Μέλβιν Μπέρτζες «Έμιλυ Μπρόγκαν» [Ασκήσεις Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου
ΕΠΑ.Λ]
Εισαγωγικό σημείωμα
Ο Άγγλος πεζογράφος Μέλβιν Μπέρτζες
(Melvin Burgess, γεν. 1954) θεωρείται σήμερα ένας από τους πολυγραφότερους και
πιο επιτυχημένους συγγραφείς μυθιστορημάτων για εφήβους και νέους σε παγκόσμιο
επίπεδο (κάποιοι μάλιστα τον αποκαλούν σύγχρονο Κάρολο Ντίκενς). Το μυθιστόρημά
του Junk, όταν πρωτοκυκλοφόρησε (1996), προκάλεσε αίσθηση με την αμεσότητα και
τον ρεαλισμό της γραφής του. Αποτυπώνει τις περιπέτειες μιας παρέας παιδιών που
εγκαταλείπουν πρώιμα και για διαφορετικούς λόγους τις οικογενειακές τους
εστίες, θέλοντας να δοκιμάσουν νέες εμπειρίες και να νιώσουν στα όρια την
απόλαυση μιας πραγματικά ελεύθερης ζωής, χωρίς δεσμεύσεις ή ελέγχους. Με σκηνικό
την πόλη του Μπρίστολ, η Τζέμμα, ο Ταρ και οι φίλοι τους θα ζήσουν στο
περιθώριο μιας κοινωνίας σκληρής και αφιλόξενης, θα εθιστούν ακόμη και στα
ναρκωτικά, πριν αναζητήσουν διέξοδο στην αποδοχή και την αγάπη των δικών τους.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί η μητέρα της Τζέμμα, Έμιλυ Μπρόγκαν, αφηγείται τι
σήμαινε γι’ αυτήν (και τον σύζυγό της Γκρελ) η φυγή της 14χρονης κόρης τους και
το σμίξιμό τους ύστερα από τρία και πλέον χρόνια.
Κείμενο
Τρεισήμισι χρόνια.
Ήθελα να πάρουμε το τρένο. Θα μας
πήγαινε γρηγορότερα, μα ο Γκρελ επέμενε να πάμε με το αυτοκίνητό μας. Υποθέτω
ότι ήλπιζε πως η οδήγηση θα τον βοηθούσε να αποσπάσει τη σκέψη του από τα
προβλήματά του. Κι όμως θα προτιμούσα να μην έπαιρνε το αυτοκίνητο, γιατί ήξερα
σε τι άσχημη ψυχολογική κατάσταση βρισκόταν. Μα, παραδόξως, φέρθηκε κάτι παραπάνω
από άψογα σ’ όλη τη διαδρομή. Καθόμουν πλάι του και το μυαλό μου γύριζε συνέχεια
σ’ όλα αυτά που είχα χάσει –σ’ όλα αυτά που είχε χάσει η Τζέμμα–, τα διάφορα στάδια
της ζωής της ως την ενηλικίωσή της, το σχολείο, τα διαγωνίσματα, τους εφηβικούς
έρωτες, τα πάρτι…
Περίμενα με τόση λαχτάρα να τα ζήσω όλα
αυτά. Μόνο μέσα από την κόρη της μπορεί μια γυναίκα να ξαναζήσει τα παιδικά της
χρόνια και μου την είχε στερήσει αυτή την ευκαιρία. Απ’ όλους μας την είχε στερήσει.
Ήμουν εξοργισμένη μαζί της γι’ αυτό. Και επειδή… καταλαβαίνεις, όλ’ αυτά τα
χρόνια προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως πιθανόν να μην την ξαναδείς
μέχρι να γεράσεις. Και στη συνέχεια έρχεται ξαφνικά αυτό και συνειδητοποιείς πως
οι πληγές είναι το ίδιο νωπές και ανοιχτές όπως τον πρώτο καιρό που έφυγε.
Μπορεί να ήταν πια δεκαοχτώ χρονών και να είχε ένα σωρό προβλήματα, αλλά για
μένα θα παρέμενε πάντα το κοριτσάκι μου.
Πώς μπόρεσε να μας το κάνει αυτό;
Θυμόμουν συνέχεια κάθε λέξη που μου
είχε πει το άγνωστο κορίτσι στο τηλέφωνο: «Είναι στο νοσοκομείο. Όχι, μην
ανησυχείτε, δεν έχει πάθει κανένα ατύχημα». «Όμως γιατί τότε;» τη ρώταγα
συνέχεια. «Γιατί βρίσκεται στο νοσοκομείο;» Υπέθεσα πως ίσως είχε πάει εκεί για
να γεννήσει.
Και τελικά μου το ξεφούρνισε.
«Είναι
εθισμένη στην ηρωίνη» μου
είπε. «Υποφέρει από έντονο στερητικό σύνδρομο».
Τρεισήμισι χρόνια. Θα μπορούσε να είχε
πεθάνει σ’ αυτό το διάστημα. Ακόμη και τώρα κινδύνευε να χάσει τη ζωή της.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο και ζητήσαμε να
μας πουν σε ποιο δωμάτιο είχαν την Τζέμμα Μπρόγκαν. Μας άφησαν να περιμένουμε,
ώσπου εμφανίστηκε ένας γιατρός και μας είπε πως ήθελε να συζητήσει την
περίπτωσή της μαζί μας προτού τη δούμε. Μας αποκάλυψε πως εκτός των άλλων ήταν
και έγκυος. Μου έδωσε να καταλάβω πως στο νοσοκομείο δεν αντιμετώπιζαν με
ιδιαίτερη συμπάθεια ανθρώπους που είχαν παρόμοια προβλήματα με τα δικά της.
«Τα
κρεβάτια του νοσοκομείου είναι για τους αρρώστους» μας δήλωσε εκείνος ο
γιατρός. Με άλλα λόγια, είχαν αποφασίσει να τη διώξουν. Ήταν ξεκάθαρος απέναντί μας: περίμενε από
μας να τη φροντίσουμε από δω και πέρα.
Προχωρήσαμε προς το θάλαμο.
«Ένα μωρό! Έπαιρνε αυτά τα πράματα μ’
ένα μωρό στην κοιλιά της…» είπε ο Γκρελ.
