Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο για το «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο για το «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιώργος Ιωάννου «Ο δούξ του Σπρούξ» παράλληλο στο «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Richard T Pranke

Γιώργος Ιωάννου «Ο δούξ του Σπρούξ» παράλληλο στο «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

«Όταν πρωτοπήγα, ο δούξ του Σπρούξ είχε πελατεία από πελοποννήσιους κυρίως. Άνθρωποι μελαχρινοί, πονηροί και σπαθάτοι. Αναφέρομαι στους νεαρούς φυσικά, γιατί τότε γέρους δεν έβαζαν στο δωμάτιό μου. Ατέλειωτες συζητήσεις κάμναμε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας. Τόσο καλές ώστε την επόμενη βραδιά μαζεύονταν νωρίς νωρίς και με περίμεναν. Προτιμούσαν τη δικιά μου παρέα κι από βόλτες κι από σινεμά κι από βρωμοέρωτες της Ομόνοιας. Και τι δε μάθαινα εκείνες τις νύχτες.
...
Όταν μετά από καιρό ξανακατέβηκα, η διεύθυνση είχε αλλάξει. Ο επιχειρηματίας ήταν τώρα απ’ τη Μακεδονία. Έφριξα με την τόλμη του. Τι γύρευε αυτός μες στου λύκου το στόμα; Και πράγματι οι δουλειές δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Η πελοποννησιακή πελατεία είχε σχεδόν σύσσωμη ξεκόψει. Πολλά απ’ τα πονηρά δεν τα σήκωνε ή μάλλον δεν τα τολμούσε ο νέος αφέντης. Οι περισσότεροι πελάτες ήταν απ’ τη μακεδονική ύπαιθρο, πόντιοι κυρίως. Δεν ενδιαφέρονταν παρά για το πώς θα τελειώσουν το γρηγορότερο τις δουλειές τους. Το βράδυ στο δωμάτιο έκαμναν συνήθως λογαριασμούς και δεν μιλούσαν καθόλου. Ύστερα έπεφταν για ύπνο. Τους έλεγα πως είμαι πελοποννήσιος για να με φοβούνται. Ξέρω τη γνώμη τους για τους πελοποννήσιους.
Ο μακεδόνας, όπως ήταν επόμενο, γρήγορα παράτησε την επιχείρηση. Κι έτσι σε λίγους μήνες βρήκα αφεντικό έναν κερκυραίο. Αυτός τα παρακατάφερνε. Είχε ξαναφέρει αρκετή απ’ την παλιά πελατεία κι είχε γεμίσει το ξενοδοχείο του από επτανήσιους. Ευγενικοί, δειλοί, και φλύαροι άνθρωποι, παρόλο που πολλοί τους είχαν μια ασυνήθιστη σκληράδα στα χαρακτηριστικά. Ο δούξ του Σπρούξ άρχισε να ξαναγνωρίζει παλιές του δόξες. Μέχρι σιγανές καντάδες ακούγονταν στα δωμάτια. Και συχνά τις νύχτες απολάμβανα υπερβολικές περιγραφές των τοπίων της επτανήσου. Μέσα στον ευγενικό και θερμόαιμο εκείνο λαό ένιωθα όσο ποτέ σαν δούξ του Σπρούξ.
Τώρα μελετώ τους ηπειρώτες. Βάσκανος μοίρα σήκωσε τα μυαλά του κερκυραίου και άνοιξε άλλο μεγαλύτερο ξενοδοχείο. Φυσικά, μετέφερε και την ακολουθία του. Εγώ όμως παραμένω πιστός στα πάτρια. Δε λέμε και πολλά πράγματα με τους σοβαρούς ηπειρώτες. Άλλωστε, τα ρητά των προγόνων μας τα σχετικά με την αξία της σιωπής ουδέποτε είχαν τόση επικαιρότητα. Κανένας επαρχιώτης, και πολύ περισσότερο βόρειος, δεν κατεβαίνει πια στην πρωτεύουσα για γλέντι. Δεν υπάρχει κέφι –γενικό το κακό.»

Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του Ιωάννου είναι η αγάπη του στην παρατήρηση, η οποία δεν επικεντρώνεται τόσο στη φύση ή σε τοπία, όσο στους ανθρώπους που συναντά γύρω του. Αν και -από επιλογή- μοναχικός άνθρωπος ο Ιωάννου, εντούτοις αγαπά ιδιαίτερα τους ανθρώπους και αντλεί μεγάλη ευχαρίστηση από την παρατήρησή τους και πολύ συχνά από ευκαιριακές συζητήσεις με ανθρώπους που έχει μόλις συναντήσει.
Η προσοχή του συγγραφέα στη λεπτομέρεια και η επιμονή του στη μελέτη των ανθρώπων, του παρέχει τη δυνατότητα να εντοπίζει τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των Ελλήνων ανάλογα με τον τόπο καταγωγής του. Όπως, αντίστοιχα, κατορθώνει να αντιλαμβάνεται τον τόπο καταγωγής των προσφύγων της Θεσσαλονίκης, μόνο και μόνο από την εξωτερική τους εμφάνιση ή την ιδιαίτερη προφορά τους.
Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που αντλούν ιδιαίτερη ευχαρίστηση από την ομορφιά του ελληνικού τοπίου, ο Ιωάννου απολαμβάνει περισσότερο τα «ταξίδια» του στα χαρακτηριστικά και στις συμπεριφορές των ανθρώπων της Ελλάδας. Παρατηρεί με αγάπη, διαπιστώνει και καταγράφει συνήθειες, τρόπους και αντιλήψεις, των απλών ανθρώπων της χώρας, με τον ίδιο θαυμασμό που ένας φυσιολάτρης θα παρατηρούσε με ευλάβεια μια όμορφη ακρογιαλιά.
Ο Ιωάννου δεν αποζητά για τα κείμενά του ηρωικά γεγονότα και ξεχωριστούς ανθρώπους, προτιμά κι επιλέγει ανθρώπους καθημερινούς, που γνωρίζουν καλά τους καημούς της βιοπάλης. Δεν επιθυμεί, άλλωστε, να καταγράψει εντυπωσιακές ιστορίες, που να ξεπερνούν το μέτρο, μιας και ο ίδιος είναι ένας απλός άνθρωπος με τις ίδιες ανησυχίες και τους ίδιους πόνους, που βιώνουν και οι συμπολίτες του. Έτσι, παρόλο που δε θα βρούμε στο έργο του επώνυμους ήρωες με καθηλωτικές ιστορίες, έχουμε εντούτοις την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα την καθημερινότητα και τα προβλήματα των ανθρώπων της εποχής του συγγραφέα.  
Στο φτηνό ξενοδοχείο της Ομόνοιας ο Ιωάννου θα «μελετήσει» τους Πελοποννήσιους
και θα εκτιμήσει την εξυπνάδα και τη ντομπροσύνη τους, θα γνωρίσει τους εργατικούς Πόντιους, αλλά και τους ευγενικούς Επτανήσιους, όπως και τους σοβαρούς και λιγομίλητους Ηπειρώτες. Με ανυπόκριτο ενδιαφέρον θ’ ακούσει τις ιστορίες και τα προβλήματα κάθε ανθρώπου που καταλύει στο μικρό εκείνο ξενοδοχείο, παίρνοντας απ’ αυτούς μαθήματα ζωής και γνωρίζοντας -χωρίς καν να μετακινηθεί- την ελληνική ύπαιθρο.
Με παρόμοιο τρόπο, συχνάζοντας στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Θεσσαλονίκης, θα γνωρίσει όλους εκείνους τους ανθρώπους, με την ιδιαίτερη ιστορία και κληρονομιά, που συγκεντρώθηκαν στη μακεδονική πρωτεύουσα, από κάθε πιθανό σημείο του ευρύτερου ελληνισμού. Θα αισθανθεί έντονα δεμένος με τους Θρακιώτες -μιας κι ο ίδιος κατάγεται από τα μέρη της Ανατολικής Θράκης- και θα νιώσει το κάλεσμα της ιδιαίτερης πατρίδας του, έστω κι αν δεν την έχει επισκεφτεί ποτέ.
Ο Ιωάννου, που ως εκπαιδευτικός θα μετατεθεί σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, φτάνοντας ακόμη και στη Λιβύη, θα περάσει στο έργο του, όχι τους τόπους και την όμορφή φύση τους, αλλά τους ανθρώπους. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, μα πάντοτε γνήσιοι, που με τη ζωή τους αποδίδουν εξαίρετα τις πολυποίκιλες διακυμάνσεις και περιπέτειες της ελληνικής ιστορίας.

Γιώργος Ιωάννου «Μοτοσικλέτας εγκώμιο» παράλληλο στο «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Gail Zavala

Γιώργος Ιωάννου «Μοτοσικλέτας εγκώμιο» παράλληλο στο «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

«Η αλήθεια είναι πως σε στιγμές αδυναμίας λυπάμαι κάπως που δεν έχω κι εγώ αυτοκίνητο, αλλά αυτό το ύποπτο λύγισμα είναι πάντα κάτι το παροδικό και αρκετά εύκολα το αποτινάζω. Δε μου χρειάζεται κι άλλη απομόνωση φτάνει αυτή που έχω στο σπίτι. Δεν μπορώ να κουβαλώ την ατμόσφαιρα του σπιτιού μου πάνω σε τέσσερις ρόδες, ούτε να βλέπω διαρκώς τους άλλους μέσα απ’ τα τζάμια. Θέλω να ακουμπώ, να τρίβομαι, έστω και τυχαία, πάνω σε ανθρώπους, να τους ακούω, να παίρνω απ’ αυτούς κουράγιο ή απελπισία. Προπάντων θέλω να βλέπω ανθρώπους, να τους χαίρομαι από κοντά ή και να τους σιχαίνομαι, να τους μυρίζω.
...
Περπατάω λοιπόν όσο μπορώ και μάλιστα σε χώρους πολυσύχναστους, παίρνοντας το λεωφορείο μόνο όταν κάπου  πρέπει να προλάβω. Παλιότερα δεν μπορούσα να περιεργαστώ και τόσο τους διαβάτες. Περιοριζόμουν σε μια φευγαλέα ματιά κυρίως στο πρόσωπο. Τώρα διαπιστώνω ολοένα και μεγαλύτερη άνεση στον εαυτό μου. Θαρρείς και δεν προβάλλουν την ίδια αντίσταση στα βλέμματά μου, υποχωρούν. Μάλλον όμως δε με λογαριάζουν πια, ενώ, όταν ήμουν νεώτερος, μ’ αντιμετώπιζαν σαν αντίπαλο, διεκδικητή σε κάτι το άγνωστό μου ή όμοιόν τους, οπότε εγώ έχανα τα βήματά μου.
Περπατώ στους δρόμους και κάθε τόσο ενθουσιάζομαι. «Θεέ μου» λέω «γιατί να μη μας δίνεις περισσότερη ζωή και νιάτα;» Όσο βαριά στεναχώρια κι αν έχω, μ’ ένα καλό περπάτημα σε δρόμους εγγυημένους αλαφρώνει. Προσπαθώ, συνήθως, να κλείνω το βράδυ μου γυρνώντας στο σπίτι από την Εγνατία. Πολλές φορές, κι όταν ακόμα δεν μου ταιριάζει το δρομολόγιο, λοξοδρομώ προκειμένου να περάσω από κει. Και γιατί τάχατες να βιάζομαι να φτάσω στο σπίτι; Τι το σπουδαίο έχω να κάνω; Εκείνη την ώρα, βέβαια, πολλή κίνηση σε πεζούς ο δρόμος δεν έχει. Εκτός κι αν συμβαίνει κανένα έκτατο γεγονός: ματς ή κινητοποίηση. Κάτι άλλο υπάρχει όμως που μου παίρνει την ψυχή. Είναι οι πολλές μοτοσικλέτες που περνούν τρέχοντας αστραπιαία, ιδίως προς τα δυτικά, θαρρείς για να προλάβουν αυτοί που τις κυβερνούν τον έρωτα ή τον ύπνο. Κοντοστέκομαι στο πεζοδρόμιο θαυμάζοντας. «Όπου και να χτυπήσουν, θα τραυματιστούν», συλλογιέμαι. Κι αυτό δεν το λέω ούτε με φόβο, ούτε, φυσικά, με οίκτο, αλλά σχεδόν με βαθύ σεβασμό. Άλλωστε, κι αυτοί καλά ξέρουν τους κινδύνους. Πιάνω θέση δίπλα σε φανάρι της τροχαίας, περιμένοντας δήθεν για να περάσω. Όταν ανάβει το κόκκινο, όλοι μαζί σταματούν, ακόμα και μπροστά μου. Είναι συνήθως συμπαθέστατοι και πάντα γεροδεμένοι. Άλλοι είναι χωρικοί, κι άλλοι δικά μας σαΐνια, εργάτες. Ξέρω καλά τι έκαναν και που τώρα πηγαίνουν. Γι’ αυτό γυρνούν στα σπίτια τους σα μεθυσμένοι, κρατώντας γερά στα σκέλια τους τις μηχανές. Δεν τους περιμένει εκεί ούτε ξεραΐλα ούτε και μοναξιά.
Αυτό το πράγμα, μάλιστα –πολύ θα το ‘θελα. Αυτό τ’ αλλάζω με την τωρινή μου μοίρα. Με μια βαριά μοτοσικλέτα ν’ αλωνίζω πόλη και προάστια. Να περνώ σαν τη σαΐτα και να σταυροκοπιούνται με δέος όλοι οι νοικοκυράκηδες. Κι από πίσω να ‘ρχεται μ’ ορυμαγδό όλη η παρέα. Να ξεπεζεύουμε όπου μας κάνει κέφι, είτε στα πάρκα είτε στα σκυλάδικα, παραμερίζοντας σκληρά κάθε τι που εμποδίζει και πνίγει τους ανθρώπους που έχουν δυνάμεις για ξόδεμα.»

