος ψήφου στις δημοτικές εκλογές, σύμφωνα με την τότε επικυρωθείσα τροπολογία «περί δήμων και κοινοτήτων». Το 1927 εντάχθηκε στο έκτο άρθρο του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση, σύμφωνα με την οποία η λέξη «πολίτης» σε αυτό όπως και σε όλα τα άρθρα του Συντάγματος είχε την έννοια του Έλληνα υπηκόου, εκείνου δηλαδή που είχε Ελληνική ιθαγένεια, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας. Πολιτικά δικαιώματα μπορούσαν να αποδοθούν στις γυναίκες με νόμο. Οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις παρά την ιδιαίτερη σημασία τους οδήγησαν με σημαντική καθυστέρηση σε πενιχρά αποτελέσματα. Το κυβερνητικό διάταγμα που παραχωρούσε στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1930, περιλαμβάνοντας τους περιορισμούς σχετικά με την ηλικία και τη μόρφωση. Ως εκ τούτου, το ποσοστό που δυνητικά αποκτούσε το δικαίωμα αυτό ήταν μικρότερο από το 10% των ενήλικων γυναικών (Αβδελά, 2002: 351-352).
Με βάση στοιχεία που είχε παρουσιάσει το υπουργείο Εσωτερικών, το 1931 από τις 3.128.449 γυναίκες της χώρας, μόλις 301.772 είχαν στοιχειώδη μόρφωση και ήταν άνω των τριάντα ετών. Ωστόσο, μόνο 6.768 από αυτές προχώρησαν τη διαδικασία εγγραφής ώστε να λάβουν εκλογικό βιβλιάριο. Η ιδιαίτερα χαμηλή ανταπόκριση των γυναικών στο δικαίωμα που είχαν αποκτήσει δεν οφειλόταν τόσο ή μόνο στην αδιαφορία τους. Ήταν, συνάμα, απότοκο πλήθους αντιδράσεων από τη μεριά φορέων και παραγόντων που αρνούνταν να αποδεχτούν την αλλαγή που είχε επέλθει. Κρατικοί υπάλληλοι, δήμαρχοι, ιερείς, αλλά ακόμη και οι σύζυγοι επιχειρούσαν -και συχνά το κατόρθωναν- να αποτρέψουν τις γυναίκες από το να αποκτήσουν πρόσβαση στο νέο τους δικαίωμα. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό για τις φεμινίστριες που είχαν αφιερώσει τόσα χρόνια συνεχούς προσπάθειας για τη διασφάλιση της ψήφου. Δεν τις σταμάτησε, ωστόσο, από τη συνέχιση των διεκδικήσεών τους. Το 1933 ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας σε συνεργασία με το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων προχώρησαν στην τελευταία κοινή τους προσπάθεια. Διεκδίκησαν τη δυνατότητα συμμετοχής γυναικών στις δημοτικές εκλογές ως υποψηφίων, πιέζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ακόμη περισσότερο τον ήδη αρνητικά διακείμενο πολιτικό κόσμο της εποχής. Το σχετικό νομοσχέδιο που υποβλήθηκε απορρίφθηκε από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, ενώ αρνητική υπήρξε και η απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μόνο το Πρωτοδικείο Σερρών ενέκρινε την υποψηφιότητα γυναικών στις δημοτικές εκλογές του 1934. Οι υποψήφιες, ωστόσο, δεν κατόρθωσαν να εκλεγούν. Η απόπειρα αυτή υπήρξε, επί της ουσίας, το κύκνειο άσμα του φεμινιστικού κινήματος της μεσοπολεμικής περιόδου, εφόσον δύο χρόνια μετά το δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε. Οι φεμινίστριες συνέχισαν, βέβαια, να διεκδικούν τα δικαιώματά τους μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, αλλά το φάσμα του επικείμενου πολέμου είχε καταστήσει τα αιτήματα για ειρήνη και αφοπλισμό σαφώς πιο κρίσιμα και είχε θέσει στο περιθώριο τις διεκδικήσεις των γυναικών (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 68-73).
Οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του
φεμινιστικού κινήματος
Παρά το γεγονός ότι οι επιμέρους γυναικείες οργανώσεις είχαν ως απώτερο στόχο τη διαμόρφωση μιας καλύτερης κοινωνικής πραγματικότητας για τις γυναίκες και για τον λόγο αυτό συνεργάστηκαν σε πολλές δράσεις, οι μεταξύ τους ιδεολογικές διαφορές δεν έπαψαν ποτέ να υφίστανται. Η διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων, για παράδειγμα, δεν αποτέλεσε κύριο ζητούμενο για όλες τις οργανώσεις, έστω και αν έλαβε τη στήριξή τους. Δεν θεωρούσαν, άλλωστε, όλες οι φεμινίστριες πως το δικαίωμα ψήφου έπρεπε να αποδοθεί το συντομότερο δυνατό στις γυναίκες, εφόσον δεν πίστευαν πως ήταν πράγματι έτοιμες συνολικά οι γυναίκες της χώρας να διαχειριστούν μια τέτοια ευθύνη. Τη γοργή απόδοση του δικαιώματος αυτού διεκδίκησε με ιδιαίτερο δυναμισμό ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ο οποίος εκπροσωπούσε την πιο ριζοσπαστική όψη του φεμινιστικού κινήματος. Τα κελεύσματα, ωστόσο, του Συνδέσμου δεν κατόρθωσαν να συγκινήσουν τις γυναίκες των επαρχιακών περιοχών, οι οποίες διατηρούσαν πιο συντηρητική στάση. Το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων, από την άλλη, αν και είχε θέσει ως στόχο του να αποτελέσει το συνεκτικό δεσμό μεταξύ των γυναικείων οργανώσεων, διατήρησε τη μετριοπαθή στάση του. Από την οπτική του Εθνικού Συμβουλίου τα δικαιώματα που διεκδικούσαν οι γυναίκες έπρεπε να αποδοθούν σταδιακά, ώστε να υπάρχει χρόνος προσαρμογής και ομαλής εξέλιξης. Η συντηρητική αυτή οπτική του Εθνικού Συμβουλίου, ωστόσο, προκάλεσε το 1934 την αποχώρηση του Συνδέσμου, εφόσον ήταν πια εμφανής η διαφωνία τους στο ζήτημα της γυναικείας ψήφου.