Ακουγόταν θυμωμένος. Προχωρήσαμε λίγο
ακόμη. «Υποθέτω πως θα περιμένει τώρα από μας να τη βοηθήσουμε». Δεν πίστευα
στ’ αυτιά μου. Σταμάτησα να περπατάω και κάρφωσα τα μάτια μου πάνω του. Ήταν
πάντα το παιδί μας. Είχα θυμώσει τόσο πολύ, που ήμουν έτοιμη να καβγαδίσω άγρια
μαζί του εκεί μπροστά σε όλο τον κόσμο, στη μέση του διαδρόμου. Μα όταν γύρισα
προς το μέρος του, είδα πως δεν ήταν καθόλου θυμωμένος. Με κοίταξε με τα
μεγάλα, υγρά του μάτια – έτσι κλαίει, τα μάτια του απλώς υγραίνουν, τα χέρια
του κρέμονται σαν παράλυτα από τους ώμους του και το πρόσωπό του παίρνει μια
γκρίζα απόχρωση, σαν εκείνη της χειμωνιάτικης βροχής. Έμοιαζε λες και όλος ο
κόσμος του να είχε τιναχτεί από τη μια στιγμή στην άλλη στον αέρα.
Υποθέτω πως απογοητεύσαμε την Τζέμμα με
πολλούς τρόπους. Αλλά κι εκείνη μας απογοήτευσε. Κατέστρεψε τη ζωή μας από την
ημέρα που έφυγε, τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα σ’ εμένα και τον Γκρελ.
Κατηγορούσαμε συνέχεια ο ένας τον άλλο. Και οι οδυνηροί καβγάδες για όσα είχαμε
πει ή είχαμε κάνει και για όσα μας είχε πει ή είχε κάνει ήταν καθημερινή
κατάσταση ανάμεσά μας. Λίγο ακόμα και θα είχαμε καταστρέψει το γάμο μας. Ίσως
και να τον είχαμε καταστρέψει τελικά. Ίσως να ήμαστε ακόμα μαζί μόνο και μόνο επειδή
δεν είχαμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε.
Αλλά τουλάχιστον είμαστε μαζί…
Τον έπιασα από το μπράτσο και του το
έσφιξα. Κανείς μας δεν είναι τέλειος. Ο Γκρελ, ο Θεός να τον έχει καλά,
κατέβασε το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή κι ένα δάκρυ κύλησε
στο μάγουλό του. Ύστερα βιαστήκαμε να προχωρήσουμε πάλι. Μπορώ ν’ αντέξω τα
πάντα, εκτός από το να βλέπω τον Γκρελ να κλαίει. Μού ’ρχεται κι εμένα να κλάψω
με λυγμούς και ήθελα να κρατήσω όσα δάκρυα είχα αποκλειστικά για την Τζέμμα.
Στο θάλαμο έκανα κάτι πολύ εγωιστικό.
«Θέλω να τη δω μόνη μου» είπα στον
Γκρελ.
Δεν ήθελα μ’ αυτό να δείξω πως είχα
περισσότερα δικαιώματα από κείνον. Όσα δικαιώματα είχα εγώ άλλα τόσα είχε κι
εκείνος. Υποθέτω πως αντέδρασα έτσι γιατί ήθελα μια τέτοια σημαντική στιγμή να
την έχω όλη δικιά μου.
Εκείνος δεν είπε τίποτα, κούνησε απλώς
το κεφάλι του, σαν να ήθελε να μου δείξει πως συμφωνούσε. Παραλίγο να μου
ξεφύγει κάποια στιγμή και να πω «Είμαι η μητέρα της», αλλά πρόλαβα και
σταμάτησα εγκαίρως. Ύστερα μπήκαμε στο θάλαμο…
Η πρώτη μου
σκέψη όταν την είδα ήταν: Θεέ μου, μοιάζει με τη μητέρα μου. Κι όμως εγώ θυμόμουν
ακόμη εκείνο το δεκατετράχρονο κοριτσάκι που ήταν όταν έφυγε. Η γυναίκα που είχα τώρα μπροστά μου
έμοιαζε στ’ αλήθεια με τη μητέρα μου, τη δικιά μου μητέρα, με μια ηλικιωμένη
γυναίκα.
Πήγα
να κάτσω πλάι της και ακούμπησα το χέρι μου στο δικό της. Ήθελα να το κάνω με
όσο το δυνατόν πιο φυσικό τρόπο για να μην την ταράξω, ήθελα να μιλήσουμε για
το σπίτι μας και να τη ρωτήσω τι είχε κάνει όλα αυτά τα χρόνια, αν και ήξερα
πως ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα. Δεν ήθελα να κλάψω, ήξερα
πως δεν έπρεπε ν’ αφήσω τον εαυτό μου να κλάψει, αλλά σκεφτόμουν συνέχεια όλα
αυτά τα πράγματα που δε χάρηκα και δεν κατάφερα να συγκρατηθώ ως το τέλος.
Προσπαθούσα να βρω τις λέξεις που είχα σχεδιάσει από πριν να της πω, μα δεν
μπόρεσα ν’ αρθρώσω ούτε μία. Άρχισα πάλι να κλαίω. Έκανα μια ακόμα προσπάθεια να
της μιλήσω, μα και πάλι δεν τα κατάφερα. Έτσι ακούμπησα το κεφάλι μου στο
στήθος της κι έκλαψα… έκλαψα ώσπου δεν είχα άλλα δάκρυα πια.
Έκλαιγε
κι εκείνη. Κατάλαβα πως είμαστε σε καλό δρόμο όταν άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυα ήταν
η απάντηση σ’ αυτό που θέλαμε να μάθουμε.
«Θέλω
να έρθω σπίτι, μαμά. Μπορώ να έρθω σπίτι, μαμά; Σε παρακαλώ…» είπε ύστερα. Έγνεψα
ναι με το κεφάλι μου και προσπάθησα να της πω ναι, ναι, έπειτα αγκαλιαστήκαμε
κι αρχίσαμε πάλι να κλαίμε.
Μέλβιν Μπέρτζες, Junk, μτφρ. Κώστια
Κοντολέων, Πατάκης, Αθήνα 1998
Επιμέλεια ερωτήσεων: Μαρία Κωττούλα, Σχολική
Σύμβουλος ΠΕ02, Β΄ Αθήνας
Επιμέλεια απαντήσεων: Κωνσταντίνος
Μάντης
1η Δραστηριότητα
1. ΣΩΣΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ
α.
Ο πατέρας της Τζέμμα
είχε απομακρυνθεί
ψυχικά από την κόρη του.
β.
Η Τζέμμα, στα μάτια της
μάνας φαινόταν πολύ
γερασμένη.
