Wayne Moran
Ιστορία Προσανατολισμού: Σύνταγμα 1864 & αρχή της δεδηλωμένης (πηγές)
Με
βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας τα ακόλουθα κείμενα να
αναφερθείτε: α) στα όσα προέβλεπε το Σύνταγμα του 1864, και β) στις συνθήκες
που οδήγησαν στη διατύπωση της αρχής της δεδηλωμένης.
Κείμενο
Α
Το νέο Σύνταγμα καθιέρωνε ως μορφή πολιτεύματος τη βασιλευομένη δημοκρατία. Αν και το Σύνταγμα δεν χρησιμοποιούσε τον σχετικό όρο (ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στο άρθρο 21 του Συντάγματος του 1952), δίχως άλλο τον υπονοούσε με μια σειρά διατυπώσεων, που δεν ήταν καθόλου τυχαίες: Έτσι το πρόσωπο του βασιλιά δεν ήταν πια «ιερόν» και «απαραβίαστον», όπως στο Σύνταγμα του 1844, αλλά «ανεύθυνον» και «απαραβίαστον» και υπεύθυνοι οι υπουργοί (άρθρο 29) που προσυπέγραφαν όλες τις πράξεις του (άρθρο 30). Περαιτέρω, η δικαιοσύνη δεν θα «πήγαζε» πια από τον βασιλιά, αλλά θα απονεμόταν από δικαστές, τους οποίους ο βασιλιάς θα διόριζε «κατά νόμον». […]
Έχει ενδιαφέρον να τονισθεί ότι η καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής στο Σύνταγμα του 1864 δεν είχε συμβολικό και μόνον περιεχόμενο: ήταν απόρροια μιας συνειδητής επιλογής, εν γνώσει των πρακτικών συνεπειών της. Έτσι, όπως ανέφερε η έκθεση της «επί του Πολιτεύματος επιτροπής», η ρητή μνεία της στο άρθρο 21 («άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους, ενεργούνται δε καθ’ ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα») έγινε «όπως έχωσιν αείποτε αι καθεστηκυίαι εξουσίαι υπ’ όψιν την θαλεράν πηγήν αφ’ ης αρύονται πάσας τας εαυτών δυνάμεις».
Νίκος
Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010,
Εκδόσεις Πόλις
Κείμενο
Β
Το Σύνταγμα του 1864 περιόριζε τις εξουσίες του βασιλιά μόνο σε εκείνες που του απονέμονταν ρητά από το ίδιο το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Ο ανώτατος άρχοντας στερούνταν της δυνατότητας να παρεμβαίνει στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, το οποίο περιερχόταν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Εθνοσυνέλευσης, που κατά περίπτωση θα εκλεγόταν ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Ο βασιλιάς αποκλειόταν, επίσης, από το νομοθετικό έργο, καθώς οι αρμοδιότητές του δεν ξεπερνούσαν την τυπική κύρωση και τη συνακόλουθη δημοσίευση των νόμων, αφού προηγουμένως οι τελευταίοι είχαν υπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό. Αντίθετα, στον βασιλιά επιφυλασσόταν το προνόμιο του διορισμού και της απόλυσης των υπουργών, αλλά μόνο εν μέρει εκείνο της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και της προκήρυξης εκλογών, δεδομένου ότι το σχετικό διάταγμα έπρεπε να φέρει τις υπογραφές όλων των υπουργών.
Αντώνης
Κλάψης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923,
Εκδόσεις Πεδίο
Κείμενο
Γ
Ο Τρικούπης θέλησε να καθιερώσει στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό σύστημα στην πιο εξελιγμένη μορφή του. Η κυβέρνηση δε θα ήταν απλώς υπεύθυνη απέναντι στη βουλή, αλλά και θα ασκούσε την εκτελεστική εξουσία. Έλεγε στη βουλή: «Νομίζω ότι η βουλή αντιπροσώπους αυτής έχει τους υπουργούς‧ ούτοι δεν είναι μόνον όργανα του στέμματος, αλλά και όργανα της βουλής. Η κυβέρνησις, εκλεγομένη υπό του στέμματος καθ’ υπόδειξιν της πλειονοψηφίας της βουλής, είναι επιτροπή εργαζομένη υπό τον έλεγχο της βουλής».
Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών
Κείμενο
Δ
Από την επαύριο της ισχύος του νέου Συντάγματος έως την καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης, το 1875, διορίσθηκαν συνολικά 18 κυβερνήσεις. Οι περισσότερες από αυτές όφειλαν τον σχηματισμό τους σε θεμιτές και αθέμιτες παρεμβάσεις του στέμματος, καθώς ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των Βουλών εκείνης της εποχής, που η σύνθεσή τους διακρινόταν από την πανσπερμία προσωποπαγών κομμάτων, ομάδων και τάσεων. Και, αντίστροφα, ο Γεώργιος απομάκρυνε αρκετές κυβερνήσεις από την εξουσία -αν και είχαν καταφέρει να κερδίσουν (εύθραυστες, είναι αλήθεια) πλειοψηφίες στη Βουλή-, διότι διαφωνούσε με την πολιτική τους.
Νίκος
Αλιβιζάτος, ό.π.
Ενδεικτική απάντηση
α. Μέσα σε συνθήκες
κυβερνητικής αστάθειας και εμφυλίου πολέμου, η Εθνοσυνέλευση χρειάστηκε δύο
ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στην ψήφιση συντάγματος. Ως πολίτευμα ορίστηκε η
βασιλευομένη δημοκρατία αντί της μέχρι τότε συνταγματικής μοναρχίας. Όπως, βέβαια, διευκρινίζει ο Νίκος Αλιβιζάτος
(Κείμενο Α), στο τότε Σύνταγμα δεν αναφερόταν ρητά η μορφή του νέου πολιτεύματος,
κάτι που συνέβη αργότερα στο άρθρο 21 του Συντάγματος του 1952. Η αλλαγή αυτή,
ωστόσο, γινόταν αντιληπτή από επιμέρους διατάξεις, μέσω των οποίων γινόταν σαφές
πως κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτιζαν πλέον οι πολίτες. Επρόκειτο για την αρχή της λαϊκής
κυριαρχίας που κατοχυρώθηκε με το Σύνταγμα του 1864. Σύμφωνα, ειδικότερα, με το
άρθρο 21 του Συντάγματος αυτού, κάθε εξουσία πήγαζε από το Έθνος και εφαρμοζόταν
με βάση τις συνταγματικές επιταγές. Η διατύπωση αυτή ήταν συνειδητή επιλογή της
συντακτικής βουλής, ώστε να γίνεται αντιληπτό από τους εκάστοτε πολιτικούς
αρχηγούς πως αντλούσαν την πολιτική τους δύναμη από το ελληνικό Έθνος. Έτι
περαιτέρω η υποχώρηση της κυρίαρχης θέσης του βασιλιά εκφραζόταν από τον
χαρακτηρισμό του ως προσώπου «ανεύθυνου» και «απαραβίαστου», αλλά όχι «ιερού», όπως
χαρακτηριζόταν στο προηγούμενο Σύνταγμα, εκείνο του 1844. Παραλλήλως, μήτε η
δικαστική εξουσία είχε πηγή της στον βασιλιά, εφόσον αποδιδόταν από δικαστές, τους
οποίους διόριζε εκείνος ακολουθώντας όμως τις σχετικές υποδείξεις του νόμου. Με
το Σύνταγμα του 1864, άλλωστε, κατοχυρώθηκαν μεταξύ άλλων η άμεση, μυστική και
καθολική (για τον ανδρικό πληθυσμό) ψήφος με σφαιρίδια και η ανεξαρτησία της
δικαιοσύνης. Όπως επισημαίνεται από τον
Αντώνη Κλάψη (Κείμενο Β), οι εξουσίες τους βασιλιά περιορίζονταν σε όσες μόνο
του αναγνωρίζονταν με σαφήνεια από το Σύνταγμα και τους νόμους. Ως εκ τούτου, ο
βασιλιάς δεν είχε τη δυνατότητα να εμπλέκεται στη διαδικασία αναθεώρησης του
Συντάγματος, η οποία αφορούσε αποκλειστικά την εκλεγόμενη προς τούτο Εθνοσυνέλευση.
Δεν είχε, επίσης, καμία πρόσβαση στη νομοθετική εξουσία, καθώς ο δικός του ρόλος
ήταν μόνο να επικυρώνει τους νόμους που είχαν ήδη υπογραφεί από τον αρμόδιο
υπουργό. Ο βασιλιάς, βέβαια, μπορούσε να διορίζει και να απολύει τους υπουργούς,
αλλά δεν είχε την απόλυτη ευχέρεια να διαλύει προώρως τη Βουλή και να προκηρύσσει
εκλογές, διότι αυτό το διάταγμα θα έπρεπε να έχει υπογραφεί από όλους τους υπουργούς.
