Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Οδυσσέας Ελύτης «Μυρίσαι το άριστον» [XV]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Oni Hazarian
 
Οδυσσέας Ελύτης «Μυρίσαι το άριστον» [XV]
 
                                                  XV
 
Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο
για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανε-
παίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και
άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η
πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με
καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που -αλίμονο- τους αντιλαμβάνον-
ται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνον-
ται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφο-
μοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κά-
θε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
 
Θέλουμε δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας
αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό
που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο που δίνουμε, για να
μας αποδοθεί λευκό· το θνησιμαίο, αείζωο.
 
Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.
 
Οδυσσέας Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος, Ίκαρος
 
Με αφορμή προσωπικά του βιώματα ο ποιητής οδηγείται σε γενικότερες διαπιστώσεις τόσο σχετικά με τον νοηματικό πλούτο της ελληνικής γλώσσας όσο και ευρύτερα για τη φύση του ανθρώπινου βίου. Οι συλλογισμοί του ποιητή, αν και ξεδιπλώνονται συνειρμικά, θίγουν με εύστοχο τρόπο καίρια ζητήματα.
 
«Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο
για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανε-
παίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.»
 
Η επαφή του ποιητή με τη φύση υπήρξε κυρίαρχη ήδη από την παιδική του ηλικία, στο πλαίσιο της οποίας πέρασε πολύ χρόνο κοντά σε περιοχές με καλαμιές, ακούγοντας τις πλείστες παραλλαγές του ήχου που προκαλούσε το πέρασμα του ανέμου μέσα από αυτές. Χρειάστηκε, όπως επισημαίνει με τη χρήση μιας μεταφοράς («ξόδεψα πολύν άνεμο»), να δαπανήσει πολύ χρόνο στην ύπαιθρο, αισθανόμενος και ακούγοντας τον άνεμο, προκειμένου να κάνει τη μετάβασή του από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή και σκέψη. Η μαθητεία του στους ήχους της φύσης, ωστόσο, διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της αντίληψής του και της ικανότητάς του να μπορεί να διακρίνει ακόμη και τον πλέον ανεπαίσθητο ήχο που προκαλεί η κίνηση του ανέμου. Η μαθητεία του αυτή συνιστά σε κυριολεκτικό επίπεδο μια πολύχρονη επαφή με την ελληνική φύση και τους ήχους της, παραπέμπει, όμως, συνειρμικά, στη γενικότερη επαφή του ποιητή με τους ήχους της ελληνικής γλώσσας σε όλες της τις εκφάνσεις είτε αυτές βρίσκονταν σε επαρχιακά είτε σε αστικά περιβάλλοντα. Κατόρθωσε, έτσι, ο ποιητής να μπορεί να διατυπώνει με ακρίβεια τα όσα ένιωθε, αισθανόταν και σκεφτόταν σε κάθε εμπειρία «μυστηρίου». Με τα «μυστήρια» να αποτελούν τα επιμέρους κομβικά βιώματα που επέφεραν σημαντικές αλλαγές στην ψυχοσύνθεση του ποιητή ή λειτούργησαν ως φορείς βαθιάς ευδαιμονίας και γοργής συναισθηματικής ωρίμασης.
 
«Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και
άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η
πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά.»
 
