Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Το 25ον έτος του βίου του»
Πηγαίνει στην ταβέρνα τακτικά
που είχανε γνωρισθεί τον περασμένο
μήνα.
Ρώτησε· μα δεν ήξεραν τίποτε να τον
πουν.
Από τα λόγια των, κατάλαβε πως είχε
γνωρισθεί
μ’ ένα όλως άγνωστο υποκείμενον·
μια απ’ τες πολλές άγνωστες κ’ ύποπτες
νεανικές μορφές που απ’ εκεί περνούσαν.
Πηγαίνει όμως στην ταβέρνα τακτικά, την
νύχτα,
και κάθεται και βλέπει προς την είσοδο·
μέχρι κοπώσεως βλέπει προς την είσοδο.
Ίσως να μπει. Aπόψ’ ίσως ναρθεί.
Κοντά τρεις εβδομάδες έτσι κάμνει.
Aρρώστησεν ο νους του από λαγνεία.
Στο στόμα του μείνανε τα φιλιά.
Παθαίνεται απ’ τον διαρκή πόθον η σάρκα
του όλη.
Του σώματος εκείνου η αφή είν’ επάνω
του.
Θέλει την ένωσι μαζύ του πάλι.
Να μην προδίδεται, το προσπαθεί
εννοείται.
Μα κάποτε σχεδόν αδιαφορεί.—
Εξ άλλου, σε τι εκτίθεται το ξέρει,
το πήρε απόφασι. Δεν είν’ απίθανον η
ζωή του αυτή
σε σκάνδαλον ολέθριο να τον φέρει.
Τα ερωτικά ποιήματα του Κωνσταντίνου
Καβάφη που αναφέρονται στην εποχή του είναι συνήθως αφηγηματικά και
παρουσιάζουν περιστατικά από τη ζωή μεμονωμένων προσώπων, που μένουν ωστόσο
ανώνυμα μιας και μέσα από τη δική τους περίπτωση αντανακλώνται στοιχεία
ευρύτερης αξίας σε σχέση με τις ομόφυλες ερωτικές σχέσεις και τη ζωή των
ομοφυλόφιλων ανδρών.
Πηγαίνει στην ταβέρνα τακτικά
που είχανε γνωρισθεί τον περασμένο
μήνα.
Ρώτησε∙ μα δεν ήξεραν τίποτε να τον
πουν.
Από τα λόγια των, κατάλαβε πως είχε
γνωρισθεί
μ’ ένα όλως άγνωστο υποκείμενον∙
μια απ’ τες πολλές άγνωστες κ’ ύποπτες
νεανικές μορφές που απ’ εκεί περνούσαν.
Ο ανώνυμος ήρωας του ποιήματος
επιστρέφει τακτικά στην ταβέρνα εκείνη που έτυχε τον προηγούμενο μήνα να
γνωρίσει έναν νεαρό και να σχετιστεί μαζί του ερωτικά. Όπως, όμως, συμβαίνει
συχνά στις τυχαίες και εφήμερες αυτές ομόφυλες γνωριμίες, δεν φρόντισε τότε να
μάθει αρκετά -ή πιθανώς και τίποτε- για εκείνον, αφού ό,τι προείχε τότε ήταν η
ικανοποίηση του ερωτικού τους πάθους. Έτσι, αναγκάζεται να ρωτήσει τους
ανθρώπους της ταβέρνας, μα κι εκείνοι δεν ήξεραν τίποτε το συγκεκριμένο να του
πουν. Συνειδητοποιεί, επομένως, πως ο νεαρός που γνώρισε ήταν τελείως άγνωστος
στην περιοχή, αλλά και στους θαμώνες της ταβέρνας∙ ήταν ένας από τους πολλούς
άγνωστους και ύποπτους νέους που περνούσαν από εκεί, προφανώς, σε αναζήτηση
ενός ευκαιριακού ερωτικού συντρόφου. Η επιλογή της ταβέρνας, άρα, είχε γίνει
σκοπίμως, αφού βρισκόταν σε μια περιοχή που δεν τον γνώριζε κανείς κι έτσι
μπορούσε να κάνει κάποια ερωτική γνωριμία, χωρίς να φοβάται μήπως εκτεθεί σε
ανθρώπους που τον ήξεραν.