Αμφίθυμη απέναντι στο ζήτημα της ψήφου υπήρξε η στάση του Σοσιαλιστικού Ομίλου Γυναικών, ο οποίος αν και συνεργάστηκε με τις άλλες γυναικείες οργανώσεις διαφωνούσε με την τακτική τους. Ερμήνευε τη συνεργασία και τις συνεννοήσεις με τα αστικά κόμματα ως κάτι το μειωτικό, εφόσον, κατά τη δική του εκτίμηση, δημιουργούνταν η εντύπωση πως οι γυναίκες παρακαλούσαν τους άνδρες για να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους. Αντίθετες στις φεμινιστικές διεκδικήσεις στάθηκαν οι κομμουνίστριες της εποχής, καθώς θεωρούσαν περιττή την αυτόνομη δράση των γυναικείων οργανώσεων. Κατά τη δική τους άποψη το γυναικείο ζήτημα θα έβρισκε τη λύση του στο πλαίσιο της κοινωνίας που θα διαμορφωνόταν μετά την εργατική επανάσταση (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 38-53).
Συμπεράσματα
Το γεγονός ότι το φεμινιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου δεν κατόρθωσε να επιτύχει πλήρως τις επιδιώξεις του δεν οφειλόταν μήτε στην έλλειψη προσπάθειας μήτε στην απουσία ουσιαστικών και ορθών επιχειρημάτων. Το κυριότερο εμπόδιο που δεν υπερκεράστηκε ήταν οι για αιώνες παγιωμένες αντιλήψεις της κοινωνίας, οι οποίες δεν ήταν εφικτό να μεταβληθούν με τον ρυθμό που θέλησαν οι φεμινίστριες της εποχής. Η διστακτικότητα των πολιτικών, όπως και η μικρή ανταπόκριση των ίδιων των γυναικών απέναντι στα αιτήματα των φεμινιστριών, οφείλονταν στο αίσθημα ανησυχίας που προκαλούσαν οι επιδιωκόμενες αλλαγές. Η ελληνική κοινωνία δεν ήταν ακόμη επαρκώς έτοιμη να αποδεχτεί την πλήρη χειραφέτηση των γυναικών και τη συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα της χώρας.
Βιβλιογραφία
Αβδελά Έ.,
2002. «Οι γυναίκες κοινωνικό ζήτημα», στο Ιστορία
της Ελλάδας του 20ού αιώνα, επιμ. Χρ. Χατζηιωσήφ, Β΄ τόμος, Μέρος 1ο: «Ο
Μεσοπόλεμος 1922-1940», Αθήνα: Βιβλιόραμα, σ. 337-359.
Αβδελά Έ.
–Ψαρρά Α., 1985. «Εισαγωγή», στο Έ. Αβδελά – Α. Ψαρρά (επιμ.), Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.
Μία ανθολογία, Αθήνα: Γνώση, σ. 17-97.
Θεοδωροπούλου
Α., 1928. «Γιατί μας χρειάζεται η ψήφος», Ο
Αγώνας της Γυναίκας, τ. 62.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp11988.pdf
Θεοδωροπούλου
Α., 1928. «Η πρώτη δημόσια συγκέντρωση για τη γυναικεία ψήφο», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τ. 64-65.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp12008.pdf
Θεοδωροπούλου
Α., 1929. «Η δεύτερη δημόσια συγκέντρωση για την ψήφο της γυναίκας», Ο Αγώνας
της Γυναίκας, τ. 89-90.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp12262.pdf
Μπουτζουβή,
Α., 2003. «Γυναικείο κίνημα. Όψεις και δράσεις 1909-1922, στο: Β.
Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού 1770-2000, τ. 6, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα-ΔΟΛ, 2003, σ. 283-294.
Σαμίου Δ., 2004. «Οι Ελληνίδες 1922-1940: Κοινωνικά ζητήματα και φεμινιστικές διεκδικήσεις», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 7, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 65-76.
Σβώλου Μ., 1927.
