Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Δημήτρης Δόγκας «Η Λέξη»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Julia Redford 

 
Δημήτρης Δόγκας «Η Λέξη»
 
Μη σιωπάς!
Με την ηχώ αν μιλάς σιωπάς,
τη βοή επιλέγεις την άλογη,
Και τα βουνά σιωπούν
Κι όλα τα ζώντα που δεν έχουν νου.
Μίλα μου εσύ,
σκέψου με αν θες με μια λέξη!
Μια πλατιά μαρμάρινη λέξη
Κι εγώ θα σμιλέψω έναν θρόνο
για να στήσω στον Όλυμπο, πάλλευκο.
Αγάπα με,
Αγκάλιασέ με αν θες με μια λέξη
Μια λέξη υγρή κυματίζουσα
κι εγώ θα ντύσω με πέπλο μισόρριχτο
το αναδυόμενο κάλλος της Κύπριδας.
Σχημάτισέ με
Δώσε μου νόημα και πτυχές από άνεμο
Μια λέξη αέρινη δώσε μου
κι εγώ περιστέρι θα γίνω
να φύγω σαν πνεύμα στα ουράνια.
 
Στη βάση κάθε σχέσης υπάρχει, εκ των πραγμάτων, η επικοινωνία, καθώς μόνο μέσω αυτής οι άνθρωποι είναι σε θέση να καθορίζουν κάθε φορά σε ποιο σημείο -θετικό ή όχι- βρίσκεται η μεταξύ τους σχέση. Η απουσία επικοινωνίας είναι όχι μόνο ανυπόφορη, αλλά και δεν επιτρέπει στο άτομο να ξεκαθαρίσει αν αυτό που χρειάζεται είναι να επιμείνει, να περιμένει ή να αποχωρήσει πλήρως. Κάθε πιθανή έκφανση, άλλωστε, μιας σχέσης μπορεί να διευκρινιστεί έστω και με μια μόνο λέξη, αρκεί η λέξη αυτή να είναι δηλωτική των πραγματικών προθέσεων και επιθυμιών του ατόμου.
 
«Μη σιωπάς!
Με την ηχώ αν μιλάς σιωπάς,
τη βοή επιλέγεις την άλογη,
Και τα βουνά σιωπούν
Κι όλα τα ζώντα που δεν έχουν νου.»
 
Το ποιητικό υποκείμενο ερχόμενο αντιμέτωπο με τη σιωπή της αγαπημένης γυναίκας δυσανασχετεί και -εύλογα- αντιδρά. Με τη χρήση υποτακτικής έγκλισης εκφράζει εμφατικά την πρόθεσή του να μη συμβιβαστεί με τη σιωπή της («Μη σιωπάς!»), η οποία στη δική του σκέψη συνιστά κάτι το μη αποδεκτό. Φροντίζει, έτσι, με τρόπο εν μέρει ειρωνικό να της υπενθυμίσει πως η σιωπή προσιδιάζει μόνο στους ζωντανούς οργανισμούς που δεν έχουν τη δυνατότητα σκέψης ή στα άψυχα πράγματα («τα βουνά σιωπούν». Ακόμη και η απρόθυμη επικοινωνία στο πλαίσιο της οποίας κάποιος επαναλαμβάνει τα λόγια που του απευθύνονται («Με την ηχώ αν μιλάς σιωπάς») δεν συνιστά πραγματική επικοινωνία, εφόσον το άτομο λειτουργεί απλώς ως αναμεταδότης ήχων που παύουν να είναι φορείς νοήματος και που, προφανώς, δεν φανερώνουν τη δική του βούληση.
 
«Μίλα μου εσύ,
σκέψου με αν θες με μια λέξη!»
 
Με τη χρήση προστακτικής έγκλισης το ποιητικό υποκείμενο ζητά επιτακτικά από την αγαπημένη γυναίκα να μη διακόψει την επικοινωνία μαζί του. Προχωρά, μάλιστα, σε έναν σημαντικό συμβιβασμό, αφού της παραχωρεί τη δυνατότητα να τον σκεφτεί και, κατ’ επέκταση, να εκφραστεί για αυτόν και προς αυτόν έστω με μια λέξη. Δεν της ζητά να μιλήσει πολύ, αρκεί να δηλώσει τις προθέσεις της απέναντί του με μια μόλις λέξη.
 
«Μια πλατιά μαρμάρινη λέξη
Κι εγώ θα σμιλέψω έναν θρόνο
για να στήσω στον Όλυμπο, πάλλευκο.»
 
Αν η λέξη που επιλέξει η αγαπημένη απηχεί μια διάθεση σταθερότητας στη μεταξύ τους σχέση, όπως αυτό δηλώνεται με τη χρήση μιας μεταφορικής εικόνας («Μια πλατιά μαρμάρινη λέξη»), εκείνος θα ανταποκριθεί στο κάλεσμά της και θα δημιουργήσει τα θεμέλια για μια διαρκή συνύπαρξη («θα σμιλέψω έναν θρόνο»). Το ποιητικό υποκείμενο είναι έτοιμο να στήσει τον «θρόνο» τους στον Όλυμπο, εκφράζοντας, έτσι, τη μεγάλη αξία που θα αποδώσει στη θέλησή της να παραμείνουν μαζί. Θα σμιλέψει θρόνο «πάλλευκο», για να διαφανεί με τον τρόπο αυτό η αγνότητα των προθέσεών του, μιας και δεν έχει καμία πρόθεση να φύγει μακριά της ή να προδώσει την εμπιστοσύνη της.
 
«Αγάπα με,
Αγκάλιασέ με αν θες με μια λέξη
Μια λέξη υγρή κυματίζουσα
κι εγώ θα ντύσω με πέπλο μισόρριχτο
το αναδυόμενο κάλλος της Κύπριδας.»
 
Αν, από την άλλη, η λέξη με την οποία θα επιλέξει εκείνη να ανταποκριθεί στο αίτημά του να διευκρινίσει τις διαθέσεις της χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, υποδηλώνοντας πως ό,τι επιθυμεί από εκείνον είναι μια λιγότερο σταθερή σχέση, εκείνος είναι και πάλι έτοιμος να ανταποκριθεί στις δικές της επιθυμίες. Αν η λέξη είναι «υγρή κυματίζουσα» και μέσω αυτής δηλώνεται μια περισσότερο ερωτική έλξη, χωρίς την πρόθεση για έναν μόνιμο δεσμό, τότε το ποιητικό υποκείμενο θα δώσει έμφαση στον σαρκικό χαρακτήρα της σχέσης τους, φέροντας στο φως και λατρεύοντας την ομορφιά του σώματός της («το αναδυόμενο κάλλος της Κύπριδας»).
Οι δύο προστακτικές «Αγάπα με», «Αγκάλιασέ με» φανερώνουν την διάθεση του ποιητικού υποκειμένου να αφεθεί στον έρωτα με την αγαπημένη γυναίκα, αλλά δεν υπονοούν πως δεν θα ήταν έτοιμος να δεχτεί μια διαφορετική απάντηση από εκείνη.  
 
«Σχημάτισέ με
Δώσε μου νόημα και πτυχές από άνεμο
Μια λέξη αέρινη δώσε μου
κι εγώ περιστέρι θα γίνω
να φύγω σαν πνεύμα στα ουράνια.»
 
Το ποιητικό υποκείμενο είναι πρόθυμο να σεβαστεί οποιαδήποτε ανταπόκριση λάβει από την αγαπημένη του. Έτσι, αν εκείνη «τον σχηματίσει» και του «δώσει νόημα» από άνεμο· αν του δώσει μια αέρινη λέξη, μέσω της οποίας θα φανερώνει πως δεν επιθυμεί πια την παρουσία του, εκείνος είναι έτοιμος να γίνει περιστέρι και να φύγει μακριά της. Με την παρομοίωση «σαν πνεύμα στα ουράνια» υποδηλώνει πως θα σεβαστεί πλήρως την ενδεχόμενη επιθυμία της να τερματίσουν τη σχέση τους και θα χαθεί από τη ζωή της.
Με ιδιαίτερα λυρικό τρόπο και υπενθυμίζοντας με μυθολογικές αναφορές τη μακραίωνη πορεία της ελληνικής γλώσσας, το ποιητικό υποκείμενο προσεγγίζει ένα θέμα ιδιαίτερα σημαντικό στις μέρες μας, αυτό του σεβασμού των επιθυμιών του άλλου ατόμου. Το ποιητικό υποκείμενο είναι εξίσου έτοιμο να ανταποκριθεί σε ένα κάλεσμα αγάπης όσο και στην απροθυμία εκείνης να συνεχίσουν τη σχέση τους, φανερώνοντας μέσα από τις πράξεις του τον σεβασμό που δείχνει στις δικές της επιθυμίες.