γ.
Η Τζέμμα ήταν
αποφασισμένη να
διαχειριστεί το
πρόβλημά της μόνη.
δ.
Ο γιατρός συγκαταλέγει
τη Τζέμμα στους
ασθενείς της κλινικής.
α:
Λάθος: «Με κοίταξε με τα μεγάλα, υγρά του μάτια… Έμοιαζε λες και όλος ο
κόσμος του να είχε τιναχτεί από τη μια στιγμή στην άλλη στον αέρα.»
β:
Λάθος: «Κι όμως εγώ θυμόμουν ακόμη εκείνο το δεκατετράχρονο κοριτσάκι
που ήταν όταν έφυγε.»
γ:
Λάθος: «Θέλω να έρθω σπίτι, μαμά. Μπορώ να έρθω σπίτι, μαμά; Σε παρακαλώ…»
δ:
Λάθος: «Τα κρεβάτια του νοσοκομείου είναι για τους αρρώστους» μας δήλωσε
εκείνος ο γιατρός. Με άλλα λόγια, είχαν αποφασίσει να τη διώξουν.
2.
Να παρουσιάσετε το νόημα της παραγράφου σε γ΄ ενικό πρόσωπο
«Ήμουν εξοργισμένη μαζί της γι’ αυτό.
Και επειδή… καταλαβαίνεις, όλ’ αυτά τα χρόνια προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό
σου πως πιθανόν να μην την ξαναδείς μέχρι να γεράσεις. Και στη συνέχεια έρχεται
ξαφνικά αυτό και συνειδητοποιείς πως οι πληγές είναι το ίδιο νωπές και ανοιχτές
όπως τον πρώτο καιρό που έφυγε.»
Η Έμιλυ είναι ταραγμένη και οργισμένη,
διότι συνειδητοποιεί πως παρόλες τις προσπάθειες που είχε καταβάλει όλο αυτό το
διάστημα να αποδεχτεί τη φυγή της κόρης της, καμία από τις συναισθηματικές της
πληγές δεν έχει επουλωθεί. Μόλις μαθαίνει για τη νοσηλεία της, όλα όσα ένιωσε
την πρώτη στιγμή που τους εγκατέλειψε επανέρχονται στην επιφάνεια με την ίδια
σφοδρότητα, φανερώνοντας πως τα χρόνια που μεσολάβησαν δεν κατόρθωσαν να
μειώσουν μήτε στο ελάχιστο τον πόνο, την απογοήτευση και τη θλίψη της.
3.
Να σχολιάσετε σε μια παράγραφο ένα κοινωνικό προβλήματα που θίγεται στο
κείμενο που σας δόθηκε. (Η αιτιολόγηση να γίνει με βάση το κείμενο.)
Ένα καίριο κοινωνικό πρόβλημα που
θίγεται στο κείμενο είναι αυτό της εξάρτησης των νέων ανθρώπων από τα ναρκωτικά
(«Είναι εθισμένη στην ηρωίνη»). Η επιθυμία τους να βιώσουν έντονα συναισθήματα
ευφορίας, παρά το γεγονός πως οι συνθήκες της ζωής τους είναι συχνά αντίξοες ή
απλώς συνηθισμένες, τούς ωθεί στην επιλογή της τεχνητής και πρόσκαιρης αυτής
φυγής από την πραγματικότητα. Πρόκειται, ωστόσο, για μια επιλογή άκρως επιζήμια
για την υγεία τους (Ακόμη και τώρα κινδύνευε να χάσει τη ζωή της), η οποία αντί
να τους οδηγεί σε μια σταδιακή επίτευξη των στόχων τους, τούς θέτει στο
περιθώριο της κοινωνίας (στο νοσοκομείο δεν αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερη
συμπάθεια ανθρώπους που είχαν παρόμοια προβλήματα με τα δικά της).
4.
«Τα κρεβάτια του νοσοκομείου είναι για τους αρρώστους» μας δήλωσε εκείνος ο
γιατρός». Να γράψετε ποια είναι η στάση της μονάδας υγείας για τις ευάλωτες
αλλά περιθωριακές ομάδες, όπου ανήκε και η Τζέμμα.
Στο νοσοκομείο δεν δείχνουν την
αναμενόμενη και αναγκαία κατανόηση απέναντι στα άτομα που αντιμετωπίζουν
προβλήματα εθισμού, έστω κι αν απειλείται η ζωή τους, διότι δεν θεωρούν πως η διαχείριση
τέτοιων καταστάσεων συνιστά μέρος της δικής τους αποστολής. Πιστεύουν πως τα
διαθέσιμα κρεβάτια του νοσοκομείου προορίζονται για τους «πραγματικούς»
ασθενείς κι όχι για εκείνους που έχουν εκουσίως κι εν γνώσει τους υποσκάψει την
υγεία τους. Με απρόσμενη κυνικότητα αντιμετωπίζουν τους ναρκομανείς ως δευτερεύουσας
σημασίας ανθρώπους, οι οποίοι αποσπούν τον χρόνο και την προσοχή των γιατρών
από εκείνους τους ασθενείς που έχουν πραγματική επιθυμία να ζήσουν. Χωρίζουν
κατ’ αυτό τον τρόπο τους ανθρώπους σ’ εκείνους που αξίζουν τη θεραπεία και σ’
εκείνους που μοιάζει μάταιο να τους προσφέρει κανείς βοήθεια.
2η Δραστηριότητα
1.
Να χωρίσετε το κείμενο (ή το απόσπασμα) σε σκηνές με αναφορά στα πρώτα και
τελευταία λόγια κάθε σκηνής.
1η σκηνή: «Τρεισήμισι χρόνια. Ήθελα να
πάρουμε το τρένο. // Πώς μπόρεσε να μας το κάνει αυτό;» [Η διαδρομή προς το νοσοκομείο]
2η σκηνή: «Θυμόμουν συνέχεια κάθε λέξη
που μου είχε πει… // κινδύνευε να χάσει
τη ζωή της.» [Τα νέα για το που βρίσκεται η Τζέμμα]
3η σκηνή: «Φτάσαμε στο νοσοκομείο και
ζητήσαμε να μας πουν σε ποιο δωμάτιο είχαν την Τζέμμα Μπρόγκαν. // Ύστερα μπήκαμε στο θάλαμο…» [Τα γεγονότα στο νοσοκομείο]
4η σκηνή: «Η πρώτη μου σκέψη όταν την
είδα ήταν… // έπειτα αγκαλιαστήκαμε κι αρχίσαμε πάλι να κλαίμε.» [Η συνάντηση της
Έμιλυ με την Τζέμμα]
2.