Στο πεζογράφημα «Μοτοσικλέτας εγκώμιο» εντοπίζουμε μερικές από τις βασικές θεματικές που βρίσκουμε και στο «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς».
α) Η μοναξιά του συγγραφέα και η συνήθειά του να περπατά στους δρόμους της πόλης. Ο Ιωάννου, ως συγγραφέας και εκπαιδευτικός, είχε επιλέξει ένα μοναχικό βίο αφοσιωμένο στη μελέτη και τη συγγραφή, που σε συνδυασμό με τις ερωτικές του επιλογές τον απομάκρυναν από τη δημιουργία μιας δικής του οικογένειας. Η μοναξιά που αισθάνεται, παρόλο που έχει προκύψει ως αποτέλεσμα δικών του επιλογών, δεν παύει να αποτελεί ένα διαρκές παράπονο για το συγγραφέα, που βρίσκει ως μόνη παρηγοριά τους περιπάτους μέσα στην κίνηση και την πολυκοσμία της πόλης: «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες». Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει στο Μοτοσικλέτας εγκώμιο, του αρέσει να περπατά ανάμεσα στους ανθρώπους, να τους αγγίζει -τυχαία- και να τους ακούει, να τους βλέπει και να τους χαίρεται, χωρίς ωστόσο να επιδιώκει κάποια ουσιαστική γνωριμία μαζί τους.
Στο Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς, εντούτοις, βαρύνει περισσότερο η αποξένωση που αισθάνεται απέναντι σ’ όλους αυτούς τους αδιάφορους περαστικούς: «Σταματώ πολλές φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως το κούτσουρο που κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες».
β) Η συνήθεια του Ιωάννου να παρατηρεί τους άλλους ανθρώπους. Αγαπημένη ασχολία του συγγραφέα είναι να παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω του, συλλέγοντας εντυπώσεις και καταλήγοντας σε διαπιστώσεις για την προσωπικότητα ή την καταγωγή τους. Στο Μοτοσικλέτας εγκώμιο αναφέρει πως επιλέγει πολυσύχναστους δρόμους για τους περιπάτους του, όπου έχει τη δυνατότητα να περιεργάζεται τους περαστικούς, ενώ στο Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς, βρίσκεται σ’ ένα καφενείο κάποιου συνοικισμού, όπου συνηθίζει να πηγαίνει και να παρατηρεί τα παιδιά, αλλά και τους ενήλικες πρόσφυγες, έχοντας μάθει πια να ξεχωρίζει την καταγωγή τους από στοιχεία της εμφάνισής τους. 
γ) Η επιθυμία του συγγραφέα να αφήσει τη μοναχική του ζωή και να αισθανθεί πως ανήκει κι εκείνος σε κάποια ομάδα ανθρώπων. Ο Ιωάννου παρατηρώντας τους μοτοσικλετιστές να επιστρέφουν βιαστικά τα βράδια στα σπίτια τους, πιστεύει πως γυρίζουν έχοντας ικανοποιήσει τις ερωτικές τους επιθυμίες. Έτσι, σε αντίθεση μ’ εκείνον, είναι ευτυχείς και δε φοβούνται να επιστρέψουν στο σπίτι τους, όπως αυτός που τον περιμένει η μοναξιά και η θλίψη. Τους αποδίδει μια ζωή γεμάτη ελευθερία κι ευχαρίστηση και νιώθει πως θα μπορούσε μ’ ευκολία να αλλάξει την τωρινή του μοναχική και ανικανοποίητη ζωή, με τη δική τους. Φαντάζεται, λοιπόν, πώς θα ήταν να κυκλοφορεί με ταχύτητα στους δρόμους και πόσο ωραία θα ήταν να τον ακολουθεί μια θορυβώδης παρέα μοτοσικλετιστών, με την οποία θα πήγαιναν όπου ήθελαν, έχοντας όλη τη διάθεση να απολαύσουν τη ζωή.
Με παρόμοιο τρόπο στο Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς, ο συγγραφέας αντικρίζοντας τη μοναξιά και την αποξένωση της ζωής του, εύχεται να μπορούσε κι εκείνος να ζει σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό μαζί με πρόσφυγες της δικής του ράτσας. Ευχή που καθρεφτίζει βέβαια την έντονη ανάγκη του συγγραφέα για συντροφικότητα.

