Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μετέρχομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Beata Bieniak

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μετέρχομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
μετέρχομαι, μετέρχεσαι, μετέρχεται, μετερχόμαστε, μετέρχεστε, μετέρχονται
Υποτακτική
να μετέρχομαι, να μετέρχεσαι, να μετέρχεται, να μετερχόμαστε, να μετέρχεστε, να μετέρχονται
Προστακτική
---
Μετοχή
μετερχόμενος, μετερχόμενη, μετερχόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
μετερχόμουν, μετερχόσουν, μετερχόταν, μετερχόμαστε, μετερχόσαστε, μετέρχονταν
& μετερχόμουνα, μετερχόσουνα, μετερχότανε, μετερχόμασταν, μετερχόσασταν, μετερχόντανε
 
Αόριστος
Οριστική
μετήλθα, μετήλθες, μετήλθε, μετήλθαμε, μετήλθατε, μετήλθαν (ή μετήλθανε)
Υποτακτική
να μετέλθω, να μετέλθεις, να μετέλθει, να μετέλθουμε, να μετέλθετε, να μετέλθουν (ή να μετέλθουνε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετέρχομαι, θα μετέρχεσαι, θα μετέρχεται, θα μετερχόμαστε, θα μετέρχεστε, θα μετέρχονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετέλθω, θα μετέλθεις, θα μετέλθει, θα μετέλθουμε, θα μετέλθετε, θα μετέλθουν ή θα μετέλθουνε
& θα μετέρθω, θα μετέρθεις, θα μετέρθει, θα μετέρθουμε, θα μετέρθετε, θα μετέρθουν ή θα μετέρθουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μετέλθει, θα έχεις μετέλθει, θα έχει μετέλθει, θα έχουμε μετέλθει, θα έχετε μετέλθει, θα έχουν(ε) μετέλθει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μετέλθει, έχεις μετέλθει, έχει μετέλθει, έχουμε μετέλθει, έχετε μετέλθει, έχουν μετέλθει
& έχω μετέρθει, έχεις μετέρθει, έχει μετέρθει, έχουμε μετέρθει, έχετε μετέρθει, έχουν μετέρθει
Υποτακτική
να έχω μετέλθει, να έχεις μετέλθει, να έχει μετέλθει, να έχουμε μετέλθει, να έχετε μετέλθει, να έχουν μετέλθει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μετέλθει, είχες μετέλθει, είχε μετέλθει, είχαμε μετέλθει, είχατε μετέλθει, είχαν(ε) μετέλθει
& είχα μετέρθει, είχες μετέρθει, είχε μετέρθει, είχαμε μετέρθει, είχατε μετέρθει, είχαν(ε) μετέρθει
 
Σημείωση: Το ρήμα μετέρχομαι συντάσσεται με αιτιατική π.χ. Μετέρχεται άνομες μεθόδους. Σημαίνει ό,τι και το χρησιμοποιώ, αλλά έχει επικρατήσει να λέγεται για χρήση μεθόδου ή μέσου προς επίτευξη στόχου, συνήθως με αρνητικές συνυποδηλώσεις π.χ. Μετέρχεται κάθε μέσο, για να αναρριχηθεί στην εξουσία.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νικάω - νικώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Greek Art
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νικάω - νικώ»
 
