Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τρώω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική τρώω,
τρως, τρώει, τρώμε, τρώτε, τρων (ή τρώνε) Υποτακτική να τρώω, να τρως, να τρώει, να τρώμε, να
τρώτε, να τρων (ή να τρώνε) Προστακτική β΄ ενικό: τρώγε – β΄ πληθυντικό: τρώτε
(ή τρώγετε) Μετοχή τρώγοντας Παρατατικός Οριστική έτρωγα, έτρωγες, έτρωγε, τρώγαμε, τρώγατε, έτρωγαν
(ή τρώγανε) Αόριστος Οριστική έφαγα,
έφαγες, έφαγε, φάγαμε, φάγατε, έφαγαν (ή φάγανε) Υποτακτική να φάω, να φας, να φάει, να φάμε, να φάτε,
να φαν (ή να φάνε) Προστακτική β΄ ενικό: φάε – β΄ πληθυντικό: φάτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα τρώω, θα τρως, θα τρώει, θα τρώμε, θα
τρώτε, θα τρων (ή θα τρώνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα φάω, θα φας, θα φάει, θα φάμε, θα φάτε, θα
φαν (ή θα φάνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω φάει, θα έχεις φάει, θα έχει φάει, θα
έχουμε φάει, θα έχετε φάει, θα έχουν φάει Παρακείμενος Οριστική έχω φάει, έχεις φάει, έχει φάει, έχουμε φάει,
έχετε φάει, έχουν φάει Υποτακτική να έχω φάει, να έχεις φάει, να έχει
φάει, να έχουμε φάει, να έχετε φάει, να έχουν φάει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα φάει, είχες φάει, είχε φάει, είχαμε φάει,
είχατε φάει, είχαν(ε) φάει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική τρώγομαι, τρώγεσαι, τρώγεται, τρωγόμαστε, τρώγεστε,
τρώγονται Υποτακτική να τρώγομαι, να τρώγεσαι, να τρώγεται, να
τρωγόμαστε, να τρώγεστε, να τρώγονται Παρατατικός Οριστική τρωγόμουν, τρωγόσουν, τρωγόταν, τρωγόμαστε, τρωγόσαστε,
τρώγονταν & τρωγόμουνα, τρωγόσουνα, τρωγότανε,
τρωγόμασταν, τρωγόσασταν, τρωγόντουσαν Αόριστος Οριστική φαγώθηκα, φαγώθηκες, φαγώθηκε, φαγωθήκαμε, φαγωθήκατε,
φαγώθηκαν (ή φαγωθήκανε) Υποτακτική να φαγωθώ, να φαγωθείς, να φαγωθεί, να φαγωθούμε,
να φαγωθείτε, να φαγωθούν (ή να φαγωθούνε) Προστακτική β΄ ενικό: φαγώσου, β΄ πληθυντικό: φαγωθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα τρώγομαι, θα τρώγεσαι, θα τρώγεται, θα
τρωγόμαστε, θα τρώγεστε, θα τρώγονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα φαγωθώ, θα φαγωθείς, θα φαγωθεί, θα
φαγωθούμε, θα φαγωθείτε, θα φαγωθούν (ή θα φαγωθούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω φαγωθεί, θα έχεις φαγωθεί, θα έχει φαγωθεί, θα
έχουμε φαγωθεί, θα έχετε φαγωθεί, θα έχουν φαγωθεί Παρακείμενος Οριστική έχω φαγωθεί, έχεις φαγωθεί, έχει φαγωθεί, έχουμε φαγωθεί,
έχετε φαγωθεί, έχουν φαγωθεί Υποτακτική να έχω φαγωθεί, να έχεις φαγωθεί, να
έχει φαγωθεί, να έχουμε φαγωθεί, να έχετε φαγωθεί, να έχουν φαγωθεί Μετοχή φαγωμένος, φαγωμένη, φαγωμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα φαγωθεί, είχες φαγωθεί, είχε φαγωθεί, είχαμε φαγωθεί,