Το Σύνταγμα του 1864 κατοχύρωνε, συνάμα, την ελευθερία του συνέρχεσθαι και
συνεταιρίζεσθαι, η οποία άνοιγε το δρόμο για την ελεύθερη συγκρότηση κομμάτων.
Τα κόμματα θεωρήθηκαν απαραίτητα για την έκφραση της βούλησης της κοινής
γνώμης, με το επιχείρημα ότι η εναλλακτική λύση είναι οι συνωμοτικοί κύκλοι ή
οι βιαιοπραγίες.
β. Παρά την έντονη αντίδραση
του βασιλιά Γεωργίου Α΄, η Εθνοσυνέλευση επέβαλε την αρχή να προέρχεται η
κυβέρνηση από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό που δεν ορίστηκε με
σαφήνεια, διότι θεωρήθηκε αυτονόητο, ήταν ότι ο βασιλιάς όφειλε να δώσει την
εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε βουλευτή του κόμματος που είχε την εμπιστοσύνη
της πλειοψηφίας της Βουλής. Ο Γεώργιος εκμεταλλεύτηκε αυτήν την ασάφεια, για να
διορίζει κυβερνήσεις της αρεσκείας του, μέχρι την ψήφιση της αρχής της
δεδηλωμένης το 1875. Με βάση, μάλιστα, τις
πληροφορίες που παρέχει ο Νίκος Αλιβιζάτος (Κείμενο Δ), από το 1864 μέχρι
το 1875 είχαν διορισθεί από τον βασιλιά δεκαοκτώ κυβερνήσεις. Το γεγονός αυτό
φανερώνει το μέγεθος του προβλήματος που ερχόταν να θεραπεύσει η αρχή της δεδηλωμένης.
Εξαιτίας, άλλωστε, της δυσκολίας που υπήρχε εκείνη την περίοδο να διασφαλιστεί
η πλειοψηφία στη Βουλή, καθώς υπήρχαν πολλά και ποικίλων τάσεων προσωποπαγή κόμματα,
οι περισσότερες από αυτές τις κυβερνήσεις είχαν προκύψει ύστερα από νόμιμες ή
μη παρεμβάσεις του βασιλιά. Αντιστοίχως, ωστόσο, ο Γεώργιος Α΄ είχε συμβάλει
στην ανατροπή αρκετών κυβερνήσεων, έστω κι αν διέθεταν κάποια σχετική πλειοψηφία,
επειδή ο ίδιος δεν συμφωνούσε με την πολιτική τους.
Η
ιδέα για την αρχή της δεδηλωμένης ανήκε στον νέο τότε πολιτικό Χαρίλαο
Τρικούπη, ο οποίος υποστήριξε δημόσια ότι μόνη λύση στο πρόβλημα της πολιτικής
αστάθειας ήταν η συγκρότηση δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, σύμφωνα με το πρότυπο
της Αγγλίας. Για να καταστεί αυτό δυνατόν, έπρεπε ο βασιλιάς να αναθέτει την
εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μόνο σε πολιτικό ο οποίος σαφώς είχε τη
«δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών. Αυτό θα στερούσε από τα
κόμματα μειοψηφίας τη δυνατότητα να σχηματίζουν κυβέρνηση, θα τα ωθούσε σε
συνένωση με τα μεγάλα και θα είχε ως αποτέλεσμα σταθερότερες κυβερνήσεις
πλειοψηφίας. Ο βασιλιάς, υπό την πίεση της αντιπολίτευσης και του επαναστατικού
αναβρασμού του λαού, υιοθέτησε τελικά την άποψη του Τρικούπη, η οποία αποτελεί
τομή στην πολιτική ιστορία της χώρας, καθώς οδήγησε σε μεταβολή του πολιτικού
τοπίου. Σύμφωνα, μάλιστα, με την Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Γ), απώτερος στόχος του Τρικούπη ήταν να
εδραιώσει το κοινοβουλευτικό σύστημα στην πλέον ουσιαστική μορφή του, αποδεσμεύοντας
την εκάστοτε κυβέρνηση από τον έλεγχο του βασιλιά και θέτοντάς τη υπό τον έλεγχο
της βουλής. Η κυβέρνηση που θα διέθετε την πλειοψηφία θα ασκούσε την εκτελεστική
εξουσία έχοντας χρέος να υπηρετεί πρωτίστως τη βουλή, απέναντι στην οποία θα έφερε
ευθύνη, και όχι μόνο τον βασιλιά.