Το γεγονός ότι οι ομόφυλες σχέσεις ήταν
κατακριτέες από την τότε κοινωνία και αποτελούσαν αφορμή στιγματισμού, ωθεί
τους νεαρούς άνδρες να αναζητούν χώρους όπου δεν τους γνωρίζει κανείς
προκειμένου να αναζητήσουν έναν σύντροφο της μιας βραδιάς.
Πηγαίνει όμως στην ταβέρνα τακτικά, την
νύχτα,
και κάθεται και βλέπει προς την είσοδο∙
μέχρι κοπώσεως βλέπει προς την είσοδο.
Ίσως να μπει. Aπόψ’ ίσως ναρθεί.
Ο νεαρός ήρωας το αντιλαμβάνεται πως ο
νέος που γνώρισε τότε είναι πιθανό να μην εμφανιστεί ξανά στη συγκεκριμένη
ταβέρνα, συνεχίζει όμως να πηγαίνει τακτικά εκεί τα βράδια, με την ελπίδα πως
ίσως τον ξαναδεί.
Κάθεται και κοιτάζει προς την είσοδο
της ταβέρνας∙ κοιτάζει προς την είσοδο με επιμονή, φτάνοντας στο σημείο της
εξάντλησης, μα δεν εγκαταλείπει, με τη σκέψη πως ίσως από στιγμή σε στιγμή τον
δει να μπαίνει στην ταβέρνα∙ με τη σκέψη πως ίσως απόψε να είναι η βραδιά που
τελικά θα έρθει.
Η επιμονή με την οποία αναλώνει τα
βράδια του περιμένοντας την τυχαία γνωριμία της μιας βραδιάς να επιστρέψει και
πάλι στην ταβέρνα που γνωρίστηκαν, φανερώνει την ένταση του πόθου που ξύπνησε
τελικά στην ψυχή του ο νέος αυτός. Έτσι, η τυχαία και εφήμερη αυτή συνάντηση,
που τότε αποσκοπούσε μόνο στη γρήγορη ικανοποίηση της ερωτικής επιθυμίας και
δεν συνοδεύτηκε ούτε καν από τις στοιχειώδεις συστάσεις, καταλήγει να τον κρατά
δέσμιο του πάθους και να του στερεί την ψυχική του γαλήνη. Ο νεαρός ήρωας
βιώνει ένα επώδυνο ερωτικό συναίσθημα, αφού τίποτε δεν του διασφαλίζει πως θα
κατορθώσει να συναντήσει ξανά τον νέο εκείνο που είχε για μια μόνο φορά την
ευκαιρία να έρθει σ’ ερωτική επαφή μαζί του.
Κοντά τρεις εβδομάδες έτσι κάμνει.
Aρρώστησεν ο νους του από λαγνεία.
Στο στόμα του μείνανε τα φιλιά.
Παθαίνεται απ’ τον διαρκή πόθον η σάρκα
του όλη.
Του σώματος εκείνου η αφή είν’ επάνω
του.
Θέλει την ένωσι μαζύ του πάλι.
Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες που κάνει
ακριβώς το ίδιο, περνώντας τα βράδια του στην ταβέρνα να κοιτάζει προς την
είσοδο και να περιμένει. Έχει πια αρρωστήσει το μυαλό του από την ένταση της
λαγνείας που αισθάνεται. Η επιθυμία του να τον ξαναδεί έχει φτάσει στο επίπεδο
της μονομανίας κι έχει κυριεύσει πλήρως τη ζωή του.