Η πολυετής μοναχική εξάσκηση αναγνώρισης των ηχητικών διαβαθμίσεων του ανέμου επέτρεψε στον ποιητή να μυηθεί τόσο στη λυρική διάσταση της ελληνικής γλώσσας όσο και στη νοηματική πολυμορφία της. Τα χρόνια που αφιέρωσε ακούγοντας τον άνεμο και εκφράζοντας με ακρίβεια τον εσωτερικό του κόσμο αποτέλεσαν ιδανική προετοιμασία για την ενασχόληση με μια γλώσσα τέτοιου ηχητικού και νοηματικού πλούτου, όπως είναι η ελληνική. Πώς θα μπορούσε κάποιος, άλλωστε, να ασχοληθεί με τις λεπτές νοηματικές διακρίσεις μεταξύ λέξεων που θεωρητικά αναφέρονται σε κάτι που μοιάζει ίδιο ή παρόμοιο, αν δεν είχε προηγουμένως αφιερωθεί με τόση μεθοδικότητα και υπομονή στις παραλλαγές του ήχου;
Η ελληνική γλώσσα απαιτεί χρόνο, ενδιαφέρον και μεράκι, προκειμένου να μπορέσει κάποιος να κατανοήσει -και κυρίως να αισθανθεί- τις κάποτε μικρές, αλλά ωστόσο ιδιαίτερα ουσιώδεις διαφορές μεταξύ φαινομενικά συνώνυμων λέξεων. Στην ελληνική γλώσσα η «αγάπη», το ανιδιοτελές ενδιαφέρον και το αίσθημα βαθιάς στοργής, διαφοροποιείται νοηματικά από τον «έρωτα», ο οποίος αποδίδει μια άλλη έκφανση συναισθηματικού ενδιαφέροντος, αφού σε αυτόν εμπεριέχεται η σωματική έλξη και η επιθυμία για ερωτική επαφή. Αντιστοίχως, στην ελληνική γλώσσα η «επιθυμία», το να θέλει, δηλαδή, κάποιος κάτι, τοποθετείται σε χαμηλότερο επίπεδο συναισθηματικής έντασης από αυτό που εκφράζει η «λαχτάρα», η οποία αποδίδει την πολύ έντονη επιθυμία· τον πόθο για κάτι. Παρομοίως, στην ελληνική γλώσσα υπάρχει μια δυσδιάκριτη, αλλά ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην «πίκρα», η οποία δηλώνει τη μεγάλη στεναχώρια κάποιου για ένα γεγονός, από το «μαράζι», το οποίο αποδίδει μια πολύ βαθύτερη αίσθηση ψυχικού πόνου· ενός πόνου εξαιρετικά δύσκολα αντιμετωπίσιμου που έχει μακρά διάρκεια. Διαφορά υπάρχει, επίσης, ανάμεσα στις λέξεις «σπλάχνα» και «σωθικά» παρ’ όλο που και οι δύο υποδηλώνουν τόσο τα εσωτερικά όργανα του σώματος όσο και την πηγή των συναισθημάτων ενός ανθρώπου. Η διαφορά εδώ έγκειται στο γεγονός πως οι Έλληνες χρησιμοποιούν συνηθέστερα τη λέξη «σωθικά» για να δηλώσουν πως κάτι πληγώνει ή ευφραίνει βαθιά την ψυχή τους.
 
«Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που -αλίμονο- τους αντιλαμβάνον-
ται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνον-
ται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφο-
μοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κά-
θε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.»
 
Ο λεξιλογικός αυτός πλούτος, ωστόσο, παρά την ιδιαίτερη αξία του, αφού επιτρέπει τη χρήση διαφορετικής λέξης για κάθε επιμέρους αναβαθμό συναισθήματος, μοιάζει να μένει όλο και περισσότερο αχρησιμοποίητος, με αποτέλεσμα να φθίνει, αφού οι φυσικοί ομιλητές της ελληνικής γλώσσας τείνουν να αφιερώνουν όλο και λιγότερο χρόνο στην επικοινωνία με την ίδια τους τη γλώσσα. Η αφθονία λέξεων πλασμένων για να αποδώσουν πλείστες συναισθηματικές καταστάσεις δεν μπορεί να διασφαλίσει από μόνη της τον πραγματικό πλούτο μιας γλώσσας, αν οι ομιλητές της δεν εξοικειώνονται επαρκώς με τις λέξεις αυτές και με το νόημά τους. Ο ποιητής, μάλιστα, προκειμένου να αποδώσει με έμφαση το τίμημα αυτής της απομάκρυνσης παραλληλίζει τη γλώσσα με τον ήλιο· με το ουράνιο εκείνο σώμα που μας προσφέρει ζωή. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αδιαφορία απέναντι στο πολύσημο των ελληνικών λέξεων μοιάζει με την αδιαφορία απέναντι στον κύριο φορέα ζωής, τον ήλιο, το φως του οποίου «δημιουργήθηκε» από τον κοινό μόχθο των ανθρώπων και, συνάμα, ως αντάλλαγμα για τον μόχθο αυτό. Όπως αυτό επιβεβαιώνεται από την επίμονη καθημερινή επιστροφή του, με όλο το θάμβος του φωτός του, για να μας ανταμείψει για τον κόπο και την αφοσίωση που του έχουμε προσφέρει.
Κατά παρόμοιο τρόπο, άρα, η απομάκρυνση από την ελληνική γλώσσα συνιστά, για τον ποιητή, ασυγχώρητο λάθος, εφόσον φανερώνει έλλειψη ενδιαφέροντος απέναντι σε έναν κώδικα επικοινωνίας που χρειάστηκε χιλιάδες χρόνια για να διαμορφωθεί και το συνεχή μόχθο αλλεπάλληλων γενεών. Ένας γλωσσικός κώδικας ικανός να εκφράσει κάθε συναίσθημα και κάθε σκέψη, προσφέροντας, συνάμα, το υλικό για να «φωτίσει» και να καλλιεργήσει τη σκέψη κάθε ομιλητή του, εγκαταλείπεται σταδιακά από τους ανθρώπους εκείνους που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν την υπέρμετρη λυρική και νοηματική του αξία και ποιότητα.
 
