Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ο Γενάρης του 1904»
A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι
ακούω τα πρώτα.
Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη
αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα
σπίτια, πάν’ τα φώτα·
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η
ερωτική.
Το ποίημα «Ο Γενάρης του 1904» ανήκει
στα Κρυμμένα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, σ’ αυτά δηλαδή που ενώ βρέθηκαν
ολοκληρωμένα στα χαρτιά του, ο ίδιος είχε επιλέξει να μην τα δημοσιοποιήσει.
Είναι ένα σύντομο ερωτικό ποίημα,
δοσμένο σε α΄ ενικό πρόσωπο, γεγονός που του προσδίδει χαρακτήρα αυτοβιογραφικό
και το καθιστά έτσι ακόμη πιο ενδιαφέρον.
A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι
ακούω τα πρώτα.
Ο ποιητή υμνεί, υπό μία έννοια, τις
νύχτες του Γενάρη του 1904 που τις περνά σε μια κατάσταση συνεχούς αναπόλησης,
φέρνοντας ξανά και ξανά στη σκέψη και ανασυνθέτοντας τις στιγμές εκείνες που
πέρασε κοντά στον αγαπημένο του. Ξαναπλάθει με το νου του τις στιγμές που
πέρασε κοντά του και τον συναντά εκ νέου, ακούγοντας τα λόγια τους τα
τελευταία∙ ακούγοντας τα λόγια τους τα πρώτα.
Η διαδικασία της αναπόλησης, όπως και
το στοιχείο της φαντασιακής βίωσης ή φαντασιακής ανάπλασης ορισμένων
περιστατικών από τη ζωή του, αποτελούν καίρια συστατικά της ώριμης ζωής του
ποιητή. Ο Καβάφης, όπως συχνά καταγράφει και στα ποιήματά του, συνήθιζε να
περνά τα μοναχικά του βράδια επιστρέφοντας μ’ επιμονή στο παρελθόν και
αναβιώνοντας ερωτικά στιγμές του άλλοτε έντονου ερωτικού του βίου. Μια τέτοια
αναβίωση είναι κι αυτή που παρουσιάζεται στο συγκεκριμένο ποίημα∙ η αναβίωση
ενός έρωτα του παρελθόντος, που ο ποιητής τον ανακαλεί εκ νέου στη σκέψη του
και ζει ξανά τις μεταξύ τους συναντήσεις και συζητήσεις.
Ο ποιητής θυμάται το πώς ξεκίνησε η
γνωριμία και η σχέση τους, αλλά και το πώς τελείωσε, βιώνοντας εκ νέου τη
συγκίνηση μιας ερωτικής συνύπαρξης που ανήκει πια ανέκκλητα στο παρελθόν.
Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη
αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο ποιητής
αντλεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση και παραμυθία από τη διαδικασία αυτής της
αναπόλησης, η νοητική οπτασία που δημιουργεί με τη σκέψη του δεν διαρκεί πολύ.
Έτσι, τις νύχτες του Γενάρη που του προσφέρουν παρηγοριά κι ευχαρίστηση, τις
διαδέχονται αίφνης οι νύχτες που του προκαλούν απελπισία, καθώς η ανάμνηση των
ερωτικών ημερών του παρελθόντος φεύγει και τον αφήνει στην απόλυτη μοναξιά του
παρόντος.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα
σπίτια, πάν’ τα φώτα∙
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η
ερωτική.
Όσο κι αν θα ήθελε ο ποιητής να
διατηρήσει στη σκέψη του με σταθερότητα την αναπόληση των ερωτικών στιγμών που
πέρασε μαζί με τον αγαπημένο του, αυτό δεν είναι εφικτό. Η οπτασία που με κόπο
έπλασε στη σκέψη του φεύγει και διαλύεται, σαν να βιάζεται να τον εγκαταλείψει.
Χάνονται τα δέντρα, χάνονται οι δρόμοι, τα σπίτια και τα φώτα, που συνέθεταν το
σκηνικό των ημερών που πέρασε κοντά του. Μα το πιο επώδυνο βέβαια είναι πως
σβήνει και χάνεται η μορφή η ερωτική του αγαπημένου προσώπου.
Η απροθυμία του ποιητή να αντικρίσει τη
μοναξιά του παρόντος, βρίσκει πρόσκαιρη μόνο παρηγοριά στη δύναμη της μνήμης
και στη δυνατότητα της σκέψης να ξαναπλάθουν καταστάσεις του παρελθόντος, καθώς
μια τέτοια διαδικασία αναπόλησης δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να διαρκεί για
πολύ. Έτσι, ό,τι έμοιαζε ως πηγή παρηγοριάς καταλήγει να βαθαίνει την απελπισία
του, αφού πλέον νιώθει ακόμη πιο έντονα την ερημία του.