Pauline Pentony Ba
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τείνω»
(τείνω: τεντώνω, απλώνω, εκτείνω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τείνω,
τείνεις, τείνει, τείνομεν, τείνετε, τείνουσι(ν)
Υποτακτική
τείνω, τείνῃς, τείνῃ, τείνωμεν, τείνητε, τείνωσι(ν)
Ευκτική
τείνοιμι, τείνοις, τείνοι, τείνοιμεν, τείνοιτε,
τείνοιεν
Προστακτική
---, τεῖνε, τεινέτω, ---, τείνετε, τεινόντων (ή
τεινέτωσαν)
Απαρέμφατο
τείνειν
Μετοχή
τείνων, τείνουσα, τεῖνον
Παρατατικός
Οριστική
ἔτεινον, ἔτεινες, ἔτεινε, ἐτείνομεν, ἐτείνετε, ἔτεινον
Μέλλοντας
Οριστική
τενῶ, τενεῖς, τενεῖ, τενοῦμεν, τενεῖτε, τενοῦσι(ν)
Ευκτική
τενοῖμι, τενοῖς, τενοῖ, ή τενοίην, τενοίης, τενοίη, τενοῖμεν, τενοῖτε, τενοῖεν
Απαρέμφατο
τενεῖν
Μετοχή
τενῶν, τενοῦσα, τενοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἔτεινα,
ἔτεινας, ἔτεινε(ν), ἐτείναμεν, ἐτείνατε, ἔτειναν
Υποτακτική
τείνω, τείνῃς, τείνῃ, τείνωμεν, τείνητε, τείνωσι(ν)
Ευκτική
τείναιμι, τείναις ή τείνειας, τείναι ή τείνειε(ν),
τείναιμεν, τείναιτε, τείναιεν ή τείνειαν
Προστακτική
---, τεῖνον, τεινάτω, ---, τείνατε, τεινάντων
(ή τεινάτωσαν)
Απαρέμφατο
τεῖναι
Μετοχή
τείνας, τείνασα, τεῖναν
Παρακείμενος
Οριστική
τέτακα, τέτακας, τέτακε, τετάκαμεν, τετάκατε,
τετάκασι(ν)
Υποτακτική
τετακώς-
τετακυῖα- τετακός
ὦ
τετακώς- τετακυῖα- τετακός ᾖς
τετακώς- τετακυῖα- τετακός ᾖ
τετακότες-
τετακυῖαι- τετακότα
ὦμεν
τετακότες- τετακυῖαι- τετακότα ἦτε
τετακότες- τετακυῖαι- τετακότα ὦσι
Ευκτική
τετακώς- τετακυῖα- τετακός εἴην
τετακώς- τετακυῖα- τετακός εἴης
τετακώς- τετακυῖα- τετακός εἴη
τετακότες- τετακυῖαι- τετακότα εἴημεν (εἶμεν)
τετακότες- τετακυῖαι- τετακότα εἴητε (εἶτε)
τετακότες- τετακυῖαι- τετακότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
τετακώς- τετακυῖα- τετακός ἴσθι
τετακώς- τετακυῖα- τετακός ἔστω
---
τετακότες- τετακυῖαι- τετακότα ἔστε
τετακότες- τετακυῖαι- τετακότα ἔστων
Απαρέμφατο
τετακέναι
Μετοχή
τετακώς- τετακυῖα- τετακός
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τείνομαι, τείνῃ ή τείνει, τείνεται, τεινόμεθα, τείνεσθε,
τείνονται
Υποτακτική
τείνωμαι, τείνῃ, τείνηται, τεινώμεθα, τείνησθε, τείνωνται
Ευκτική
τεινοίμην, τείνοιο, τείνοιτο, τεινοίμεθα,
τείνοισθε, τείνοιντο
Προστακτική
---, τείνου, τεινέσθω, ---, τείνεσθε, τεινέσθων
ή τεινέσθωσαν
Απαρέμφατο
τείνεσθαι
Μετοχή
τεινόμενος
τεινομένη
τεινόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐτεινόμην, ἐτείνου, ἐτείνετο, ἐτεινόμεθα, ἐτείνεσθε, ἐτείνοντο
Μέλλοντας