«Θέλουμε δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας
αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό
που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο που δίνουμε, για να
μας αποδοθεί λευκό· το θνησιμαίο, αείζωο.»
 
Η γλώσσα, το μέσο για την επικοινωνία, την έκφραση και τη σκέψη, έχει εξίσου ζωτική σημασία με τον ήλιο ή με ό,τι άλλο μας κρατά στη ζωή, καθώς λειτουργεί ταυτόχρονα ως το μέσο για να εκφράσουμε τη σκέψη μας και ως το μέσο για να ενισχύσουμε και να διευρύνουμε την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε. Υπάρχει μια αλληλένδετη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την ικανότητα επιβίωσής μας, η οποία θα έπρεπε να μας κινητοποιεί αυτόματα για την προάσπισή της. Όπως, άλλωστε, επισημαίνει ο Ελύτης «θέλουμε δε θέλουμε» είμαστε την ίδια στιγμή εκείνοι που υλοποιούμε τα αναγκαία για την επιβίωσή μας, αλλά και το ίδιο το υλικό που απαιτείται να προσφέρουμε -ως κόπο, ως μέσο- για να επιτευχθεί η επιβίωση αυτή. Δίνουμε πολλή προσπάθεια, ψυχική αγωνία, ακόμη και πόνο, για να αναδυθεί κάπου στον ορίζοντα η ζητούμενη λευκότητα που θα απαλείψει το σκότος της ζωής μας· δίνουμε το πολυτιμότερο στοιχείο του θνητού μας βίου, τον χρόνο μας ή ακόμη και την ίδια μας τη ζωή, για να προκύψει κάτι σπουδαιότερο και κάτι το διαχρονικό που δεν θα κάμπτεται πια από το πέρασμα του χρόνου.
 
«Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.»
 
Η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας στο επίκεντρο του οποίου τίθεται ο ίδιος ο άνθρωπος ως βασικός συντελεστής, μα και ως το αξιοποιούμενο μέσο για την επιτυχή έκβασή του. Καίρια συνειδητοποίηση, άρα, για κάθε άνθρωπο είναι το γεγονός πως δεν μπορεί να επιτύχει ή να διασφαλίσει αυτό που επιθυμεί, αν δεν το επιδιώξει ο ίδιος· αν δεν αγωνιστεί ο ίδιος, εκμεταλλευόμενος όλο του το είναι και κάθε του προτέρημα στην προσπάθειά του αυτή. Πρόκειται για μια συνειδητοποίηση που δεν επέρχεται εύκολα και για την οποία δεν υπάρχει ευρύ περιθώριο χρόνου. Σε κάθε άνθρωπο προσφέρεται ένα στιγμιαίο περιθώριο, όσο διαρκεί μια λάμψη, για να αντιληφθεί που βασίζεται η πιθανότητα να ευτυχήσει, και οφείλει σε αυτή την πρόσκαιρη στιγμή να είναι δεκτικός στη σχετική αποκάλυψη, αν όντως επιθυμεί να γευτεί την ευτυχία που του αναλογεί.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συγχωρώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Greg Collins 

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συγχωρώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συγχωρώ, συγχωρείς, συγχωρεί, συγχωρούμε, συγχωρείτε, συγχωρούν (ή συγχωρούνε)
& συγχωρώ, συγχωράς, συγχωρά ή συγχωράει, συγχωράμε, συγχωράτε, συγχωρούν ή συγχωράνε
Υποτακτική
να συγχωρώ, να συγχωρείς, να συγχωρεί, να συγχωρούμε, να συγχωρείτε, να συγχωρούν (ή να συγχωρούνε)
& να συγχωρώ, να συγχωράς, να συγχωρά ή να συγχωράει, να συγχωρούμε, να συγχωράτε, να συγχωρούν ή να συγχωράνε
Προστακτική
β΄ ενικό: συγχώρα β΄ πληθυντικό: συγχωράτε
Μετοχή
συγχωρώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
συγχωρούσα, συγχωρούσες, συγχωρούσε, συγχωρούσαμε, συγχωρούσατε, συγχωρούσαν (ή συγχωρούσανε)
& συγχώραγα, συγχώραγες, συγχώραγε, συγχωράγαμε, συγχωράγατε, συγχώραγαν (ή συγχωράγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
συγχώρησα, συγχώρησες, συγχώρησε, συγχωρήσαμε, συγχωρήσατε, συγχώρησαν (ή συγχωρήσανε)
Υποτακτική
να συγχωρήσω, να συγχωρήσεις, να συγχωρήσει, να συγχωρήσουμε, να συγχωρήσετε, να συγχωρήσουν (ή να συγχωρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συγχώρησε β΄ πληθυντικό: συγχωρήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συγχωρώ, θα συγχωρείς, θα συγχωρεί, θα συγχωρούμε, θα συγχωρείτε, θα συγχωρούν (ή θα συγχωρούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συγχωρήσω, θα συγχωρήσεις, θα συγχωρήσει, θα συγχωρήσουμε, θα συγχωρήσετε, θα συγχωρήσουν (ή θα συγχωρήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συγχωρήσει, θα έχεις συγχωρήσει, θα έχει συγχωρήσει, θα έχουμε συγχωρήσει, θα έχετε συγχωρήσει, θα έχουν(ε) συγχωρήσει
Περιφραστικά
[& θα έχω συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχεις συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχει συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχουμε συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχετε συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχουν(ε) συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο]
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συγχωρήσει, έχεις συγχωρήσει, έχει συγχωρήσει, έχουμε συγχωρήσει, έχετε συγχωρήσει, έχουν(ε) συγχωρήσει
Περιφραστικά
[& έχω συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
Υποτακτική
να έχω συγχωρήσει, να έχεις συγχωρήσει, να έχει συγχωρήσει, να έχουμε συγχωρήσει, να έχετε συγχωρήσει, να έχουν συγχωρήσει
Περιφραστικά
[& να έχω συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συγχωρήσει, είχες συγχωρήσει, είχε συγχωρήσει, είχαμε συγχωρήσει, είχατε συγχωρήσει, είχαν(ε) συγχωρήσει
[& είχα συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
 
Σημείωση: Οι καταλήξεις του Ενεστώτα σε –αω (συγχωράω, συγχωράς, συγχωράει) συναντώνται σε οικείο λόγο. Αντιστοίχως, οι συνοπτικοί τύποι του ρήματος σε -εσ- (συγχωρέσω, συγχώρεσα) χρησιμοποιούνται σε οικείο λόγο. 
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συγχωρούμαι, συγχωρείσαι, συγχωρείται, συγχωρούμαστε, συγχωρείστε, συγχωρούνται
& συγχωριέμαι, συγχωριέσαι, συγχωριέται, συγχωριώμαστε, συγχωριέστε, συγχωριούνται
Υποτακτική
να συγχωρούμαι, να συγχωρείσαι, να συγχωρείται, να συγχωρούμαστε, να συγχωρείστε, να συγχωρούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συγχωρείστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
συγχωρούμουν, συγχωρούσουν, συγχωρούνταν, συγχωρούμασταν ή συγχωρούμαστε, συγχωρούσασταν ή συγχωρούσαστε, συγχωρούνταν
& συγχωριόμουν, συγχωριόσουν, συγχωριόταν, συγχωριόμαστε, συγχωριόσαστε, συγχωριόνταν
 
Αόριστος
Οριστική
συγχωρήθηκα, συγχωρήθηκες, συγχωρήθηκε, συγχωρηθήκαμε, συγχωρηθήκατε, συγχωρήθηκαν ή συγχωρηθήκανε
& συγχωρέθηκα, συγχωρέθηκες, συγχωρέθηκε, συγχωρεθήκαμε, συγχωρεθήκατε, συγχωρέθηκαν   
Υποτακτική
να συγχωρεθώ, να συγχωρεθείς, να συγχωρεθεί, να συγχωρεθούμε, να συγχωρεθείτε, να συγχωρεθούν
Προστακτική
β΄ ενικού: συγχωρήσου β΄ πληθυντικό: συγχωρηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συγχωρούμαι, θα συγχωρείσαι, θα συγχωρείται, θα συγχωρούμαστε, θα συγχωρείστε, θα συγχωρούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συγχωρεθώ, θα συγχωρεθείς, θα συγχωρεθεί, θα συγχωρεθούμε, θα συγχωρεθείτε, θα συγχωρεθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συγχωρεθεί, θα έχεις συγχωρεθεί, θα έχει συγχωρεθεί, θα έχουμε συγχωρεθεί, θα έχετε συγχωρεθεί, θα έχουν συγχωρεθεί
[& θα είμαι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα είσαι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα είναι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα είμαστε συγχωρημένοι, συγχωρημένες, συγχωρημένα
θα είσαστε συγχωρημένοι, συγχωρημένες, συγχωρημένα
θα είναι συγχωρημένοι, συγχωρημένες, συγχωρημένα]
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συγχωρεθεί, έχεις συγχωρεθεί, έχει συγχωρεθεί, έχουμε συγχωρεθεί, έχετε συγχωρεθεί, έχουν συγχωρεθεί
[& είμαι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
Υποτακτική
να έχω συγχωρεθεί, να έχεις συγχωρεθεί, να έχει συγχωρεθεί, να έχουμε συγχωρεθεί, να έχετε συγχωρεθεί, να έχουν συγχωρεθεί
[& να είμαι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
Μετοχή
συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο
& συγχωρεμένος, συγχωρεμένη, συγχωρεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συγχωρεθεί, είχες συγχωρεθεί, είχε συγχωρεθεί, είχαμε συγχωρεθεί, είχατε συγχωρεθεί, είχαν(ε) συγχωρεθεί
[& ήμουν συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]

Ιστορία Προσανατολισμού: Βαλκανικοί Πόλεμοι & οικονομικά οφέλη (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Βαλκανικοί Πόλεμοι & οικονομικά οφέλη (πηγή)

Έχοντας υπόψη το κείμενο που ακολουθεί και με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις να απαντήσετε στα παρακάτω ερωτήματα:
α. με ποιον τρόπο επωφελήθηκε η εθνική οικονομία από την έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων;                                                                                                                      
β. ποιος παραγωγικός τομέας είχε τις μεγαλύτερες δυνατότητες αξιοποίησης και με ποιον τρόπο έγινε σαφές αυτό;
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι αμέσως μετά το πέρας των βαλκανικών πολέμων ξένοι κεφαλαιούχοι έκαναν την εμφάνισή τους στα γραφεία των υπουργών της ελληνικής κυβέρνησης, προσφέροντας κεφάλαια προς αξιοποίηση στις Νέες Χώρες, όχι όμως χωρίς ανταλλάγματα, τα οποία συχνά ήταν ιδιαιτέρως δυσανάλογα με την προσφορά τους. Διόλου τυχαία επίσης ένα σημαντικό μέρος αυτού του ενδιαφέροντος είχε να κάνει με την ίδρυση μιας τράπεζας που θα ασκούσε ενυπόθηκη πίστη, απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιοποίηση των εδαφών της βόρειας κυρίως Ελλάδας. Γιατί, όπως και να το δει κανείς, το μέλλον των Νέων Χωρών, αλλά και ολόκληρου του ελληνικού κράτους, βρισκόταν στη δυνατότητα αξιοποίησης της γης τους.
 
Κωστής, Κ., Ο πλούτος της Ελλάδας, Πατάκης, Αθήνα 2018, σ. 45.
 
α. Το κόστος των Βαλκανικών πολέμων ήταν σημαντικό, δεν κλόνισε όμως την εθνική οικονομία, όπως συνέβαινε με τις στρατιωτικές κινητοποιήσεις του 19ου αιώνα. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα βγήκε ιδιαίτερα κερδισμένη από τον πόλεμο. Ενσωμάτωσε πλούσιες περιοχές (Ήπειρο, Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, Νησιά του Αιγαίου, Κρήτη) και εκατομμύρια νέους κατοίκους. Τα εδάφη της αυξήθηκαν κατά 70% περίπου (από 65.000 σε 108.800 τετρ. χλμ.) και ο πληθυσμός της κατά 80% (από 2.700.000 σε 4.800.000 κατοίκους). Το κυριότερο όμως ήταν οι νέες οικονομικές προοπτικές. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τον Κ. Κωστή, ο οποίος επισημαίνει πως μόλις ολοκληρώθηκαν οι βαλκανικοί πόλεμοι υπήρξε έντονο ενδιαφέρον από ξένους κεφαλαιούχους για επενδύσεις στις Νέες Χώρες του ελληνικού κράτους. Οι κεφαλαιούχοι αυτοί προσέγγιζαν υπουργούς της ελληνικής κυβέρνησης, με προτάσεις, ωστόσο, οι οποίες βασίζονταν στη διασφάλιση δυσανάλογα μεγαλύτερων ανταλλαγμάτων σε σχέση με τα προσφερόμενα κεφάλαια.
 
β. Τα νεοαποκτηθέντα εδάφη ήταν ως επί το πλείστον πεδινά και αρδευόμενα, πράγμα που δημιουργούσε άριστες προοπτικές για τη γεωργική παραγωγή. Όπως ειδικότερα επισημαίνει ο Κ. Κωστής, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης συνιστούσαν βασικό εχέγγυο για την ανάπτυξη τόσο των Νέων Χωρών όσο και εν γένει του ελληνικού κράτους. Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως οι ξένοι κεφαλαιούχοι εξέφραζαν ενδιαφέρον για την ίδρυση μιας τράπεζας, η οποία θα παρείχε πίστωση στους πελάτες της με εγγύηση την υποθήκευση των κτημάτων τους. Η προσφερόμενη αυτή χρηματοδότηση συνιστούσε, εκ των πραγμάτων, αναγκαιότητα για την παραγωγική αξιοποίηση των εδαφικών εκτάσεων ιδιαίτερα της βόρειας Ελλάδας. Οπωσδήποτε όμως, η Ελλάδα έγινε υπολογίσιμη πλέον δύναμη και η εμπιστοσύνη που ενέπνεε στις αγορές χρήματος και πιστώσεων αυξήθηκε σημαντικά. Η χώρα ήταν έτοιμη να αφιερωθεί στο δύσκολο έργο της ενσωμάτωσης των νέων περιοχών, όταν ξέσπασε, το καλοκαίρι του 1914, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος.

Ιστορία Προσανατολισμού: Η εμπορική ναυτιλία κατά τον 18ο αιώνα (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Η εμπορική ναυτιλία κατά τον 18ο αιώνα (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από το κείμενο που σας δίνεται να απαντήσετε στα εξής:
α. Με ποιους τρόπους οι Έλληνες πλοιοκτήτες κατόρθωσαν, μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, να κυριαρχήσουν στα θαλάσσια δίκτυα της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας;

β. Ποια επίδραση είχαν αφενός η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και αφετέρου η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι στην ελληνική ναυτιλία;        
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Τον 18ο αιώνα τα περισσότερα ελληνικά πλοία έπλεαν με νόμιμες κρατικές σημαίες και εκμεταλλεύονταν το εξωτερικό εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των βαλκανικών επαρχιών της. Η παρακμή των ιταλικών ναυτικών δυνάμεων επέτρεψε στους ελληνορθόδοξους πλοιοκτήτες να διεισδύσουν στο ναυτικό εμπόριο της Ιταλίας και της ευρύτερης Μεσογείου. Βεβαίως, οι Βενετοί, οι Γενουάτες και οι Λιβούρνιοι ήταν ακόμη σοβαροί ανταγωνιστές στην Αδριατική και στο Ιόνιο[…]. Οι Έλληνες μπόρεσαν όμως μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό και […]να κατακτήσουν, έως το τέλος του 18ου αιώνα, ένα σημαντικό μερίδιο των αγορών. Οι πρώιμοι πόλεμοι αυτού του αιώνα, η Γαλλική Επανάσταση και τελικά οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι έφεραν τεράστιο πλούτο στα μεγαλύτερα λιμάνια της ελληνικής χερσονήσου και στις ναυτικές νήσους. […] Στο θαλάσσιο εμπόριο, οι Έλληνες πλοιοκτήτες, σε συνεργασία με τα τοπικά ναυπηγεία, εφάρμοσαν στα πλοία τους ενδιαφέρουσες καινοτομίες – ή προσάρμοσαν στις ανάγκες τους τεχνικά επιτεύγματα ευρωπαϊκών ναυπηγείων, ιδίως βρετανικών. Στον 18ο αιώνα κατέκτησαν βαθμηδόν τις αγορές ξυλείας και δημητριακών στον Δούναβη και στην Μαύρη Θάλασσα. Έως το τέλος του αιώνα είχαν επικρατήσει πλήρως σε αυτές τις αγορές χάρη στην υποστήριξη των Φαναριωτών και των ισχυρών ομογενών τους στην Ρωσία.
 
Δερτιλής, Γ. Β., Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920, τ. Α΄, Εστία, Αθήνα 2009, σ. 89. (διασκευή)
 
Ενδεικτική απάντηση
 
 α. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, παρατηρήθηκε σημαντική ναυτιλιακή και εμπορική δραστηριότητα σε πολλές παραλιακές περιοχές του ελληνικού χώρου και σε νησιά. Όπως επισημαίνει ο Γ. Δερτιλής, οι Έλληνες πλοιοκτήτες εκείνης της περιόδου, σε συνεργασία με τα ναυπηγεία του ελληνικού χώρου, προχώρησαν στη βελτίωση των πλοίων αξιοποιώντας σημαντικές καινοτομίες, αλλά και υιοθετώντας, με κατάλληλες προσαρμογές, επιτεύγματα των ευρωπαϊκών ναυπηγείων και ιδιαίτερα των βρετανικών.  Η δραστηριότητα αυτή ευνοήθηκε από διάφορες συγκυρίες, και ιδιαίτερα από την έξοδο της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και το εμπόριο που αναπτύχθηκε στα λιμάνια της περιοχής (λ.χ. στην Οδησσό) και της Μεσογείου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες από το παράθεμα του Γ. Δερτιλή, οι Έλληνες πλοιοκτήτες εκμεταλλεύτηκαν την περίοδο παρακμής των ναυτικών δυνάμεων της Ιταλίας και κατόρθωσαν να αποκτήσουν μερίδιο στο θαλάσσιο εμπόριο της γειτονικής χώρας, αλλά και ευρύτερα της Μεσογείου. Η θετική αυτή εξέλιξη επήλθε σταδιακά και ολοκληρώθηκε στο τέλος του 18ου αιώνα, καθώς οι Έλληνες χρειάστηκε να κάμψουν τον ανταγωνισμό που υπήρχε στο Ιόνιο και στην Αδριατική από την εκεί δραστηριοποίηση των Βενετών, των Γενουατών και των Λιβούρνιων. Κατά την ίδια περίοδο, συνάμα, οι Έλληνες πλοιοκτήτες, λαμβάνοντας ενίσχυση από τους Φαναριώτες και τους πλούσιους ομογενείς της Ρωσία, κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν στις αγορές ξυλείας και δημητριακών τόσο στον Δούναβη όσο και στη Μαύρη Θάλασσα. 
 
β. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα χριστιανικά -ελληνικά- πλοία προστατεύονταν από τη ρωσική ισχύ και έτσι ευνοήθηκε η ραγδαία ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από τον Γ. Δερτιλή, ο οποίος επισημαίνει πως τα ελληνικά πλοία είχαν κατά τον 18ο αιώνα τη δυνατότητα να πλέουν φέροντας νόμιμες κρατικές σημαίες. Αξιοποίησαν, μάλιστα, το προνόμιο αυτό προκειμένου να αναλάβουν το εξωτερικό εμπόριο των λιμανιών τόσο της Μαύρης Θάλασσας όσο και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των επαρχιών της στα Βαλκάνια.  Λίγο αργότερα, με τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους, ευνοήθηκε ιδιαίτερα η ελληνική ναυτιλία. Πληροφορία που επιβεβαιώνεται από τον Γ. Δερτιλή, ο οποίος τονίζει τα τεράστια οικονομικά οφέλη που αποκόμισαν κατά την περίοδο εκείνη τα μεγαλύτερα λιμάνια της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά και τα εμπορικά νησιά της. Η διάσπαση του ηπειρωτικού αποκλεισμού, τον οποίο είχε επιβάλει το αγγλικό ναυτικό στα γαλλικά λιμάνια, έφερνε μεγάλα κέρδη, ενώ ταυτόχρονα η εξαφάνιση των γαλλικών πλοίων από την Ανατολική Μεσόγειο δημιούργησε κενά, πού έσπευσαν να εκμεταλλευτούν οι Έλληνες.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...