Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τείνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 

Pauline Pentony Ba


Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τείνω»
 
(τείνω: τεντώνω, απλώνω, εκτείνω)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τείνω, τείνεις, τείνει, τείνομεν, τείνετε, τείνουσι(ν)
Υποτακτική
τείνω, τείνς, τείν, τείνωμεν, τείνητε, τείνωσι(ν)
Ευκτική
τείνοιμι, τείνοις, τείνοι, τείνοιμεν, τείνοιτε, τείνοιεν
Προστακτική
---, τενε, τεινέτω, ---, τείνετε, τεινόντων (ή τεινέτωσαν)
Απαρέμφατο
τείνειν
Μετοχή
τείνων, τείνουσα, τενον
 
Παρατατικός
Οριστική
τεινον, τεινες, τεινε, τείνομεν, τείνετε, τεινον
 
Μέλλοντας
Οριστική
τεν, τενες, τενε, τενομεν, τενετε, τενοσι(ν)
Ευκτική
τενομι, τενος, τενο, ή τενοίην, τενοίης, τενοίη, τενομεν, τενοτε, τενοεν
Απαρέμφατο
τενεν
Μετοχή
τενν, τενοσα, τενον
 
Αόριστος
Οριστική
τεινα, τεινας, τεινε(ν), τείναμεν, τείνατε, τειναν
Υποτακτική
τείνω, τείνς, τείν, τείνωμεν, τείνητε, τείνωσι(ν)
Ευκτική
τείναιμι, τείναις ή τείνειας, τείναι ή τείνειε(ν), τείναιμεν, τείναιτε, τείναιεν ή τείνειαν
Προστακτική
---, τενον, τεινάτω, ---, τείνατε, τεινάντων (ή τεινάτωσαν)
Απαρέμφατο
τεναι
Μετοχή
τείνας, τείνασα, τεναν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τέτακα, τέτακας, τέτακε, τετάκαμεν, τετάκατε, τετάκασι(ν)
 
Υποτακτική
τετακώς- τετακυα- τετακός
τετακώς- τετακυα- τετακός ς
τετακώς- τετακυα- τετακός
τετακότες- τετακυαι- τετακότα μεν
τετακότες- τετακυαι- τετακότα τε
τετακότες- τετακυαι- τετακότα σι
 
Ευκτική
τετακώς- τετακυα- τετακός εην
τετακώς- τετακυα- τετακός εης
τετακώς- τετακυα- τετακός εη
τετακότες- τετακυαι- τετακότα εημεν (εμεν)
τετακότες- τετακυαι- τετακότα εητε (ετε)
τετακότες- τετακυαι- τετακότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
τετακώς- τετακυα- τετακός σθι
τετακώς- τετακυα- τετακός στω
---
τετακότες- τετακυαι- τετακότα στε
τετακότες- τετακυαι- τετακότα στων
 
Απαρέμφατο
τετακέναι
Μετοχή
τετακώς- τετακυα- τετακός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τείνομαι, τείν ή τείνει, τείνεται, τεινόμεθα, τείνεσθε, τείνονται
Υποτακτική
τείνωμαι, τείν, τείνηται, τεινώμεθα, τείνησθε, τείνωνται
Ευκτική
τεινοίμην, τείνοιο, τείνοιτο, τεινοίμεθα, τείνοισθε, τείνοιντο
Προστακτική
---, τείνου, τεινέσθω, ---, τείνεσθε, τεινέσθων ή τεινέσθωσαν
Απαρέμφατο
τείνεσθαι
Μετοχή
τεινόμενος
τεινομένη
τεινόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
τεινόμην, τείνου, τείνετο, τεινόμεθα, τείνεσθε, τείνοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
τενομαι, τεν ή τενε, τενεται, τενομεθα, τενεσθε, τενονται
Ευκτική
τενοίμην, τενοο, τενοτο, τενοίμεθα, τενοσθε, τενοντο
Απαρέμφατο
τενεσθαι
Μετοχή
τενούμενος
τενουμένη
τενούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ταθήσομαι, ταθήσ ή ταθήσει, ταθήσεται, ταθησόμεθα, ταθήσεσθε, ταθήσονται
Ευκτική
ταθησοίμην, ταθήσοιο, ταθήσοιτο, ταθησοίμεθα, ταθήσοισθε, ταθήσοιντο
Απαρέμφατο
ταθήσεσθαι
Μετοχή
ταθησόμενος
ταθησομένη
ταθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
τεινάμην, τείνω, τείνατο, τεινάμεθα, τείνασθε, τείναντο
Υποτακτική
τείνωμαι, τείν, τείνηται, τεινώμεθα, τείνησθε, τείνωνται
Ευκτική
τειναίμην, τείναιο, τείναιτο, τειναίμεθα, τείναισθε, τείναιντο
Προστακτική
---, τεναι, τεινάσθω, ---, τείνασθε, τεινάσθων ή τεινάσθωσαν
Απαρέμφατο
τείνασθαι
Μετοχή
τεινάμενος
τειναμένη
τεινάμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
τάθην, τάθης, τάθη, τάθημεν, τάθητε, τάθησαν
Υποτακτική
ταθ, ταθς, ταθ, ταθμεν, ταθτε, ταθσι(ν)
Ευκτική
ταθείην, ταθείης, ταθείη, ταθείημεν ή ταθεμεν, ταθείητε ή ταθετε, ταθείησαν ή ταθεεν
Προστακτική
---, τάθητι, ταθήτω, ---, τάθητε, ταθέντων ή ταθήτωσαν
Απαρέμφατο
ταθναι
Μετοχή
ταθείς
ταθεσα
ταθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τέταμαι, τέτασαι, τέταται, τετάμεθα, τέτασθε, τέτανται
 
