Mike Dawson
Σωτήρης Δημητρίου «Σαν το λίγο το νερό»
[απόσπασμα]
«Ευτυχώς που συχνά η μνήμη ανάσερνε και
τόπους θαλπωρής με αεράκι και αθώα λογάκια, ξένοιαστα και δροσερά καλοκαίρια,
σχεδόν πάντα απ’ την πρώτη νιότη μου. Μια εικόνα δε την επανέφερε συνεχώς με
επιμονή.
Είμαι παιδάκι, αρχές καλοκαιριού, και
με τ’ αδέρφια μου πηγαίνουμε με το λεωφορείο στο χωριό μας, στη γιαγιά μας. Απόλυτη
χαρά και αιθρία είναι η ύπαρξή μας.
Μετά τις πικροδάφνες στο Ξενία
τελειώνει η πόλη και το βλέμμα μας ψάχνει με λαχτάρα πέρα στα βουνά του
ορίζοντα. Μια φευγαλέα στιγμούλα πριν, ανάμεσα στις πικροδάφνες είδα έναν
σκελετό ποδηλάτου. Εν παρόδω, σ’ όλη μου την ζωή όποτε ήθελα έκλεινα τα μάτια
και βρισκόμουν σ’ εκείνο το λεωφορείο, στην απλωσιά προς το χωριό μου.
Το λεωφορείο σταματάει σε μια κωμόπολη.
Είμαι στο καφενεδάκι του σταθμού και με νανουρίζουν φωνούλες-καμπανούλες, η
προσδοκία του βουνού μου, τα τζιτζίκια.
Ο τοπικός σταθμός των λεωφορείων και το
καφενείο μυρίζουν τσίχλα.
Ξάφνου στα τζάμια του καφενείου
προβάλλει ένα κοριτσίστικο σοβαρό πρόσωπο και με κοιτάζει με έκδηλη περιέργεια
και ταραχή. Η αριστερή μεριά του χείλους της γέρνει λίγο και προσπαθεί με μια αμήχανη
γκριμάτσα να την ισορροπήσει.
Μια ελάχιστη γλυκοθυμία γέρνει τα
βλέφαρά μου και μόλις τα ξανανοίγω έχει φύγει.
«Άιντε, Έλπι»
«Τώρεγια»* άκουσα την ψιλόηχη φωνούλα
της καθώς έτρεχε.
Κελαρυστό ρυάκι ήταν τότε η ζωή μου.
Πότε βρώμισε; Πότε άρχισε η δυσαρέσκεια; Η
μνήμη, σαν να ήθελε να με βοηθήσει, μου έδειξε ένα άλλο καλοκαιράκι κάπου
στις αρχές της ενήλικης ζωής μου.
Είναι μια μικρή θάλασσα, ένα κορίτσι το
ίδιο ολόκληρο, μονάχα λιγάκι στοχαστικό και εξεταστικό. Τι να έγιναν εκείνες οι
προσεκτικές φωνούλες, εκείνα τα γλυκαπορούντα βλέμματα;
Με το χειμώνα χαθήκαμε. Τότε άρχισαν οι
ομιχλώδεις και μακρινές παιδικές μου επιθυμίες να γίνονται πιεστικές ανάγκες,
οι κοινωνικοί νόμοι και τα καθήκοντα να αποκτούν τερατώδη φυσική ισχύ. Αναρωτιέμαι
μήπως το βλέμμα του κοριτσιού συνέβαλε σ’ αυτήν την αλλαγή. Οι επιταγές και
οι εντολές εξαφάνισαν τις θελήσεις και τις αρέσκειες. Παράδερνα μόνος μου.
Η ανελευθερία που με είχε
σφιχταγκαλιάσει γεννούσε κι άλλη ανελευθερία. Όποτε επιχειρούσα να παρακούσω, γύριζε τα πάνω κάτω η ζωή
μου, σαν να ‘βγαινε ο ήλιος απ’ την δύση. Όμως ούτε είχα την απαραίτητη
αδιαφορία για να συστοιχηθώ. Έτσι έγινα μισός, μετέωρος και φοβισμένος.
Η αγάπη που διπλασιάζει το καλό και
μοιράζει το κακό ίσως μου ‘δειχνε τον δρόμο, ίσως όπλιζε τη θέλησή μου με
θάρρος, ίσως αφαιρούσε υπακοή και φόβο.