«Το Δ΄ Συνέδριο της Μικρής Αντάντ των Γυναικών», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τ. 46-47.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp11794.pdf
Το 1920 ιδρύθηκε από μια ομάδα μορφωμένων γυναικών ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Πρωτοστατούσε στον Σύνδεσμο η Αύρα Θεοδωροπούλου, με σημαντικές συνεργάτιδες, όπως η Άννα Παπαδημητρίου, η Ελένη Πολιτάκη, η Μαρία Δεσύπρη και η Ελένη Ουράνη, η οποία υπέγραφε τα κείμενά της με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Βασικότερη επιδίωξη του Συνδέσμου υπήρξε η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Το γεγονός πως ο Σύνδεσμος ήταν συνδεδεμένος με τη Διεθνή Ένωση υπέρ της γυναικείας ψήφου έδωσε στα μέλη του τη δυνατότητα να αντικρίσουν τα αιτήματά τους από μια ευρύτερη οπτική. Ήρθαν σε επαφή με φεμινίστριες άλλων χωρών και ενημερώθηκαν για τις ποικίλες δυσκολίες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν στο πλαίσιο του δικού τους αγώνα. Τους επέτρεψε, επίσης, να γνωρίσουν πως σε άλλα κράτη οι γυναίκες έλαβαν το δικαίωμα της ψήφου ως αναγνώριση της συμμετοχής τους στη δοκιμασία του πολέμου. Αντιλήφθηκαν, κατ’ αυτό τον τρόπο, πως η ανταπόκριση του ελληνικού κράτους δεν ήταν ανάλογα δίκαιη, παρά τη συμμετοχή των Ελληνίδων στον εθνικό αγώνα του προηγούμενου διαστήματος (Μπουτζουβή, 2003: 290-292).
Το 1919 αποτέλεσε τη χρονιά σύστασης του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων, το οποίο διαδραμάτιζε συντονιστικό ρόλο για τους συλλόγους και τις οργανώσεις που επιδίωκαν τη βελτίωση της θέσης των γυναικών, ανεξάρτητα από τις όποιες ειδικότερες πολιτικές κατευθύνσεις τους. Το Εθνικό Συμβούλιο ήταν συνδεδεμένο με το Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών αντλώντας, όπως και ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, στοιχεία από τη διεθνή εμπειρία. Τη λειτουργία του στήριζαν, μεταξύ άλλων, η Αικατερίνη Πασπάτη, η Λουκία Ζαΐμη και η Ραλλού Γεωργαντά. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε ο Σοσιαλιστικός Όμιλος Γυναικών, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος με τη Σοσιαλιστική Διεθνή των Γυναικών. Ο Σοσιαλιστικός Όμιλος, αν και δεν αποδεχόταν τον αστικό φεμινισμό, προσέφερε ως ένα βαθμό τη στήριξή του στη συλλογική διεκδίκηση του δικαιώματος των γυναικών στην ψήφο. Τον Σοσιαλιστικό Όμιλο στήριζαν, μεταξύ άλλων, η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Αιμιλία Φοντάνα, η Μαρίκα Μπότση και η Μαρία Αρβανιτάκη. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου συνέχιζε να δραστηριοποιείται και το Λύκειο των Ελληνίδων, το οποίο είχε ιδρυθεί από την Καλιρρόη Παρρέν το 1911. Το Λύκειο, αν και ήταν δικτυωμένο στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής επικράτειας και στήριζε τις γυναίκες μέσω του επιμορφωτικού του ρόλου, δεν κατόρθωσε να υπηρετήσει τις διεκδικήσεις των γυναικών της εποχής. Ο ιδιαίτερα συντηρητικός προσανατολισμός του δεν επέτρεψε την υιοθέτηση επίκαιρων αιτημάτων, όπως ήταν η ισότητα των φύλων (Αβδελά, 2002: 345-349 & Σαμίου, 2004: 68-70).
Σημαντική στήριξη καθ’ όλη της διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου αντλούσαν οι γυναικείες οργανώσεις από τη διεθνή εμπειρία, την οποία αξιοποιούσαν αφενός για να κινητοποιήσουν τις γυναίκες και αφετέρου για να υποστηρίξουν τις διεκδικήσεις τους. Στο περιοδικό Ο Αγώνας της Γυναίκας γίνονταν τακτικά δημοσιεύσεις σχετικά με τις επιτεύξεις των γυναικείων οργανώσεων σε άλλα κράτη. Ενδεικτική είναι η παρουσίαση το 1927 από τη Μαρία Σβώλου του Δ΄ Συνεδρίου της Μικρής Αντάντ Γυναικών, που είχε πραγματοποιηθεί στην Πράγα. Όπως επισήμανε η Σβώλου, η Μικρή Αντάντ ήταν μια διεθνική οργάνωση, η οποία είχε συσταθεί το 1923 από βαλκανικά κράτη που λόγω οικονομικών και γεωγραφικών ομοιοτήτων είχαν παραπλήσιες κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά με τη θέση της γυναίκας. Στον αρχικό πυρήνα των βαλκανικών αυτών κρατών, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, είχαν προστεθεί σταδιακά πρόσθετα γειτονικά κράτη, διότι είχαν εκτιμήσει τις ιδέες και τις δράσεις της οργάνωσης. Έτσι, είχαν ενταχθεί στην οργάνωση η Ρουμανία, η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία. Τη χρονιά του Δ΄ Συνεδρίου η προεδρεία της οργάνωσης είχε δοθεί στην Ελλάδα, οπότε η Αύρα Θεοδωροπούλου ήταν πρόεδρος και η Μαρία Σβώλου γραμματέας. Στο πλαίσιο του συνεδρίου συζητήθηκαν πέρα από φεμινιστικά ζητήματα, θέματα σχετικά με την ειρήνη και την οικονομία, καθώς οι φεμινίστριες ενδιαφέρονταν για κάθε πτυχή της κοινωνικής τους πραγματικότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σύμφωνα με τη Σβώλου, είχε το γεγονός πως στην Πράγα είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ομιλία μιας γυναίκας βουλευτού, μιας και στην Τσεχοσλοβακία οι γυναίκες είχαν ήδη το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Η θέρμη και η εκφραστικότητα των λόγων της σχετικά με τα όσα προσέφεραν οι γυναίκες στην πολιτική προσέφεραν στο κοινό μιας σαφή αποτύπωση ενός προτύπου πολιτικοποιημένης γυναίκας. Στην Πράγα, μάλιστα, ήρθαν σε επαφή με το έργο γυναικών δημοτικών συμβούλων, οι οποίες πρωτοστατούσαν σε κάθε δράση του Δήμου, δείχνοντας με το παράδειγμά τους το εύρος της γυναικείας συνεισφοράς στον τομέα της διοίκησης (Σβώλου: 1928).