Να βρείτε μια αναδρομική αφήγηση και να επισημάνετε τη λειτουργία της στο
περιεχόμενο του κειμένου.
Θυμόμουν συνέχεια κάθε λέξη που μου
είχε πει το άγνωστο κορίτσι στο τηλέφωνο: «Είναι στο νοσοκομείο. Όχι, μην
ανησυχείτε, δεν έχει πάθει κανένα ατύχημα». «Όμως γιατί τότε;» τη ρώταγα
συνέχεια. «Γιατί βρίσκεται στο νοσοκομείο;» Υπέθεσα πως ίσως είχε πάει εκεί για
να γεννήσει.
Και τελικά μου το ξεφούρνισε.
«Είναι εθισμένη στην ηρωίνη» μου είπε.
«Υποφέρει από έντονο στερητικό σύνδρομο».
Η αναδρομική αυτή αφήγηση επιτελεί
πολλαπλές λειτουργίες, καθώς μέσω αυτής επιλύονται ποικίλες απορίες των
αναγνωστών. Μια πρώτη άμεση απορία που επιλύεται σχετίζεται με το εσπευσμένο
ταξίδι της Έμιλυ και του Γκρελ, για το οποίο δεν έχουν δοθεί ουσιαστικές
εξηγήσεις μέχρι εκείνη τη στιγμή. Επιπροσθέτως, μέσω αυτής παρέχονται οι πρώτες
πληροφορίες σχετικά με την παρούσα κατάσταση της Τζέμμα, μετά την πολυετή
απουσία της. Παραλλήλως, το γεγονός πως το άγνωστο κορίτσι ενημερώνει τους
γονείς της Τζέμμα, συνιστά μια ουσιαστική ένδειξη πως η νεαρή ηρωίδα είναι
έτοιμη να γυρίσει και πάλι κοντά στους γονείς της.
3.
Στο απόσπασμα: «Περίμενα με τόση λαχτάρα να τα ζήσω όλα αυτά. Μόνο μέσα
από την κόρη της μπορεί μια γυναίκα να ξαναζήσει τα παιδικά της χρόνια και μου την
είχε στερήσει αυτή την ευκαιρία. Απ’ όλους μας την είχε στερήσει.»
Ποια είναι η ψυχολογική διάσταση που
δηλώνεται με την επανάληψη του ρήματος στερήσει;
Μια από τις πτυχές της οδύνης που
αισθάνεται η Έμιλυ εξαιτίας της φυγής της κόρης της, βασίζεται στο γεγονός πως
έχασε την ευκαιρία να ζήσει μαζί της μια γεμάτη αλλαγές περίοδο της ζωής της,
αυτή της εφηβείας. Η Έμιλυ κατηγορεί, επομένως, ενδόμυχα την Τζέμμα πως της «στέρησε»
τη μοναδική ευκαιρία να βιώσει μαζί της πολύτιμες στιγμές από τη διαδικασία της
ενηλικίωσής της και, συνάμα, τη μοναδική ευκαιρία να αναβιώσει κι η ίδια
ανάλογες στιγμές του παρελθόντος της.
Τα χρόνια που έχασε η Έμιλυ από την ζωή
της κόρης της έχουν έναν εξαιρετικά ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς αποτελούν μια
κρίσιμη και ανεπανάληπτη περίοδο στη ζωή κάθε ατόμου, κι ως εκ τούτου είναι
χρόνια που δεν μπορούν να αναπληρωθούν με κανέναν τρόπο. Το αίσθημα της απώλειας
που βιώνει η Έμιλυ είναι, άρα, πολλαπλό, εφόσον πέρα από το γεγονός ότι
στερήθηκε την κόρη της για τόσο καιρό, η απουσία αυτή κάλυψε τη χρονική περίοδο
που περισσότερο απ’ όλες η Έμιλυ ήθελε να τη βιώσει μαζί με την κόρη της, ώστε
να είναι σε θέση να τη στηρίζει, να την καθοδηγεί και παράλληλα να αναβιώνει κι
εκείνη μαζί της τους ενθουσιασμούς, τις αγωνίες και κάθε άλλο έντονο συναίσθημα
που διανθίζει τα μεταβατικά χρόνια της εφηβείας.
4.
«Ακουγόταν θυμωμένος. Προχωρήσαμε λίγο ακόμη. “Υποθέτω πως θα περιμένει τώρα
από μας να τη βοηθήσουμε”. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Σταμάτησα να περπατάω και
κάρφωσα τα μάτια μου πάνω του. Ήταν πάντα το παιδί μας. Είχα θυμώσει τόσο πολύ,
που ήμουν έτοιμη να καβγαδίσω άγρια μαζί του εκεί μπροστά σε όλο τον κόσμο, στη
μέση του διαδρόμου. Μα όταν γύρισα προς το μέρος του, είδα πως δεν ήταν καθόλου
θυμωμένος. Με κοίταξε με τα μεγάλα, υγρά του μάτια – έτσι κλαίει, τα μάτια του
απλώς υγραίνουν, συνέχεια τα χέρια του κρέμονται σαν παράλυτα από τους ώμους
του και το πρόσωπό του παίρνει μια γκρίζα απόχρωση, σαν εκείνη της
χειμωνιάτικης βροχής. Έμοιαζε λες και όλος ο κόσμος του να είχε τιναχτεί από τη
μια στιγμή στην άλλη στον αέρα».
α)
Να καταγράψετε τα διαδοχικά συναισθήματα της Έμιλυ, με αναφορές στα
αντίστοιχα σημεία του αποσπάσματος και να τα αιτιολογήσετε.