Από κείνον τον χειμώνα και πέρα
χειμώνας ήταν η ζωή μου.
Ο κόμπος που άλυτος με ακολουθούσε απ’
την γη ήταν ότι σχεδόν ποτέ δεν ήμουν εν ζωή ολόκληρος στις στιγμές του
παρόντος. Διέφευγε η ουσία μου, πότε στις αναμνήσεις, πότε στις προσδοκίες.
Ούτε την μουσική απόλαυσα ποτέ τελείως,
ούτε τον ήλιο και τα πουλιά της αυγής, ούτε τις δροσιές και τους κάμπους. Πίσω
απ’ το λούστρο χαράς μια μόνιμη βαρυθυμία είχε ρίξει βαριά άγκυρα. Ποτέ μετά
την εφηβεία δεν ήμουν πραγματικά διαθέσιμος.»
*Τώρεγια: Ελληνοαλβανική λέξη, που
αποδίδεται ως «τώρα έρχομαι»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο
κύμα»
Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη.
Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την
τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το
πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπον μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας
βρύσεις, κ’ εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημα μου ανά τους βράχους και τα
βουνά.
Τον χειμώνα που ήρχισ’ ευθύς κατόπιν μ’
επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί
μας, και μ’ έμαθε γράμματα. Ήτον πρώην διδάσκαλος, και μέχρι τέλους τον
προσηγόρευον όλοι εις την κλητικήν “δάσκαλε”. Εις τους χρόνους της Επαναστάσεως
ήτον μοναχός και διάκονος. Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την
έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.
Ευθύς μετά την αποκατάστασιν των
πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα σχολεία ανά την
Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα “ο Σωτηράκης ο δάσκαλος”.
Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσιν
του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος
να ιερατεύη κ’ εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού.
Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως
ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.
Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον
του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς τινα κατ' επαρχίαν
ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την εν
Αθήναις Ριζάρειον. Τέλος, αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα
τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον· εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου...
Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα.
Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος
δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής
αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι
περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ από την θέσιν την
οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οιονεί αυλικού.
Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ
σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση
έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον,
παρομοίως κ’ εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον
παρ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του
προϊσταμένου μου.
....
Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως
την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της
Εύας, όπως όλαι.
Αλλ’ εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν
της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της,
πράγματι “εσχοινιάσθη”· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα
δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ’ εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και
ελέους των καλογήρων, κ’ έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς
σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η
ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη
έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν
ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το
μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα
κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν
εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ’ επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και
αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο
σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν
μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως “σχοίνισμα κληρονομίας” δι’ εμέ,
όπως η Γραφή λέγει.
Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..."
(Διά την αντιγραφήν)
Η αντιπαράθεση της ευτυχισμένης
εφηβείας στη φθορά και τη δυστυχία της ωριμότητας, που προβάλλεται εμφατικά στο διήγημα
«Όνειρο στο κύμα», εντοπίζεται και στο μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου «Σαν το
λίγο το νερό». Ειδικότερα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ορισμένες βασικές
ομοιότητες ανάμεσα στα δύο κείμενα:
- Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια
παρουσιάζονται ως η κατεξοχήν περίοδος ευτυχίας τόσο για τον ήρωα του
Παπαδιαμάντη «Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω,
ήμην ευτυχής.», όσο και για τον πρωτοπρόσωπο ήρωα του Δημητρίου «Κελαρυστό
ρυάκι ήταν τότε η ζωή μου. Πότε βρώμισε; Πότε άρχισε η δυσαρέσκεια;». Η
«απόλυτη χαρά και αιθρία», όπως χαρακτηριστικά αποδίδει το κυρίαρχο συναίσθημα
των παιδικών χρόνων ο Δημητρίου, πηγάζει προφανώς από την απόλυτη ελευθερία και
ξεγνοιασιά εκείνων των χρόνων, καθώς και από την αθωότητα της παιδικής ψυχής,
που δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί από τους πειρασμούς και τις ανάγκες της ενήλικης
ζωής.