είχατε φαγωθεί, είχαν(ε) φαγωθεί
Μηνάς Δημάκης «Θηρία» Εικόνες Στοιβάζονται στα κατατόπια της μνήμης Αναμνήσεις Συνωστίζονται αλληλοκυνηγιούνται Και είναι ανάγκη να τις τιθασέψεις Να κυριαρχήσεις σ’ αυτές Και γίνεσαι θηριοδαμαστής Όταν εκείνες το θέλουν να σε
κατασπαράξουν Όταν ακάθεκτες ορμούν την ψυχή να
ξεσκίσουν Να! η τίγρης η ύαινα το λιοντάρι Σε κυνηγούν ζωντανό-πεθαμένο Πληγές που γιατρεύτηκαν ξανανοίγουν Και τι μάχη Τι άσκηση να μερώσεις Να δαμάσεις τόσα θηρία Να φτιάσεις τόσα κλουβιά Για τις ώρες της άγριας επίθεσης. Μηνάς Δημάκης, Πορεία μέσα στη νύχτα,
Ερμής, 1999 Στο αλληγορικής προσέγγισης αυτό ποίημα
οι επώδυνες αναμνήσεις και τα αρνητικά βιώματα του παρελθόντος παρουσιάζονται
ως θηρία που με την πρώτη ευκαιρία επιτίθενται, για να «ξεσκίσουν» την ψυχή του
ατόμου, με τη δύναμη που τους παρέχει το συναισθηματικό τους βάρος. Καθετί που
έχει πληγώσει το άτομο στο παρελθόν είτε ως προσωπικό του βίωμα είτε ως εικόνα
από τη ζωή κάποιου οικείου του, ακόμη και αν λησμονηθεί προσωρινά, δεν
διαγράφεται ποτέ εντελώς, με αποτέλεσμα να επανεμφανίζεται, όταν προκύψει το
ερέθισμα εκείνο που θα κινητοποιήσει τη μνήμη του ατόμου. «Εικόνες Στοιβάζονται στα κατατόπια της μνήμης Αναμνήσεις Συνωστίζονται αλληλοκυνηγιούνται Και είναι ανάγκη να τις τιθασέψεις Να κυριαρχήσεις σ’ αυτές» Η ελλιπής κατανόηση, διαχείριση και
αποδοχή των βιωμάτων του παρελθόντος έχει ως αποτέλεσμα το «στοίβαγμα» και τον
«συνωστισμό» εικόνων και αναμνήσεων που δεν έχουν λάβει εγκαίρως την προσοχή
που τους οφειλόταν. Βρίσκονται, έτσι, σε κατάσταση εγρήγορσης, κυνηγούν ή μία
την άλλη, αναζητώντας πιθανώς τις μεταξύ τους συνδέσεις ή το προνόμιο να
αναδυθούν στη σκέψη του ατόμου, διεκδικώντας ό,τι δεν τους δόθηκε. Η
προσωποποίηση των αναμνήσεων, όπως και η μεταφορική αποτύπωση του πλήθους των
εικόνων («στοιβάζονται στα κατατόπια της μνήμης»), αποσκοπούν στο να αποδοθεί
εναργέστερα η δυναμική όλου αυτού του υλικού βιωμάτων και εικόνων που το άτομο
έχει απλώς καταπιέσει μέσα του, μη έχοντας την ευκαιρία ή τη δυνατότητα να
επιζητήσει μια θεραπευτική συνδιαλλαγή με το παρελθόν του. Η κινητικότητα των αναμνήσεων ωθεί το
ποιητικό υποκείμενο να απευθυνθεί στον αναγνώστη -ή στον ίδιο του τον εαυτό- με
τη χρήση του β΄ ενικού προσώπου («είναι ανάγκη να τις τιθασέψεις», «να
κυριαρχήσεις σ’ αυτές»), παρέχοντάς του τη μόνη επιλογή που θεωρεί ορθή, την
ανάγκη να τεθούν υπό έλεγχο -να καταπιεστούν περισσότερο- οι ετερόκλητες αυτές
αναμνήσεις. Το ενδεχόμενο να έρθει σε επαφή με τις αναμνήσεις αυτές με τη
διαμεσολάβηση κάποιου ειδικού δεν εμφανίζεται ως επιλογή∙ το άτομο είτε θα
ελέγξει τις επώδυνες μνήμες του είτε θα λεηλατηθεί ψυχικά από αυτές. «Και γίνεσαι θηριοδαμαστής Όταν εκείνες το θέλουν να σε