Η διεκδίκηση της ψήφου αποτέλεσε για τις φεμινίστριες του Μεσοπολέμου το βασικότερο αίτημά τους, εφόσον χωρίς το δικαίωμα αυτό, όπως οι ίδιες τόνιζαν, παρέμεναν στο περιθώριο της κοινωνίας. Δικαιούνταν, ωστόσο, να ψηφίζουν, καθώς επωμίζονταν όλες τις υποχρεώσεις που αναλογούσαν στους πολίτες, οπότε θα έπρεπε να έχουν και τα αντίστοιχα δικαιώματα. Οι γυναίκες, άλλωστε, στήριζαν το κοινωνικό σύνολο τόσο με την εργασία τους όσο και με την προσφορά των ίδιων τους των παιδιών στην πατρίδα. Έτι περαιτέρω, η διασφάλιση του δικαιώματος της ψήφου θα επέτρεπε στις γυναίκες να αντιμετωπίσουν την ελλιπή πρόσβαση στην εκπαίδευση που βάραινε το φύλο τους και θα κατόρθωναν να βελτιώσουν τη νομοθεσία στα σημεία εκείνα που μεροληπτούσε εις βάρος τους. Θα μπορούσαν, συνάμα, να αξιοποιήσουν το δικαίωμα αυτό προκειμένου να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, μιας και εκείνες γνώριζαν καλύτερα τις ανάγκες τους απ’ ό,τι οι άνδρες. Θα είχαν, επίσης, τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά παθογένειες που τις αφορούσαν άμεσα, όπως ήταν η σωματεμπορία, και θα διεκδικούσαν όσα τους οφείλονταν, όπως ήταν το εύλογο δικαίωμα να λαμβάνουν τον ίδιο μισθό με τους άνδρες εργαζόμενους. Η εξασφάλιση, μάλιστα, των πολιτικών δικαιωμάτων θα ωθούσε συνολικά τις γυναίκες να αντιληφθούν την ιδιαίτερη ευθύνη που συνόδευε τα δικαιώματα αυτά, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της αντίληψής τους για τα κοινωνικά ζητήματα, τη γενικότερη διεύρυνση του πνευματικού τους ορίζοντα, αλλά και την ηθική τους ανύψωση. Θα επωφελούνταν κατ’ επέκταση όχι μόνο οι γυναίκες, αλλά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, εφόσον τα κέρδη από την πνευματική εξύψωση των γυναικών θα διαχέονταν ευρύτερα. Σε μια ελεύθερη και δημοκρατική πολιτεία, άλλωστε, δεν μπορούσε να γίνεται αποδεκτή η εκπροσώπηση μέρους μόνο των πολιτών. Οι νομοθέτες όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη τους τη θέληση όλων των πολιτών, ανδρών και γυναικών (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 55-62).
Τα επιχειρήματα αυτά παρουσίασε και τεκμηρίωσε η Αύρα Θεοδωροπούλου μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Ο Αγώνας της Γυναίκας. Οι γυναίκες ζητούσαν την ψήφο, διότι κάθε δημοκρατική κοινωνία όφειλε να βασίζεται στη θέληση όλων των πολιτών της. Από τη στιγμή που οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν με απόλυτη ισότητα σε ό,τι αφορούσε τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην πολιτεία, θα έπρεπε να συμβαίνει το ίδιο και με τα δικαιώματά τους. Προκειμένου, άλλωστε, να θεωρηθούν οι πολίτες ελεύθεροι έπρεπε να υπακούν σε νόμους, τους οποίους είχαν θεσπίσει οι ίδιοι μέσω των αντιπροσώπων τους στο κοινοβούλιο. Οι γυναίκες, ωστόσο, καλούνταν να υπακούσουν σε νόμους, για τους οποίους οι ίδιες δεν είχαν ερωτηθεί ποτέ. Δημιουργούνταν, έτσι, μια ανισότητα με ιδιαίτερα βαρύ τίμημα για τις γυναίκες, εφόσον τόσο στο πλαίσιο της οικογένειας όσο και στο πλαίσιο της εργασίας παρέμεναν σταθερά σε μειονεκτική θέση. Η συμβολή των γυναικών, εντούτοις, θα ήταν επωφελής σε πολλούς τομείς λόγω της πείρας που κατείχαν. Στα οικονομικά ζητήματα, για παράδειγμα, για τα οποία καλούνταν η Βουλή να λάβει αποφάσεις, οι γυναίκες θα μπορούσαν να προσφέρουν πολύτιμες γνώσεις, διότι αυτά συνδέονταν πάντοτε με την οικιακή οικονομία στην οποία οι γυναίκες ως νοικοκυρές είχαν σημαντική εμπειρία.