Ένα πρώτο συναίσθημα που βιώνει η Έμιλυ
είναι αυτό της έκπληξης (Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου), όταν ακούει τον σύζυγό της
να σχολιάζει πως η κόρη τους θα περιμένει τώρα να τη βοηθήσουν. Αμέσως μετά η έκπληξη
μετατρέπεται σε οργή (Είχα θυμώσει τόσο πολύ), καθώς για την ίδια ήταν
αδιανόητο να αδιαφορήσει για το παιδί της, ό,τι κι αν είχε κάνει αυτό. Η Έμιλυ
θεωρούσε δεδομένο το γεγονός πως θα προσέφερε κάθε πιθανή βοήθεια στη Τζέμμα,
γι’ αυτό κι ήταν έτοιμη να τσακωθεί με τον Γκρελ, ο οποίος έμοιαζε να μη θέλει
να συμπαρασταθεί στην κόρη τους. Ωστόσο, μόλις η Έμιλυ βλέπει τη θλίψη στο
πρόσωπό του, συνειδητοποιεί πως ο σύζυγός της όχι μόνο δεν είναι θυμωμένος με την
Τζέμμα, αλλά βρίσκεται στα όρια της συναισθηματικής κατάρρευσης (Έμοιαζε λες
και όλος ο κόσμος του να είχε τιναχτεί από τη μια στιγμή στην άλλη στον αέρα),
κι αυτό αντιστρέφει απευθείας τα συναισθήματά της και τερματίζει την οργή που
ένιωθε απέναντί του.
β)
Να βρείτε μια αντίθεση στο κείμενο και να αποδώσετε το νόημά της.
Μια αντίθεση που εντοπίζεται στο
συγκεκριμένο χωρίο σχετίζεται με τη συναισθηματική κατάσταση του Γκρελ. Ενώ,
λοιπόν, ακούγεται θυμωμένος, όταν σχολιάζει τη συμπεριφορά της κόρης του, στην
πραγματικότητα δεν αισθάνεται θυμό, αλλά βαθιά θλίψη για τα όσα βιώνει το παιδί
του. Φαίνεται πως, αν και προσπαθεί να καλύψει τον πόνο του τονίζοντας τις κακές
επιλογές της Τζέμμα, δεν καταφέρνει να υπερνικήσει μέσα του την οδύνη που του
προκαλεί η επίγνωση πως η κόρη του νοσηλεύεται και περνά μια τόσο δύσκολη
κατάσταση. Η προσπάθεια, έτσι, του Γκρελ να «θυμώσει» για να μην επιτρέψει στον
πόνο του να βγει στην επιφάνεια, δεν έχει αποτέλεσμα, καθώς ως πατέρας δεν
μπορεί παρά να αισθάνεται συντριβή για τα προβλήματα του παιδιού του.
5.
«Πώς μπόρεσε να μας το κάνει αυτό;” Θυμόμουν συνέχεια κάθε λέξη που μου είχε
πει το άγνωστο κορίτσι στο τηλέφωνο: “Είναι στο νοσοκομείο. Όχι, μην
ανησυχείτε, δεν έχει πάθει κανένα ατύχημα”. “Όμως γιατί τότε;” τη ρώταγα
συνέχεια. “Γιατί βρίσκεται στο νοσοκομείο;” Υπέθεσα πως ίσως είχε πάει εκεί για
να γεννήσει. Και τελικά μου το ξεφούρνισε».
Να μετατρέψετε το απόσπασμα σε πλάγιο
λόγο, προσθέτοντας σε κάθε περίπτωση ρήμα εξάρτησης και υποκείμενο. Ποια διαφορά παρατηρείτε στο ύφος
του κειμένου;
Η Έμιλυ αναρωτιόταν πώς είχε μπορέσει
να τους το κάνει αυτό. Θυμόταν συνέχεια κάθε λέξη που της είχε πει το άγνωστο
κορίτσι στο τηλέφωνο. Το κορίτσι της είχε πει πως (η Τζέμμα) ήταν στο νοσοκομείο
και πως δεν έπρεπε να ανησυχούν γιατί δεν είχε πάθει κάποιο ατύχημα. Η Έμιλυ τη
ρωτούσε συνέχεια γιατί βρίσκεται στο νοσοκομείο. Υπέθετε πως ίσως είχε πάει
εκεί για να γεννήσει. Και τελικά το κορίτσι της το ξεφούρνισε.
Η μετατροπή του αποσπάσματος σε πλάγιο λόγο
διαφοροποιεί σημαντικά το ύφος του κειμένου, εφόσον αφενός οδηγεί σε αλλαγή της
αφηγηματικής φωνής -ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής γίνεται τριτοπρόσωπος- κι αφετέρου
αλλοιώνονται τα στοιχεία εκείνα που προσέδιδαν στο κείμενο τη ζωντάνια της θεατρικότητας
και του διαλόγου. Το κείμενο, επομένως, δεν έχει πια το χαρακτήρα της προσωπικής
μαρτυρίας, όπως αυτό διασφαλιζόταν με τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή, και δεν έχει
την αμεσότητα και την παραστατικότητα που του διασφάλιζε ο ευθύς λόγος.
6.
Να βρείτε δυο εικόνες στο κείμενο που προκαλούν αντίθετα συναισθήματα.
«Κατηγορούσαμε συνέχεια ο ένας τον
άλλο. Και οι οδυνηροί καβγάδες για όσα είχαμε πει ή είχαμε κάνει και για όσα
μας είχε πει ή είχε κάνει ήταν καθημερινή κατάσταση ανάμεσά μας.»
«Τον έπιασα από το μπράτσο και του το
έσφιξα. Κανείς μας δεν είναι τέλειος. Ο Γκρελ, ο Θεός να τον έχει καλά,
κατέβασε το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή κι ένα δάκρυ κύλησε
στο μάγουλό του.»
Η μια εικόνα παρουσιάζει το ζευγάρι να
βρίσκεται σε συνεχείς καυγάδες με αλληλοκατηγορίες και εντάσεις, φανερώνοντας
το πόσο βαθιά είχε κλονιστεί η σχέση τους λόγω της φυγής του παιδιού τους. Η επόμενη
εικόνα φανερώνει πόσο εκτιμά η Έμιλυ τον σύζυγό της, αλλά και το πόσο συγκλονισμένος
είναι εκείνος από τον πόνο του παιδιού τους. Έχουμε, έτσι, από τη μία μια εικόνα
διχόνοιας και έντασης κι από την άλλη μια εικόνα συμφιλίωσης, αποδοχής και εκτίμησης.
7.
Να βρείτε έναν εσωτερικό μονόλογο και να επισημάνετε τη λειτουργία του στο κείμενο.
Υποθέτω πως απογοητεύσαμε την Τζέμμα με
πολλούς τρόπους. Αλλά κι εκείνη μας απογοήτευσε. Κατέστρεψε τη ζωή μας από την
ημέρα που έφυγε, τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα σ’ εμένα και τον Γκρελ.