κατασπαράξουν Όταν ακάθεκτες ορμούν την ψυχή να
ξεσκίσουν» Το ποιητικό υποκείμενο επισημαίνει πως
η αναμέτρηση με τις οδυνηρές μνήμες του παρελθόντος συνιστά για το άτομο έναν
αγώνα επιβίωσης, διότι αν αυτές αφεθούν ανεξέλεγκτες έχουν τη δυνατότητα να τον
«κατασπαράξουν». Αν το άτομο επιτρέψει στις αναμνήσεις να έρθουν στην
επιφάνεια, οδηγείται σε μια επώδυνη επιστροφή στο παρελθόν από την οποία δεν μπορεί
να ξεφύγει αλώβητο. Ο καταπιεσμένος πόνος και η πικρία που έμειναν για καιρό
χωρίς διέξοδο αποκτούν μια συγκλονιστική δυναμική που τους επιτρέπει να «ξεσκίζουν»
πλέον την ψυχή του ατόμου. Ο πόνος του παρελθόντος και οι μνήμες που
καταπιέστηκαν δεν αφανίζονται ποτέ, παραμένουν σε κατάσταση επιφυλακής μέχρι να
βρουν το άτομο σε ευάλωτη κατάσταση και τότε αναδύονται εκ νέου, έχοντας πλέον
πολλαπλάσια ισχύ. Το άτομο, επομένως, οφείλει να λειτουργεί σε αυτές τις περιπτώσεις
σαν «θηριοδαμαστής» που καλείται να θέσει υπό έλεγχο τις «αγριεμένες»
αναμνήσεις, προκειμένου να επιβιώσει από τις επιθέσεις τους. «Να! η τίγρης η ύαινα το λιοντάρι Σε κυνηγούν ζωντανό-πεθαμένο Πληγές που γιατρεύτηκαν ξανανοίγουν» Με τη χρήση ασύνδετου σχήματος το
ποιητικό υποκείμενο δημιουργεί μια αλληγορική εικόνα στο πλαίσιο της οποίας οι
επώδυνες αναμνήσεις λαμβάνουν τη μορφή άγριων ζώων, που είναι έτοιμα ακόμη και
να τερματίσουν τη ζωή του ατόμου. Η επίθεσή τους, άλλωστε, προκαλεί τέτοιας
έντασης ψυχικό πόνο, ώστε το άτομο βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και
θανάτου. Ακόμη και οι πληγές του παρελθόντος που είχαν με τα χρόνια γιατρευτεί
ανοίγουν εκ νέου προκαλώντας πρόσθετη οδύνη στο άτομο, το οποίο δέχεται «επιθέσεις»
από πολλές κατευθύνσεις ταυτόχρονα αδύναμο να διαχειριστεί τις παράλληλες
εστίες ψυχικού πόνου. «Και τι μάχη Τι άσκηση να μερώσεις Να δαμάσεις τόσα θηρία Να φτιάσεις τόσα κλουβιά Για τις ώρες της άγριας επίθεσης.» Κάθε άνθρωπος οφείλει να είναι
προετοιμασμένος για τη δύσκολη διαδικασία χαλιναγώγησης των επώδυνων αναμνήσεών
του, διότι πρόκειται για μια πραγματική «μάχη». Δεν είναι καθόλου εύκολο να
δαμάσει κάποιος τόσα θηρία, αλλά και να φτιάξει ένα σωρό κλουβιά, για να
μπορέσει να «φυλακίσει» τα θηρία, όταν εκείνα επιχειρήσουν την άγρια επίθεσή τους. Το ποιητικό υποκείμενο έχοντας προφανώς
βιώσει το ευάλωτο των ανθρώπων απέναντι στις αναμνήσεις που αιφνιδίως
καταλαμβάνουν τη σκέψη και εγκλωβίζουν το άτομο σε μια ακούσια κατάσταση αναβίωσης
τραυμάτων του παρελθόντος, επιχειρεί να προειδοποιήσει τους αναγνώστες σχετικά
με το επώδυνο της σχετικής εμπειρίας. Η άποψή του, ωστόσο, βασίζεται στη λογική
της περαιτέρω καταπίεσης των οδυνηρών αναμνήσεων, και, άρα, στη διαιώνιση της εξαρχής
λανθασμένης αυτής στάσης απέναντι στα αρνητικά βιώματα του παρελθόντος. Θα ήταν