Νεοελληνική Γλώσσα: Πρόθεση γράφοντος & γλωσσικές επιλογές

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Scott Norris

 
Νεοελληνική Γλώσσα: Πρόθεση γράφοντος & γλωσσικές επιλογές
 
Γλωσσικές επιλογές της επιχειρηματολογίας
Όταν η πρόθεση του γράφοντος είναι να πείσει τους αναγνώστες με την αξιοποίηση επιχειρημάτων, οι συνηθέστερες γλωσσικές επιλογές είναι οι ακόλουθες:
 
1. Αποφαντικές (δηλωτικές) προτάσεις: Ο γράφων εκφράζει μέσω αυτών απόψεις/ισχυρισμούς που ο ίδιος θεωρεί ότι ισχύουν. Οι αποφαντικές προτάσεις εκφέρονται με οριστική έγκλιση.
π.χ. «Ο διάλογος –είτε προέρχεται από ένα πρόσωπο είτε από περισσότερα– ασκεί στην ψυχή του ακροατή έντονη παιδευτική επίδραση, όπως άλλωστε όλα τα συνταρακτικά συμβάντα.»
 
2. Παθητική σύνταξη:  Με την παθητική σύνταξη προτάσσεται το αποτέλεσμα μιας ενέργειας, ώστε να στραφεί η προσοχή του αναγνώστη σε αυτό, μιας και ό,τι προέχει είναι η αντιμετώπιση της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί και όχι το ποιος ευθύνεται γι’ αυτή. Η πρόταξη του υποκειμένου -ενεργητική σύνταξη- προσδίδει έμφαση στο πρόσωπο που δρα και, ως εκ τούτου, απομακρύνει την προσοχή από το ουσιώδες, δηλαδή, από τα αποτελέσματα της ενέργειας, τα οποία οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε και να επιλύσουμε.  
π.χ. «Θα έχουν χαθεί θέσεις εργασίας λόγω αυτοματισμού, και μαζί μέρος της ψυχικής υγείας και της κοινωνικής συνοχής.»
 
3. Ονοματοποίηση: Με τη διαδικασία της ονοματοποίησης ο γράφων αποδίδει με πιο πυκνό τρόπο τις απόψεις/ιδέες του, εφόσον οι ονοματοποιημένοι τύποι φέρουν τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά τόσο των ρηματικών διαδικασιών ή των ιδιοτήτων από όπου προέρχονται όσο και το αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών ή των ιδιοτήτων.
Με τους ονοματοποιημένους τύπους, άρα, ο γράφων αποφεύγει τη δημιουργία δευτερευουσών προτάσεων, για να δηλώσει ενέργεια ή αποτέλεσμα, καθώς οι δύο αυτές έννοιες εμπεριέχονται στην ονοματοποιημένη λέξη (π.χ. προσαρμόζομαι / προσαρμογή).
 
π.χ. «Επισημαίνεται πως η κατάρτιση των ατόμων με κατάλληλες δεξιότητες μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη προετοιμασία και προσαρμογή στις νέες συνθήκες, καθώς και στην άμβλυνση της παρατεταμένα υψηλής «αναντιστοιχίας δεξιοτήτων» που σημειώνεται στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά εργασίας.» 
 
4. Επιστημική και δεοντική τροπικότητα: Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας ο γράφων μπορεί να εκφράσει το βαθμό βεβαιότητάς του για τα όσα διατυπώνει, δηλώνοντας είτε μεγαλύτερη είτε μικρότερη βεβαιότητα. Δείκτες βεβαιότητας (επιστημικής τροπικότητας) είναι, μεταξύ άλλων, η χρήση της οριστικής έγκλισης (για το βέβαιο) ή χρήση υποτακτικής έγκλισης (για το πιθανό ή για το δυνατό), καθώς και η χρήση επιρρημάτων ή φράσεων, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η σχετική διαβάθμιση (π.χ. ίσως, πιθανώς, σίγουρα, είναι βέβαιο, είναι αναμφισβήτητο, είναι πιθανό κ.ά.).
Αντιστοίχως, ο γράφων μπορεί να δηλώσει πόσο αναγκαίο θεωρεί πως είναι κάτι που προτείνει (δεοντική τροπικότητα). Η αναγκαιότητα δηλώνεται, μεταξύ άλλων, με ρηματικές φράσεις και επιρρήματα (π.χ. πρέπει να, είναι απαραίτητο να, είναι αναγκαίο, θα ήταν ωφέλιμο, θα βοηθούσε ίσως, συνιστά αδήριτη ανάγκη, θα μπορούσαμε πιθανώς κ.ά.), καθώς και με τη χρήση υποτακτικής έγκλισης μέσω της οποίας εκφράζεται τόσο το επιθυμητό/ζητούμενο όσο και το υποχρεωτικό/αναγκαίο.
 
5. Κυριολεκτική/αναφορική χρήση του λόγου, ειδικοί όροι, ακρίβεια στη χρήση του λεξιλογίου: Βασικό στόχος του γράφοντος στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας είναι η σαφήνεια στις διατυπώσεις του, ώστε να μην υπάρχει το περιθώριο παρερμηνείας των ισχυρισμών του. Ως εκ τούτου, στα επιχειρηματολογικά κείμενα κυριαρχεί η κυριολεκτική χρήση του λόγου, η προσεκτική επιλογή λεξιλογίου, ώστε να εκφράζονται με ακρίβεια οι σκέψεις του γράφοντος, καθώς και οι ειδικοί όροι, όταν το θέμα που προσεγγίζεται έχει επιστημονικό χαρακτήρα.
 
6. Ρητορικά ερωτήματα: Με τη χρήση ρητορικών ερωτημάτων ο γράφων κατορθώνει, μεταξύ άλλων, να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να κατευθύνει την προσοχή του σε συγκεκριμένες πτυχές του υπό διερεύνηση θέματος, καθώς και να διασφαλίσει σε επίπεδο δομής τη συνοχή του κειμένου του.
π.χ. «Είναι δυνατόν να αντικαταστήσει ή να συμπληρώσει η διδασκαλία αυτά τα «φυσικά» κεφάλαια όταν λείπουν ή όταν είναι ανεπαρκή;»
 
7. Διαρθρωτικές λέξεις/φράσεις που δηλώνουν σχέσεις χρόνου, αντίθεσης, αιτίου και αποτελέσματος, συμπεράσματος, αιτιολόγησης κ.λπ.: Η τεκμηρίωση ενός ισχυρισμού στο πλαίσιο ενός επιχειρήματος βασίζεται συχνά σε νοηματικές σχέσεις, όπως είναι αυτή της αιτιολόγησης (διότι, γιατί, καθώς κ.ά.), του αιτίου-αποτελέσματος (ως εκ τούτου, με αποτέλεσμα, ως απόρροια κ.ά.), στη σύγκριση μεταξύ χρονικών περιόδων ή καταστάσεων (αντιθέτως, σε αντίθεση, από την άλλη κ.ά.). Παραλλήλως, ένα επιχείρημα καταλήγει σε κάποιο συμπέρασμα (άρα, επομένως, λοιπόν, συμπερασματικά κ.ά.).
π.χ. «Τα καταπιεσμένα συναισθήματα βρίσκουν διέξοδο στην εχθρότητα και στη βίαιη εκδήλωσή της απέναντι σε πρόσωπα ευπρόσβλητα, επειδή είναι ασθενέστερα ή υποδεέστερα.»
 
8. Πλούσια στίξη: Στο πλαίσιο ενός επιχειρήματος, προκειμένου να δοθούν καθοδηγητικές διευκρινίσεις ή να διατυπωθεί μια ιδέα με την αναγκαία σαφήνεια ο γράφων αξιοποιεί ποικίλα σημεία στίξης, όπως, μεταξύ άλλων, τις παρενθέσεις για να εντάξει πρόσθετες, αλλά όχι αναγκαίες, πληροφορίες, τις παύλες, για να εντάξει αναγκαία για την κατανόηση του κειμένου σχόλια, εισαγωγικά, για να υποδηλώσει τη χρήση ειδικού όρου ή μεταφορικού λόγου, τα κόμματα, για να πυκνώσει τον λόγο μέσω ασύνδετου σχήματος, τα αποσιωπητικά, για να υπονοήσει κάτι, π.χ. περαιτέρω συνέπειες ενός φαινομένου, την άνω τελεία για να διαμορφώσει μια ημιπερίοδο, την άνω και κάτω τελεία, για να απαριθμήσει ή για να επεξηγήσει κάποιον όρο ή ιδέα.
π.χ. «Ο σπουδαστής (με την καθοδήγηση του ενήμερου και λεπταίσθητου δασκάλου) πρέπει να τα αναζητήσει σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη του πνευματικού σύμπαντος και να τα απορροφήσει σε ολάνοιχτους τους πόρους της ψυχής του –διαβάζοντας, συνεχώς διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας σε κάθε ευκαιρία τα βιβλία που τον συγκινούν και τον ευφραίνουν με την ομορφιά τους.»
 