Το ρήμα νικάω – νικώ ανήκει στη δεύτερη συζυγία ρημάτων, καθώς προέρχεται από τα αρχαία συνηρημένα σε -άω, -.
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νικώ, νικάς, νικά, νικούμε, νικάτε, νικούν
& νικάω, νικάς, νικάει, νικάμε, νικάτε, νικάνε  
Υποτακτική
να νικώ, να νικάς, να νικά, να νικούμε, να νικάτε, να νικούν
& να νικάω, να νικάς, να νικάει, να νικάμε, να νικάτε, να νικάνε 
Προστακτική
β΄ ενικό: νίκα – β΄ πληθυντικό: νικάτε
Μετοχή
νικώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
νικούσα, νικούσες, νικούσε, νικούσαμε, νικούσατε, νικούσαν (ή νικούσανε)
& νίκαγα, νίκαγες, νίκαγε, νικάγαμε, νικάγατε, νίκαγαν (ή νικάγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
νίκησα, νίκησες, νίκησε, νικήσαμε, νικήσατε, νίκησαν (ή νικήσανε)
Υποτακτική
να νικήσω, να νικήσεις, να νικήσει, να νικήσουμε, να νικήσετε, να νικήσουν (ή να νικήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: νίκησε – β΄ πληθυντικό: νικήστε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικώ, θα νικάς, θα νικά, θα νικούμε, θα νικάτε, θα νικούν
& θα νικάω, θα νικάς, θα νικάει, θα νικάμε, θα νικάτε, θα νικάνε 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικήσω, θα νικήσεις, θα νικήσει, θα νικήσουμε, θα νικήσετε, θα νικήσουν (ή θα νικήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω νικήσει, θα έχεις νικήσει, θα έχει νικήσει, θα έχουμε νικήσει, θα έχετε νικήσει, θα έχουν νικήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω νικήσει, έχεις νικήσει, έχει νικήσει, έχουμε νικήσει, έχετε νικήσει, έχουν νικήσει
Υποτακτική
να έχω νικήσει, να έχεις νικήσει, να έχει νικήσει, να έχουμε νικήσει, να έχετε νικήσει, να έχουν νικήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα νικήσει, είχες νικήσει, είχε νικήσει, είχαμε νικήσει, είχατε νικήσει, είχαν/είχανε νικήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νικιέμαι, νικιέσαι, νικιέται, νικιόμαστε, νικιέστε, νικιούνται
Υποτακτική
να νικιέμαι, να νικιέσαι, να νικιέται, να νικιόμαστε, να νικιέστε, να νικιούνται
 