Υπήρχαν, μάλιστα, ορισμένες πάγιες αντιρρήσεις των ανδρών, οι οποίες, σύμφωνα με τη Θεοδωροπούλου, δεν είχαν ουσιαστική βάση. Η ένσταση, για παράδειγμα, των ανδρών πως όταν οι γυναίκες αποκτούσαν ψήφο θα παραμελούσαν το κύριο καθήκον τους, τη μητρότητα, βασιζόταν σε μια πραγματικότητα που είχε πια ξεπεραστεί. Οι γυναίκες πλέον όφειλαν να εργάζονται για να διασφαλίσουν την επιβίωση των παιδιών τους, αφού ο μισθός του συζύγου τους δεν επαρκούσε. Είχαν, ως εκ τούτου, αφήσει ήδη τον χώρο του σπιτιού και την αποκλειστική ενασχόληση με τα παιδιά τους. Αντιστοίχως, η αιτιολογία πως οι γυναίκες δεν χρειάζονταν την ψήφο, διότι είχαν πάντοτε έναν άνδρα να τις προστατεύει, βασιζόταν σε μια ταπεινωτική για τις γυναίκες προκατάληψη. Κατά τη Θεοδωροπούλου, ήταν απαράδεκτο να διαιωνίζεται η κηδεμονία αυτή που πληρωνόταν πολύ ακριβά από τις γυναίκες, οι οποίες θυσίαζαν τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπειά τους. Υπήρχαν, άλλωστε, μεταξύ των γυναικών πολλές που δεν είχαν σύζυγο ή πατέρα για να τις φροντίσει, όπως συνέβαινε με τις πρόσφυγες που είχαν έρθει κατά χιλιάδες στη χώρα. Η αντίρρηση, παραλλήλως, πως οι γυναίκες δεν κατείχαν την αναγκαία μόρφωση συνιστούσε, για τη Θεοδωροπούλου μη αποδεκτό επιχείρημα, καθώς ήταν σα να τιμωρούνταν οι γυναίκες για την αδιαφορία που έδειχνε το ανδροκρατούμενο κράτος απέναντί τους. Με τη συμμετοχή, ωστόσο, των γυναικών στα κοινά θα καθίστατο εφικτή η ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά της εκπαίδευσης. Μη αποδεκτή θεωρούσε η Θεοδωροπούλου, επίσης, τη συνήθη αντίρρηση πως οι γυναίκες δεν ενδιαφέρονταν για το δικαίωμα της ψήφου. Το γεγονός ότι είχαν ανατραφεί επί αιώνες βρισκόμενες σε κατάσταση υποτέλειας ήταν λογικό να τις έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση αδράνειας. Αν, όμως, τους δινόταν έστω και το ελάχιστο δικαίωμα, όπως ήταν η ψήφος στις δημοτικές εκλογές, τότε ήταν βέβαιο πως θα αφυπνίζονταν και θα επιδίωκαν την πλήρη χειραφέτησή τους στον πολιτικό τομέα (Θεοδωροπούλου, 1928).
Έντυπα στην υπηρεσία των γυναικείων διεκδικήσεων
Οι γυναίκες της μεσοπολεμικής περιόδου αξιοποίησαν το δικαίωμα που διασφάλισαν μέσω του Συντάγματος του 1911 για την έκδοση περιοδικών και εφημερίδων προκειμένου να στηρίξουν τις διεκδικήσεις τους. Το γεγονός, μάλιστα, πως η δημοσιογραφική δραστηριότητα παρέμενε ανδροκρατούμενη αποτέλεσε πρόσθετο κίνητρο για τη δημιουργία αμιγώς γυναικείων εντύπων. Με τη στήριξη των κυριότερων γυναικείων οργανώσεων της εποχής κυκλοφόρησαν περιοδικά που συνέβαλαν σημαντικά στη διάδοση τόσο των αιτημάτων όσο και των απόψεων των γυναικών για επιμέρους ζητήματα. Το περιοδικό Ο Αγώνας της Γυναίκας του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας αποτέλεσε από το 1923 μέχρι το 1936 το μέσο για τη διάδοση των δραστηριοτήτων του, καθώς και για τη δημοσίευση άρθρων μέσω των οποίων λάμβανε θέση για ζητήματα που αφορούσαν τις γυναίκες. Το περιοδικό Ελληνίς του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων, που κυκλοφορούσε μηνιαίως από το 1921 μέχρι το 1940, φιλοξένησε άρθρα καίριας σημασίας, τα οποία φανέρωναν τις κάποτε αντικρουόμενες απόψεις των γυναικείων οργανώσεων. Η ύπαρξη, άλλωστε, ενός κοινού αιτήματος, αυτού της ψήφου, δε σήμαινε κοινότητα απόψεων μήτε για το πώς θα ευοδωνόταν η διεκδίκησή του μήτε για το ποιος ήταν τελικά ο επιδιωκόμενος ρόλος των γυναικών. Το περιοδικό Σοσιαλιστική Ζωή, τέλος, απέκτησε μια γυναικεία έκδοση το 1928, η οποία υπηρετούνταν από τον Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών. Το περιοδικό αυτό κυκλοφορούσε μέχρι το 1935 και έδωσε τη δυνατότητα στις σοσιαλίστριες να στηρίξουν τη δική τους -σοσιαλιστική- εκδοχή του φεμινισμού, ο οποίος έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη διαμάχη μεταξύ των κοινωνικών τάξεων (Αβδελά, 2002: 345-349 & Σαμίου, 2004: 70-71).