Διευκρίνιση: Στο πλαίσιο του επιχειρηματολογικού λόγου τα ρηματικά πρόσωπα δεν επηρεάζουν κατ’ ανάγκη την πειστικότητα ενός επιχειρήματος, εφόσον, για παράδειγμα, ένας επιστήμονας έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει σε ένα άρθρο γνώμης ένα επιχείρημα, ακόμη και με τη χρήση α΄ προσώπου, χωρίς αυτό να μειώσει την πειστικότητα και την αξία του επιχειρήματός του, έστω κι αν δηλώνει την υποκειμενική διάσταση της εκφραζόμενης άποψης.
 
Γλωσσικές επιλογές της εξήγησης
Όταν πρόθεση του γράφοντος είναι να εξηγήσει μια κατάσταση ή ένα φαινόμενο, δοθέντος πως η εξήγηση ως κοινωνική διαδικασία ερμηνεύει, μέσω της ακολουθίας/διαδοχής, τα φαινόμενα σε σχέσεις χρονικότητας ή και αιτιότητας, αξιοποιεί γλωσσικές επιλογές που τονίζουν τις σχέσεις αυτές.
Οι γλωσσικές επιλογές της εξήγησης είναι, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες:
 
1. Κοινά ουσιαστικά (συνήθως αφηρημένα), καθώς η εξήγηση αναφέρεται σε συγκεκριμένες διαδικασίες που αφορούν ευρύτερες κατηγορίες φαινομένων, γεγονότων ή εννοιών. Στο πλαίσιο ενός κειμένου εξήγησης ο γράφων επιχειρεί να αποσαφηνίσει μια έννοια και να εξηγήσει στον αναγνώστη τα γνωρίσματα μιας κατάστασης ή το πώς προκύπτει η κατάσταση αυτή. Ως εκ τούτου, τα ουσιαστικά, τα οποία δηλώνουν καταστάσεις, φαινόμενα ή έννοιες χρησιμοποιούνται συχνά στα κείμενα εξήγησης.
π.χ. «Η δυσλεξία χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαφορά μεταξύ ανώτερης προφορικής και χαμηλότερης γραπτής επίδοσης, καθώς και μεταξύ ανώτερων πνευματικών δυνατοτήτων και μειωμένης σχολικής επίδοσης.»
 
2. Συνδετικές/διαρθρωτικές λέξεις/φράσεις που δηλώνουν χρονικές και αιτιολογικές σχέσεις. Η εξήγηση ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης απαιτεί συχνά την παρουσίαση της αιτιολογικής ή χρονικής σχέσης μεταξύ γνωρισμάτων ή στοιχείων που δημιουργούν την κατάσταση ή απορρέουν από αυτή.
π.χ. «Τα δυσλεξικά παιδιά σημειώνουν χαμηλές επιδόσεις σε δοκιμασίες της βραχύχρονης και της μακρόχρονης μνήμης, ειδικά όταν πρέπει να συγκρατήσουν και να επεξεργαστούν λεκτικές πληροφορίες, επειδή παρουσιάζουν έλλειμμα στην φωνολογική βραχύχρονη μνήμη.»
 
3. Ρήματα (συνήθως σε ενεστώτα χρόνο) δράσης και ρήματα σκέψης. Η τοποθέτηση των ρημάτων σε χρόνο ενεστώτα είναι συχνή στα κείμενα εξήγησης, καθώς σχετίζονται με έννοιες ή καταστάσεις διαχρονικής σημασίας. Επιλέγεται, έτσι, ο ενεστώτας, ώστε, όποτε κι αν διαβαστεί το κείμενο, να δημιουργεί την αίσθηση πως η έννοια που επεξηγείται είναι τωρινή και η αποσαφήνισή της έχει άμεσο ενδιαφέρον.
 
π.χ. «Η διάγνωση της δυσλεξίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη σε γλώσσες με εμφανείς ορθογραφίες, όπου το γράφημα και το φώνημα είναι πιο συνεπή.»
 
4. Φράσεις πιθανολόγησης (π.χ. μπορεί, ενδέχεται, ίσως), καθώς συχνά η εξήγηση παίρνει τον χαρακτήρα των οδηγιών ή της επιχειρηματολογίας. Η εξήγηση ενός φαινομένου ή μιας έννοιας δεν είναι κατ’ ανάγκη απόλυτη ή πλήρως διευκρινισμένη σε επιστημονικό επίπεδο, γι’ αυτό, όπως ακριβώς συμβαίνει στην επιχειρηματολογία, ο γράφων ενδέχεται να καταγράφει στοιχεία που είναι «πιθανό να ισχύουν», χωρίς αυτό να είναι -ακόμη- απολύτως βέβαιο.
 
π.χ. «Η δυσλεξία αποτελεί στη πραγματικότητα ένα σύνδρομο, αφού αφορά ένα σύνολο κάποιων χαρακτηριστικών που δεν εντοπίζονται στον ίδιο βαθμό και με τον ίδιο τρόπο σε κάθε άτομο, και μπορεί να περιλαμβάνουν, πέρα από κάποια προβλήματα, και ορισμένα ταλέντα.»
 
Σημείωση: Σε κάποιες περιπτώσεις η εξήγηση-αιτιολόγηση μοιάζει με επιχειρηματολογία, καθώς και τα δύο είδη έχουν να κάνουν με αιτιότητα. Η διαφορά είναι ότι η επιχειρηματολογία σχετίζεται κυρίως με άποψη και πειθώ, ενώ η εξήγηση στην αντικειμενική καταγραφή του «τι» και του «πώς».
 
Γλωσσικές επιλογές των οδηγιών (μη διαδικαστικών οδηγιών)
Στο πλαίσιο των μη διαδικαστικών οδηγιών ο γράφων επιδιώκει να καθοδηγήσει ή να συμβουλεύσει τον αναγνώστη για το πώς να κάνει ή να πετύχει κάτι. Οι συμβουλές, για παράδειγμα, που απευθύνονται σε γονείς, σε υποψηφίους εξετάσεων, ή στους αναγνώστες ενός περιοδικού συνιστούν κείμενα μη διαδικαστικών οδηγιών.  
 
1. Ρήματα σε ενεστώτα χρόνο (για να δημιουργεί η αίσθηση διαχρονικότητας) και (συχνά) σε έγκλιση προστακτική ή προτρεπτική υποτακτική.
π.χ. «Αφιερώστε στον εαυτό σας κάποιες ώρες της ημέρας για να κάνετε δραστηριότητες που σας ευχαριστούν και σας χαλαρώνουν.»
 
2. Επιρρήματα που χρησιμοποιούνται, για να τροποποιηθούν σημασιολογικά τα ρήματα ή να προστεθούν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο υλοποίησης του στόχου.
π.χ. «Πρόσεξε τι είναι αυτό που μπορεί να σου περισπά την προσοχή από το διάβασμα και φρόντισε να το αλλάξεις. Μπορείς να κλείνεις εντελώς το τηλέφωνό σου την ώρα που διαβάζεις για να είσαι σίγουρος ότι θα είσαι συγκεντρωμένος στα βιβλία.»
 
3. Ρήματα δράσης, για να αποδοθούν οι διαδικασίες που απαιτούνται για την επίτευξη του στόχου.
π.χ. «Εκφράστε ευγνωμοσύνη, όποτε είναι δυνατόν. Πολύ συχνά θεωρούμε τη ζωή μας δεδομένη. Μάθετε να εκτιμάτε και να απολαμβάνετε τα υπέροχα πράγματα στη ζωή, από τους ανθρώπους μέχρι το φαγητό, από τη φύση μέχρι το χαμόγελο.»
 
4. Φράσεις πιθανολόγησης (π.χ. μπορεί, ενδέχεται, ίσως) και ρητορικά ερωτήματα που περιορίζουν τον βαθμό της υποχρέωσης να ολοκληρωθεί ο στόχος (συνήθως στις μη διαδικαστικές οδηγίες).
π.χ. «Τελικά φέρνει το χρήμα την ευτυχία; Είναι οι πιο πλούσιες χώρες στον κόσμο και οι πιο ευτυχισμένες; Η απάντηση είναι όχι. Σίγουρα χρειαζόμαστε μια χ οικονομική δυνατότητα για να καλύπτουμε τις βασικές μας ανάγκες προκειμένου να μην υποφέρουμε. Αλλά η υπερκάλυψη αυτών δεν αποτελεί εχέγγυο της ευτυχίας μας.»
 
