Konstantinos Baklatzis
Νίκος Εγγονόπουλος «Μπολιβάρ» παράλληλο στο «Ποίηση 1948»
«Μπολιβάρ» (απόσπασμα)
...
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα
ωραία, που μου τα υπαγόρευσε
η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του
μυαλού μου όλο
συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του
Σίμωνος Μπολιβάρ.
Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον
Σίμωνα, αφήνοντας
τον άλλο για
κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’
αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο
ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που
ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο
τους υπήρξαν για τις
πατρίδες, και
τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα
παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους
αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα,
κι ελεύθεροι, μεγάλοι,
γενναίοι και
δυνατοί.
...
τούτη η
εποχή
του
εµφυλίου σπαραγµού
δεν
είναι εποχή
για
ποίηση
κι άλλα
παρόµοια
σαν
πάει κάτι
να
γραφεί
είναι
ως αν
να
γράφονταν
από την
άλλη µεριά
αγγελτηρίων
θανάτου
γι’
αυτό και
τα
ποιήµατά µου
είν’
τόσο πικραµένα
(και
πότε -άλλωστε- δεν ήσαν;)
κι
είναι
-προ
πάντων-
και
τόσο
λίγα
Στο
«Μπολιβάρ», που συντίθεται στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, ο Νίκος
Εγγονόπουλος εκφράζει την πρόθεσή του να υμνήσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Σιμών
Μπολιβάρ, δύο σημαντικότατους ήρωες∙ όχι τόσο για τη συμμετοχή τους
σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, όσο για την απόλυτη ελευθερία που διέκρινε
τις πράξεις και τη σκέψη τους. Τα ηρωικά πρόσωπα που επιλέγει ο ποιητής, πέρα
από τη δεδομένη αφοσίωση που είχαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, δε δίσταζαν να
αντικρίσουν τα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν για τους πολίτες της χώρας
τους, αν αυτή τολμούσε μια συνεργασία ή συνύπαρξη με άλλες γειτονικές και εν
δυνάμει φίλιες περιοχές και χώρες. Δε δίσταζαν ακόμη να αναγνωρίσουν πως συχνά
ο χειρότερος εχθρός της πατρίδας βρίσκεται μέσα στην ίδια την πατρίδα και
προκύπτει από εκείνους τους ανθρώπους που θέτουν το προσωπικό κέρδος πάνω από
οτιδήποτε άλλο.
Ο
Μπολιβάρ και ο Ανδρούτσος δεν εγκλωβίζονται από την αυστηρή έννοια της εθνικής
ταυτότητας και τολμούν να δουν τα πράγματα ως έχουν. Ο Μπολιβάρ πολύ σύντομα
αντιλαμβάνεται πως για τις χώρες της Νοτίου Αμερικής η καλύτερη επιλογή, για να
μπορέσουν να αναπτυχθούν οικονομικά και να σταθούν ισάξια απέναντι στις ραγδαία
αναπτυσσόμενες Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ήταν η δημιουργία μιας ανάλογης
διακρατικής ένωσης. Αντιστοίχως, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος διαβλέπει εγκαίρως τον άθλιο
τρόπο με τον οποίο το σινάφι των πολιτικών εκμεταλλεύεται τις θυσίες των
Ελλήνων αγωνιστών, και επιχειρεί μια μοιραία για τον ίδιο σύγκρουση μαζί τους.
Τη στιγμή που οι Έλληνες έδιναν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της χώρας, οι
πολιτικοί -με την κάλυψη μιας υποτιθέμενης προσφοράς σε επίπεδο οργάνωσης και
διοίκησης-, αρχίζουν από νωρίς να καρπώνονται κάθε είδους οφέλη, επιχειρώντας
ανερυθρίαστα την εξόντωση κάθε αγωνιστή που δίκαια κέρδιζε την εκτίμηση και το
σεβασμό των πολιτών.
Ο
ποιητής, λοιπόν, έχοντας κατά νου τα τρωτά της πολιτείας, ιδίως όταν αυτή
λειτουργεί για να εξυπηρετεί τους έχοντες και τους κρατούντες, δε διστάζει
καθόλου να δηλώσει πως οι πατρίδες, τα έθνη, τα σύνολα και τα «άλλα παρόμοια»,
δεν εμπνέουν. Αναγνωρίζει έτσι στους ήρωές του, και ιδίως στον Οδυσσέα
Ανδρούτσο, την ξεχωριστή εκείνη ελευθερία που τους επέτρεψε να μην αφεθούν στην
περιορισμένη θέαση και στο φανατισμό που συχνά προκαλεί η προσήλωση στο έθνος
και την πατρίδα. Η σκέψη του ποιητή είναι σαφής: τη στιγμή που οι πολίτες είναι
έτοιμοι να υποστούν κάθε βάσανο και κάθε θυσία για την πατρίδα τους, οι
κατέχοντες και οι κρατούντες εκμεταλλεύονται την εύλογη αυτή αγάπη, για να
αποκομίζουν οι ίδιοι όλο και περισσότερα οικονομικά και πολιτικά κέρδη.