πιο συνετή, όμως, μια καθοδηγούμενη διαχείριση των αναμνήσεων αυτών από κάποιον
ειδικό ψυχικής υγείας, ώστε το άτομο να μην αισθάνεται πως οφείλει να βρίσκεται
σε κατάσταση «πολέμου» με τα ίδια του τα συναισθήματα. Η καταπίεση των
αναμνήσεων δεν προσφέρει τη ζητούμενη λύση, εφόσον τα συναισθήματα που τις συνοδεύουν
δεν χάνονται, βρίσκουν απλώς διαφορετικούς τρόπους διαφυγής και εκτόνωσης, με
αποτέλεσμα να υπονομεύουν είτε τη σωματική είτε την ψυχική υγεία του ατόμου.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κηρύσσω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική κηρύσσω, κηρύσσεις, κηρύσσει, κηρύσσουμε, κηρύσσετε,
κηρύσσουν (ή κηρύσσουνε) Υποτακτική να κηρύσσω, να κηρύσσεις, να κηρύσσει, να
κηρύσσουμε, να κηρύσσετε, να κηρύσσουν (ή να κηρύσσουνε) Προστακτική β΄ ενικό: κήρυσσε – β΄ πληθυντικό: κηρύσσετε Μετοχή κηρύσσοντας Παρατατικός Οριστική κήρυσσα, κήρυσσες, κήρυσσε, κηρύσσαμε, κηρύσσατε,
κήρυσσαν ή κηρύσσανε Αόριστος Οριστική κήρυξα, κήρυξες, κήρυξε, κηρύξαμε, κηρύξατε,
κήρυξαν ή κηρύξανε Υποτακτική να κηρύξω, να κηρύξεις, να κηρύξει, να
κηρύξουμε, να κηρύξετε, να κηρύξουν (ή να κηρύξουνε) Προστακτική β΄ ενικό: κήρυξε – β΄ πληθυντικό: κηρύξτε
(ή κηρύξετε) Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα κηρύσσω, θα κηρύσσεις, θα κηρύσσει, θα
κηρύσσουμε, θα κηρύσσετε, θα κηρύσσουν (ή θα κηρύσσουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα κηρύξω, θα κηρύξεις, θα κηρύξει, θα
κηρύξουμε, θα κηρύξετε, θα κηρύξουν (ή θα κηρύξουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω κηρύξει, θα έχεις κηρύξει, θα έχει κηρύξει, θα
έχουμε κηρύξει, θα έχετε κηρύξει, θα έχουν κηρύξει Παρακείμενος Οριστική έχω κηρύξει, έχεις κηρύξει, έχει κηρύξει, έχουμε κηρύξει,
έχετε κηρύξει, έχουν(ε) κηρύξει Υποτακτική να έχω κηρύξει, να έχεις κηρύξει, να έχει
κηρύξει, να έχουμε κηρύξει, να έχετε κηρύξει, να έχουν(ε) κηρύξει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα κηρύξει, είχες κηρύξει, είχε κηρύξει, είχαμε κηρύξει,
είχατε κηρύξει, είχαν(ε) κηρύξει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική κηρύσσομαι, κηρύσσεσαι, κηρύσσεται, κηρυσσόμαστε,
κηρύσσεστε, κηρύσσονται Υποτακτική να κηρύσσομαι, να κηρύσσεσαι, να κηρύσσεται,
να κηρυσσόμαστε, να κηρύσσεστε, να κηρύσσονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: κηρύσσεστε Μετοχή κηρυσσόμενος, κηρυσσόμενη, κηρυσσόμενο Παρατατικός Οριστική κηρυσσόμουν, κηρυσσόσουν, κηρυσσόταν, κηρυσσόμαστε,
κηρυσσόσαστε, κηρύσσονταν (& κηρυσσόμουνα, κηρυσσόσουνα, κηρυσσότανε,
κηρυσσόμασταν, κηρυσσόσασταν, κηρυσσόντουσαν) Αόριστος Οριστική κηρύχθηκα, κηρύχθηκες, κηρύχθηκε, κηρυχθήκαμε, κηρυχθήκατε,
κηρύχθηκαν (ή κηρυχθήκανε) & κηρύχτηκα, κηρύχτηκες, κηρύχτηκε,