Το γεγονός ότι δε δημιούργησε δική του οικογένεια, το σχολιάζει ο συγγραφέας στο πεζογράφημα «Η μόνη κληρονομιά»:
«Τους παππούδες μου δεν τους πρόλαβα εγώ. Ούτε με χάρηκαν ούτε κι ένιωσα ποτέ μου την ανάγκη να τους κλάψω. Είχαν πεθάνει κι οι δυο τους, αρκετά χρόνια προτού γεννηθώ. Και θάνατος που δεν τον έζησες, δε σε πονάει. Μου δώσαν τ’ όνομα του ενός, αποκλείεται όμως να πήρα και τις χάρες. Και δεν είμαι καθόλου βέβαιος, αν το τίμησα ως τώρα, όπως πρέπει. Πάντως, είμαι σίγουρος πια πως το όνομα αυτό εγώ σε κανέναν άλλον δε θα το κληροδοτήσω. Εκτός κι αν βρεθεί κάποιος φίλος σπλαχνικός, κάποιος που να μ’ αγάπησε πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορώ εγώ να πιστέψω, και βάλει στο αγοράκι του τ’ όνομά μου, φέρνοντας στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή την ταλαιπωρημένη όσο και αστεία ύπαρξή μου. Αλλά ποιος θα θελήσει να διακινδυνέψει τόσο πολύ για μένα;
Θέλω να πω πως για να σε πουν παππού, πρέπει να σε πούνε πρώτα πατέρα. Κι όταν δεν έχει γίνει το δεύτερο, και τα χρόνια έχουν κάπως περάσει, αποκλείεται φυσικά ν’ ακούσεις το πρώτο. ...
Οι δικοί μου πήγαν ίσως με το παράπονο πως πεθαίνουν νέοι και δεν πρόλαβαν. Μα κι αν ζούσαν, δεν επρόκειτο ν’ ακούσουν τίποτε παραπάνω. Ο θάνατος σώζει από πολλές πίκρες.»

Στο πεζογράφημα «Η σκυλοπολιορκία» όπου ο Ιωάννου εγκλωβίζεται σ’ ένα αποχωρητήριο από μερικούς άγριους σκύλους, βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει την επιλογή του να αφοσιωθεί στη μελέτη και το γράψιμο:
«Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που καταπιάστηκα μ’ όλα τούτα τα διαβάσματα και τα γραψίματα και δε με χωράει πια ο τόπος. Και να ‘ταν τα μοναδικά μαρτύρια που τραβούσα εξαιτίας των ασχολιών μου αυτών, θα ‘μουν πολύ ευχαριστημένος. Πρώτα πρώτα, εφόσον έχανα το χρόνο μου, έχανα την ίδια τη ζωή μέσα από τα χέρια μου. Γιατί, αν στο αποχωρητήριο ήμουν μπλοκαρισμένος για πρώτη φορά, στο άχαρο δωμάτιό μου ήμουν κλεισμένος κάθε βράδυ, παλεύοντας με χαρτιά και με βιβλία, που μόνο μπελάδες και αποξένωση μου είχαν μέχρι τώρα δημιουργήσει.»

Ένα ακόμη σχόλιο για τη μοναξιά του συγγραφέα εντοπίζουμε στο πεζογράφημα «Ο λογοτιμήτης», που αναφέρεται σε μια τυχαία επίσκεψη του Ιωάννου στις φυλακές, και το οποίο μας δίνει παράλληλα μια ένδειξη για τις ερωτικές επιλογές του
«Αλλά τώρα εγώ προσπαθούσα να φέρω την κουβέντα αλλού στην ερωτική ζωή των καταδίκων. Γιατί βέβαια δεν μπορεί να μην υπάρχει. Τα ήξερε όλα, μου είπε με λεπτομέρειες που το απόδειχναν. Τα συνηθισμένα μοναστηρίσια καμώματα. Μιλούσε προσεχτικά και με λεπτότητα, με συμπάθεια σχεδόν. Καλός άνθρωπος, χριστιανικών αρχών. Όμως τα μάτια του λαμπύριζαν ασυνήθιστα μες στο σκοτάδι.
Μου επέτρεψε να ζυγώσω στα παράθυρα που ήταν απ’ την πλευρά μας. Γαλήνη επικρατούσε μέσα. ...
Πολλοί απ’ τους νεαρούς, μόνο με το σωβρακάκι, ήταν μισοξαπλωμένοι αμέριμνα στα κρεβάτια τους και κάπνιζαν. Ξαφνικά, ένιωσα κάτι να με σκεπάζει, όπως όταν βλέπεις τον άλλον να ζει ευτυχισμένος, ενώ εσύ ακριβώς δίπλα του δυστυχείς. Που είναι πιο ελεύθερα άραγε; Εδώ ή μέσα στην οικογένεια, τον κύκλο και το υπαλληλίκι; Πάντως, μοιάζει να είναι αφάνταστα λιγότερη απ’ τη δική μου η μοναξιά τους. Καλύτερα, θαρρώ, πολύ καλύτερα σε μοναστήρι ή στις σκιερές φυλακές, μαζί μ’ αυτούς που έκαναν το θέλημά τους, παρά έξω, με τους διστακτικούς και αφυδατωμένους. Δεν είμαι, νομίζω, τρελός. Ξέρω καλά τι καθάρματα υπάρχουν κι εκεί μέσα. Όμως είναι δυνατό ν’ αγγίξεις και τις πιο αποκαθαρμένες καταστάσεις.
Σχεδόν απέναντί μου, ένας βαρύς νεαρός γδυνόταν αργά, προφανώς για να κοιμηθεί. Αποκαλύπτονταν σιγά σιγά το ορειχάλκινο σώμα του. Στο τέλος, όταν αδιάφορος έβγαλε τα ρούχα όλα, δυο τρεις που κάμναν το εργόχειρό τους, σήκωσαν για μια στιγμή το κεφάλι, κι ύστερα ξανάσκυψαν πιο πολύ στη δουλειά τους σα θαμπωμένοι. Πράγματι, το κορμί αυτό ήταν από κείνα που ζωγράφιζαν με πάθος οι ειδωλολάτρες αγγειογράφοι ή που σμίλευε ο γλύπτης Πολύκλειτος. Αναπάντεχα ψιθύρισα τους στίχους:
Μα σαν τον άντρα που ‘δα χτες στου Δράκου το Λιβάδι,
Χαρά στον που τον έσπερνε κι οπού τον κοιλοπόνα...

Ο νεαρός χώθηκε σχεδόν γυμνός στο κρεβάτι του. Θα ‘ταν κι αυτός αόριστα ερωτευμένος με όλα. Ρεμπέτικο όλο σεβντά σα να ακούγονταν.»

Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» παράλληλο στο «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Χαρακτηριστικοί τύποι τουρκικών σπιτιών στην περιοχή «Εσκί» και «Γενί Ντελίκ». Η εικόνα από την ιστοσελίδα  του Δήμου Συκεών. 


Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» παράλληλο στο «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

«Ήταν μικρές κι αθώες κοπελούδες σαν ήρθανε απ’ την πατρίδα, όμως οι δικοί τους τις παντρέψανε στα γρήγορα για να προφτάσουν να πάρουνε μερίδιο απ’ τα τούρκικα κτήματα, που μοίραζε στους πρόσφυγες το δημόσιο. Παντρεύτηκαν την ίδια μέρα και στην ίδια εκκλησία δυο φίλους, πρόσφυγες κι αυτούς –ο ένας μαραγκός, ο άλλος χτίστης.
...
Λίγες μέρες μετά το γάμο, όταν επιτέλους ξεμέθυσαν οι γαμπροί, παρουσιάστηκαν τ’ αντρόγυνα με τα καλά τους και τα στεφανοχάρτια τους στην παντοδύναμη επιτροπή, που μοίραζε οικόπεδα και σπίτια. Εκεί, αφού περιεργάστηκαν με μάτι γελαστό γαμπρούς και νύφες, τους πρότειναν σπίτια στην Τούμπα, όπου ο Εποικισμός έχτιζε πανομοιότυπα οικήματα για τους πρόσφυγες. Αρνήθηκαν η Τούμπα έπεφτε πολύ μακριά, είπαν. Στην πραγματικότητα, δεν τους άρεζε εκεί, το είχαν συζητήσει κιόλας μεταξύ τους. Στην Τούμπα είχε αρχίσει να μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι. Τους είπανε για την Καλαμαριά τους προσέφεραν παραθαλάσσια οικόπεδα στην Αρετσού, στη Νέα Κρήνη. Μα, αποκεί έπρεπε να περπατάς μισή μέρα, ώσπου να φτάσεις στην πόλη. Τί να τα κάνουνε τα παραθαλάσσια οικόπεδα; Αυτοί ούτε ψαράδες ούτε καϊκτσήδες ήτανε, παρά χτίστες και μαραγκοί. Πώς θα πηγαίναν στις δουλειές τους και προπάντων πώς θα γύριζαν το βράδυ κατακουρασμένοι; Με την ανατολίτικη λογική τους, βλέπαν αιώνια τα πράγματα, όπως στην Τουρκιά.
Κι έτσι, όταν τους μίλησαν για ένα μεγαλούτσικο οικόπεδο, ψηλά, κοντά στα κάστρα, στο Εσκί Ντελίκ, κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και αμέσως είπαν: «Ναι, αυτό θέλουμε». Και πραγματικά, όταν το είδαν από κοντά, διόλου δε μετάνιωσαν. Μπορεί να ήταν ανηφοριά και ερημιά σε κείνους τους μαχαλάδες, μα τα καλοχτισμένα τείχη έδιναν σιγουριά και ζεστασιά στο μέρος. Ύστερα, είχες όλη την πολιτεία στα πόδια σου, που όσο κι αν ήταν ξένη, ήταν όμως καμαρωτή. Κατάγονταν από μέρη, που ως τις τελευταίες στιγμές ήταν βυζαντινά, οχυρωμένα γερά απ’ τους αυτοκράτορες, κι αγαπούσαν να βλέπουν τείχη και κάστρα. Ο χτίστης, ιδιαίτερα, μουρλάθηκε απ’ τη χαρά του, σα χάιδεψε τα καλοκαμωμένα και σκουριασμένα απ’ την πολυκαιρία -και τα αίματα ίσως- τειχιά και το μάτι του στρογγύλεψε από ευχαρίστηση, σαν είδε πως σε πολλές μεριές υπήρχε σωριασμένη άφθονη εκλεκτή πέτρα για να χτίσεις όχι σπίτι μα κάστρο ολόκληρο.
...
Πάντως, το γεγονός ήταν ένα, πως το χώμα ήταν καλό και δεν υπήρχε πολυκοσμία και βρωμιά, όπως στην Καλαμαριά με τους πόντιους.»

Στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» ο Ιωάννου παρουσιάζει την εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη δυο -συγγενικών του- ζευγαριών προσφύγων από την Ανατολική Θράκη. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη ζωή των δύο ζευγαριών σε όλη της την εξέλιξη, από το γάμο τους μέχρι και τη γέννηση των εγγονιών τους.
Σε αντίθεση με το πεζογράφημα Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς, όπου ο Ιωάννου αντικρίζει με ιδιαίτερη αγάπη, και σχεδόν εξιδανικεύει, τη ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς με την πολυφυλετική σύσταση, εδώ μας παρουσιάζει τις σκέψεις των προσφύγων από τη Θράκη που προτιμούν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους και να μην ανακατευτούν με τους χιλιάδες πρόσφυγες από τα υπόλοιπα σημεία του ελληνισμού.
Ο γάμος των δύο ζευγαριών επισπεύδεται για να μπορέσουν να διεκδικήσουν μερίδιο από τα τουρκικά κτήματα που έδινε στους πρόσφυγες το ελληνικό κράτος. Η επιλογή, όμως, της ιδανικής περιοχής εγκατάστασης για τους νέους Θρακιώτες δεν είναι τόσο απλή, καθώς δε θέλουν να μείνουν στους προσφυγικούς συνοικισμούς μαζί με τους άλλους πρόσφυγες, όπου έχει μαζευτεί «κάθε καρυδιάς καρύδι». Έτσι, απορρίπτουν την Τούμπα, με την πρόφαση ότι βρίσκεται μακριά από την πόλη, αλλά επί της ουσίας διότι είχαν εγκατασταθεί εκεί πρόσφυγες απ’ όλα τα μέρη. Παρομοίως απέρριψαν και την Καλαμαριά, αφενός γιατί η Νέα Κρήνη και η Αρετσού απείχαν μισή μέρα περπάτημα από την πόλη κι αφετέρου γιατί στις περιοχές αυτές είχε εγκατασταθεί μεγάλος αριθμός προσφύγων από τον Πόντο.
Οι νέοι Θρακιώτες απορρίπτουν τις παράλιες περιοχές της Καλαμαριάς όχι μόνο γιατί δεν επιθυμούν να μείνουν στους συνοικισμούς των Ποντίων, αλλά και γιατί δεν είχαν ποτέ καμία επαφή με τη θάλασσα και τα σχετικά με αυτή επαγγέλματα. Εμφανής είναι μάλιστα η αδυναμία τους να κατανοήσουν τις μελλοντικές προοπτικές των περιοχών της Καλαμαριάς, οι οποίες αν και βρίσκονταν μακριά από την πόλη επρόκειτο σύντομα να εξελιχθούν σε μεγάλο βαθμό και άρα ο χτίστης και ο μαραγκός θα είχαν σημαντικά επαγγελματικά οφέλη. Όπως, άλλωστε, σχολιάζει ο Ιωάννου οι νέοι αυτοί έβλεπαν τα πράγματα αιώνια και στάσιμα, όπως είναι ο χαρακτηριστικός ανατολίτικος τρόπος σκέψης της Τουρκίας.
Ο τόπος που θα συγκινήσει τελικά τους Θρακιώτες πρόσφυγες είναι κοντά στα κάστρα της πόλης, στο Εσκί Ντελίκ (παλιά τρύπα), που θα τον αισθανθούν οικείο μιας και τους θυμίζει τις δικές τους περιοχές στη Θράκη, όπου δέσποζαν τα βυζαντινά τείχη και κάστρα.
Σε αντίθεση, επομένως, με τον Ιωάννου που συγκινείται από την πανσπερμία των Ελλήνων προσφύγων που συναντά στους προσφυγικούς συνοικισμούς κι από την ιδιαίτερη ιστορία της κάθε φυλής, οι νέοι αυτοί Θρακιώτες δεν επιθυμούν να συγχρωτιστούν με τους άλλους πρόσφυγες. Η αρνητική τους στάση απέναντι στους πρόσφυγες των άλλων περιοχών γίνεται σαφής από τα σχόλιά τους για την πολυκοσμία της Καλαμαριάς και τον πολυφυλετισμό της Τούμπας. Οι Θρακιώτες θέλουν να αποφύγουν τη συσχέτιση με τους Πόντιους και τους άλλους πρόσφυγες, επιθυμώντας να διατηρήσουν στη νέα τους πατρίδα την αίσθηση της ακεραιότητας της δικής τους εθνικής ταυτότητας.

Ο Ιωάννου ως παιδί προσφύγων, αλλά και ως ιστορικός, μαγεύεται από το ιδιαίτερο χρώμα της ζωής στους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου οι άνθρωποι παρά το ανακάτεμα των φυλών διατηρούν «καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους». Κι ενώ ο ίδιος ανήκει στους διεσπαρμένους πρόσφυγες, σ’ εκείνους δηλαδή που δεν ζουν στους προσφυγικούς συνοικισμούς μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες από τον τόπο τους, εκφράζει έντονα την επιθυμία του να ζούσε κι εκείνος μαζί «με ανθρώπους της ράτσας» του. Εντούτοις η πραγματικότητα είναι πως ο Ιωάννου δεν μπορεί να ζήσει μαζί τους, αφενός γιατί ο ίδιος μεγάλωσε μακριά από τους συνοικισμούς και αφετέρου διότι, λόγω ιδιοσυγκρασίας, ουδέποτε απέκτησε την αναγκαία οικειότητα με τους άλλους πρόσφυγες.
Την απόσταση που χωρίζει το συγγραφέα από τους άλλους πρόσφυγες μας την παρουσιάζει με χιουμοριστικό τρόπο ο ίδιος στο ακόλουθο απόσπασμα από το διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ».