Οι προσπάθειες των γυναικείων οργανώσεων για την αφύπνιση των γυναικών της χώρας και για την προώθηση των διεκδικήσεών τους δεν εξαντλούνταν στην αρθρογραφία. Απευθύνονταν αυτοπροσώπως στους εκάστοτε πολιτικούς ηγέτες της χώρας μέσω επιτροπών, κατέθεταν υπομνήματα, διερευνούσαν τις προθέσεις τους και παρουσίαζαν τις δικές τους θέσεις. Το 1924 ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας κατέθεσε στη Βουλή υπόμνημα στο οποίο καταγράφονταν οι λόγοι για τους οποίους ήταν αναγκαίο να λάβουν οι γυναίκες δικαίωμα ψήφου. Ένα χρόνο μετά, το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο κατέθεσαν ψήφισμα στη Βουλή. Η πρωτοβουλία αυτή ενισχύθηκε με την κατάθεση τροπολογίας από σημαντικό αριθμό βουλευτών για την παραχώρηση του δικαιώματος στις γυναίκες να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές. Η συζήτηση της τροπολογίας έγινε ενώ είχε επιβληθεί στην Ελλάδα η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου και κατέληξε σε θετικό -έστω και με περιορισμούς- αποτέλεσμα για τις γυναίκες. Ειδικότερα, όπως προέβλεπε η τροπολογία που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 29 Αυγούστου 1925, οι γυναίκες που είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους και γνώριζαν ανάγνωση και γραφή μπορούσαν να αποκτήσουν το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές από το 1927 με κυβερνητικό διάταγμα. Οι κυβερνήσεις που διαδέχτηκαν τον Πάγκαλο, εντούτοις, δεν προχώρησαν στην έκδοση του σχετικού διατάγματος, προβάλλοντας το επιχείρημα πως η ψήφος δεν ήταν κάτι που πράγματι απασχολούσε τις Ελληνίδες (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 59-65).
Οι διαρκείς αυτές καθυστερήσεις εξώθησαν τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων στη διοργάνωση δημόσιας συγκέντρωσης στις 18 Μαρτίου 1928 στο θέατρο «Απόλλων». Στη συγκέντρωση συμμετείχαν γυναίκες από πενήντα οκτώ οργανώσεις, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν η Συνομοσπονδία των Δημοσίων Υπαλλήλων, η Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδος και η Διδασκαλική Ομοσπονδία. Στο συγκεντρωμένο πλήθος είχε την ευκαιρία να μιλήσει η Αύρα Θεοδωροπούλου, ως πρόεδρος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Η Θεοδωροπούλου επιχείρησε να αντικρούσει τη δικαιολογία των πολιτικών σχετικά με την αδιαφορία των γυναικών για τα κοινά επισημαίνοντας πως το ίδιο το γεγονός της συγκέντρωσης αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη πως οι Ελληνίδες είχαν αποκτήσει συνείδηση των δικαιωμάτων τους. Στον αγώνα τους, άλλωστε, είχαν τη στήριξη και των ανδρών, οι οποίοι ήθελαν πια να σταθεί η γυναίκα δίπλα τους ισότιμη και όχι υποταγμένη (Θεοδωροπούλου, 1928).