5. Α΄ πληθυντικό πρόσωπο, που δίνει έναν τόνο οικειότητας στο κείμενο και εντάσσει τον πομπό στην ίδια ομάδα ανθρώπων με τον δέκτη. Προκειμένου, οι συμβουλές -μη διαδικαστικές οδηγίες- να δοθούν με την απαιτούμενη οικειότητα, καθιστώντας τες πιο εφαρμόσιμες και δημιουργώντας την εντύπωση πως αφορούν το σύνολο των ανθρώπων, το α΄ πληθυντικό ρηματικό πρόσωπο λειτουργεί, συχνά, ως ο γλωσσικός δείκτης που συνενώνει τον γράφοντα με τους αποδέκτες του.
 
π.χ. «Εάν διαπιστώσετε ότι πεινάτε μεταξύ των γευμάτων, επιλέξτε σνακ που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και πρωτεΐνες, καθώς αυτό μας βοηθά να αισθανόμαστε πληρέστεροι για περισσότερο χρόνο.»
 
6. Κοινά ουσιαστικά (συνήθως συγκεκριμένα) που αποδίδουν τα μέσα, τα υλικά, τα συστατικά κ.λπ.
π.χ. «Στόχος για τα ισορροπημένα γεύματα τις περισσότερες φορές, είναι το κάθε κύριο γεύμα που τρώτε να περιέχει καθένα από τα ακόλουθα: Μια μικρή ποσότητα ποιοτικών λιπών, όπως εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, αβοκάντο ή ξηρούς καρπούς.»
 
7. Άμεσες ή έμμεσες (με τη χρήση αναφοράς ή έλλειψης) προσφωνήσεις.
π.χ. «Θυμηθείτε τη σύνδεση μυαλού-σώματος. Αυτό που κάνουμε -ή δεν κάνουμε- με το σώμα μας επηρεάζει το μυαλό μας. Η τακτική άσκηση, ο επαρκής ύπνος και οι υγιεινές διατροφικές συνήθειες οδηγούν σε σωματική και ψυχική υγεία.»
 
8. Χρονικές διαρθρωτικές/συνδετικές λέξεις/φράσεις, που τοποθετούν τις ενέργειες στην ορθή σειρά και αιτιολογικοί προσδιορισμοί για την αποσαφήνιση των αιτίων.
π.χ. «Δώστε στον εαυτό σας την «άδεια» να είναι άνθρωπος. Όταν δεχόμαστε συναισθήματα -όπως ο φόβος, ο φθόνος, η λύπη ή το άγχος- ως κάτι το φυσιολογικό, είναι πιο πιθανό να ξεπεράσουμε αυτές τις καταστάσεις. Η απόρριψη των συναισθημάτων μας, είτε είναι ευχάριστα είτε επώδυνα, οδηγεί σε απογοήτευση και δυστυχία.»
 
9. Συνδετικές/διαρθρωτικές λέξεις/φράσεις που δηλώνουν προϋπόθεση, για να αποδοθεί μία προκείμενη πάνω στην οποία βασίζεται μία εντολή ή δήλωση.
π.χ. «Η ευτυχία βρίσκεται στο σημείο τομής μεταξύ της ευχαρίστησης και του νοήματος. Είτε στη δουλειά είτε στο σπίτι, ο στόχος είναι να συμμετέχετε σε δραστηριότητες που είναι προσωπικά σημαντικές και ευχάριστες. Όταν αυτό δεν είναι εφικτό, φροντίστε να έχετε «ενισχυτές» ευτυχίας, στιγμές δηλαδή σε όλη τη διάρκεια της εβδομάδας που σας προσφέρουν ευχαρίστηση και νόημα. Οι έρευνες δείχνουν ότι μία ή δύο ώρες μιας ουσιαστικής και ευχάριστης εμπειρίας μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα μιας ολόκληρης ημέρας ή ακόμα και μιας ολόκληρης εβδομάδας.»
 
Γλωσσικές επιλογές της ευαισθητοποίησης (επίκληση στο συναίσθημα)
Η ευαισθητοποίηση του αναγνώστη απέναντι σε οποιοδήποτε ζήτημα μπορεί να επιτευχθεί με την αξιοποίηση εκείνων των γλωσσικών επιλογών που στοχεύουν κυρίως στη διέγερση των συναισθημάτων του. Η επιδίωξη της ευαισθητοποίησης δεν αποκλείει την καταγραφή δεδομένων -τεκμηρίων- και την εν γένει αντικειμενική και λογική προσέγγιση ενός ζητήματος, επιτυγχάνεται, ωστόσο, δραστικότερα όταν ο γράφων στοχεύει περισσότερο στο συναίσθημα παρά στη λογική του αποδέκτη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, συνήθεις επιλογές είναι οι ακόλουθες:
 
Χρήση μεταφορικού λόγου, ώστε το νόημα του κειμένου αφενός να διευρύνεται και αφετέρου να αποδίδεται με πιο παραστατικό τρόπο, και καθώς, μάλιστα, μέσω αυτού επιδιώκεται η συγκίνηση του αναγνώστη, επιλέγονται μεταφορές που είτε αναφέρονται σε συναισθήματα ή σε καταστάσεις που εύλογα επηρεάζουν σε συναισθηματικό επίπεδο τον αναγνώστη.
Π.χ. «Λείπει ο ήχος της φωνής που μπορεί να ζεστάνει ή να παγώσει την καρδιά».  

Χρήση σχημάτων λόγου, όπως είναι, για παράδειγμα, οι προσωποποιήσεις, προκειμένου το κείμενο να κινείται πλησιέστερα στη λογοτεχνική γραφή και να κερδίζει, έτσι, σε ζωντάνια, αλλά και σε επιμέρους ποιότητες, όπως είναι η νοηματική του βάθυνση μέσω των συνυποδηλώσεων που προκύπτουν στη σκέψη του αναγνώστη.
Π.χ. «Το γράμμα ήταν ένας μονόλογος που ονειρευόταν το διάλογο».
 
Χρήση επαναλήψεων, ώστε ορισμένες καίριες κατά τον γράφοντα ιδέες ή συναισθηματικές καταστάσεις να αποδίδονται με έμφαση και να προκαλούν, έτσι, διαρκέστερη εντύπωση στον αναγνώστη.
Π.χ. «Λείπει ο ήχος της φωνής που μπορεί να ζεστάνει ή να παγώσει την καρδιά, λείπει η βλεμματική επαφή που μπορεί να κάνει τον αποδέκτη του γράμματος να νιώσει ζωντανός ή νεκρός».
 
Χρήση συναισθηματικά φορτισμένων λέξεων, μέσω των οποίων υποβάλλεται έμμεσα στον αναγνώστη μια συναισθηματική κατάσταση ή αντίδραση. Πρόκειται για μια συνηθισμένη γλωσσική επιλογή, η οποία υπαγορεύει -υπό μία έννοια- στον αναγνώστη το πώς οφείλει να αντικρίσει το παρουσιαζόμενο θέμα και πώς να αισθανθεί απέναντι σε συγκεκριμένες πτυχές αυτού.
Π.χ. «αυτή η βουλιμία του εφήμερου και της στιγμής».
 
Χρήση ρητορικών ερωτημάτων, μέσω των οποίων ο γράφων επιδιώκει να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, κατευθύνοντάς το, συνάμα, σε κατάλληλες πτυχές του θέματος. Η αξιοποίηση ανάλογων ερωτημάτων καθιστά, επίσης, εμφανή τη διάθεση του γράφοντος να εμπλέξει τον αναγνώστη σε μια περισσότερο ενεργή επαφή με το κείμενο και να τον οδηγήσει σ’ έναν γόνιμο εσωτερικό προβληματισμό.
Π.χ. «Ποιος αντέχει σήμερα να περιμένει τρεις, τέσσερις, πέντε μέρες για την παραλαβή ενός γράμματος;»
 
Χρήση σημείων στίξης, μέσω των οποίων είτε υποδηλώνεται η διαφορετική σημασιολογική λειτουργία μιας λέξης ή φράσης («»), είτε καθοδηγείται ο ρυθμός ανάγνωσης (ασύνδετο σχήμα), είτε γίνεται εμφανής η διάθεση του γράφοντος να σχολιάσει (! …) να αποσιωπήσει ή να υπονοήσει κάτι (…), κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλείται συναισθηματική αντίδραση ή επίδραση στον αναγνώστη.
Π.χ. «Όμως, δεν υπάρχει η φωνή μέσα σε αυτό, δεν υπάρχει το βλέμμα, το δέρμα, η μυρωδιά, δεν υπάρχει το άγγιγμα.»
 
Χρήση υποτακτικής έγκλισης, μέσω της οποίας γίνεται εφικτή η δήλωση ποικίλων νοηματικών διαβαθμίσεων, όπως, μεταξύ άλλων, ευχή, επιθυμία, προτροπή, παραχώρηση, υποχρέωση, κ.λπ., και τονίζεται, έτσι, εναργέστερα η συναισθηματική διάσταση του υπό διερεύνηση ζητήματος.
Π.χ. «Να γράφεις γράμματα. Να επικοινωνείς με τον απόντα.» [Με την προτρεπτική υποτακτική γίνεται εμφανής η θέση της γράφουσας σχετικά με την έντυπη αλληλογραφία, την οποία θεωρεί πολύτιμη και, ως ένα βαθμό, αναγκαία.]
 
Χρήση ειρωνείας, μέσω της οποίας άλλοτε στηλιτεύεται η στάση ορισμένων ανθρώπων και άλλοτε φανερώνονται αρνητικές πτυχές συγκεκριμένων φαινομένων. Η λεκτική ειρωνεία επηρεάζει συναισθηματικά τον αποδέκτη, εφόσον καθοδηγεί δραστικά την προσοχή του σε στάσεις ή καταστάσεις που οφείλει να λάβει υπόψη του.
Π.χ. «Οι πιο ανυπόμονοι, με τα εξπρες τότε γράμματα, σήμερα θα πέθαιναν από αδημονία».

Χρήση μικροπερίοδου λόγου, όταν ο γράφων επιθυμεί να προσδώσει γοργότερο ρυθμό στην ανάγνωση και να μεταφέρει εναργέστερα μια συναισθηματική κατάσταση ή μια ιδέα στον αναγνώστη.
Π.χ. «Κι όμως η απόσταση πληγώνει, αλλά και προστατεύει. Το κάθε γράμμα ένας περιφρουρημένος τόπος.»
 
Χρήση α΄ ρηματικού προσώπου, όταν ο γράφων επιδιώκει να τονίσει την προσωπική του εμπλοκή στο ζήτημα ή όταν θέλει να διαμορφώσει ένα πιο οικείο ύφος γραφής, καθώς και β΄ ρηματικού προσώπου, όταν ο γράφων επιδιώκει να δημιουργήσει μια αίσθηση αλληλεπίδρασης/επικοινωνίας με τον αποδέκτη, ώστε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του.
Π.χ. «Να γράφεις γράμματα. Να επικοινωνείς με τον απόντα.»
 
Αξιοποίηση περιγραφής, εικόνων και αφήγησης, ώστε ο γράφων να έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει με την αναγκαία παραστατικότητα εικόνες και στιγμιότυπα μιας κατάστασης που αναπόφευκτα θα συγκινήσει τον αποδέκτη (π.χ. η περιγραφή μικρών παιδιών που λιμοκτονούν ή έχουν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους λόγω κάποιου πολέμου). Αντιστοίχως, με τη συνδρομή της αφήγησης έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει γεγονότα με έντονο συναισθηματικό αντίκτυπο, τα οποία δεν είναι απλώς στατικές εικόνες, αλλά μια κατάσταση που συνεχώς προχωρά και πιθανώς κλιμακώνεται.
 
Αξιοποίηση του χιούμορ, όταν ο γράφων επιθυμεί να επηρεάσει τον αποδέκτη με ηπιότερο τρόπο και προσεγγίζοντας το υπό διερεύνηση θέμα με πιο ανάλαφρη διάθεση. Συχνά, άλλωστε, το χιούμορ αποδεικνύεται περισσότερο αποτελεσματικό απ’ οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, εφόσον επιτρέπει στον αναγνώστη να αντικρίσει ένα θέμα από μια πιο αισιόδοξη οπτική και να αποκτήσει, έτσι, την αναγκαία αποστασιοποίηση, ώστε να δει καθαρότερα τις πραγματικές του διαστάσεις.
 
Η ευαισθητοποίηση επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, με την περιγραφή και την αφήγηση. Οι διαδικασίες αυτές έχουν τις δικές τους χαρακτηριστικές γλωσσικές επιλογές. Ειδικότερα:

Η γλώσσα της περιγραφής
- Ρήματα: τα ρήματα στην περιγραφή, επειδή αυτή οργανώνεται στον άξονα του χώρου και όχι του χρόνου, βρίσκονται συνήθως στον ενεστώτα και είναι συχνότατα συνδετικά, όταν σκοπός είναι η ταξινόμηση και η παράθεση χαρακτηριστικών, δράσης για περιγραφή συμπεριφορών
ή κρίσης για την απόδοση υποκειμενικών σχολίων.
- Επίθετα: αποτελούν το κυριότερο συστατικό της γλώσσας σε μια περιγραφική διαδικασία που πρέπει να χαρακτηρίζεται από ακρίβεια. Τα επίθετα λοιπόν αποδίδουν τις ιδιότητες των περιγραφόμενων αντικειμένων.
- Συνδετικές/διαρθρωτικές λέξεις/φράσεις: κειμενικοί δείκτες, επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν τον χώρο (πάνω, κάτω, μπροστά, πίσω, αριστερά, δεξιά κ.λπ.).

Η γλώσσα της αφήγησης
Στο είδος της αφήγησης παρουσιάζονται ορισμένα κοινά γλωσσικά χαρακτηριστικά:
- Ρήματα: συνήθως σε παρελθοντικούς χρόνους (κυρίως αόριστο), χωρίς να είναι σπάνιος και ο «ιστορικός ενεστώτας»· στην «περιπέτεια» χρησιμοποιούνται συνήθως ρήματα που δηλώνουν κίνηση/δράση, ενώ στον «προσανατολισμό», την «αξιολόγηση» και τη «λύση» ρήματα κρίσης/βούλησης κ.λπ.
- Διαρθρωτικές λέξεις/φράσεις: δηλώνουν σχέσεις χρόνου, αιτίου και αποτελέσματος, σκοπού.
- Ρυθμός: επαναλήψεις, παρηχήσεις κ.λπ.
 
Γλωσσικές επιλογές της ενημέρωσης/πληροφόρησης
Όταν πρόθεση του γράφοντος είναι να ενημερώσει ή να πληροφορήσει τον αναγνώστη για κάποιο γεγονός, για μια νέα ανακάλυψη, για μια εκδήλωση, για κάποια σχεδιαζόμενη δράση, τότε αξιοποιεί, μεταξύ άλλων, γλωσσικές επιλογές που του επιτρέπουν να προσδιορίσει το «πότε», το «που», το «πώς», το «ποιοι», τα ερωτήματα, δηλαδή, εκείνα που θα επιτρέψουν στον αναγνώστη να λάβει επαρκείς πληροφορίες για το εκάστοτε γεγονός.

- Τα ρήματα τίθενται στον απαραίτητο χρόνο, ανάλογα με το αν πρόκειται για κάτι που πρόκειται να συμβεί -μια μελλοντική εκδήλωση-, αν είναι κάτι που έχει ήδη συμβεί -άμεσο παρελθόν- ή αν αποτελεί κάτι που αφορά το παρόν των αναγνωστών.

- Αξιοποίηση ουσιαστικών και χρονικών προσδιορισμών, προκειμένου να μεταφερθεί η ζητούμενη πληροφορία στον αναγνώστη με πληρότητα, καλύπτοντας αφενός το θέμα με το οποίο σχετίζεται, κι αφετέρου το πότε συνέβη ή πότε θα συμβεί.  

- Χαρακτηριστική για τη γλώσσα της ενημέρωσης είναι η χρήση των ονοματικών προσδιορισμών (κυρίως παραθέσεων και επεξηγήσεων), με σκοπό να αποδοθούν με συντομία τα βασικά χαρακτηριστικά (όνομα, καταγωγή, επάγγελμα, κτλ.) των προσώπων που συμμετέχουν στα παρουσιαζόμενα γεγονότα.

- Ο γράφων προτάσσει συνήθως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, το οποίο, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να είναι: μια πράξη, το αποτέλεσμα της πράξης (παθητική σύνταξη), το πρόσωπο που δρα (ενεργητική σύνταξη) ή που παθαίνει κάτι, ο τόπος, ο χρόνος, η αιτία, ο τρόπος κτλ.