Οριστική
τενοῦμαι,
τενῇ ή τενεῖ, τενεῖται, τενοῦμεθα, τενεῖσθε, τενοῦνται
Ευκτική
τενοίμην, τενοῖο, τενοῖτο, τενοίμεθα, τενοῖσθε, τενοῖντο
Απαρέμφατο
τενεῖσθαι
Μετοχή
τενούμενος
τενουμένη
τενούμενον
Παθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
ταθήσομαι, ταθήσῃ ή ταθήσει, ταθήσεται, ταθησόμεθα,
ταθήσεσθε, ταθήσονται
Ευκτική
ταθησοίμην, ταθήσοιο, ταθήσοιτο,
ταθησοίμεθα, ταθήσοισθε, ταθήσοιντο
Απαρέμφατο
ταθήσεσθαι
Μετοχή
ταθησόμενος
ταθησομένη
ταθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐτεινάμην, ἐτείνω, ἐτείνατο, ἐτεινάμεθα, ἐτείνασθε, ἐτείναντο
Υποτακτική
τείνωμαι, τείνῃ, τείνηται, τεινώμεθα, τείνησθε, τείνωνται
Ευκτική
τειναίμην, τείναιο, τείναιτο,
τειναίμεθα, τείναισθε, τείναιντο
Προστακτική
---, τεῖναι, τεινάσθω, ---, τείνασθε, τεινάσθων
ή τεινάσθωσαν
Απαρέμφατο
τείνασθαι
Μετοχή
τεινάμενος
τειναμένη
τεινάμενον
Παθητικός
Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐτάθην, ἐτάθης, ἐτάθη, ἐτάθημεν, ἐτάθητε, ἐτάθησαν
Υποτακτική
ταθῶ, ταθῇς, ταθῇ, ταθῶμεν, ταθῆτε, ταθῶσι(ν)
Ευκτική
ταθείην, ταθείης, ταθείη, ταθείημεν ή
ταθεῖμεν, ταθείητε ή ταθεῖτε, ταθείησαν ή ταθεῖεν
Προστακτική
---, τάθητι, ταθήτω, ---, τάθητε,
ταθέντων ή ταθήτωσαν
Απαρέμφατο
ταθῆναι
Μετοχή
ταθείς
ταθεῖσα
ταθέν
Παρακείμενος
Οριστική
τέταμαι, τέτασαι, τέταται, τετάμεθα, τέτασθε,
τέτανται
Υποτακτική
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον ὦ
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον ᾖς
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον ᾖ
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα ὦμεν
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα ἦτε
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα ὦσι
Ευκτική
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον εἴην
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον εἴης
τεταμένος- τεταμένη- τεταμένον εἴη
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα εἴημεν (εἶμεν)
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα εἴητε (εἶτε)
τεταμένοι- τεταμέναι- τεταμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, τέτασο, τετάσθω, --- τέτασθε,
τετάσθων ή τετάσθωσαν
Απαρέμφατο
τετάσθαι
Μετοχή
τεταμένος,
τεταμένη,
τεταμένον
Υπερσυντέλικος
ἐτετάμην, ἐτέτασο, ἐτέτατο, ἐτετάμεθα, ἐτέτασθε, ἐτέταντο
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λύω»
(λύω = λύνω, απελευθερώνω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λύω,
λύεις, λύει, λύομεν, λύετε, λύουσι(ν)
Υποτακτική
λύω, λύῃς, λύῃ, λύωμεν, λύητε, λύωσι(ν)
Ευκτική
λύοιμι, λύοις, λύοι, λύοιμεν, λύοιτε, λύοιεν
Προστακτική
---, λῦε, λυέτω, ---, λύετε, λυόντων (ή λυέτωσαν)
Απαρέμφατο
λύειν
Μετοχή
λύων, λύουσα, λῦον
Παρατατικός
Οριστική
ἔλυον,
ἔλυες, ἔλυε, ἐλύομεν, ἐλύετε, ἔλυον
Μέλλοντας
Οριστική
λύσω,
λύσεις, λύσει, λύσομεν, λύσετε, λύσουσι(ν)
Ευκτική
λύσοιμι, λύσοις, λύσοι, λύσοιμεν, λύσοιτε,
λύσοιεν
Απαρέμφατο
λύσειν
Μετοχή
λύσων, λύσουσα, λῦσον
Αόριστος
Οριστική
ἔλυσα,
ἔλυσας, ἔλυσε(ν), ἐλύσαμεν, ἐλύσατε, ἔλυσαν
Υποτακτική
λύσω, λύσῃς, λύσῃ, λύσωμεν, λύσητε, λύσωσι(ν)
Ευκτική
λύσαιμι, λύσαις ή λύσειας, λύσαι ή λύσειε(ν),
λύσαιμεν, λύσαιτε, λύσαιεν ή λύσειαν
Προστακτική
---, λῦσον, λυσάτω, ---, λύσατε, λυσάντων (ή λυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
λῦσαι
Μετοχή
λύσας, λύσασα, λῦσαν
Παρακείμενος
Οριστική
λέλυκα, λέλυκας, λέλυκε, λελύκαμεν, λελύκατε,
λελύκασι(ν)
Υποτακτική
λελυκώς- λελυκυῖα- λελυκός ὦ
λελυκώς- λελυκυῖα- λελυκός ᾖς
λελυκώς- λελυκυῖα- λελυκός ᾖ
λελυκότες- λελυκυῖαι- λελυκότα ὦμεν
λελυκότες- λελυκυῖαι- λελυκότα ἦτε
λελυκότες- λελυκυῖαι- λελυκότα ὦσι
Ευκτική
λελυκώς- λελυκυῖα- λελυκός εἴην
λελυκώς- λελυκυῖα- λελυκός εἴης
λελυκώς- λελυκυῖα- λελυκός εἴη
λελυκότες- λελυκυῖαι- λελυκότα εἴημεν (εἶμεν)
λελυκότες- λελυκυῖαι- λελυκότα εἴητε (εἶτε)
λελυκότες- λελυκυῖαι- λελυκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
λελυκώς- λελυκυῖα- λελυκός ἴσθι
λελυκώς- λελυκυῖα- λελυκός ἔστω
---
λελυκότες- λελυκυῖαι- λελυκότα ἔστε
λελυκότες- λελυκυῖαι- λελυκότα ἔστων
Απαρέμφατο
λελυκέναι
Μετοχή
λελυκώς- λελυκυῖα- λελυκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐλελύκειν, ἐλελύκεις, ἐλελύκει, ἐλελύκεμεν, ἐλελύκετε, ἐλελύκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λύομαι, λύῃ ή λύει, λύεται, λυόμεθα, λύεσθε, λύονται
Υποτακτική
λύωμαι, λύῃ, λύηται, λυώμεθα, λύησθε, λύωνται
Ευκτική
λυοίμην, λύοιο, λύοιτο, λυοίμεθα, λύοισθε,
λύοιντο
Προστακτική
---, λύου, λυέσθω, ---, λύεσθε, λυέσθων
ή λυέσθωσαν
Απαρέμφατο
λύεσθαι
Μετοχή
λυόμενος
λυομένη
λυόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐλυόμην, ἐλύου, ἐλύετο, ἐλυόμεθα, ἐλύεσθε, ἐλύοντο
Μέλλοντας
Οριστική
λύσομαι, λύσῃ ή λύσει, λύσεται, λυσόμεθα, λύσεσθε, λύσονται
Ευκτική
λυσοίμην, λύσοιο, λύσοιτο, λυσοίμεθα, λύσοισθε,
λύσοιντο
Απαρέμφατο
λύσεσθαι
Μετοχή
λυσόμενος
λυσομένη
λυσόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
λυθήσομαι, λυθήσῃ ή λυθήσει, λυθήσεται, λυθησόμεθα, λυθήσεσθε,