- Στο μεταίχμιο της ενήλικης ζωής
(Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα / κάπου στις αρχές της ενήλικης ζωής
μου) τοποθετείται για τα κεντρικά πρόσωπα και των δύο κειμένων η
εμπειρία εκείνη που λειτούργησε συνάμα ως κορύφωση της ευτυχίας, αλλά και
ως πέρασμα στη «δυστυχία» των μετέπειτα χρόνων. Μια εμπειρία, μάλιστα, που
ταυτίζεται και για τους δύο με την παρουσία μιας κοπέλας, η οποία δρα
αφυπνιστικά για την ερωτική επιθυμία και για τις συναισθηματικές εξαρτήσεις που
τη συνοδεύουν.
Αξίζει να προσεχθεί πως η ερωτική γνωριμία
τοποθετείται και στις δύο ιστορίες το καλοκαίρι, αφήνοντας ανοιχτή τη συμβολική
σύνδεση της θερινής περιόδου με την ευδαιμονία του έρωτα, όπως και αντίστοιχα
τη σύνδεση του χειμώνα (Από κείνον τον χειμώνα και πέρα χειμώνας ήταν η ζωή
μου) με τη «βαρυθυμία» της ενηλικίωσης.
- Είναι χαρακτηριστικό πως και στα δύο
κείμενα τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα παρουσιάζονται να συνδέουν την αλλαγή
στη ζωή τους με την ερωτική παρουσία μιας κοπέλας: (Αναρωτιέμαι μήπως το
βλέμμα του κοριτσιού συνέβαλε σ’ αυτήν την αλλαγή. / Τάχα η μοναδική εκείνη
περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη
γίνω κληρικός;).
Το ξύπνημα του ερωτικού συναισθήματος
-ο πειρασμός στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη- αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς
σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια ηλικία όπου η ύπαρξη του άλλου ατόμου -της
συντρόφου- λειτουργεί καθοριστικά για την ιεράρχηση των επιδιώξεων και των
αποφάσεων. Ο νεαρός βοσκός δεν έχει πια την αθωότητα εκείνη που θα του επέτρεπε
να γίνει κληρικός, όπως κι ο ήρωας του μυθιστορήματος αρχίζει να αισθάνεται τις
«ομιχλώδεις και μακρινές παιδικές μου επιθυμίες να γίνονται πιεστικές ανάγκες».
- Σημαντική ομοιότητα ανάμεσα στα δύο
κείμενα είναι η σύνδεση της ενήλικης ζωής με την πλήρη έλλειψη
ελευθερίας, στοιχείο που επιτείνει τα αρνητικά συναισθήματα και των δύο
πρωταγωνιστών: (Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του
αυθέντου του... / Η ανελευθερία που με είχε σφιχταγκαλιάσει γεννούσε κι άλλη
ανελευθερία.).
Το πέρασμα στην ενήλικη ζωή
σηματοδοτείται συγχρόνως και στα δύο κείμενα αφενός με την απώλεια της
αγαπημένης γυναίκας (Με το χειμώνα χαθήκαμε. / Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν
ηξεύρω τί γίνεται τώρα...), κι αφετέρου με την πιεστική αύξηση όλων εκείνων των
υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που καθιστούν τη ζωή των ενηλίκων εξαιρετικά
καταπιεστική, αφαιρώντας αίφνης την ελευθερία κινήσεων και την ανεμελιά των
παιδικών και εφηβικών χρόνων. Όπως πολύ εύστοχα το διατυπώνει ο Δημητρίου «Οι
επιταγές και οι εντολές εξαφάνισαν τις θελήσεις και τις αρέσκειες.»
- Μια επιμέρους ομοιότητα είναι πως κι
οι δύο ήρωες συνδέουν τις πιο ευτυχισμένες τους στιγμές με τον τόπο
καταγωγής τους, μακριά από την καταπιεστική ζωή της Αθήνας (σ’ όλη μου την
ζωή όποτε ήθελα έκλεινα τα μάτια και βρισκόμουν σ’ εκείνο το λεωφορείο, στην
απλωσιά προς το χωριό μου / Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!). Ο
Παπαδιαμάντης, βέβαια, παρουσιάζει με πολύ μεγαλύτερη έμφαση την ομορφιά της
φύσης και την ευτυχία που αντλεί ο ήρωας από την επαφή του με το φυσικό
περιβάλλον του νησιού του.