- Σε μια αφήγηση ιδιαίτερη σημασία έχει να προσδιορίσουμε τα γεγονότα από την άποψη του χρόνου. Να δηλώσουμε δηλαδή:
α) Τη χρονική βαθμίδα: το παρελθόν· το παρόν· το μέλλον.
β) Τον τρόπο ο οποίος μπορεί να είναι: εξακολουθητικός (Η γη γυρίζει)· συνοπτικός (Γύρισε όλο τον κόσμο)· συντελεσμένος (Είχε γυρίσει από το ταξίδι του, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος).
γ) Τη χρονική στιγμή: γ1) Είδαν τότε τα σύννεφα να πυκνώνουν. γ2) Γύρισε στο σπίτι χαράματα, γ3) Μας ήρθε πρωινός.
δ) Το βαθμό της χρονικής διάρκειας: δ1) Για πολλή ώρα ακούγαμε σιωπηλοί. δ2) Εδώ και δυο βδομάδες έχω να τον δω.
ε) Το χρόνο κατά τον οποίο αρχίζει κάτι (χρονική αφετηρία): Βρισκόμαστε εδώ από το μεσημέρι.
στ) Το χρόνο κατά τον οποίο τελειώνει κάτι (χρονικό τέρμα): Έμεινε μαζί μας ως το μεσημέρι.
ζ) Το χρόνο κατά τον οποίο επαναλαμβάνεται κάτι (χρονική επανάληψη): Τον βλέπω κάθε μέρα.
η) Τη χρονική σχέση των γεγονότων: το σύγχρονο (Όταν εργάζεται, ακούει μουσική)· το προτερόχρονο (Όταν τα έμαθε, στενοχωρήθηκε)· το υστερόχρονο (Θα δουλέψει, έως ότου τελειώσει το έργο).
Τα κυριότερα μέσα με τα οποία δηλώνουμε τα γεγονότα από την άποψη του χρόνου είναι οι χρόνοι του ρήματος και οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί που εκφράζουν χρόνο:
- τα χρονικά επιρρήματα,
- οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί,
- οι πτωτικοί προσδιορισμοί,
- οι χρονικές επιρρηματικές εκφράσεις,
- το επιρρηματικό κατηγορούμενο,
- οι χρονικές προτάσεις και οι χρονικές μετοχές: Ακούγοντας (= όταν άκουσαν) το νέο βουβάθηκαν.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι, εκτός από τους χρονικούς συνδέσμους, και ο παρατακτικός σύνδεσμος και μερικές φορές συνδέει προτάσεις που έχουν μεταξύ τους κάποια χρονική σχέση: έβγαλε μια φωνή και λιποθύμησε.
 

Ιστορία Προσανατολισμού: Τα κόμματα κατά την περίοδο 1933-1935 (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Τα κόμματα κατά την περίοδο 1933-1935 (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις και τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφέρετε τα πολιτικά γεγονότα που σχετίζονται με τη δράση των κομμάτων κατά την περίοδο 1933-1935.
 
Κείμενο Α
Στην κατάθεσή του ενώπιον του ανακριτή, ο Βενιζέλος υπέδειξε ως οργανωτή της απόπειρας τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, Ιωάννη Πολυχρονόπουλο, ενώ καταλόγισε στην κυβέρνηση «γενικώς πολιτικήν ευθύνην δια την σιωπήν της», εφόσον ακόμη και ο ίδιος ήταν από καιρό ενήμερος για τα δολοφονικά σχέδια εναντίον του, τα οποία μάλιστα υποκινούσε και μια μερίδα του αντιβενιζελικού Τύπου. Η σύλληψη του Πολυχρονόπουλου στις 8 Ιουνίου, για την αυτουργία του οποίου υπήρχαν σημαντικές ενδείξεις, αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για το κύρος της κυβέρνησης, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος είχε τοποθετηθεί στην εν λόγω θέση κατόπιν διαταγής του ίδιου του Τσαλδάρη.
Οι υποψίες των βενιζελικών, ωστόσο, δεν εξαντλούνταν στα εκτελεστικά όργανα της απόπειρας. Στους ηθικούς αυτουργούς συγκαταλέγονταν εξέχοντες βουλευτές και υπουργοί, όπως ο Ιωάννης (Τζων) Θεοτόκης, ο Ιωάννης Ράλλης, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, ο Γ. Κονδύλης, ο Ι. Μεταξάς, αλλά ακόμη και η σύζυγος του πρωθυπουργού, Λίνα Τσαλδάρη, την οποία η Πηνελόπη Δέλτα στόλιζε με το διόλου κολακευτικό επίθετο «φόνισσα». Πέραν όμως της φημολογίας, από την ανάκριση προέκυψαν ισχυρές ενδείξεις εις βάρος του υπουργού Εσωτερικών, Ι. Ράλλη, ως πολιτικού προϊσταμένου των Σωμάτων Ασφαλείας.
 
Δημήτριος Ντούρος, Κρίση και Διχασμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου (1932-1936): Η πολιτική συζήτηση και ο κοινωνικός προβληματισμός.
 
Κείμενο Β
Σε επιστολή του, τον Φεβρουάριο του 1935, προς φίλο του αξιωματικό του ναυτικού, ο Βενιζέλος έγραφε: «Το ργον τς στρατιωτικς παναστάσεως πρέπει να συγκεντρωθ κυρίως ες την κκαθάρισην το στρατο και τς χωροφυλακς και τς στυνομίας πό τα λίγα στοιχεα τα ποα δια τς “γιγαντικς” διαγωγς των (“γίγαντες” αποκαλούσαν οι βενιζελικοί τους αδιάλλακτους αντιβενιζελικούς) κατά την τελευταίαν διετίαν πέδειξαν τι δεν μπορον να θεωρηθον ελικρινς ναγνωρίσαντα την δημοκρατίαν. Και ες την καθιέρωσιν τς ρχής, τι ες το μέλλον κανείς δεν γίνεται δεκτός ες διαγωνισμόν πως εσέλθει ς ξιωματικός παξιωματικός νός τν σωμάτων τούτων, άν πιτροπή πολύτου μπιστοσύνης δεν ποφανθ, πί τ βάσει λεπτομερούς ρεύνης, τι και το προσωπικόν παρελθόν το ποψηφίου, λλά και το παρελθόν τν στενοτέρων συγγενν του, γγυνται τι θα εναι, ες πσαν περίστασιν, φερέγγυος προασπιστής το δημοκρατικο πολιτεύματος». Στη συνέχεια, αφού αναφερόταν στην ανάγκη ανεφοδιασμού του στρατού και στην εκπόνηση νέου συντάγματος, έγραφε ότι, παρά τις φιλοδοξίες του Πλαστήρα να κυβερνήσει τη χώρα δικτατορικά, η στρατιωτική δικτατορία δεν έπρεπε να παραταθεί «πέραν το πολύτως ναγκαίου χρόνου».
 