Κατηγορούσαμε συνέχεια ο ένας τον άλλο. Και οι οδυνηροί καβγάδες για όσα είχαμε
πει ή είχαμε κάνει και για όσα μας είχε πει ή είχε κάνει ήταν καθημερινή
κατάσταση ανάμεσά μας. Λίγο ακόμα και θα είχαμε καταστρέψει το γάμο μας. Ίσως
και να τον είχαμε καταστρέψει τελικά. Ίσως να ήμαστε ακόμα μαζί μόνο και μόνο
επειδή δεν είχαμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε.
Αλλά τουλάχιστον είμαστε μαζί…
Λίγο προτού η Έμιλυ μπει στον θάλαμο
όπου νοσηλεύεται η κόρη της, παρουσιάζει στο πλαίσιο ενός εσωτερικού μονολόγου
το τίμημα που είχε η φυγή της Τζέμμα στη σχέση της με τον Γκρελ. Πρόκειται για
μια σημαντική καταγραφή, εφόσον μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πως κατά το
διάστημα που απουσίαζε η Τζέμμα η ζωή της Έμιλυ είχε επηρεαστεί σε πολλά
επίπεδα. Δεν είχε μόνο να διαχειριστεί τον πόνο για τη φυγή του παιδιού της,
είχε να αντιμετωπίσει και την καθημερινή φθορά του γάμου της. Με αφορμή τη φυγή
της Τζέμμα το ζευγάρι μπαίνει σε μια διαδικασία αλληλοκατηγοριών που
δηλητηριάζει την καθημερινότητά τους και καταστρέφει τη μεταξύ τους σχέση.
8.
Να βρείτε ένα σημείο στο κείμενο, όπου παρατηρείται επιβράδυνση της αφηγηματικής
ροής και να δικαιολογήσετε τη λειτουργία του στο περιεχόμενο της αφήγησης.
Η πρώτη μου σκέψη όταν την είδα ήταν:
Θεέ μου, μοιάζει με τη μητέρα μου. Κι όμως εγώ θυμόμουν ακόμη εκείνο το
δεκατετράχρονο κοριτσάκι που ήταν όταν έφυγε. Η γυναίκα που είχα τώρα μπροστά
μου έμοιαζε στ’ αλήθεια με τη μητέρα μου, τη δικιά μου μητέρα, με μια
ηλικιωμένη γυναίκα.
Όταν η Έμιλυ μπαίνει στο θάλαμο, όπου
νοσηλεύεται η Τζέμμα, παρατηρούμε πως υπάρχει επιβράδυνση στην αφηγηματική ροή,
με την παρέμβαση περιγραφής και σχολίων. Η Έμιλυ καταγράφει με τη χρήση μιας
παρομοίωσης την εικόνα της κόρης της, προκειμένου να επιτρέψει στους αναγνώστες
να κατανοήσουν τη δραστική αλλαγή που έχει επέλθει στην εξωτερική εμφάνιση της έφηβης
κοπέλας. Η δήλωση της Έμιλυ πως το άλλοτε δεκατετράχρονο κορίτσι -πλέον
δεκαοκτώ ετών- μοιάζει με μια ηλικιωμένη γυναίκα, αρκεί για να αντιληφθούμε το
πόσο επιζήμια υπήρξε για την υγεία του η έκθεση στη χρήση ναρκωτικών ουσιών,
αλλά και πόσο το έχουν καταπονήσει οι ποικίλες δυσκολίες που αναγκάστηκε να
βιώσει ζώντας μακριά από το σπίτι της.
Η εικόνα αυτή, όπως είναι λογικό,
επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τη συναισθηματική κατάσταση της Έμιλυ, η οποία συνειδητοποιεί
πλέον πόσο εκτεταμένη είναι η ζημιά που έχει υποστεί η υγεία του παιδιού της.
9.
«Καθόμουν πλάι του και το μυαλό μου γύριζε συνέχεια σ’ όλα αυτά που είχα χάσει
– σ’ όλα αυτά που είχε χάσει η Τζέμμα –, τα διάφορα στάδια της ζωής της ως την
ενηλικίωσή της, το σχολείο, τα διαγωνίσματα, τους εφηβικούς έρωτες, τα πάρτι…»
Στο απόσπασμα υπάρχει ένα ασύνδετο
σχήμα: Ποια είναι η
λειτουργία του σε σχέση με τις σκέψεις της αφηγήτριας εκείνη τη στιγμή;
Το ασύνδετο σχήμα επιτρέπει την γοργή
απαρίθμηση μιας σειράς γεγονότων που συνθέτουν το πλαίσιο της εφηβικής ηλικίας.
Πρόκειται για όλα εκείνα τα γεγονότα που η Έμιλυ ανυπομονούσε να τα ζήσει μαζί
με το παιδί της και να τα ξαναζήσει νοητά κι η ίδια, επιστρέφοντας στα νεανικά της
χρόνια. Η Έμιλυ τα απαριθμεί με γρήγορο μεν τρόπο, αποκαλύπτει, εντούτοις, πως
για εκείνη κάθε ένα από αυτά τα στοιχεία έχει τη δική του ξέχωρη γοητεία και
αξία. Τα έχει περάσει κι εκείνη στο παρελθόν κι εκ των υστέρων έχει
συνειδητοποιήσει πόσο μοναδικά ήταν όλα αυτά, γι’ αυτό και ανυπομονούσε τόσο
πολύ να τα ξαναζήσει μέσω του παιδιού της. Μέσω του ασύνδετου σχήματος,
επομένως, δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να αντιληφθεί ποιες ήταν οι
εμπειρίες που ήθελε η Έμιλυ να δει την κόρη της να βιώνει, αλλά και πόσο την
πίκραινε η σκέψη ό,τι όλα αυτά έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί, τόσο για το παιδί της,
όσο και για την ίδια.
10.
