Κυριάκος Χαραλαμπίδης «Στα στέφανα της
κόρης του»
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Θόλος
(1989), τα ποιήματα της οποίας είναι εμπνευσμένα από τη δοκιμασία της Κύπρου
και ειδικότερα από το δράμα των αγνοουμένων μετά την τουρκική εισβολή το
καλοκαίρι του 1974.
Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό
κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της
Ανατολής.
Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.
Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ’ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.
Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα
στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια,
μπαίνουν
καθένας στ’ αυτοκίνητό του, χάνονται.
Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.
Ιστορικό πλαίσιο: Τα γεγονότα που
προηγήθηκαν της τουρκικής εισβολής
Στις 15 Ιουλίου 1974 εκδηλώθηκε στη Λευκωσία
το εγκληματικό πραξικόπημα της χούντας και της Αθήνας και των εκεί συνεργατών
της κατά του Κύπριου Εθνάρχη Μακαρίου. Ο Ιωαννίδης δεν στόχευε βέβαια στην
ένωση, αλλά στην επέκταση της δικτατορίας στην Κύπρο.
Ο Ιωαννίδης θέλησε να δημιουργήσει την
εντύπωση, πως το πραξικόπημα ήταν «εσωτερική υπόθεση» της Κύπρου. Και για την
ελληνική και για τη διεθνή κοινή γνώμη δεν υπήρξε ωστόσο από την αρχή η
παραμικρή αμφιβολία, ότι η παρανοϊκή ενέργεια ετοιμάστηκε και εκτελέστηκε από
Ελλαδίτες αξιωματικούς, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ως όργανο την Εθνική Φρουρά.
Ο Κύπριος Εθνάρχης κατόρθωσε να
διαφύγει. Από την Πάφο κάλεσε τον λαό ν’ αντισταθεί. Από τη βρετανική βάση του
Ακρωτηρίου πήγε πρώτα στη Μάλτα και μετά στο Λονδίνο. Λίγο αργότερα έφτασε στη
Νέα Υόρκη. Στις 18 Ιουλίου 1974 μίλησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Καυτηρίασε την πολιτική της «χούντας των στρατηγών» της Αθήνας υπογραμμίζοντας,
πως όσα συνέβησαν στη Μεγαλόνησο δεν αποτελούσαν επανάσταση, αλλά εισβολή στο
κυρίαρχο και ανεξάρτητο κυπριακό κράτος.
Η τουρκική εισβολή
Πέντε μέρες μετά το ιωαννίδικο έγκλημα
άρχισε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Τις πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου 1974
[πτώση του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα] η δημοκρατία επέστρεφε στη
χώρα, η οποία την εγέννησε και την ελίκνισε. Ο Κύπριος Εθνάρχης δούλεψε στις 2
Ιουλίου 1974 και για την αντιχουντική υπόθεση στην Ελλάδα. Η μεγαλόνησος
θυσιάστηκε για την ελλαδική δημοκρατία. Καλό να μη το λησμονούμε.
Το πραξικόπημα της χούντας της Αθήνας
κατά του Μακαρίου έδωσε στην Τουρκία το ευπρόσδεκτο πρόσχημα – εφαρμόζοντας
παλιά της σχέδια – να εισβάλει στην Κύπρο. Η
στρατιωτική επιχείρηση της Άγκυρας έγινε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (20-22 Ιουλίου
1974) δημιουργήθηκε στον
βορρά ένα τουρκικό προγεφύρωμα, το οποίο διευρύνθηκε από την Άγκυρα παράνομα
και μετά τη σύναψη συμφωνίας ανακωχής στις 22 Ιουλίου 1974.
Στη δεύτερη φάση (14-16 Αυγούστου 1974) ολοκληρώθηκε το τουρκικό σχέδιο, το
οποίο πέρασε στην ιστορία με το όνομα «Αττίλας». Ο στρατός εισβολής είχε στην κατοχή του
σχεδόν 37% του κυπριακού εδάφους και δη το από οικονομική άποψη σημαντικότερο
τμήμα της μεγαλονήσου.
Για να δικαιολογήσει την εισβολή της,
την οποία χαρακτήριζε κυνικά «ειρηνευτική επιχείρηση», η Άγκυρα επικαλέστηκε τη
συνθήκη εγγύησης του 1960.
Πρέπει να υπομνησθεί εδώ η διευκρίνιση
του Νομικού Τμήματος της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ, ότι από τη συνθήκη
εγγύησης δεν απέρρεε και δικαίωμα μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης.
Η Άγκυρα πραγματοποίησε το μακροχρόνιο
σχέδιο της de facto διαίρεσης της Μεγαλονήσου. Περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι έχασαν
τις πατρογονικές εστίες τους.
Οι αγνοούμενοι (1.619 Ελληνοκύπριοι) κι
οι εγκλωβισμένοι (αρχικά περίπου 20.000) υπογράμμιζαν την έκταση της κυπριακής
τραγωδίας. Η Άγκυρα κι η τουρκοκυπριακή ηγεσία άρχισαν να μεταβάλουν τον
δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού με συστηματικό αποικισμό από την Τουρκία.
[Οι πληροφορίες έχουν αντληθεί από την
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών, τόμος ΙΣΤ, σελίδες 479-483]
Ανάλυση του ποιήματος
Το ποίημα, που έχει αφηγηματικό
χαρακτήρα, περιγράφει με τρόπο λιτό το γάμο μιας κοπέλας, ο πατέρας της οποίας
είναι ένας από τους αγνοούμενους Ελληνοκύπριους∙ για την κατάληξη των οποίων η τουρκική
πλευρά δεν είχε την εντιμότητα να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση στις δραματικές
εκκλήσεις των οικογενειών τους.
«Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό
κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της
Ανατολής.
Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.»
Με τους πρώτους κιόλας στίχους γίνεται
σαφές πως η ποιητική ιστορία αφορά ένα από τα πρόσωπα που εκδιώχθηκαν από τις
πατρογονικές τους εστίες, χάνοντας όχι μόνο την περιουσία τους, αλλά και μέλη
της οικογένειάς τους.
Τα τριακόσια στρέμματα γης, που
βρίσκονται πλέον υπό την κατοχή των Τούρκων, αποτελούν ασφαλώς μικρότερη
απώλεια σε σχέση με τον «αγνοούμενο» πατέρα, ο οποίος υποτίθεται πως έχει
σταλεί ως αιχμάλωτος στα βάθη της Ανατολής.
Η αναφορά πως η κοπέλα θα παντρευόταν
ένα καλό παιδί λειτουργεί ως παρηγοριά, ως ένδειξη καλής τύχης, αλλά και το
κυριότερο ως επιβεβαίωση πως παρά τις τραγικές απώλειες που γνώρισαν οι
άνθρωποι του νησιού, συνεχίζουν τη ζωή τους με την προσδοκία ενός καλύτερου
μέλλοντος.
«Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ’ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.»
Καθώς η αφήγηση περνά στα γεγονότα του
γάμου, έχουμε συνάμα κι ένα πέρασμα στο εξωλογικό στοιχείο με την εμφάνιση του
αγνοούμενου πατέρα στην εκκλησία.
Ο αγνοούμενος, αλλά στην πραγματικότητα
νεκρός, πατέρας εισέρχεται στο νάρθηκα του ναού -στο τμήμα δηλαδή του ναού που
βρίσκεται μπροστά από το κυρίως μέρος του και που ενώνεται μ’ αυτό συνήθως με
τρεις πύλες- στέκεται πίσω από μια κολώνα και καμαρώνει την κόρη του.
Η έλευση του πατέρα αποτελεί το
κεντρικό σημείο του ποιήματος και αναδεικνύει όλη την τραγικότητα της
κατάστασης. Ο άδικος χαμός του από την ωμή βιαιότητα του τουρκικού στρατού, του
στέρησε όχι μόνο το δικαίωμα στη ζωή, αλλά και το δικαίωμα να βρεθεί στις χαρές
του παιδιού του και να δει τη συνέχεια της οικογένειάς του. Η στιγμή του γάμου
της κόρης του, η στιγμή που ως πατέρας θα εμπιστευόταν το παιδί του στα χέρια
του συζύγου της και θα βίωνε όλη τη χαρά και την υπερηφάνεια που του αναλογούσε
ύστερα από όλες τις έγνοιες και τις θυσίες για να μεγαλώσει το παιδί του, του
αφαιρέθηκε με τον πιο βίαιο και αναίσχυντο τρόπο.
Εντούτοις, ο «αγνοούμενος» πατέρας,
χάρη στη δύναμη της πατρικής αγάπης, χάρη στη δύναμη της αγάπης αυτής που
μοιάζει ικανή να αντιστρέψει ακόμη και το ανέκκλητο του θανάτου, έρχεται στην
εκκλησία, έστω και στα κρυφά, έστω και δίνοντας την εντύπωση του «ηλιθίου του
χωριού», προκειμένου να βρεθεί στην πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του παιδιού
του.
Ό,τι του στέρησαν οι Τούρκοι, ο πατέρας
το διεκδικεί με τον πιο απρόσμενο τρόπο, αποδεικνύοντας πως τίποτε και κανείς
δεν μπορεί να τον αποτρέψει από το ν’ αντικρίσει με τα μάτια του τη χαρά της
κόρης του και να αισθανθεί μαζί της τη βαθιά ευτυχία της.
Έτσι, κρυμμένος πίσω από την κολώνα,
σκουπίζει με το μανίκι το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ. Εδώ με το σχήμα
υπαλλαγής –ξεσκισμένο και φτωχό είναι το μανίκι- αποδίδονται στο δάκρυ επίθετα
που θα έπρεπε να προσδιορίζουν τη λέξη μανίκι. Με τον τρόπο αυτό, όμως,
γίνονται με μεγαλύτερη ενάργεια σαφή τα συναισθήματα του πατέρα, καθώς όπως
φθαρμένα είναι τα ρούχα και η όψη του, έτσι βεβηλωμένη και ξεσκισμένη είναι κι
η ψυχή του. Ο αδικοχαμένος πατέρας, που οι δικοί του τον νομίζουν για ζωντανό,
δε έχει πια τη δυνατότητα να βρίσκεται κοντά στους δικούς του και να ζήσει μαζί
τους τις χαρές τους, κι αυτό του προκαλεί ανείπωτη οδύνη.
Όπως είναι πίσω από την κολώνα με τα
ξεσκισμένα και φτωχικά του ρούχα -αυτά που φορούσε τη μέρα της εισβολής, αυτά
που φορούσε όταν οι Τούρκοι τον πέταξαν σε κάποιον ομαδικό τάφο-, κανείς από
τους συγγενείς του δεν τον αναγνωρίζει, ενώ βλέποντάς τον κιόλας να δακρύζει
θαρρούν πως είναι ο χαζός του χωριού και δεν του δίνουν καμία σημασία.
«Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα
στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια,
μπαίνουν
καθένας στ’ αυτοκίνητό του, χάνονται.
Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.»
Με το τέλος του γάμου, ακολουθεί ο
παραδοσιακός χαιρετισμός των νεόνυμφων, το μοίρασμα των κουφέτων και των
γλυκισμάτων, και φυσικά η αποχώρηση όλων των καλεσμένων, που ο καθένας παίρνει
το αυτοκίνητό του για να γυρίσει σπίτι του και να συνεχίσει τη ζωή του.
Τραγική φιγούρα, όμως, ο στοργικός
πατέρας που φεύγει από την εκκλησία, όχι για να γυρίσει σπίτι του, αλλά για να
πάρει και πάλι τη θέση του στο χώμα, πέρα από την Πράσινη Γραμμή, στα
κατεχόμενα εδάφη.
Η καταληκτική στροφή του ποιήματος
αποκαλύπτει πως ο πατέρας, που με συγκίνηση είχε μόλις παρακολουθήσει το γάμο
της κόρης του, είναι νεκρός και βρίσκεται θαμμένος στα κατεχόμενα εδάφη, και
φυσικά δεν είναι αιχμάλωτος στα «βάθη της Ανατολής» όπως πιστεύουν οι δικοί
του.
Η αντίφαση ανάμεσα στο τι πιστεύει η
οικογένειά του σχετικά με την τύχη του «αγνοούμενου» πατέρα και στο που
πραγματικά βρίσκεται, αποτελεί ένα δραματικό σχόλιο του ποιητή σχετικά με την
πείσμωνα απροθυμία της τουρκικής πλευράς να παραδεχτεί τις βαναυσότητες του
στρατού της.
Οι οικογένειες 1.619 αγνοούμενων
Ελληνοκυπρίων βασανίστηκαν για χρόνια μη γνωρίζοντας που βρίσκονται κι αν ζουν
οι δικοί τους άνθρωποι. Η υπόθεση πως οι αγνοούμενοι στάλθηκαν ως αιχμάλωτοι
στα ενδότερα της Τουρκίας υπήρξε προφανώς αναληθής, καθώς όλα τα στοιχεία
υποδηλώνουν -όπως άλλωστε επισημαίνει κι ο ποιητής- πως οι άνθρωποι αυτοί έχουν
θανατωθεί κι έχουν ταφεί στα κατεχόμενα εδάφη.
Ακόμη και σήμερα πολλοί Κύπριοι δεν
έχουν λάβει μια θετική απάντηση σχετικά με τη μοίρα των δικών τους και οι
εκκλήσεις τους στην Τουρκική κυβέρνηση προσκρούουν σε μια απάνθρωπη σιωπή, που
φανερώνει όχι μόνο ενοχή, αλλά και έλλειψη στοιχειώδους σεβασμού των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων.
Θεωρείται, πάντως, βέβαιο πως αν η
τουρκική πλευρά επέτρεπε σχετικές έρευνες στα κατεχόμενα εδάφη, θα εντοπίζονταν
περιοχές ενταφιασμού των δολοφονημένων Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων.
Ο ποιητής κατορθώνει, χωρίς
μελοδραματισμούς, να αναδείξει τόσο τις τραγικές συνέπειες της εισβολής σε
προσωπικό επίπεδο, καθώς χιλιάδες άνθρωποι θανατώθηκαν και χιλιάδες οικογένειες
γνώρισαν τον πόνο της απώλειας, όσο και σε εθνικό και πολιτικό επίπεδο τη
θρασύδειλη στάση της τουρκικής πλευράς, που όχι μόνο αποσιώπησε τις δολοφονίες
των Κύπριων αιχμαλώτων, αλλά αρνήθηκε κιόλας οποιαδήποτε συνδρομή για την
επίλυση του ζητήματος των αγνοουμένων.
Μέσα από την προσωπική ιστορία της
κοπέλας, η οποία παραμένει σκοπίμως ανώνυμη, καθώς στο πρόσωπό της
καθρεφτίζεται ο πόνος χιλιάδων ανθρώπων, ο ποιητής κατορθώνει να συνοψίσει
πάμπολλες παρόμοιες ιστορίες Ελληνοκύπριων που πέρασαν τα χρόνια τους με τον
διπλό πόνο της απώλειας και της άγνοιας.
Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι
εστιάζουν την προσοχή τους στο γεγονός της εισβολής και της παράνομης κατοχής
μεγάλου μέρους του νησιού, ο ποιητής επιχειρεί να τονίσει και τις πιο
προσωπικές πτυχές του κυπριακού δράματος. Επιχειρεί να αναδείξει τον πόνο των
ανθρώπων που δεν έμαθαν ποτέ που βρίσκονται τα αγνοούμενα μέλη της οικογένειάς
τους, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα ζήτημα που δεν έλαβε ποτέ σε διεθνές επίπεδο
τη δέουσα προσοχή.
Τέλος, κεντρική θέση λαμβάνουν και τα
αισθήματα των ίδιων των ανθρώπων που χάθηκαν την περίοδο της τουρκικής
εισβολής, οι οποίοι έπεσαν θύματα του βάναυσου τουρκικού επεκτατισμού, χάνοντας
το δικαίωμα στη ζωή και στα άπειρα μικρά και μεγάλα γεγονότα που είχαν ακόμη να
ζήσουν.