Γρ. Δάφνης, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, Αθήναι 1955.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
     Το 1933 ο Πλαστήρας, με την ανοχή του Βενιζέλου, επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα, θέλοντας να εμποδίσει το Λαϊκό Κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Πλαστήρας συμμεριζόταν τις ανησυχίες των βενιζελικών αξιωματικών, οι οποίοι έβλεπαν να εκτίθεται σε κίνδυνο η επαγγελματική τους εξέλιξη, εάν σχημάτιζε κυβέρνηση το Λαϊκό Κόμμα. Το κίνημα κατεστάλη, όμως στην πολιτική ζωή έκανε ξανά έντονη την παρουσία της η τακτική της βίας. Εκτός από τους στρατιωτικούς άρχισαν και πολιτικοί να δικαιολογούν ξανά τη χρήση βίας. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη, που προέκυψε από τις εκλογές του 1933, επιχείρησε να ακολουθήσει έναν ήπιο δρόμο και ανακοίνωσε ότι δεν θα υιοθετούσε την τακτική των αυθαίρετων διώξεων των αντιπάλων, αλλά θα στηριζόταν μόνο στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Τρεις μήνες, όμως, μετά το κίνημα του Πλαστήρα, έγινε απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου. Σύμφωνα με τον Δημήτριο Ντούρο (Κείμενο Α), ο Βενιζέλος υπέδειξε στον αρμόδιο ανακριτή ως οργανωτή της εις βάρος του απόπειρας τον Ιωάννη Πολυχρονόπουλο, διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, ο οποίος κατέληξε να συλληφθεί στις 8 Ιουνίου, καθώς υπήρχαν πράγματι σημαντικές ενδείξεις για την αυτουργία του. Η σύλληψη αυτή έπληξε σημαντικά το κύρος της κυβέρνησης Τσαλδάρη, ιδίως εφόσον ο Πολυχρονόπουλος είχε καταλάβει τη συγκεκριμένη θέση με εντολή του ίδιου του πρωθυπουργού. Ο Βενιζέλος επέρριψε γενικότερα πολιτικές ευθύνες στην κυβέρνηση για τη σιωπή της απέναντι στο γεγονός, καθώς ακόμη κι εκείνος είχε γνώση των δολοφονικών εις βάρος του σχεδίων, τα οποία, άλλωστε, υποκινούνταν από μέρος των αντιβενιζελικών εφημερίδων. Οι βενιζελικοί, πάντως, δεν αρκούνταν μόνο στον εντοπισμό εκείνων που υλοποίησαν την απόπειρα, ήθελαν να προσδιοριστούν και οι ηθικοί αυτουργοί της. Οι υποψίες ως προς αυτό στρέφονταν σε πρόσωπα της κυβέρνησης, τόσο βουλευτές όσο και υπουργούς, όπως ήταν ο Ιωάννης Θεοτόκης, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, ο Γ. Κονδύλης, ο Ι. Μεταξάς, αλλά και η σύζυγος του πρωθυπουργού, Λίνα Τσαλδάρη, την οποία η Πηνελόπη Δέλτα δεν δίστασε να χαρακτηρίσει «φόνισσα». Οι ευθύνες αυτές, ωστόσο, δεν περιορίστηκαν στο επίπεδο της φημολογίας, καθώς στο πλαίσιο της ανάκρισης προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις για την εμπλοκή του Ιωάννη Ράλλη, υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος ήταν τότε πολιτικός προϊστάμενος των Σωμάτων Ασφαλείας. Το γεγονός της απόπειρας δολοφονίας όξυνε τα πνεύματα και ο φανατισμός και στα δύο στρατόπεδα έφτασε στο αποκορύφωμα με την αποστράτευση βενιζελικών αξιωματικών. Αυτό προκάλεσε ανασφάλεια στους βενιζελικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Οι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί, όσο ενίσχυαν τις θέσεις τους, τόσο ασκούσαν πίεση στον Τσαλδάρη να διακόψει τις συνεννοήσεις με τους Φιλελευθέρους. Οι έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στα δύο κόμματα οδήγησαν και τα δύο στο φόβο ότι το καθένα αποσκοπεί στην διάλυση του άλλου.
     Αυτήν την περίοδο σχηματίσθηκαν συνωμοτικοί κύκλοι αξιωματικών διαφόρων αποχρώσεων, οι οποίοι λειτουργούσαν ως ομάδες πίεσης στα θεσμικά όργανα και περίμεναν να βρουν την ευκαιρία για επέμβαση. Ο Βενιζέλος προχώρησε τον Μάρτιο του 1935 σε αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα, αποσκοπώντας και πάλι στην κάθαρση του στρατού και της αστυνομίας από τους βασιλικούς. Οι προθέσεις του Βενιζέλου επιβεβαιώνονται από επιστολή του ίδιου (Κείμενο Β), που είχε αποστείλει τον Φεβρουάριο του 1935 σε φίλο του αξιωματικό του ναυτικού. Ειδικότερα, ο Βενιζέλος προσδιόριζε ως στόχο της «στρατιωτικής επανάστασης» την εκκαθάριση τόσο του στρατού και της αστυνομίας όσο και της χωροφυλακής από τους «γίγαντες», από τους αδιάλλακτους, δηλαδή, αντιβενιζελικούς, οι οποίοι με τις πράξεις τους τα αμέσως προηγούμενα χρόνια είχαν δείξει πως δεν σέβονται τη δημοκρατία. Έτι περαιτέρω, ωστόσο, ο Βενιζέλος επιθυμούσε να υπάρξει η εκπόνηση νέου συντάγματος, αλλά και η καθιέρωση απαραβίαστης αρχής πως πλέον κανείς δεν θα μπορούσε να συμμετέχει σε διαγωνισμούς για τη στελέχωση των σωμάτων αυτών ως αξιωματικός ή υπαξιωματικός, αν δεν είχε επιβεβαιωθεί πρώτα από επιτροπή που θα έχαιρε απόλυτης εμπιστοσύνης πως τόσο ο ίδιος ο υποψήφιος όσο και οι πιο στενοί συγγενείς του ήταν πλήρως αφοσιωμένοι στο δημοκρατικό πολίτευμα. Στο συμπέρασμα αυτό θα κατέληγε η επιτροπή ύστερα από λεπτομερή έλεγχο του παρελθόντος τους. Ο Βενιζέλος, ωστόσο, αν και αναγνώριζε την πρόθεση του Πλαστήρα να κυβερνήσει ως δικτάτορας τη χώρα, καθιστούσε σαφές πως η δικτατορία δεν έπρεπε να παραταθεί πέρα από το απολύτως αναγκαίο για την ευόδωση των συγκεκριμένων στόχων διάστημα. Ακριβώς αυτό το αποτυχημένο κίνημα έδωσε λαβή στην κυβέρνηση, υπό την πίεση αξιωματικών της άλλης πλευράς, να σκληρύνει τη στάση της: διέλυσε το Κοινοβούλιο, παραβιάζοντας το σύνταγμα, και προκήρυξε εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι Φιλελεύθεροι απείχαν από τις εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Κονδύλης επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα, με στόχο την παλινόρθωση της βασιλείας.

Ιστορία Προσανατολισμού: Πιστωτικό σύστημα & Εθνικά δάνεια τον 19ο αιώνα (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Πιστωτικό σύστημα & Εθνικά δάνεια τον 19ο αιώνα (πηγές)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις και τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφέρετε:
α. την κατάσταση του πιστωτικού συστήματος κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας
β. τα εθνικά δάνεια, κατά τον.
 
Κείμενο Α
Τυπικός ήταν στα μέσα του 19ου αιώνα και ο τρόπος με τον οποίον έφταναν οι αγρότες, που είχαν αφεθεί «ανυπεράσπιστοι εις τους όνυχας τού μεταπρατικού ιδίως τοκογλυφισμού», στην καταχρέωσή τους. Οι δανειστές που συχνά ήσαν οι παντοπώλες του χωριού, δάνειζαν τους αγρότες σε χρήμα αλλά, κυρίως, σε είδος. Τα δάνεια αυτά ήσαν βραχυπρόθεσμα και έληγαν, συνήθως, την εποχή της συγκομιδής, σε διαφορετικό, δηλαδή κάθε φορά χρόνο, ανάλογα με το είδος των προϊόντων που εκαλλιεργούντο από τους δανειολήπτες. Όταν, όμως, έφτανε η ώρα της αποπληρωμής διαπιστωνόταν, συνήθως, η αδυναμία του οφειλέτη να εξοφλήσει το χρέος του και άρχιζε τότε μια διαδικασία υπολογισμών που έχει, χαρακτηρισθεί και ως «τοκογλυφικός υπολογισμός». Αυτή είχε, σε αρκετές περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση, μετά παρέλευση λίγων χρόνων, της ελεύθερης βαρών περιουσίας στα χωριά όπου αναπτυσσόταν η σχετική δραστηριότητα των τοκογλύφων. Σε ορισμένες μάλιστα περιοχές της Θεσσαλίας, όπου οι καλλιεργητές χωρικοί είχαν κατορθώσει να εξαγοράσουν τα τσιφλίκια και να τα μετατρέψουν σε κεφαλοχώρια, παρατηρήθηκε το φαινόμενο να μεταπέσουν τα τελευταία πάλι «μερικώς ή ολικώς εις τσιφλίκια ένεκεν αφοριών* και οικονομικής ανεπάρκειας των χωρικών».
 
αφορία: Η ελλιπής γονιμότητα των εδαφών.
 
Δημήτρης Γ. Καπογιάννης, Όψεις κρατικού παρεμβατισμού στην κοινωνική και αγροτική οικονομία του μεσοπολέμου, Αθήνα 2006
 
Κείμενο Β
Οι απολογισμοί της περιόδου είναι μονίμως ελλειμματικοί. Τα ελλείμματα αντιμετωπίζονται με τις εκποιήσεις της εθνικής γης και των κρατικών μετοχών της Εθνικής Τράπεζας, με την έκδοση εντόκων γραμματίων του Δημοσίου και με την προσφυγή στον εσωτερικό δανεισμό. Για τις έκτακτες ανάγκες θα υπάρξει η προσφυγή στην αναγκαστική κυκλοφορία. Η πρώτη αναγκαστική κυκλοφορία, Δεκέμβριος 1868 - Μάρτιος 1870, υπαγορεύθηκε από τις ανάγκες αντιμετώπισης της κρητικής επανάστασης. Η δεύτερη, 1877-1884, θα επιβληθεί λόγω επιδείνωσης της ανατολικής κρίσης και θα διατηρηθεί από τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργούσε η απόκτηση της Θεσσαλίας και Ηπείρου.
Μέχρι το 1879, λόγω μη διακανονισμού των δανείων ανεξαρτησίας, δεν θα υπάρξει εξωτερικός δανεισμός. Το Δημόσιο θα προσφεύγει συνεχώς στον εσωτερικό δανεισμό, κυρίως από την Εθνική Τράπεζα. Το συνολικό εσωτερικό χρέος θα ανέλθει στα 145,5 εκ. φράγκα (1 δρχ. = 1 φρ.). Αν προστεθούν οι διακανονισμοί των 25 εκ. φράγκων των δανείων ανεξαρτησίας το 1879 και των 4,5 εκ. φρ. η αναγνώριση του χρέους προς τον Όθωνα, το συνολικό Δημόσιο Χρέος το 1879 ανερχόταν στα 175 εκ. φρ. και του οποίου η εξυπηρέτηση απαιτούσε το 40% των εσόδων.
 
Αναστάσιος Μ. Ηλιαδάκης, Εξωτερικός δανεισμός και δανειακή κοινωνικοποίηση στην Ελλάδα, 1824-1940.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Το πιστωτικό σύστημα της χώρας βρισκόταν πραγματικά, κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, σε πρωτόγονη κατάσταση. Ήταν συνδεμένο με το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα με τις εξαγωγές της σταφίδας. Οι έμποροι λειτουργούσαν και ως πιστωτές, με τοκογλυφικές διαθέσεις και όρους. Ο δανεισμός κατευθυνόταν, ως επί το πλείστον, προς τους παραγωγούς και δημιουργούσε προϋποθέσεις εκμετάλλευσης, καθώς ουσιαστικά επρόκειτο για έναν τρόπο προαγοράς της επικείμενης παραγωγής, με δυσμενείς για τον παραγωγό όρους. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τον Δημήτρη Γ. Καπογιάννη (Κείμενο Α), ο οποίος επισημαίνει πως το αποτέλεσμα αυτού του τοκογλυφικού δανεισμού ήταν να επιβαρύνονται οι αγρότες με μεγάλα χρέη. Με δεδομένο το γεγονός πως δεν είχαν άλλη πηγή δανεισμού, κατέφευγαν στους «παντοπώλες» του χωριού τους και λάμβαναν δάνεια είτε σε χρήμα είτε -συνηθέστερα- σε προϊόντα. Ο δανεισμός αυτός ήταν βραχυπρόθεσμος και η λήξη του τοποθετούνταν την περίοδο της συγκομιδής, όποιου προϊόντος καλλιεργούσε ο κάθε αγρότης. Ως εκ τούτου, τα δάνεια γίνονταν απαιτητά σε διαφορετικό χρόνο ανάλογα με την καλλιέργεια. Η συνηθέστερη κατάληξη αυτής της διαδικασίας ήταν η διαπίστωση πως οι αγρότες δεν είχαν τη δυνατότητα εξόφλησης του δανείου, με αποτέλεσμα να επιτελείται ο «τοκογλυφικός υπολογισμός», για να διαπιστωθεί το εύρος του τελικού χρέους. Με την επανάληψη αυτής της τοκογλυφικής διαδικασίας σε λίγα μόλις χρόνια είχε εξαφανιστεί η ελεύθερη οικονομικών βαρών αγροτική περιουσία. Ιδιαίτερα εμφανής ήταν ο αρνητικός αντίκτυπος της τοκογλυφίας σε περιοχές της Θεσσαλίας, όπου οι αγρότες ενώ είχαν επιτύχει να εξαγοράσουν συνεργαζόμενοι κατά τόπους τσιφλίκια και τα είχαν μετατρέψει σε κεφαλοχώρια, να περιπέσουν εκ νέου οι αγροτικές αυτές εκτάσεις -είτε πλήρως είτε μερικώς- σε τσιφλίκια, λόγω της κακής απόδοσης των σοδιών και της οικονομικής αδυναμίας των αγροτών.
Την ίδια στιγμή, πάντως, άλλοι κλάδοι της παραγωγής στερούνταν των απαραίτητων για την ανάπτυξή τους πιστώσεων, και έτσι περιορίζονταν οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η κατάσταση αυτή ήταν αντίθετη με τις προθέσεις και τις πολιτικές του κράτους και αποθάρρυνε τα ελληνικά κεφάλαια του εξωτερικού. Οι προσπάθειες για την άρση όλων αυτών των εμποδίων υπήρξαν έντονες και προέρχονταν από πολλές πλευρές. Δεν απέβλεπαν τόσο στην εξάλειψη της τοκογλυφίας, όσο στην παράλληλη δημιουργία ενός πιο σύγχρονου πιστωτικού συστήματος, ικανού να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα ειδικών κοινωνικών ομάδων.
 
β. Από τα χρόνια της Επανάστασης, ο δανεισμός υπήρξε μία σημαντική παράμετρος της λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Αυτό ήταν φυσικό για ένα κράτος που ξεκινούσε από το μηδέν και δεν κληρονόμησε από το προηγούμενο καθεστώς οργανωμένο δημοσιονομικό σύστημα. Είναι γνωστές οι περιπέτειες των δανείων του Αγώνα στη χρηματαγορά του Λονδίνου καθώς και η σύναψη νέων δανείων, που συνόδευσε την άφιξη των Βαυαρών το 1832. Οι Οθωνικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν την αποπληρωμή των επαναστατικών δανείων, γεγονός που απομόνωσε τη χώρα από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές ως το 1861. Διαφορετική, ωστόσο, είναι η άποψη που εκφράζει ο Αναστάσιος Μ. Ηλιαδάκης (Κείμενο Β), ο οποίος τοποθετεί την έναρξη του εξωτερικού δανεισμού μετά το 1879, ακριβώς επειδή δεν είχε επέλθει διακανονισμός των δανείων της ανεξαρτησίας.
Η αλλαγή των ρυθμών ανάπτυξης από τη δεκαετία του 1860 και μετά, οδήγησε αναγκαστικά σε νέο δανεισμό. Οι περιορισμένοι πόροι της χώρας, σε συνδυασμό με τα έκτακτα έξοδα που επέβαλαν οι διαρκείς εθνικές κρίσεις, καθιστούσαν αδύνατη την εξοικονόμηση κεφαλαίων για δημόσιες επενδύσεις. Σύμφωνα, πάντως, με τα στοιχεία που καταγράφει ο Αναστάσιος Μ. Ηλιαδάκης (Κείμενο Β), την περίοδο εκείνη το ελληνικό κράτος κατέφευγε συνηθέστερα στον εσωτερικό δανεισμό, κυρίως από την Εθνική Τράπεζα. Μέχρι το 1879, μάλιστα, το εσωτερικό χρέος είχε φτάσει στα 145,5 εκατομμύρια δραχμές, ενώ αν προστεθούν σε αυτό τα 25 εκατομμύρια που προέκυψαν από τον διακανονισμό των δανείων της ανεξαρτησίας και τα 4,5 εκατομμύρια που αναγνωρίστηκαν ως οφειλόμενα στον έκπτωτο Όθωνα, τότε το συνολικό χρέος του ελληνικού Δημοσίου έφτανε τα 175 εκατομμύρια, με αποτέλεσμα να απαιτείται το 40% των εσόδων της χώρας για την εξυπηρέτησή του. Ακολούθως, ο εξωτερικός δανεισμός διογκώθηκε κατά τη δεκαετία του 1880, και μέσα σε λίγα μόλις χρόνια η χώρα βρέθηκε να οφείλει ποσά πολλαπλάσια του ετήσιου προϋπολογισμού της.
Το μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών χρησίμευσε για την κάλυψη των τρεχόντων ελλειμμάτων των εθνικών προϋπολογισμών. Όπως, πάντως, επισημαίνει ο Αναστάσιος Μ. Ηλιαδάκης (Κείμενο Β), τους μόνιμα ελλειμματικούς προϋπολογισμούς της εποχής το κράτος τους αντιμετώπιζε με ίδια μέσα. Το κράτος εκποιούσε εθνικές γαίες, καθώς και κρατικές μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, εξέδιδε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου ή κατέφευγε στον εσωτερικό δανεισμό. Μέρος των εξωτερικών δανείων αξιοποιήθηκε για την κάλυψη των δαπανών των στρατιωτικών κινητοποιήσεων (του 1877-1880 και του 1885-1886) και των εξοπλισμών (26.000.000 δραχμές από τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για τη ναυπήγηση τριών θωρηκτών το 1889). Διαφορετικά παρουσιάζει τη διαχείριση των κρίσεων της περιόδου αυτής ο Αναστάσιος Μ. Ηλιαδάκης (Κείμενο Β), ο οποίος αναφέρει ως μέσο επίλυσης των έκτακτων αναγκών την αναγκαστική κυκλοφορία του νομίσματος. Η πρώτη φορά που αξιοποιήθηκε το μέσο αυτό (Δεκέμβριος 1868 – Μάρτιος 1870) επιβλήθηκε λόγω της κρητικής επανάστασης και των σχετικών αναγκών που προέκυψαν. Η δεύτερη, που υπήρξε μεγαλύτερης διάρκειας (1877-1884) επιβλήθηκε αρχικά λόγω της ανατολικής κρίσης, αλλά παρατάθηκε λόγω των οικονομικών αναγκών που επήλθαν με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου στο ελληνικό κράτος. Επίσης μεγάλα ποσά των εξωτερικών δανείων διατέθηκαν για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων. Μικρό μέρος απέμενε για παραγωγικές επενδύσεις και δημόσια έργα, ποσό όμως απαραίτητο, χωρίς το οποίο τα έργα αυτά δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...