Ιστορία Προσανατολισμού: Σύνταγμα 1864 & αρχή της δεδηλωμένης (πηγές)
Το νέο Σύνταγμα καθιέρωνε ως μορφή πολιτεύματος τη βασιλευομένη δημοκρατία. Αν και το Σύνταγμα δεν χρησιμοποιούσε τον σχετικό όρο (ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στο άρθρο 21 του Συντάγματος του 1952), δίχως άλλο τον υπονοούσε με μια σειρά διατυπώσεων, που δεν ήταν καθόλου τυχαίες: Έτσι το πρόσωπο του βασιλιά δεν ήταν πια «ιερόν» και «απαραβίαστον», όπως στο Σύνταγμα του 1844, αλλά «ανεύθυνον» και «απαραβίαστον» και υπεύθυνοι οι υπουργοί (άρθρο 29) που προσυπέγραφαν όλες τις πράξεις του (άρθρο 30). Περαιτέρω, η δικαιοσύνη δεν θα «πήγαζε» πια από τον βασιλιά, αλλά θα απονεμόταν από δικαστές, τους οποίους ο βασιλιάς θα διόριζε «κατά νόμον». […]
Έχει ενδιαφέρον να τονισθεί ότι η καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής στο Σύνταγμα του 1864 δεν είχε συμβολικό και μόνον περιεχόμενο: ήταν απόρροια μιας συνειδητής επιλογής, εν γνώσει των πρακτικών συνεπειών της. Έτσι, όπως ανέφερε η έκθεση της «επί του Πολιτεύματος επιτροπής», η ρητή μνεία της στο άρθρο 21 («άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους, ενεργούνται δε καθ’ ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα») έγινε «όπως έχωσιν αείποτε αι καθεστηκυίαι εξουσίαι υπ’ όψιν την θαλεράν πηγήν αφ’ ης αρύονται πάσας τας εαυτών δυνάμεις».
Το Σύνταγμα του 1864 περιόριζε τις εξουσίες του βασιλιά μόνο σε εκείνες που του απονέμονταν ρητά από το ίδιο το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Ο ανώτατος άρχοντας στερούνταν της δυνατότητας να παρεμβαίνει στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, το οποίο περιερχόταν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Εθνοσυνέλευσης, που κατά περίπτωση θα εκλεγόταν ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Ο βασιλιάς αποκλειόταν, επίσης, από το νομοθετικό έργο, καθώς οι αρμοδιότητές του δεν ξεπερνούσαν την τυπική κύρωση και τη συνακόλουθη δημοσίευση των νόμων, αφού προηγουμένως οι τελευταίοι είχαν υπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό. Αντίθετα, στον βασιλιά επιφυλασσόταν το προνόμιο του διορισμού και της απόλυσης των υπουργών, αλλά μόνο εν μέρει εκείνο της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και της προκήρυξης εκλογών, δεδομένου ότι το σχετικό διάταγμα έπρεπε να φέρει τις υπογραφές όλων των υπουργών.
Ο Τρικούπης θέλησε να καθιερώσει στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό σύστημα στην πιο εξελιγμένη μορφή του. Η κυβέρνηση δε θα ήταν απλώς υπεύθυνη απέναντι στη βουλή, αλλά και θα ασκούσε την εκτελεστική εξουσία. Έλεγε στη βουλή: «Νομίζω ότι η βουλή αντιπροσώπους αυτής έχει τους υπουργούς‧ ούτοι δεν είναι μόνον όργανα του στέμματος, αλλά και όργανα της βουλής. Η κυβέρνησις, εκλεγομένη υπό του στέμματος καθ’ υπόδειξιν της πλειονοψηφίας της βουλής, είναι επιτροπή εργαζομένη υπό τον έλεγχο της βουλής».
Από την επαύριο της ισχύος του νέου Συντάγματος έως την καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης, το 1875, διορίσθηκαν συνολικά 18 κυβερνήσεις. Οι περισσότερες από αυτές όφειλαν τον σχηματισμό τους σε θεμιτές και αθέμιτες παρεμβάσεις του στέμματος, καθώς ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των Βουλών εκείνης της εποχής, που η σύνθεσή τους διακρινόταν από την πανσπερμία προσωποπαγών κομμάτων, ομάδων και τάσεων. Και, αντίστροφα, ο Γεώργιος απομάκρυνε αρκετές κυβερνήσεις από την εξουσία -αν και είχαν καταφέρει να κερδίσουν (εύθραυστες, είναι αλήθεια) πλειοψηφίες στη Βουλή-, διότι διαφωνούσε με την πολιτική τους.