Στις 31 Μαρτίου 1929 πραγματοποιήθηκε στο θέατρο «Κεντρικό» η δεύτερη συγκέντρωση των γυναικείων οργανώσεων. Σύμφωνα με την Αύρα Θεοδωροπούλου, η συγκέντρωση αυτή που έλαβε ακόμη μεγαλύτερη στήριξη από την προηγούμενη κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να υπενθυμίσουν οι γυναίκες την εκκρεμούσα υποχρέωση της κυβέρνησης απέναντί τους. Παρά τις συνεχείς συναντήσεις με υπουργούς και πρωθυπουργούς είχαν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια χωρίς να έχει εκδοθεί το διάταγμα που θα επέτρεπε στις γυναίκες να ψηφίσουν. Η Θεοδωροπούλου τόνισε, ωστόσο, πως όσο κι αν κωλυσιεργούσαν οι κυβερνήσεις το χρέος τους δεν μπορούσε να παραγραφεί. Η θέληση των γυναικών δυνάμωνε, όπως και η στήριξη που λάμβαναν. Ήδη οι δήμαρχοι των δύο μεγάλων πόλεων της χώρας, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, είχαν εκφράσει τη συμπαράστασή τους στον αγώνα των γυναικών, εφόσον θεωρούσαν πως οι δήμοι και οι κοινότητες θα επωφελούνταν από τη συμμετοχή των γυναικών. Ενδιαφέρουσα, συνάμα, υπήρξε η ομιλία της Αθηνάς Γιαννιού, η οποία εξέφρασε την άποψη πως τής προκαλούσε έκπληξη η απλοϊκή απάντηση των ανδρών πως η θέση της γυναίκας ήταν στο σπίτι. Η Γιαννιού αναρωτήθηκε πώς φαντάζονταν οι άνδρες το σπίτι αυτό. Ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, σε κάποια έρημο; Οι γυναίκες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέλος του κοινωνικού συνόλου, εργάζονταν, συνεισέφεραν με ποικίλους τρόπους. Δεν μπορούσαν, επομένως, να τις θέτουν οι άνδρες στο περιθώριο της κοινωνίας με το να τους αρνούνται τα δικαιώματα που τους αναλογούσαν. Οι γυναίκες, άλλωστε, υπηρετούσαν πάντοτε τα ευγενέστερα ιδεώδη, με διάθεση αυτοθυσίας και στοργής. Η συμμετοχή τους, άρα, στους Δήμους θα ήταν θετική και θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη των ανδρών (Θεοδωροπούλου, 1929).
Κάθε επιμέρους επίτευγμα του φεμινιστικού κινήματος ήταν αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας, επερχόταν με αργούς ρυθμούς και καταγραφόταν πρώτα σε νομικό επίπεδο, χωρίς να επιφέρει κάποια άμεση αλλαγή. Το 1925 διαφάνηκε η δυνατότητα απόκτησης δικαιώματος ψήφου στις δημοτικές εκλογές, σύμφωνα με την τότε επικυρωθείσα τροπολογία «περί δήμων και κοινοτήτων». Το 1927 εντάχθηκε στο έκτο άρθρο του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση, σύμφωνα με την οποία η λέξη «πολίτης» σε αυτό όπως και σε όλα τα άρθρα του Συντάγματος είχε την έννοια του Έλληνα υπηκόου, εκείνου δηλαδή που είχε Ελληνική ιθαγένεια, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας. Πολιτικά δικαιώματα μπορούσαν να αποδοθούν στις γυναίκες με νόμο. Οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις παρά την ιδιαίτερη σημασία τους οδήγησαν με σημαντική καθυστέρηση σε πενιχρά αποτελέσματα. Το κυβερνητικό διάταγμα που παραχωρούσε στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1930, περιλαμβάνοντας τους περιορισμούς σχετικά με την ηλικία και τη μόρφωση. Ως εκ τούτου, το ποσοστό που δυνητικά αποκτούσε το δικαίωμα αυτό ήταν μικρότερο από το 10% των ενήλικων γυναικών (Αβδελά, 2002: 351-352).
Με βάση στοιχεία που είχε παρουσιάσει το υπουργείο Εσωτερικών, το 1931 από τις 3.128.449 γυναίκες της χώρας, μόλις 301.772 είχαν στοιχειώδη μόρφωση και ήταν άνω των τριάντα ετών. Ωστόσο, μόνο 6.768 από αυτές προχώρησαν τη διαδικασία εγγραφής ώστε να λάβουν εκλογικό βιβλιάριο. Η ιδιαίτερα χαμηλή ανταπόκριση των γυναικών στο δικαίωμα που είχαν αποκτήσει δεν οφειλόταν τόσο ή μόνο στην αδιαφορία τους. Ήταν, συνάμα, απότοκο πλήθους αντιδράσεων από τη μεριά φορέων και παραγόντων που αρνούνταν να αποδεχτούν την αλλαγή που είχε επέλθει. Κρατικοί υπάλληλοι, δήμαρχοι, ιερείς, αλλά ακόμη και οι σύζυγοι επιχειρούσαν -και συχνά το κατόρθωναν- να αποτρέψουν τις γυναίκες από το να αποκτήσουν πρόσβαση στο νέο τους δικαίωμα. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό για τις φεμινίστριες που είχαν αφιερώσει τόσα χρόνια συνεχούς προσπάθειας για τη διασφάλιση της ψήφου. Δεν τις σταμάτησε, ωστόσο, από τη συνέχιση των διεκδικήσεών τους. Το 1933 ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας σε συνεργασία με το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων προχώρησαν στην τελευταία κοινή τους προσπάθεια. Διεκδίκησαν τη δυνατότητα συμμετοχής γυναικών στις δημοτικές εκλογές ως υποψηφίων, πιέζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ακόμη περισσότερο τον ήδη αρνητικά διακείμενο πολιτικό κόσμο της εποχής. Το σχετικό νομοσχέδιο που υποβλήθηκε απορρίφθηκε από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, ενώ αρνητική υπήρξε και η απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μόνο το Πρωτοδικείο Σερρών ενέκρινε την υποψηφιότητα γυναικών στις δημοτικές εκλογές του 1934. Οι υποψήφιες, ωστόσο, δεν κατόρθωσαν να εκλεγούν. Η απόπειρα αυτή υπήρξε, επί της ουσίας, το κύκνειο άσμα του φεμινιστικού κινήματος της μεσοπολεμικής περιόδου, εφόσον δύο χρόνια μετά το δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε. Οι φεμινίστριες συνέχισαν, βέβαια, να διεκδικούν τα δικαιώματά τους μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, αλλά το φάσμα του επικείμενου πολέμου είχε καταστήσει τα αιτήματα για ειρήνη και αφοπλισμό σαφώς πιο κρίσιμα και είχε θέσει στο περιθώριο τις διεκδικήσεις των γυναικών (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 68-73).