«Καθόμουν πλάι του και το μυαλό μου γύριζε συνέχεια σ’ όλα αυτά που είχα χάσει
– σ’ όλα αυτά που είχε χάσει η Τζέμμα –, τα διάφορα στάδια της ζωής της ως την
ενηλικίωσή της, το σχολείο, τα διαγωνίσματα, τους εφηβικούς έρωτες, τα πάρτι…»
Βλέπουμε στο απόσπασμα ότι
επαναλαμβάνεται μια φράση με αλλαγή του υποκειμένου. Ποιο είναι το νόημα αυτής της
επανάληψης;
Στο χωρίο επαναλαμβάνεται η φράση «σ’
όλα αυτά που είχα χάσει», «σ’ όλα αυτά που είχε χάσει η Τζέμμα», με διαφορετικό
κάθε φορά υποκείμενο, ώστε να τονιστεί πως η απώλεια των γεγονότων αυτών δεν
αφορά μόνο την Τζέμμα που θα τα ζούσε, αλλά και τη μητέρα της που θα τα ζούσε
μαζί της. Προτάσσεται, μάλιστα, ως υποκείμενο η Έμιλυ, έστω κι αν επρόκειτο για
γεγονότα που δεν θα τα ζούσε άμεσα η ίδια, καθώς ως αφηγήτρια μας παρουσιάζει
πρωτίστως τον αντίκτυπο που είχε η φυγή της κόρης της στην ίδια. Δημιουργείται,
βέβαια, η εντύπωση μιας εγωιστικής και υποκειμενικής θέασης, σαν να είναι η
απώλεια αυτών των χρόνων πιο οδυνηρή για εκείνη απ’ ό,τι είναι για την κόρη της.
Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη πως για μια μητέρα κάθε σημαντικό γεγονός στη
ζωή του παιδιού της αποτελεί κομμάτι και της δικής της ζωής. Μια μητέρα,
συνάμα, βιώνει τα γεγονότα αυτά με πιο πλήρη τρόπο, εφόσον χάρη στην εμπειρία
που έχει μπορεί να αξιολογήσει κάθε μία από αυτές τις στιγμές πιο αντικειμενικά
και πιο ουσιαστικά, κατανοώντας την πραγματική της αξία και σημασία. Επιπροσθέτως,
όπως έχει τονίσει στην αφήγησή της η Έμιλυ, για μια μητέρα το να βιώσει μαζί με
το παιδί της τα γεγονότα αυτά είναι μια ύστατη ευκαιρία για να τα ξαναζήσει κι
η ίδια, επιστρέφοντας -έστω και προσωρινά- στα δικά της εφηβικά χρόνια και
αναβιώνοντας ευδαιμονικές στιγμές του παρελθόντος.
Αν η Τζέμμα χάνει την ευκαιρία να ζήσει
«το σχολείο, τα διαγωνίσματα, τους εφηβικούς έρωτες, τα πάρτι» το κάνει χωρίς
να έχει πλήρη επίγνωση της αξίας που έχουν τα βιώματα αυτά για έναν άνθρωπο.
Για την Έμιλυ, όμως, η απώλεια αυτή είναι σημαντικά πιο επώδυνη, διότι εκείνη
γνωρίζει την αξία αυτών των βιωμάτων και είχε περάσει χρόνια περιμένοντας να τα
ξαναζήσει μέσω του παιδιού της.
11.
Να βρείτε δυο μεταφορικές φράσεις και να τις ξαναγράψετε κυριολεκτικά.
Και τελικά μου το ξεφούρνισε. = Και
τελικά μου αποκάλυψε την αλήθεια.
Κατέστρεψε τη ζωή μας από την ημέρα που
έφυγε… = Προκάλεσε πολύ σημαντικά προβλήματα στη ζωή μας από την ημέρα που
έφυγε…
12.
«Θέλω να έρθω σπίτι, μαμά. Μπορώ να έρθω σπίτι, μαμά; Σε παρακαλώ…» είπε
ύστερα: Να βρείτε την οπτική της αφήγησης στο απόσπασμα και να δικαιολογήσετε
τη λειτουργία της.
Η αφήγηση στο σημείο αυτό είναι ιδωμένη
από την οπτική της κόρης, η οποία λαμβάνει το λόγο και εκφράζει την παράκλησή της.
Η Τζέμμα, έχοντας φύγει από το σπίτι της τόσα χρόνια, δεν γνωρίζει πλέον ποιες
είναι οι διαθέσεις των γονιών της απέναντί της. Όταν, επομένως, ζητά από τη
μητέρα της να γυρίσει στο σπίτι τους, δεν είναι βέβαιη για την απάντηση, γι’
αυτό και καταλήγει να την παρακαλεί.
Με το να ιδωθεί το συγκεκριμένο σημείο
από την οπτική της κόρης γνωστοποιείται στον αναγνώστη κι η δική της συναισθηματική
της κατάσταση. Η επιθυμία της να επιστρέψει στην ασφάλεια του σπιτιού των γονιών
της, αλλά κι η ανησυχία της πως μπορεί οι γονείς της να μη τη θέλουν πια κοντά τους,
μετά από τον πόνο που τούς προκάλεσε. Όταν, λοιπόν, η Τζέμμα ρωτά «Μπορώ να έρθω
σπίτι, μαμά;», το ερώτημά της είναι γνήσιο και κρύβει μέσα του την αγωνία και
τον φόβο μιας πιθανής απόρριψης.
13.
«Έγνεψα ναι με το κεφάλι μου και προσπάθησα να της πω ναι, ναι, έπειτα αγκαλιαστήκαμε
κι αρχίσαμε πάλι να κλαίμε»: Να σχολιάσετε την επανάληψη της λέξης ναι
λαμβάνοντας υπόψη ολόκληρο το απόσπασμα (το «πως» του κειμένου).
Η λέξη «ναι» επαναλαμβάνεται
προκειμένου να δοθεί έμφαση στο γεγονός πως η Έμιλυ θέλει οπωσδήποτε να δει την
κόρη της να επιστρέφει στο σπίτι τους, έστω κι αν με τη φυγή της είχε
προκαλέσει τόσα προβλήματα. Συνάμα, η επανάληψη γίνεται για να τονιστεί το
γεγονός πως, αν και θέλει τόσο πολύ να πει αυτό το ναι στην κόρη της, δεν
κατορθώνει να το εκφράσει λεκτικά λόγω της βαθιάς της συγκίνησης, με αποτέλεσμα
η έννοια της αποδοχής να εκφράζεται μόνο παραγλωσσικά. Η Τζέμμα, δηλαδή, καταλαβαίνει
πως η μητέρα της λέει ναι, από την κίνηση του κεφαλιού της κι από της εκφράσεις
της. Μεταδίδεται, έτσι, στον αναγνώστη με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο η έκταση της
συγκίνησης που αισθάνεται η Έμιλυ, αφού δεν είναι σε θέση να πει έστω κι αυτή
τη σύντομη λέξη. Είναι, άλλωστε, τη στιγμή που σηματοδοτεί την επιστροφή της κόρης
της και τερματίζει μια μακρά περίοδο οδύνης για την οικογένειά τους.
3η Δραστηριότητα
1.
Να γράψετε ένα κοινωνικό πρόβλημα που απορρέει από το κείμενο, αλλά αποτελεί
και σύγχρονο πρόβλημα. Να αναφερθείτε στις πιθανές αιτίες του και να
αξιολογήσετε τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από τη μητέρα στο συγκεκριμένο
κείμενο. (100-150 λέξεις)
Ένα κοινωνικό πρόβλημα που προκύπτει
από το κείμενο είναι η εξάρτηση των νέων από τα ναρκωτικά. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα
κρίσιμο ζήτημα, εφόσον οι συνέπειές του είναι συχνά οδυνηρές τόσο για τα ίδια
τα άτομα όσο και για τις οικογένειές τους. Πρόκειται, συνάμα, για ένα πρόβλημα
που έχει ποικίλα γενεσιουργά αίτια, τα οποία ενδέχεται να διαφοροποιούνται
σημαντικά από άτομο σε άτομο. Συχνά ό,τι κρύβεται πίσω από τη χρήση ναρκωτικών
ουσιών είναι η ανάγκη του ατόμου να ξεφύγει από μια κατάσταση που είτε τη
θεωρεί καταπιεστική και αδιέξοδη, είτε απλώς ανιαρή. Ενδέχεται, έτσι, να
εξωθείται ένας νέος στα ναρκωτικά είτε γιατί η οικογένειά του αντιμετωπίζει
σημαντικά οικονομικά προβλήματα και συνεχείς ενδοοικογενειακές προστριβές είτε
γιατί ο ίδιος αναζητά νέους τρόπους διασκέδασης, καθώς νιώθει πως δεν βρίσκει
κάποια ενασχόληση που να του προσφέρει ουσιαστική ικανοποίηση. Όποια κι αν
είναι η αιτία, βέβαια, το άτομο που παρασύρεται σε μια ανάλογη περιπέτεια
χρειάζεται πραγματική και συνεχή στήριξη από τους οικείους του. Η μητέρα, για
παράδειγμα, στο συγκεκριμένο κείμενο αποφεύγει να επικρίνει την κόρη της για το
γεγονός ότι έχει εξαρτηθεί από τα ναρκωτικά κι εμφανίζεται, ξεκάθαρα, πρόθυμη να
προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια στο παιδί της. Με το αίσθημα μητρικής αγάπης και
αποδοχής να κυριαρχεί, κατανοεί πως ό,τι προέχει είναι η στήριξη του παιδιού της.
2.
Στο κείμενο δεν αναφέρονται οι λόγοι απομάκρυνσης της Τζέμμα από την οικογένεια.
Με βάση το εισαγωγικό σημείωμα και την καθημερινή κοινωνική εμπειρία, ποιοι
λόγοι πιστεύετε ότι οδήγησαν το κορίτσι σ’ αυτή την επιλογή;
(100-150 λέξεις)
Το γεγονός πως η κοπέλα βρισκόταν στην
εφηβική ηλικία όταν αποφάσισε να φύγει από το σπίτι της, μάς επιτρέπει να
εικάσουμε πως εκείνο που ήθελε να αποφύγει ήταν η αίσθηση πως βρίσκεται υπό τον
έλεγχο των γονιών της. Θέλησε, προφανώς, να διεκδικήσει το δικαίωμα στην αυτονομία
-έστω κι αν δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτό-, καθώς και τη δυνατότητα να βιώσει νέες,
πρωτόγνωρες εμπειρίες. Η ηρωίδα θεώρησε πως αν απομακρυνθεί από τους γονείς της
θα είναι απολύτως ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει και πως αυτό θα της επέτρεπε να αισθανθεί
πραγματικά ευτυχισμένη. Πολύ συχνά, οι νέοι νιώθουν πως η προσπάθεια που
καταβάλλουν οι γονείς τους για να τους προφυλάξουν από τους διάφορους κινδύνους
της σύγχρονης κοινωνίας λειτουργεί τόσο καταπιεστικά, ώστε καταλήγει να τους δημιουργεί
την αίσθηση του εγκλωβισμού. Οι νέοι, άλλωστε, μη έχοντας πραγματική γνώση της ζωής,
τείνουν να θεωρούν πως μπορούν να ζήσουν πλήρως απαλλαγμένοι από ευθύνες, υποχρεώσεις
και δεσμεύσεις, αναζητώντας διαρκώς νέες απολαύσεις και εμπειρίες.
3.
Ο τίτλος του κειμένου είναι το όνομα της μητέρας: «Έμιλυ Μπρόγκαν».
Να υποστηρίξετε με βάση την οπτική του κειμένου και το περιεχόμενο αυτόν τον
τίτλο αντί του τίτλου «Τζέμμα Μπρόγκαν». (100-150 λέξεις)
Παρά το γεγονός πως το πρόσωπο που με τις επιλογές του κινεί τη δράση
του κειμένου είναι η έφηβη ηρωίδα, εκείνη που επί της ουσίας πρωταγωνιστεί είναι
η μητέρα της, η Έμιλυ. Η διαπίστωση αυτή βασίζεται αφενός στο ότι η Έμιλυ είναι
εκείνη που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία (Ήθελα να πάρουμε το τρένο)
κι αφετέρου στην ιδιαίτερη προσοχή που δείχνει στο να παρουσιάσει τον αντίκτυπο
κάθε γεγονότος στη δική της ψυχολογική κατάσταση (Έτσι ακούμπησα το κεφάλι μου
στο στήθος της κι έκλαψα… έκλαψα ώσπου δεν είχα άλλα δάκρυα πια). Αν και το μεγαλύτερο
μέρος της αφήγησης, επομένως, λαμβάνει ως αφορμή του τη φυγή και τα προβλήματα της
Τζέμμα, όλα είναι ιδωμένα από την οπτική της Έμιλυ και πάντοτε σε συνάρτηση με
τα δικά της συναισθήματα και τις δικές της προσδοκίες. Το γεγονός, για παράδειγμα,
ότι η Τζέμμα έχασε την ευκαιρία να βιώσει μια φυσιολογική εφηβική ηλικία, δεν
το αντικρίζουμε σε σχέση με την ίδια την κοπέλα, αλλά με βάση το συναισθηματικό
κόστος που είχε για την Έμιλυ. Υπ’ αυτή την έννοια, η ιστορία αυτή δεν αφορά τις
περιπέτειες ενός κοριτσιού που εγκαταλείπει το σπίτι του και τους γονείς του,
αλλά τα βιώματα μιας μητέρας, της οποίας το παιδί έφυγε από το σπίτι.