«Τα παιδιά τους κυλιόντουσαν όλη μέρα στις βρωμιές και τα χώματα, παίζανε με σκυλιά, με γατιά, με φίδια και βατράχια, όμως τίποτε δεν τα πείραζε. Τότε που γίνονταν οι μεγάλοι σεισμοί στην Ιερισσό και η πόλη μας συνταράζονταν, ανεβήκαμε να μείνουμε κοντά τους, όσο να περάσει το κακό, μια και δεν μπορούσαμε να κοιμόμαστε κι εμείς στις πλατείες με το λαουτζίκο, όπου τόσα και τόσα συνέβαιναν μες στο σκοτάδι. Κοιμόμασταν έξω στην αυλή τους. Έκαμνε, άλλωστε, μια ζέστα σημαδιακή. Από καιρό σε καιρό η γη σάλευε κάτω απ’ το στρώμα. Με βάζαν μαζί με όλα αυτά τα παιδιά στα ίδια στρωσίδια. Οι πρώτες αϋπνίες μου από τότε χρονολογούνται. Εκτός που με κλοτσούσαν όλη νύχτα και με ξεσκέπαζαν, βρωμούσαν όλων των ειδών τις βρωμιές, και ιδίως σκορδίλα. Αφήνω πια τις πορδές τους. Ήμουν σαν ένα κλωσόπουλο της μηχανής, που έπρεπε να τα βγάλει πέρα με τα κολοπετσωμένα κοτόπουλα της κλώσας. Ευτυχώς που οι σεισμοί σταμάτησαν γρήγορα και γλίτωσα κι από εκείνον τον εφιάλτη.
Στην κατοχή, αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς, δεν υπόφεραν καθόλου περισσότερο από μας, που τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα. Αμολήθηκαν τα παιδιά και πουλούσαν με τα κασελάκια τσιγάρα, τσιγαρόχαρτα, ζαχαρίνες, αντεπρίνες και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου. Μόνο γράμματα που δεν έμαθαν. Το δημοτικό είναι ζήτημα αν το τελειώσαν. Η Γεωγραφία και η Ιστορία ήταν ο βραχνάς τους.»

Οι ισχυροί σεισμοί της Χαλκιδικής το Σεπτέμβρη του 1932, όταν ο Ιωάννου ήταν μόλις 5 ετών, οδηγούν την οικογένειά του να ζητήσει καταφύγιο στο σπίτι που είχαν χτίσει οι συγγενείς τους στο Εσκί Ντελίκ. Η συνύπαρξη του μικρού συγγραφέα με τα παιδιά των προσφύγων υπήρξε δύσκολη, μιας και όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο ίδιος, ήταν σα να έβαζαν ένα κλωσόπουλο από αυτά που επωάζονται σε εκκολαπτικές μηχανές να τα βγάλει πέρα με τα κλωσσόπουλα που επωάστηκαν ελεύθερα από την κλώσα κι έχουν σκληραγωγηθεί σε μεγάλο βαθμό.
Τα «κωλοπετσωμένα» προσφυγόπουλα θα αντιμετωπίσουν μάλιστα με ευκολία ακόμη και τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής, οπότε και θα ξεχυθούν στους δρόμους πουλώντας κάθε είδους μικροπράγματα για να στηρίξουν την οικογένειά τους.
Η διαφορά της οικογένειας του Ιωάννου με τις άλλες προσφυγικές οικογένειες οφειλόταν στο γεγονός ότι είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον μια δεκαετία νωρίτερα και είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν μια καλύτερη οικονομική κατάσταση. Γι’ αυτό και στα πλαίσια του διηγήματος ο συγγραφέας παρουσιάζει τους δικούς του, με αρκετή αίσθηση αυτοσαρκασμού βέβαια, να μην επιθυμούν να συσχετίζονται με το «λαουτζίκο» και σχολιάζει πως «τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα».
Ενδιαφέρον, επίσης, για το ήθος και την προσωπικότητα του Ιωάννου έχει η γενικότερη διάθεση αυτοσαρκασμού του, που συναντάται σε πολλά από τα κείμενά του. Όπως σ’ αυτό το διήγημα παρουσιάζει τον εαυτό του καλομαθημένο και αδύναμο απέναντι στα συνομήλικα μ’ αυτόν προσφυγόπουλα, έτσι κι αλλού μιλά για την προδιάθεσή του για μελέτη και την έλλειψη της καπατσοσύνης στα πρακτικά ζητήματα που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με κάτι άλλο πέρα από τα γράμματα. Για παράδειγμα στο διήγημα «Η αποζημίωση» σχολιάζει: «Πάντως, ατσίδας δεν ήμουν ποτέ κι ευλογώ γι’ αυτό τον θεό. Θα ήμουν, τώρα, κανένα μαναβάκι ή το πολύ πολύ ταξιτζής». 

Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» ως παράλληλο για το Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Neil Camara

Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» ως παράλληλο για το Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς 

«Πέρασε η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά στο μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δυο του χτίστη και μια κοπέλα του τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από ανέργους, όχι μόνο παλικάρια, αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες με παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά και τ’ ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν.»