Παρατατικός
Οριστική
νικιόμουν, νικιόσουν, νικιόταν, νικιόμαστε, νικιόσαστε, νικιόνταν ή νικιούνταν   
& νικιόμουνα, νικιόσουνα, νικιότανε, νικιόμασταν, νικιόσασταν, νικιόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
νικήθηκα, νικήθηκες, νικήθηκε, νικηθήκαμε, νικηθήκατε, νικήθηκαν (ή νικηθήκανε)
Υποτακτική
να νικηθώ, να νικηθείς, να νικηθεί, να νικηθούμε, να νικηθείτε, να νικηθούν (ή να νικηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: νικήσου β΄ πληθυντικό: νικηθείτε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικιέμαι, θα νικιέσαι, θα νικιέται, θα νικιόμαστε, θα νικιέστε, θα νικιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικηθώ, θα νικηθείς, θα νικηθεί, θα νικηθούμε, θα νικηθείτε, θα νικηθούν (ή θα νικηθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω νικηθεί, θα έχεις νικηθεί, θα έχει νικηθεί, θα έχουμε νικηθεί, θα έχετε νικηθεί, θα έχουν νικηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω νικηθεί, έχεις νικηθεί, έχει νικηθεί, έχουμε νικηθεί, έχετε νικηθεί, έχουν νικηθεί
Υποτακτική
να έχω νικηθεί, να έχεις νικηθεί, να έχει νικηθεί, να έχουμε νικηθεί, να έχετε νικηθεί, να έχουν νικηθεί
Μετοχή
νικημένος, νικημένη, νικημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα νικηθεί, είχες νικηθεί, είχε νικηθεί, είχαμε νικηθεί, είχατε νικηθεί, είχαν(ε) νικηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εγκρίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Carmen Guedez
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εγκρίνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εγκρίνω, εγκρίνεις, εγκρίνει, εγκρίνουμε, εγκρίνετε, εγκρίνουν (ή εγκρίνουνε)
Υποτακτική
να εγκρίνω, να εγκρίνεις, να εγκρίνει, να εγκρίνουμε, να εγκρίνετε, να εγκρίνουν (ή να εγκρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έγκρινε – β΄ πληθυντικό: εγκρίνετε
Μετοχή
εγκρίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ενέκρινα, ενέκρινες, ενέκρινε, εγκρίναμε, εγκρίνατε, ενέκριναν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
ενέκρινα, ενέκρινες, ενέκρινε, εγκρίναμε, εγκρίνατε, ενέκριναν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Υποτακτική
να εγκρίνω, να εγκρίνεις, να εγκρίνει, να εγκρίνουμε, να εγκρίνετε, να εγκρίνουν (ή να εγκρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έγκρινε – β΄ πληθυντικό: εγκρίνετε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκρίνω, θα εγκρίνεις, θα εγκρίνει, θα εγκρίνουμε, θα εγκρίνετε, θα εγκρίνουν (ή θα εγκρίνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκρίνω, θα εγκρίνεις, θα εγκρίνει, θα εγκρίνουμε, θα εγκρίνετε, θα εγκρίνουν (ή θα εγκρίνουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εγκρίνει, θα έχεις εγκρίνει, θα έχει εγκρίνει, θα έχουμε εγκρίνει, θα έχετε εγκρίνει, θα έχουν εγκρίνει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εγκρίνει, έχεις εγκρίνει, έχει εγκρίνει, έχουμε εγκρίνει, έχετε εγκρίνει, έχουν(ε) εγκρίνει
Υποτακτική
να έχω εγκρίνει, να έχεις εγκρίνει, να έχει εγκρίνει, να έχουμε εγκρίνει, να έχετε εγκρίνει, να έχουν εγκρίνει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εγκρίνει, είχες εγκρίνει, είχε εγκρίνει, είχαμε εγκρίνει, είχατε εγκρίνει, είχαν(ε) εγκρίνει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εγκρίνομαι, εγκρίνεσαι, εγκρίνεται, εγκρινόμαστε, εγκρίνεστε, εγκρίνονται
Υποτακτική
να εγκρίνομαι, να εγκρίνεσαι, να εγκρίνεται, να εγκρινόμαστε, να εγκρίνεστε, να εγκρίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ---
Μετοχή
εγκρινόμενος, εγκρινόμενη, εγκρινόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
εγκρινόμουν, εγκρινόσουν, εγκρινόταν, εγκρινόμαστε, εγκρινόσαστε (εγκρινόσασταν), εγκρίνονταν
(& εγκρινόμουνα, εγκρινόσουνα, εγκρινότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
εγκρίθηκα, εγκρίθηκες, εγκρίθηκε, εγκριθήκαμε, εγκριθήκατε, εγκρίθηκαν
Υποτακτική
να εγκριθώ, να εγκριθείς, να εγκριθεί, να εγκριθούμε, να εγκριθείτε, να εγκριθούν (ή να εγκριθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εγκρίσου β΄ πληθυντικό: εγκριθείτε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκρίνομαι, θα εγκρίνεσαι, θα εγκρίνεται, θα εγκρινόμαστε, θα εγκρίνεστε, θα εγκρίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκριθώ, θα εγκριθείς, θα εγκριθεί, θα εγκριθούμε, θα εγκριθείτε, θα εγκριθούν (ή θα εγκριθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εγκριθεί, θα έχεις εγκριθεί, θα έχει εγκριθεί, θα έχουμε εγκριθεί, θα έχετε εγκριθεί, θα έχουν εγκριθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εγκριθεί, έχεις εγκριθεί, έχει εγκριθεί, έχουμε εγκριθεί, έχετε εγκριθεί, έχουν εγκριθεί
Υποτακτική
να έχω εγκριθεί, να έχεις εγκριθεί, να έχει εγκριθεί, να έχουμε εγκριθεί, να έχετε εγκριθεί, να έχουν εγκριθεί
Μετοχή
εγκεκριμένος, εγκεκριμένη, εγκεκριμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εγκριθεί, είχες εγκριθεί, είχε εγκριθεί, είχαμε εγκριθεί, είχατε εγκριθεί, είχαν(ε) εγκριθεί

Ιστορία Προσανατολισμού: Η περίοδος της δημιουργίας (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Η περίοδος της δημιουργίας (πηγή)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας στοιχεία από το ακόλουθο κείμενο να παρουσιάσετε την «περίοδο της δημιουργίας» της πρώτης κυβέρνησης της Κρητικής Πολιτείας.
 
Κείμενο
Επιχειρώντας να δώσει το στίγμα της νέας διακυβέρνησης και να τονίσει την οικονομική απεξάρτηση της Κρήτης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Ύπατος Αρμοστής εξέδωσε διάταγμα διά του οποίου όρισε ως νομισματική μονάδα την κρητική δραχμή, η οποία διαιρούνταν σε 100 λεπτά. Πέραν της ονομασίας της, η κρητική δραχμή μοιραζόταν και ποιοτικά χαρακτηριστικά με την ελληνική, καθώς επιδείχθηκε μέριμνα τα κρητικά νομίσματα να έχουν το ίδιο βάρος και ποιότητα με τα αντίστοιχα ελληνικά. Το μέτρο αυτό αποτύπωνε την πρόθεση των νέων αρχών να προετοιμάσουν το έδαφος για τη νομισματική ένωση με το Ελληνικό Βασίλειο, ακόμη και αν αυτό πρακτικά μετατίθετο σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Ύπατος Αρμοστής ανέλαβε πρωτοβουλίες για να διευκολύνει την ίδρυση της Τράπεζας Κρήτης, η οποία ιδρύθηκε το 1899 με κεφάλαια της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και έναν «υπ’ αυτής αντιπροσωπευομένων όμιλον κεφαλαιούχων», όπου συμμετείχαν αρκετοί Άγγλοι τραπεζίτες. Πέραν αυτών, νομοθετήθηκε σειρά ρυθμίσεων που επεδίωκαν να εξομαλύνουν το νομισματικό τοπίο και να άρουν τις δυσκολίες στις συναλλαγές, με την προσδοκία ότι θα καθιστούσαν ευκολότερη την προσέλκυση ξένου κεφαλαίου.
 
Γιώργος Λιμαντζάκης, Κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Κρήτη κατά τον ύστερο 19ο και πρώιμο 20ο αιώνα: η μεταβίβαση της εξουσίας από τους μουσουλμάνους στους χριστιανούς και η πολιτική των Δυνάμεων στο Κρητικό Ζήτημα.
 
Ενδεικτική απάντηση
Η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας εργάστηκε με ζήλο και απέδωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα σημαντικό έργο. Εξέδωσε πολύ γρήγορα νόμους και διατάγματα, έκοψε κρητικό νόμισμα (την κρητική δραχμή), ίδρυσε την Κρητική Τράπεζα, οργάνωσε ταχυδρομική υπηρεσία και Χωροφυλακή με Ιταλούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς (καραμπινιέρους). Όπως ειδικότερα επισημαίνει ο Γιώργος Λιμαντζάκης σχετικά με το κρητικό νόμισμα, με διάταγμα του Ύπατου Αρμοστή ορίστηκε ως νόμισμα της νήσου η κρητική «δραχμή», η οποία πέρα από το ίδιο όνομα με το ελληνικό νόμισμα είχε πρόσθετα κοινά στοιχεία, εφόσον φρόντιζαν να έχει παρόμοια ποιότητα και ίδιο βάρος με την ελληνική δραχμή. Η κρητική δραχμή που ως νομισματική μονάδα διαιρούταν σε εκατό λεπτά αποτέλεσε αφενός το μέσο για να δηλωθεί η οικονομική αποδέσμευση της νήσου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αφετέρου λειτουργούσε ως σαφής ένδειξη της επιδιωκόμενης νομισματικής ένωσης με την Ελλάδα, έστω κι αν δεν ήταν γνωστό το πότε θα συνέβαινε αυτό. Παραλλήλως, μάλιστα, ο Ύπατος Αρμοστής ενήργησε ώστε να διευκολύνει τις διαδικασίες για την ίδρυση της Τράπεζας Κρήτης, κάτι το οποίο συνέβη το 1899. Η Τράπεζα Κρήτης βασίστηκε σε κεφάλαια της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκπροσωπούσε έναν όμιλο κεφαλαιούχων, μέρος του οποίου ήταν αρκετοί Άγγλοι τραπεζίτες. Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση φρόντισε μέσω νομοθετημάτων να διευθετήσει τη νομισματική κατάσταση της Κρήτης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι όποιες δυσκολίες στις οικονομικές συναλλαγές και να προσελκυσθούν, κατ’ επέκταση, επενδύσεις από ξένους κεφαλαιούχους. Ιδιαίτερη, συνάμα, ήταν η μέριμνα για την εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία. Αντιμετωπίστηκε το μεγάλο πρόβλημα της λέπρας, που είχε προσλάβει ενδημική μορφή στις πόλεις και τα χωριά της Κρήτης, με την οργάνωση του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας (1903), ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και διορίστηκαν δάσκαλοι.
Ένα σοβαρό ζήτημα, που επίσης αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, ήταν το καθεστώς της τοπικής Εκκλησίας. Με τον Οργανικό Νόμο του 1900, δόθηκε λύση σε ακανθώδη εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως ήταν η σχέση της Εκκλησίας της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εκλογή Μητροπολίτη και Επισκόπων. Το βασικό σχήμα, που ισχύει με μικρές τροποποιήσεις έως σήμερα, είναι ένα καθεστώς ημιαυτόνομης Εκκλησίας, της οποίας ο Προκαθήμενος εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Κρητική Πολιτεία εκδίδει το Διάταγμα της αναγνώρισης και εγκατάστασής του.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...