Υποτακτική
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον ς
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα μεν
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα τε
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα σι
 
Ευκτική
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον εην
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον εης
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον εη
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα εημεν (εμεν)
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα εητε (ετε)
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, τέτασο, τετάσθω, --- τέτασθε, τετάσθων ή τετάσθωσαν
 
Απαρέμφατο
τετάσθαι
Μετοχή
τεταμένος,
τεταμένη,
τεταμένον
 
Υπερσυντέλικος
τετάμην, τέτασο, τέτατο, τετάμεθα, τέτασθε, τέταντο

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λύω»
 
(λύω = λύνω, απελευθερώνω)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λύω, λύεις, λύει, λύομεν, λύετε, λύουσι(ν)
Υποτακτική
λύω, λύς, λύ, λύωμεν, λύητε, λύωσι(ν)
Ευκτική
λύοιμι, λύοις, λύοι, λύοιμεν, λύοιτε, λύοιεν
Προστακτική
---, λε, λυέτω, ---, λύετε, λυόντων (ή λυέτωσαν)
Απαρέμφατο
λύειν
Μετοχή
λύων, λύουσα, λον
 
Παρατατικός
Οριστική
λυον, λυες, λυε, λύομεν, λύετε, λυον
 
Μέλλοντας
Οριστική
λύσω, λύσεις, λύσει, λύσομεν, λύσετε, λύσουσι(ν)
Ευκτική
λύσοιμι, λύσοις, λύσοι, λύσοιμεν, λύσοιτε, λύσοιεν
Απαρέμφατο
λύσειν
Μετοχή
λύσων, λύσουσα, λσον
 
Αόριστος
Οριστική
λυσα, λυσας, λυσε(ν), λύσαμεν, λύσατε, λυσαν
Υποτακτική
λύσω, λύσς, λύσ, λύσωμεν, λύσητε, λύσωσι(ν)
Ευκτική
λύσαιμι, λύσαις ή λύσειας, λύσαι ή λύσειε(ν), λύσαιμεν, λύσαιτε, λύσαιεν ή λύσειαν
Προστακτική
---, λσον, λυσάτω, ---, λύσατε, λυσάντων (ή λυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
λσαι
Μετοχή
λύσας, λύσασα, λσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λέλυκα, λέλυκας, λέλυκε, λελύκαμεν, λελύκατε, λελύκασι(ν)
 
Υποτακτική
λελυκώς- λελυκυα- λελυκός
λελυκώς- λελυκυα- λελυκός ς
λελυκώς- λελυκυα- λελυκός
λελυκότες- λελυκυαι- λελυκότα μεν
λελυκότες- λελυκυαι- λελυκότα τε
λελυκότες- λελυκυαι- λελυκότα σι
 
Ευκτική
λελυκώς- λελυκυα- λελυκός εην
λελυκώς- λελυκυα- λελυκός εης
λελυκώς- λελυκυα- λελυκός εη
λελυκότες- λελυκυαι- λελυκότα εημεν (εμεν)
λελυκότες- λελυκυαι- λελυκότα εητε (ετε)
λελυκότες- λελυκυαι- λελυκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
λελυκώς- λελυκυα- λελυκός σθι
λελυκώς- λελυκυα- λελυκός στω
---
λελυκότες- λελυκυαι- λελυκότα στε
λελυκότες- λελυκυαι- λελυκότα στων
 