Το απόσπασμα αυτό από το διήγημα Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ αναφέρεται ακριβώς στα γεγονότα που σχολιάζει ο αφηγητής και στο Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς: «Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν∙ να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά νομίζω.», την εμπλοκή δηλαδή των προσφύγων και των παιδιών τους στον εμφύλιο πόλεμο και την προσπάθειά κατόπιν των κρατούντων να τους απομακρύνουν από τη χώρα μέσω της μετανάστευσης.
Οι εδώ Έλληνες θέλοντας να εκπληρώσουν τα πολιτικά και κομματικά τους συμφέροντα, στρατολόγησαν τα παιδιά των προσφύγων και τα έριξαν στη μάχη -η αναφορά γίνεται για τον εμφύλιο πόλεμο. Ύστερα, αφού είχαν επιτύχει αυτό που ήθελαν, αφού διατήρησαν δηλαδή τον πολιτικό έλεγχο της χώρας και δεν είχαν καμία ανάγκη για στρατιώτες, αδιαφόρησαν για τους πρόσφυγες και τους εγκατέλειψαν στην ανεργία και στην ανέχεια. Μόνο όταν συνειδητοποίησαν πως οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν τόσο ανόητοι, ώστε να μην καταλάβουν τον εμπαιγμό και φοβούμενοι την αντίδρασή τους, έκλεισαν συμφωνία με τη Γερμανία, ανοίγοντας το δρόμο της μετανάστευσης.
Τα παιδιά των προσφύγων, αδυνατώντας να βρουν εργασία στην Ελλάδα, αναγκάζονται να αφήσουν τη νέα τους πατρίδα και να γίνουν από πρόσφυγες μετανάστες, καταλήγοντας να εργάζονται στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες. Η άδικη αυτή αντιμετώπιση απέναντι στους πρόσφυγες και η στυγνή εκμετάλλευσή τους, στηλιτεύεται από τον Ιωάννου και στα δύο πεζογραφήματα, καθώς ο συγγραφέας θεωρεί τους κρατούντες του ελληνικού κράτους υπεύθυνους τόσο για τη συμμετοχή των προσφύγων στον εμφύλιο πόλεμο, όσο και για την εξώθησή τους κατόπιν στη μετανάστευση. 

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»: «Θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα»: Σε ποια επιστροφή αναφέρεται ο αφηγητής;

«Η μόνη κληρονομιά» παράλληλο για το «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Neil Camara

«Η μόνη κληρονομιά» παράλληλο για το «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Κι εγώ, φυσικά, τίποτε δεν πρόκειται να κληροδοτήσω. Άλλωστε, και να είχα κάτι, σε ποιον θα το άφηνα; Από την άλλη κιόλας μέρα τα βιβλία και τα χαρτιά μου θα πεταχτούνε έξω από το νοικιασμένο σπίτι...
Περπατώ στους δρόμους και κοιτώντας τα ατέλειωτα σπίτια, τα άπειρα διαμερίσματα, όλο κάτι τέτοια συλλογίζομαι: «Σε ποιον ανήκουν όλα αυτά; και πως, τέλος πάντων, τα έχουν αποχτήσει; και ποιοι είναι αυτοί οι ευτυχισμένοι, που θα τα κληρονομήσουν;» Εγώ για διαμέρισμα, ακόμα και ημιυπόγειο, έχω πια εντελώς απελπιστεί. Θα πρέπει να βάλω δάνειο, που θα εξοφληθεί στο διπλάσιο, μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια. Μα, που να βρω τόσα λεφτά και προπάντων τόσα χρόνια; Κι αν με διώξουν απ’ τη δουλειά ή αν πάθω κάτι, ποιος θα το εξοφλήσει; Βλέπω ξεκάθαρα πως θα το καταπιεί και πάλι η τράπεζα και τα χαρτιά μου δε θ’ αποφύγουνε τη μοίρα του πεζοδρομίου. Ονειρεύομαι καμιά φορά πως έχω κτήμα. Κτηματάκι βαθυπράσινο, όπου αναπαύεται η ψυχή. Και σχηματίζεται στο μυαλό μου η γελοία σκέψη: «Κάτι κατέχω κι εγώ απ’ αυτόν τον πλανήτη». Σίγουρα είμαι για δέσιμο.

Γιώργος Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά»

Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς∙ στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς.

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Η βιωματικότητα των κειμένων του Ιωάννου, η διάθεσή του δηλαδή να καταγράφει εμπειρίες, σκέψεις και προσωπικά του συναισθήματα είναι έκδηλη σε όλο σχεδόν το συγγραφικό του έργο. Η μεγάλη θλίψη του συγγραφέα για το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε ένα δικό του σπίτι που διατυπώνεται στο πεζογράφημα Η μόνη κληρονομιά, βρίσκεται και στο πεζογράφημα Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς. Ο Ιωάννου, άλλωστε, εργαζόταν ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γεγονός που δεν του επέτρεψε ποτέ να ξεφύγει από τις οικονομικές δυσκολίες και τους επακόλουθους περιορισμούς. Το παράπονό του βέβαια για το γεγονός ότι πάντοτε κατοικεί σε νοικιασμένα σπίτια, συνοδεύεται κι από το άλλο μεγάλο παράπονο του συγγραφέα, αυτό της μοναξιάς που χαρακτήριζε τη ζωή του. Ο συγγραφέας δε δημιούργησε ποτέ μια δική του οικογένεια «Κι εγώ, φυσικά, τίποτε δεν πρόκειται να κληροδοτήσω. Άλλωστε, και να είχα κάτι, σε ποιον θα το άφηνα;», κάτι που γέμισε τη ζωή του με μοναξιά και του άφησε μια μόνιμη στεναχώρια.
Την πιο δυνατή εικόνα μοναξιάς μας την παρέχει ο συγγραφέας στο πεζογράφημα Τα σκυλιά του Σέιχ – Σου, όπου ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια και θυμάται διάφορα περιστατικά από τα χρόνια της κατοχής. Κι όταν κάποια στιγμή αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει με κάποιον για όλα αυτά, συνειδητοποιεί ότι είναι μόνος του και πως δεν υπάρχει κανείς κοντά του:
«Ξεχνιέμαι καμιά φορά και σηκώνομαι να πάω σε άλλο κρεβάτι να σιγομιλήσω για τις φωνές με κανέναν δικό μου. Μα, μόλις τρίξει το χερούλι της άλλης πόρτας και νιώσω το άδειο δωμάτιο, συνέρχομαι και τρέχω στο γιατάκι μου. Όλα τα εξαίσια συμβαίνουν πια μονάχα στον ύπνο.»
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...