λυθήσονται
Ευκτική
λυθησοίμην, λυθήσοιο, λυθήσοιτο, λυθησοίμεθα,
λυθήσοισθε, λυθήσοιντο
Απαρέμφατο
λυθήσεσθαι
Μετοχή
λυθησόμενος
λυθησομένη
λυθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐλυσάμην, ἐλύσω, ἐλύσατο, ἐλυσάμεθα, ἐλύσασθε, ἐλύσαντο
Υποτακτική
λύσωμαι, λύσῃ, λύσηται, λυσώμεθα, λύσησθε, λύσωνται
Ευκτική
λυσαίμην, λύσαιο, λύσαιτο, λυσαίμεθα, λύσαισθε,
λύσαιντο
Προστακτική
---, λῦσαι, λυσάσθω, ---, λύσασθε, λυσάσθων ή λυσάσθωσαν
Απαρέμφατο
λύσασθαι
Μετοχή
λυσάμενος
λυσαμένη
λυσάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐλύθην,
ἐλύθης, ἐλύθη, ἐλύθημεν, ἐλύθητε, ἐλύθησαν
Υποτακτική
λυθῶ, λυθῇς, λυθῇ, λυθῶμεν, λυθῆτε, λυθῶσι(ν)
Ευκτική
λυθείην, λυθείης, λυθείη, λυθείημεν ή λυθεῖμεν, λυθείητε ή λυθεῖτε, λυθείησαν ή λυθεῖεν
Προστακτική
---, λύθητι, λυθήτω, ---, λύθητε, λυθέντων
ή λυθήτωσαν
Απαρέμφατο
λυθῆναι
Μετοχή
λυθείς
λυθεῖσα
λυθέν
Παρακείμενος
Οριστική
λέλυμαι, λέλυσαι, λέλυται, λελύμεθα, λέλυσθε, λέλυνται
Υποτακτική
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον
ὦ
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον ᾖς
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον ᾖ
λελυμένοι- λελυμέναι-
λελυμένα ὦμεν
λελυμένοι- λελυμέναι- λελυμένα ἦτε
λελυμένοι- λελυμέναι- λελυμένα ὦσι
Ευκτική
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον εἴην
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον εἴης
λελυμένος- λελυμένη- λελυμένον εἴη
λελυμένοι- λελυμέναι- λελυμένα εἴημεν (εἶμεν)
λελυμένοι- λελυμέναι- λελυμένα εἴητε (εἶτε)
λελυμένοι- λελυμέναι- λελυμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, λέλυσο, λελύσθω, --- λέλυσθε, λελύσθων
ή λελύσθωσαν
Απαρέμφατο
λελύσθαι
Μετοχή
λελυμένος,
λελυμένη,
λελυμένον
Υπερσυντέλικος
ἐλελύμην, ἐλέλυσο, ἐλέλυτο, ἐλελύμεθα, ἐλέλυσθε, ἐλέλυντο
Heidi Smith
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ῥιγώω / ῥιγῶ»
(ῥιγῶ = με πιάνει ρίγος, κρυώνω)
Ενεστώτας
Οριστική
ῥιγῶ, ῥιγῷς, ῥιγῷ, ῥιγῶμεν, ῥιγῶτε, ῥιγῶσι(ν)
Υποτακτική
ῥιγῶ, ῥιγῷς, ῥιγῷ, ῥιγῶμεν, ῥιγῶτε, ῥιγῶσι(ν)
Ευκτική
ῥιγῷην, ῥιγῷης, ῥιγῷη, ῥιγῷμεν, ῥιγῷτε, ῥιγῷεν
Προστακτική
----
Απαρέμφατο
ῥιγῶν
Μετοχή
ῥιγῶν, ῥιγῶσα, ῥιγῶν
Παρατατικός
Οριστική
ἐρρίγων, ἐρρίγως, ἐρρίγω, ἐρριγῶμεν, ἐρριγῶτε, ἐρρίγων
Μέλλοντας
Οριστική
ῥιγώσω,
ῥιγώσεις, ῥιγώσει, ῥιγώσομεν, ῥιγώσετε, ῥιγώσουσι(ν)
Ευκτική
ῥιγώσοιμι, ῥιγώσοις, ῥιγώσοι, ῥιγώσοιμεν, ῥιγώσοιτε, ῥιγώσοιεν
Απαρέμφατο
ῥιγώσειν
Μετοχή
ῥιγώσων, ῥιγώσουσα, ῥιγῶσον