κηρυχτήκαμε, κηρυχτήκατε, κηρύχτηκαν (ή κηρυχτήκανε) Υποτακτική να κηρυχθώ, να κηρυχθείς, να κηρυχθεί,
να κηρυχθούμε, να κηρυχθείτε, να κηρυχθούν (ή να κηρυχθούνε) & να κηρυχτώ, να κηρυχτείς, να κηρυχτεί,
να κηρυχτούμε, να κηρυχτείτε, να κηρυχτούν (ή να κηρυχτούνε) Προστακτική β΄ ενικού: κηρύξου β΄ πληθυντικό: κηρυχθείτε
(κηρυχτείτε) Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα κηρύσσομαι, θα κηρύσσεσαι, θα
κηρύσσεται, θα κηρυσσόμαστε, θα κηρύσσεστε, θα κηρύσσονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα κηρυχθώ, θα κηρυχθείς, θα κηρυχθεί, θα
κηρυχθούμε, θα κηρυχθείτε, θα κηρυχθούν (ή θα κηρυχθούνε) & θα κηρυχτώ, θα κηρυχτείς, θα
κηρυχτεί, θα κηρυχτούμε, θα κηρυχτείτε, θα κηρυχτούν (ή θα κηρυχτούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω κηρυχθεί, θα έχεις κηρυχθεί, θα έχει κηρυχθεί,
θα έχουμε κηρυχθεί, θα έχετε κηρυχθεί, θα έχουν κηρυχθεί & θα έχω κηρυχτεί, θα έχεις κηρυχτεί,
θα έχει κηρυχτεί, θα έχουμε κηρυχτεί, θα έχετε κηρυχτεί, θα έχουν κηρυχτεί Παρακείμενος Οριστική έχω κηρυχθεί, έχεις κηρυχθεί, έχει κηρυχθεί, έχουμε
κηρυχθεί, έχετε κηρυχθεί, έχουν κηρυχθεί & έχω κηρυχτεί, έχεις κηρυχτεί,
έχει κηρυχτεί, έχουμε κηρυχτεί, έχετε κηρυχτεί, έχουν κηρυχτεί Υποτακτική να έχω κηρυχθεί, να έχεις κηρυχθεί, να έχει
κηρυχθεί, να έχουμε κηρυχθεί, να έχετε κηρυχθεί, να έχουν κηρυχθεί & να έχω κηρυχτεί, να έχεις
κηρυχτεί, να έχει κηρυχτεί, να έχουμε κηρυχτεί, να έχετε κηρυχτεί, να έχουν
κηρυχτεί Μετοχή κηρυγμένος, κηρυγμένη, κηρυγμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα κηρυχθεί, είχες κηρυχθεί, είχε κηρυχθεί, είχαμε
κηρυχθεί, είχατε κηρυχθεί, είχαν(ε) κηρυχθεί & είχα κηρυχτεί, είχες κηρυχτεί,
είχε κηρυχτεί, είχαμε κηρυχτεί, είχατε κηρυχτεί, είχαν(ε) κηρυχτεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αποκλείω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική αποκλείω, αποκλείεις, αποκλείει, αποκλείουμε, αποκλείετε,
αποκλείουν (ή αποκλείουνε) Υποτακτική να αποκλείω, να αποκλείεις, να αποκλείει,
να αποκλείουμε, να αποκλείετε, να αποκλείουν (ή να αποκλείουνε) Προστακτική β΄ ενικό: απόκλειε – β΄ πληθυντικό: αποκλείετε Μετοχή αποκλείοντας Παρατατικός Οριστική απέκλεια, απέκλειες, απέκλειε, αποκλείαμε, αποκλείατε,
απέκλειαν ή αποκλείανε [Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται
μόνο όταν τονίζεται] Αόριστος Οριστική απέκλεισα, απέκλεισες, απέκλεισε, αποκλείσαμε, αποκλείσατε,
απέκλεισαν ή αποκλείσανε Υποτακτική να αποκλείσω, να αποκλείσεις, να αποκλείσει,
να αποκλείσουμε, να αποκλείσετε, να αποκλείσουν (ή να αποκλείσουνε) Προστακτική β΄ ενικό: απόκλεισε – β΄ πληθυντικό: αποκλείστε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα αποκλείω, θα αποκλείεις, θα αποκλείει, θα
αποκλείουμε, θα αποκλείετε, θα αποκλείουν (ή θα αποκλείουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα αποκλείσω, θα αποκλείσεις, θα αποκλείσει, θα
αποκλείσουμε, θα αποκλείσετε, θα αποκλείσουν (ή θα αποκλείσουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω αποκλείσει, θα έχεις αποκλείσει, θα έχει αποκλείσει,
θα έχουμε αποκλείσει, θα έχετε αποκλείσει, θα έχουν αποκλείσει Παρακείμενος Οριστική έχω αποκλείσει, έχεις αποκλείσει, έχει αποκλείσει,
έχουμε αποκλείσει, έχετε αποκλείσει, έχουν(ε) αποκλείσει Υποτακτική να έχω αποκλείσει, να έχεις αποκλείσει,
να έχει αποκλείσει, να έχουμε αποκλείσει, να έχετε αποκλείσει, να έχουν (ή
έχουνε) αποκλείσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα αποκλείσει, είχες αποκλείσει, είχε αποκλείσει,
είχαμε αποκλείσει, είχατε αποκλείσει, είχαν(ε) αποκλείσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική αποκλείομαι, αποκλείεσαι, αποκλείεται, αποκλειόμαστε,
αποκλείεστε ή αποκλειόσαστε, αποκλείονται Υποτακτική να αποκλείομαι, να αποκλείεσαι, να αποκλείεται,
να αποκλειόμαστε, να αποκλείεστε ή να αποκλειόσαστε, να αποκλείονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: αποκλείεστε Μετοχή αποκλειόμενος, αποκλειόμενη, αποκλειόμενο Παρατατικός Οριστική αποκλειόμουν, αποκλειόσουν, αποκλειόταν,
αποκλειόμασταν, αποκλειόσασταν, αποκλείονταν (& αποκλειόμουνα, αποκλειόσουνα,
αποκλειότανε, αποκλειόμαστε, αποκλειόσαστε, αποκλειόντουσαν) Αόριστος Οριστική αποκλείστηκα, αποκλείστηκες, αποκλείστηκε, αποκλειστήκαμε,
αποκλειστήκατε, αποκλείστηκαν ή αποκλειστήκανε Υποτακτική να αποκλειστώ, να αποκλειστείς, να αποκλειστεί,
να αποκλειστούμε, να αποκλειστείτε, να αποκλειστούν (ή να αποκλειστούνε) Προστακτική β΄ ενικού: αποκλείσου β΄ πληθυντικό: αποκλειστείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα αποκλείομαι, θα αποκλείεσαι, θα αποκλείεται, θα
αποκλειόμαστε, θα αποκλείεστε ή θα αποκλειόσαστε, θα αποκλείονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα αποκλειστώ, θα αποκλειστείς, θα αποκλειστεί, θα
αποκλειστούμε, θα αποκλειστείτε, θα αποκλειστούν (ή θα αποκλειστούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω αποκλειστεί, θα έχεις αποκλειστεί, θα έχει αποκλειστεί,
θα έχουμε αποκλειστεί, θα έχετε αποκλειστεί, θα έχουν αποκλειστεί Παρακείμενος Οριστική έχω αποκλειστεί, έχεις αποκλειστεί, έχει αποκλειστεί,
έχουμε αποκλειστεί, έχετε αποκλειστεί, έχουν(ε) αποκλειστεί Υποτακτική να έχω αποκλειστεί, να έχεις
αποκλειστεί, να έχει αποκλειστεί, να έχουμε αποκλειστεί, να έχετε αποκλειστεί, να
έχουν(ε) αποκλειστεί Μετοχή αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα αποκλειστεί, είχες αποκλειστεί, είχε αποκλειστεί,
είχαμε αποκλειστεί, είχατε αποκλειστεί, είχαν(ε) αποκλειστεί