Απαρέμφατο
λελυκέναι
Μετοχή
λελυκώς- λελυκυα- λελυκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
λελύκειν, λελύκεις, λελύκει, λελύκεμεν, λελύκετε, λελύκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λύομαι, λύ ή λύει, λύεται, λυόμεθα, λύεσθε, λύονται
Υποτακτική
λύωμαι, λύ, λύηται, λυώμεθα, λύησθε, λύωνται
Ευκτική
λυοίμην, λύοιο, λύοιτο, λυοίμεθα, λύοισθε, λύοιντο
Προστακτική
---, λύου, λυέσθω, ---, λύεσθε, λυέσθων ή λυέσθωσαν
Απαρέμφατο
λύεσθαι
Μετοχή
λυόμενος
λυομένη
λυόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
λυόμην, λύου, λύετο, λυόμεθα, λύεσθε, λύοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
λύσομαι, λύσ ή λύσει, λύσεται, λυσόμεθα, λύσεσθε, λύσονται
Ευκτική
λυσοίμην, λύσοιο, λύσοιτο, λυσοίμεθα, λύσοισθε, λύσοιντο
Απαρέμφατο
λύσεσθαι
Μετοχή
λυσόμενος
λυσομένη
λυσόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
λυθήσομαι, λυθήσ ή λυθήσει, λυθήσεται, λυθησόμεθα, λυθήσεσθε, λυθήσονται
Ευκτική
λυθησοίμην, λυθήσοιο, λυθήσοιτο, λυθησοίμεθα, λυθήσοισθε, λυθήσοιντο
Απαρέμφατο
λυθήσεσθαι
Μετοχή
λυθησόμενος
λυθησομένη
λυθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
λυσάμην, λύσω, λύσατο, λυσάμεθα, λύσασθε, λύσαντο
Υποτακτική
λύσωμαι, λύσ, λύσηται, λυσώμεθα, λύσησθε, λύσωνται
Ευκτική
λυσαίμην, λύσαιο, λύσαιτο, λυσαίμεθα, λύσαισθε, λύσαιντο
Προστακτική
---, λσαι, λυσάσθω, ---, λύσασθε, λυσάσθων ή λυσάσθωσαν
Απαρέμφατο
λύσασθαι
Μετοχή
λυσάμενος
λυσαμένη
λυσάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
λύθην, λύθης, λύθη, λύθημεν, λύθητε, λύθησαν
Υποτακτική
λυθ, λυθς, λυθ, λυθμεν, λυθτε, λυθσι(ν)
Ευκτική
λυθείην, λυθείης, λυθείη, λυθείημεν ή λυθεμεν, λυθείητε ή λυθετε, λυθείησαν ή λυθεεν
Προστακτική
---, λύθητι, λυθήτω, ---, λύθητε, λυθέντων ή λυθήτωσαν
Απαρέμφατο
λυθναι
Μετοχή
λυθείς
λυθεσα
λυθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λέλυμαι, λέλυσαι, λέλυται, λελύμεθα, λέλυσθε, λέλυνται
 
Υποτακτική
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον ς
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον
λελυμένοι- λελυμέναι- λελυμένα μεν
λελυμένοι- λελυμέναι- λελυμένα τε
λελυμένοι- λελυμέναι- λελυμένα σι
 
Ευκτική
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον εην
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον εης
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον εη
λελυμένοι- λελυμέναι- λελυμένα εημεν (εμεν)
λελυμένοι- λελυμέναι- λελυμένα εητε (ετε)
λελυμένοι- λελυμέναι- λελυμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, λέλυσο, λελύσθω, --- λέλυσθε, λελύσθων ή λελύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
λελύσθαι
Μετοχή
λελυμένος,
λελυμένη,
λελυμένον
 
Υπερσυντέλικος
λελύμην, λέλυσο, λέλυτο, λελύμεθα, λέλυσθε, λέλυντο

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ῥιγώω / ῥιγῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Heidi Smith

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ιγώω / ιγ»
 
(ιγ = με πιάνει ρίγος, κρυώνω)
 
Ενεστώτας
Οριστική
ιγ, ιγς, ιγ, ιγμεν, ιγτε, ιγσι(ν)
Υποτακτική
ιγ, ιγς, ιγ, ιγμεν, ιγτε, ιγσι(ν)
Ευκτική
ιγην, ιγης, ιγη, ιγμεν, ιγτε, ιγεν
Προστακτική
----
Απαρέμφατο
ιγν
Μετοχή
ιγν, ιγσα, ιγν
 
Παρατατικός
Οριστική
ρρίγων, ρρίγως, ρρίγω, ρριγμεν, ρριγτε, ρρίγων
 
Μέλλοντας
Οριστική
ιγώσω, ιγώσεις, ιγώσει, ιγώσομεν, ιγώσετε, ιγώσουσι(ν)
Ευκτική
ιγώσοιμι, ιγώσοις, ιγώσοι, ιγώσοιμεν, ιγώσοιτε, ιγώσοιεν
Απαρέμφατο
ιγώσειν
Μετοχή
ιγώσων, ιγώσουσα, ιγσον
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...