Παρά το γεγονός ότι οι επιμέρους γυναικείες οργανώσεις είχαν ως απώτερο στόχο τη διαμόρφωση μιας καλύτερης κοινωνικής πραγματικότητας για τις γυναίκες και για τον λόγο αυτό συνεργάστηκαν σε πολλές δράσεις, οι μεταξύ τους ιδεολογικές διαφορές δεν έπαψαν ποτέ να υφίστανται. Η διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων, για παράδειγμα, δεν αποτέλεσε κύριο ζητούμενο για όλες τις οργανώσεις, έστω και αν έλαβε τη στήριξή τους. Δεν θεωρούσαν, άλλωστε, όλες οι φεμινίστριες πως το δικαίωμα ψήφου έπρεπε να αποδοθεί το συντομότερο δυνατό στις γυναίκες, εφόσον δεν πίστευαν πως ήταν πράγματι έτοιμες συνολικά οι γυναίκες της χώρας να διαχειριστούν μια τέτοια ευθύνη. Τη γοργή απόδοση του δικαιώματος αυτού διεκδίκησε με ιδιαίτερο δυναμισμό ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ο οποίος εκπροσωπούσε την πιο ριζοσπαστική όψη του φεμινιστικού κινήματος. Τα κελεύσματα, ωστόσο, του Συνδέσμου δεν κατόρθωσαν να συγκινήσουν τις γυναίκες των επαρχιακών περιοχών, οι οποίες διατηρούσαν πιο συντηρητική στάση. Το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων, από την άλλη, αν και είχε θέσει ως στόχο του να αποτελέσει το συνεκτικό δεσμό μεταξύ των γυναικείων οργανώσεων, διατήρησε τη μετριοπαθή στάση του. Από την οπτική του Εθνικού Συμβουλίου τα δικαιώματα που διεκδικούσαν οι γυναίκες έπρεπε να αποδοθούν σταδιακά, ώστε να υπάρχει χρόνος προσαρμογής και ομαλής εξέλιξης. Η συντηρητική αυτή οπτική του Εθνικού Συμβουλίου, ωστόσο, προκάλεσε το 1934 την αποχώρηση του Συνδέσμου, εφόσον ήταν πια εμφανής η διαφωνία τους στο ζήτημα της γυναικείας ψήφου.
Αμφίθυμη απέναντι στο ζήτημα της ψήφου υπήρξε η στάση του Σοσιαλιστικού Ομίλου Γυναικών, ο οποίος αν και συνεργάστηκε με τις άλλες γυναικείες οργανώσεις διαφωνούσε με την τακτική τους. Ερμήνευε τη συνεργασία και τις συνεννοήσεις με τα αστικά κόμματα ως κάτι το μειωτικό, εφόσον, κατά τη δική του εκτίμηση, δημιουργούνταν η εντύπωση πως οι γυναίκες παρακαλούσαν τους άνδρες για να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους. Αντίθετες στις φεμινιστικές διεκδικήσεις στάθηκαν οι κομμουνίστριες της εποχής, καθώς θεωρούσαν περιττή την αυτόνομη δράση των γυναικείων οργανώσεων. Κατά τη δική τους άποψη το γυναικείο ζήτημα θα έβρισκε τη λύση του στο πλαίσιο της κοινωνίας που θα διαμορφωνόταν μετά την εργατική επανάσταση (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 38-53).
Το γεγονός ότι το φεμινιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου δεν κατόρθωσε να επιτύχει πλήρως τις επιδιώξεις του δεν οφειλόταν μήτε στην έλλειψη προσπάθειας μήτε στην απουσία ουσιαστικών και ορθών επιχειρημάτων. Το κυριότερο εμπόδιο που δεν υπερκεράστηκε ήταν οι για αιώνες παγιωμένες αντιλήψεις της κοινωνίας, οι οποίες δεν ήταν εφικτό να μεταβληθούν με τον ρυθμό που θέλησαν οι φεμινίστριες της εποχής. Η διστακτικότητα των πολιτικών, όπως και η μικρή ανταπόκριση των ίδιων των γυναικών απέναντι στα αιτήματα των φεμινιστριών, οφείλονταν στο αίσθημα ανησυχίας που προκαλούσαν οι επιδιωκόμενες αλλαγές. Η ελληνική κοινωνία δεν ήταν ακόμη επαρκώς έτοιμη να αποδεχτεί την πλήρη χειραφέτηση των γυναικών και τη συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα της χώρας.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp11988.pdf
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp12008.pdf
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp12262.pdf
Σαμίου Δ., 2004. «Οι Ελληνίδες 1922-1940: Κοινωνικά ζητήματα και φεμινιστικές διεκδικήσεις», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 7, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 65-76.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp11794.pdf
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου