Jindra Noewi
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ζωγραφισμένα»
Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί˙ τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πιά για να το αποκοιμίσει.-
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.
[1915]
Ο ποιητής που τιμά στα έργα του την Τέχνη της Ποιήσεως δείχνει σ’ αυτό το ποίημα την εκτίμηση που έχει εν γένει στην τέχνη, καθώς για εκείνον η καλλιτεχνική έκφραση αποτελεί την ιδανική μορφή αποτύπωσης των σκέψεων και επιθυμιών του καλλιτέχνη, ανεξάρτητα από τη μορφή της Τέχνης που υπηρετεί.
Στο «Ζωγραφισμένα» ο Καβάφης μας αποκαλύπτει μια ακόμη αγαπημένη του συνήθεια, που δεν είναι άλλη από το να απολαμβάνει έργα της ζωγραφικής τέχνης, ιδίως όταν αυτά συμπίπτουν με τη δική του έκφανση του ωραίου. Κι ενώ στον Καισαρίωνα μας παρουσιάζει τη διαδικασία που ακολουθεί κάποιες φορές για να φτάσει στην ποιητική έμπνευση, τη μελέτη δηλαδή της ιστορίας, εδώ μας μιλά για το πώς επιχειρεί μέσω της τέχνης να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που κάποτε αντιμετωπίζει με την ποιητική σύνθεση.
Αναλυτικότερα:
Η αρχική διατύπωση του ποιητή ότι αγαπά και προσέχει την εργασία του, έρχεται να προλάβει τις τυχόν αρνητικές εντυπώσεις που ενδέχεται να προκαλέσει η δήλωση που θα ακολουθήσει ότι σήμερα δηλαδή δυσκολεύεται να δημιουργήσει κι αισθάνεται αποθαρρυμένος. Παράλληλα, με την αρχική αυτή διατύπωση, θέλει να δείξει με σαφήνεια ότι για εκείνον η ποιητική δημιουργία είναι μια απαιτητική εργασία στην οποία αφιερώνει πολύ χρόνο και προσπάθεια. Ο ποιητής θεωρεί ότι για να μπορέσει να προχωρήσει στην ποιητική σύνθεση θα πρέπει να βρίσκεται στην κατάλληλη διάθεση καθώς σε αντίθετη περίπτωση δε θα μπορέσει να δημιουργήσει τέχνη εξαιρετικής ποιότητας οπότε δεν υπάρχει όφελος να πιέζει τον εαυτό του. Ο Καβάφης άλλωστε ποτέ δεν καταφεύγει στην ευκαιριακή έμπνευση και ποτέ δεν παρουσιάζει κάποιο ποίημα προτού να το επεξεργαστεί σε μεγάλο βαθμό, άρα για τον ποιητή η δημιουργία οφείλει να γίνεται πάντοτε υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις.
Ο άσχημος καιρός, επομένως, που ου προκαλεί δυσθυμία, καθώς κι η δυσκολία που αντιμετωπίζει ο ποιητής να επιτύχει την ιδανική διατύπωση τον αποθαρρύνουν από την ποιητική σύνθεση και του δημιουργούν την επιθυμία να δει κάτι, παρά να πει – να γράψει δηλαδή – ο ίδιος κάτι δικό του. Για το λόγο αυτό ο ποιητής στρέφεται σ’ ένα ζωγραφικό πίνακα που δείχνει ένα ωραίο αγόρι να κοιμάται κοντά σε μια βρύση. Η εικόνα του ωραίου εφήβου, κι εν γένει του ωραίου αγοριού, αποτελεί βασική θεματική στην ποίηση του Καβάφη, καθώς στη μορφή του εφήβου βρίσκει την εξιδανικευμένη της έκφραση η ερωτική επιθυμία του ποιητή. Ο ποιητής έλκεται από τη μορφή του ωραίου αγοριού και παράλληλα μας υποδηλώνει την όμορφη ατμόσφαιρα που έχει αποτυπωθεί στο ζωγραφικό πίνακα. Ένα θείο μεσημέρι, με ζεστό καιρό και μια εικόνα καλοκαιρού που έρχονται σε αντίθεση με τον καιρό που επικρατεί για τον ποιητή, υποδηλώνουν μια γενικότερη αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που ζει ο ποιητής, σε αυτό που επιχειρεί να αποτυπώσει στους στίχους του και σ’ αυτό που τελικά βλέπει και θαυμάζει στη ζωγραφιά. Όσα δηλαδή θα ήθελε ο ποιητής να ζει αλλά και να εκφράσει εκείνη τη μέρα στην ποίησή του τα βλέπει τώρα ζωγραφισμένα και δεν μπορεί παρά να μείνει εκεί για ώρα να θαυμάσει την ομορφιά και την τελειότητα της μορφής του αγοριού, τη ζεστασιά που αποπνέει ο καιρός και εν τέλει την ιδανική αποτύπωση που έχει πετύχει ο ζωγράφος με το έργο του.
Ο ποιητής αδυνατεί να πετύχει τη δική του διατύπωση, τη δική του δημιουργία, αλλά δεν απογοητεύεται καθώς βρίσκει όσα εκείνος δεν μπόρεσε να εκφράσει, ζωγραφισμένα μπροστά του, με τόση τελειότητα, ώστε να παρασύρεται σε μια πολύωρη θέαση μιας οπτασίας που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η δική του οπτασία και όχι του ζωγράφου. Μένει εκεί να θαυμάζει τη ζωγραφιά του ωραίου αγοριού και αισθάνεται ως λάτρης της τέχνης, ότι βρίσκει την ξεκούραση, βρίσκει την αναγκαία αποστασιοποίηση από τη δική του τέχνη, μέσα στην τέχνη κάποιου άλλου. Κι αυτό το συναίσθημα ο ποιητής το εκφράζει με τον τελευταίο στίχο του ποιήματος, που παραμένει ένας από τους πλέον γνωστούς στίχους του:
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.
Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί˙ τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πιά για να το αποκοιμίσει.-
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.
[1915]
Ο ποιητής που τιμά στα έργα του την Τέχνη της Ποιήσεως δείχνει σ’ αυτό το ποίημα την εκτίμηση που έχει εν γένει στην τέχνη, καθώς για εκείνον η καλλιτεχνική έκφραση αποτελεί την ιδανική μορφή αποτύπωσης των σκέψεων και επιθυμιών του καλλιτέχνη, ανεξάρτητα από τη μορφή της Τέχνης που υπηρετεί.
Στο «Ζωγραφισμένα» ο Καβάφης μας αποκαλύπτει μια ακόμη αγαπημένη του συνήθεια, που δεν είναι άλλη από το να απολαμβάνει έργα της ζωγραφικής τέχνης, ιδίως όταν αυτά συμπίπτουν με τη δική του έκφανση του ωραίου. Κι ενώ στον Καισαρίωνα μας παρουσιάζει τη διαδικασία που ακολουθεί κάποιες φορές για να φτάσει στην ποιητική έμπνευση, τη μελέτη δηλαδή της ιστορίας, εδώ μας μιλά για το πώς επιχειρεί μέσω της τέχνης να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που κάποτε αντιμετωπίζει με την ποιητική σύνθεση.
Αναλυτικότερα:
Η αρχική διατύπωση του ποιητή ότι αγαπά και προσέχει την εργασία του, έρχεται να προλάβει τις τυχόν αρνητικές εντυπώσεις που ενδέχεται να προκαλέσει η δήλωση που θα ακολουθήσει ότι σήμερα δηλαδή δυσκολεύεται να δημιουργήσει κι αισθάνεται αποθαρρυμένος. Παράλληλα, με την αρχική αυτή διατύπωση, θέλει να δείξει με σαφήνεια ότι για εκείνον η ποιητική δημιουργία είναι μια απαιτητική εργασία στην οποία αφιερώνει πολύ χρόνο και προσπάθεια. Ο ποιητής θεωρεί ότι για να μπορέσει να προχωρήσει στην ποιητική σύνθεση θα πρέπει να βρίσκεται στην κατάλληλη διάθεση καθώς σε αντίθετη περίπτωση δε θα μπορέσει να δημιουργήσει τέχνη εξαιρετικής ποιότητας οπότε δεν υπάρχει όφελος να πιέζει τον εαυτό του. Ο Καβάφης άλλωστε ποτέ δεν καταφεύγει στην ευκαιριακή έμπνευση και ποτέ δεν παρουσιάζει κάποιο ποίημα προτού να το επεξεργαστεί σε μεγάλο βαθμό, άρα για τον ποιητή η δημιουργία οφείλει να γίνεται πάντοτε υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις.
Ο άσχημος καιρός, επομένως, που ου προκαλεί δυσθυμία, καθώς κι η δυσκολία που αντιμετωπίζει ο ποιητής να επιτύχει την ιδανική διατύπωση τον αποθαρρύνουν από την ποιητική σύνθεση και του δημιουργούν την επιθυμία να δει κάτι, παρά να πει – να γράψει δηλαδή – ο ίδιος κάτι δικό του. Για το λόγο αυτό ο ποιητής στρέφεται σ’ ένα ζωγραφικό πίνακα που δείχνει ένα ωραίο αγόρι να κοιμάται κοντά σε μια βρύση. Η εικόνα του ωραίου εφήβου, κι εν γένει του ωραίου αγοριού, αποτελεί βασική θεματική στην ποίηση του Καβάφη, καθώς στη μορφή του εφήβου βρίσκει την εξιδανικευμένη της έκφραση η ερωτική επιθυμία του ποιητή. Ο ποιητής έλκεται από τη μορφή του ωραίου αγοριού και παράλληλα μας υποδηλώνει την όμορφη ατμόσφαιρα που έχει αποτυπωθεί στο ζωγραφικό πίνακα. Ένα θείο μεσημέρι, με ζεστό καιρό και μια εικόνα καλοκαιρού που έρχονται σε αντίθεση με τον καιρό που επικρατεί για τον ποιητή, υποδηλώνουν μια γενικότερη αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που ζει ο ποιητής, σε αυτό που επιχειρεί να αποτυπώσει στους στίχους του και σ’ αυτό που τελικά βλέπει και θαυμάζει στη ζωγραφιά. Όσα δηλαδή θα ήθελε ο ποιητής να ζει αλλά και να εκφράσει εκείνη τη μέρα στην ποίησή του τα βλέπει τώρα ζωγραφισμένα και δεν μπορεί παρά να μείνει εκεί για ώρα να θαυμάσει την ομορφιά και την τελειότητα της μορφής του αγοριού, τη ζεστασιά που αποπνέει ο καιρός και εν τέλει την ιδανική αποτύπωση που έχει πετύχει ο ζωγράφος με το έργο του.
Ο ποιητής αδυνατεί να πετύχει τη δική του διατύπωση, τη δική του δημιουργία, αλλά δεν απογοητεύεται καθώς βρίσκει όσα εκείνος δεν μπόρεσε να εκφράσει, ζωγραφισμένα μπροστά του, με τόση τελειότητα, ώστε να παρασύρεται σε μια πολύωρη θέαση μιας οπτασίας που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η δική του οπτασία και όχι του ζωγράφου. Μένει εκεί να θαυμάζει τη ζωγραφιά του ωραίου αγοριού και αισθάνεται ως λάτρης της τέχνης, ότι βρίσκει την ξεκούραση, βρίσκει την αναγκαία αποστασιοποίηση από τη δική του τέχνη, μέσα στην τέχνη κάποιου άλλου. Κι αυτό το συναίσθημα ο ποιητής το εκφράζει με τον τελευταίο στίχο του ποιήματος, που παραμένει ένας από τους πλέον γνωστούς στίχους του:
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.