Οι
πατρίδες, τα έθνη, τα σύνολα και τα άλλα παρόμοια δεν εμπνέουν από τη στιγμή
που αντιληφθεί κανείς πως πολύ συχνά χρησιμοποιούνται ως μέσο κάλυψης μιας
συνεχούς εκμετάλλευσης των πολιτών από ανθρώπους που ουδόλως νοιάζονται για τις
έννοιες αυτές.
Ο
Εγγονόπουλος ήδη από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής αποστασιοποιείται από την άκριτη
προσήλωση στο έθνος και στην πατρίδα, αντιλαμβανόμενος πως αμέσως μετά το τέλος
κι αυτής της δύσκολης συγκυρίας θα βρεθούν επίδοξοι και πρόθυμοι πολιτικοί για
να εκμεταλλευτούν και τις νέες θυσίες των Ελλήνων. Σκέψη που βρήκε τη δικαίωσή
της με τον πλέον τραγικό για τους πολίτες τρόπο, όταν προκειμένου να κριθεί
ποιος θα αναλάβει τον έλεγχο του υπό απελευθέρωση κράτους, ξέσπασε ένας από
τους πιο αιματηρούς και σκληρούς εμφυλίους πολέμους, που γνώρισε η χώρα αυτή. Ένας
πόλεμος, μάλιστα, του οποίου η έκβαση κρίθηκε, όχι στο πεδίο της μάχης, αλλά
στα γραφεία ξένων κυβερνήσεων
Ο
ποιητής αντικρίζει αυτή τη νέα συμφορά της χώρας με πλήρη απόγνωση και δηλώνει
με ειλικρίνεια πως «τούτη η εποχή /του εµφυλίου σπαραγµού / δεν είναι εποχή / για
ποίηση / κι άλλα παρόµοια». Ό,τι προηγουμένως ωθούσε τον ποιητή να δηλώσει πως
το έθνος και η πατρίδα δεν εμπνέουν, υπό την έννοια πως οι κάποτε σεβαστές
αυτές έννοιες έγιναν πια το πεδίο δράσης εκείνων που νοιάζονται μόνο για το
κέρδος και την εξουσία, επιβεβαιώνεται πολύ σύντομα με τον χειρότερο τρόπο. Οι
Έλληνες καταλήγουν να σκοτώνονται μεταξύ τους, σ’ έναν αδελφοκτόνο πόλεμο από
νωρίς χαμένο, σ’ έναν πόλεμο που σκόρπισε το θάνατο κι έφερε την οδύνη, χωρίς
επί της ουσίας να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει τίποτε στους Έλληνες και στην
Ελλάδα.
Ο
ποιητής δηλώνει αδύναμος να εκφέρει λόγο γι’ αυτή τη νέα πληγή∙ η ποίηση και τα «άλλα παρόμοια» καθίστανται ανώφελα
μπροστά στον παραλογισμό του εμφύλιου σπαραγμού.
Ο
Εγγονόπουλος ήδη με το Μπολιβάρ προσπάθησε να επισημάνει το γεγονός πως η
πατρίδα έχει χάσει το αρχικό της νόημα κι έχει τραπεί από ιερή ιδέα σε μέσο
πλουτισμού και ισχυροποίησης των λίγων. Το παράδειγμα του Ανδρούτσου
χαρακτηριστικό και πρόδηλο. Ο εξαίρετος αυτός αγωνιστής μόλις προσπάθησε να τα
βάλει με τους στυγνούς εκμεταλλευτές του λαού, μόλις προσπάθησε να εναντιωθεί
στους πολιτικούς και στους εν γένει ισχυρούς, δολοφονήθηκε με τον πιο άγριο
τρόπο. Κι ο ποιητής γρήγορα αντιλαμβάνεται πως ακόμη και μετά την επώδυνη
εμπειρία της Κατοχής κάποιοι θα σπεύσουν να διεκδικήσουν την εξουσία και να
καρπωθούν τα οφέλη απ’ τις θυσίες των Ελλήνων. Ωστόσο δεν είχε φανταστεί πως η
διεκδίκηση αυτή θα έφερνε τη χώρα και τους βασανισμένους πολίτες της σε μια
τόσο ακραία κατάσταση. Ο εμφύλιος πόλεμος φέρνει πόνο στον ποιητή και τον κάνει
να συνειδητοποιήσει πως η τέχνη του, η ποίηση, δεν είναι ικανή, δεν ταιριάζει
καν σε μια τόσο άσχημη και ολέθρια για τον ελληνικό λαό περίοδο.
Ας
προσεχθεί πως η ειρωνεία που κρύβει και στα δύο ποιήματα η φράση «κι άλλα
παρόμοια» αντλείται και αποτελεί μια διακειμενική αναφορά του ποιητή σ’ έναν
παρόμοιο στίχο του Κωνσταντίνου Καβάφη από το ποίημά του «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής».